του Φώτη Μότση
΄Τοιμάζονται νά σφάξουν τό βαθύ τό αἷμα
Νά λαξοπελεκήσουν τά πλευρά τοῦ ὄρους
Νά τ΄ἀποθέσουνε στήν πύρα ἐπάνω τῆς ψυχῆς τους
καθώς ἀπ΄τό ἡφαίστειο ἀναδεύουνε ίσκιοι λαμπροί
γιά ν΄ἀνασάνουν λαγαρόν αὐγερινό
τοῦ ἀποθαμένου τήν ἀνάσα
Ἐκεῖθε τά λιγνά πλευρά τῶν πεθαμένων
Ὅσων ἀκόμα ἀλυχτᾶν στό Σούλι
Ὅσων πηδᾶνε ἀϊσκιωτα ἀπό πηγάδι σέ πηγάδι
Στίβουν τό ἀναπάντεχο νερό
Δένουν στόν κόμπο τῆς Ἤπειρος τά σπλάχνα
Σβῶλο τά κάνουν
Bίγλα στό φρύδι τοῦ ὁρίζοντα
Εμένα που με βλέπεις, υπουργέ
Είμαι κοιλόπονος βουνού
Δεν είμαι του χεριού σου, δεν είμαι για το ΄ρε΄
του χωροφύλακά σου, του τρανού
Του Φώτη Μότση
Τώρα μιλώ με δόντι σάπιο, μπάσος
Ά, είν’ παράταιρη η λαλιά αυτή
Στον κόσμο ετούτο μοναχός, κομπάρσος
Σκηνή και φίλοι εκεί δα στημένοι
Και με τη γλώσσα κόμπο -τη δεμένη
Σέρνομαι ΄γώ και γλύφω κι αλυχτώ
Σκυλί αχαμνό στη δούλεψή σας -οϊ!
Φορώ την τρύπια όραση, στη σκοτεινιά να ιδώ
Ποια χρεία, ποιος χρησμός θρέφει αυτό το κομπολόι
Που αρμολογεί τις φλέβες, που στάζει αίμα στο νερό;!
του Γιάννη Μπανίκα
Αύγουστος του 2010 ανήμερα της Αϊ Σωτήρος. Στον προαύλιο χώρο του Μοναστηριού στο Ρωμανό. Ημερήσιο πανηγύρι με τον Νάσιο Μπάλλα, φίλο καλό από τον Αυλότοπο. Ο τόπος γνώριμος , αν και έχουν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που βρέθηκα στην ημερήσια συνάθροιση. Είναι βλέπετε και ο μοντερνισμός πανάθεμά τον που αποκτήσαμε εμείς οι Νεοέλληνες για μεταμεσονύχτια διασκέδαση. Λίγο το κρασί λίγο το τελετουργικό δεν άργησε ο νους μου να ταξιδέψει εκεί πίσω στην παιδική ηλικία στον ίδιο χώρο.
Σαββατοκύριακο, σχόλες, άγιες μέρες και πανηγύρια εθνικά. Λεφούσι αγριεμένο ξεχύνονται μυριάδες εποχούμενες ψυχές απ' το τηγάνι της μεγαλούπολης κατά χωριό μεριά, διψώντας για λίγο 'ξέδομα' στα βουνά και στα όρη, μα και για να κάνουν το 'κομμάτι' τους στο μπακαλομάγαζο του ρημαδοχωριού τους με τις οικονομίες τριών μηνών, κερνώντας γύρες τα τσίπουρα και τους 'ελληνικούς'.
www.zotiko.gr
<κοινός τόπος>
αναζητάμε την παιδικότητά μας
θέλωμε πίσω τώρα, τον ήλιο, την άγρια φύση μας και την ιστορία μας
θέλωμε, το παλιό ασημένιο σινί από το σεντούκι της συνήδεισής μας,
να γυαλίσωμε πόντο-πόντο μέχρι να γένει αστραφτερός δίσκος,τέτοιος
που τη νύχτα απάνω του να ξαπλώνει το φεγγάρι και τη μέρα ν'
αστραφτολογάει σ όλη τη λάκκα..
αναζητάμε πολλά;
X.N.Θεμελής
του Φώτη Μότση
(Απαγγελία του ποιητή)
ήχος μέλας του στεναγμού
από τα βάθη του έρωτα
από την κόκκινη καρδιά
του μαύρου κότσυφα
κι από το σπλάχνο του πουλιού
που λέει τα χρώματα
του Φώτη Μότση
Νεκρός
Το πρόσωπό του ένα κλαρί χλωρό
πίσω απ’ τη φλούδα
Τραγούδαγε
όταν οι άλλοι τον μοιρολογούσαν
Στου χρόνου τα περάσματα
φυτρώνει ένα λουλούδι.
Σκύβεις αργά, μ' απόγνωση και με χαρά
στα δάχτυλα το πνίγεις.
Καιρός ν’ αναστήσουμε
τις ξεριζωμένες καρδιές μας.
Καιρός ν’ απαντήσουμε την άνοιξη
στο σταυροδρόμι του χρόνου.
Σελίδα 6 από 8