του Φώτη Μότση
΄Τοιμάζονται νά σφάξουν τό βαθύ τό αἷμα
Νά λαξοπελεκήσουν τά πλευρά τοῦ ὄρους
Νά τ΄ἀποθέσουνε στήν πύρα ἐπάνω τῆς ψυχῆς τους
καθώς ἀπ΄τό ἡφαίστειο ἀναδεύουνε ίσκιοι λαμπροί
γιά ν΄ἀνασάνουν λαγαρόν αὐγερινό
τοῦ ἀποθαμένου τήν ἀνάσα
Ἐκεῖθε τά λιγνά πλευρά τῶν πεθαμένων
Ὅσων ἀκόμα ἀλυχτᾶν στό Σούλι
Ὅσων πηδᾶνε ἀϊσκιωτα ἀπό πηγάδι σέ πηγάδι
Στίβουν τό ἀναπάντεχο νερό
Δένουν στόν κόμπο τῆς Ἤπειρος τά σπλάχνα
Σβῶλο τά κάνουν
Bίγλα στό φρύδι τοῦ ὁρίζοντα
Σωρός τά ξύλα στήν αὐλή
Mέ τόν σαπίτη μέ τή δεντρογαλιά καί τό κονάκι
στόν λήθαργο
στήν τσέπη τοῦ χειμώνα
Χιόνι μεγάλο ἔρχεται ἀσήκωτο
Κιόλας ἀκούγεται ἀπό τά μακρινά
τραχύ τό βογγητό τῆς ἀγκαλιᾶς πού πάει νά σμίξει
Γυρνᾶν στή ρίζα τους τά δέντρα
Χορεύουνε τόν γύρο τῆς καρδιᾶς τους
Τόν θάνατο ἀναπαριστοῦν χαρούμενα
μέ ρίζα ἀπ’ τόν λυγμό κομμένη
Σφιχταγκαλιάζουν αἷμα τά κλαριά
ἀνάβουν τά δαδιά τους ὅλα
Φυσᾶνε στό κλαρίνο χέρια δάχτυλα λυγμοί ἀνήφορος
Φυσᾶνε σ’ ὅλα τά μεριά ὁλοῦθε
γιά νά διαβεί το ψίκι μέ τόν χάρο
Ἔρχονται τότες φίλοι κι΄ ἄλλοι
νά ΄μολογήσουν τήν καλή κουβέντα
νά πιοῦνε τό ρακί
Καί ἱστοροῦν τόν ἔρωτα
Ὅ,τι δέν ἔχει ἀρχή
καί πέρας οὔτε
Ὡσάν ζωνάρι τοῦ θεοῦ
Φτύνουν στή χούφτα ροζιασμένη τήν εὐχή
Καί φτύνουν τρίς πρός ὅλες τίς μεριές
τοῦ κόρφου τους
να μήν μᾶς ἀνταμώσει ἐδώ πάνω ὁ Ἄδης
Και το ξορκίζουνε μέ τοῦ στανιοῦ τόν λόγο
μέ τά καμώματα τῆς μυγδαλιᾶς
στά ἄσπρα της φουστάνια καί στά ρόδινα
Ἄγαρμποι ἀφτιασίδωτοι
Μόλις ροβολημένοι ἀπό τίς λίπες
Φουμάρουν τά μουστάκια τοῦ καλαμποκιοῦ
Φουμάρουνε τῆς γῆς ὁλάκερης τον ἴλιγγο
Σέ κάθε χῶμα Σ΄ ὅλα της τά βάθη ἀναρριγούν
Σφαδάζουνε στόν κάθε στεναγμό της
γιά ν΄ ἀκουμπήσουν ὕστερα ἀέρινα στό χῶμα
σέ γῆ πού ντύθηκε στ’ ἀνθρώπινα καί σεργιανᾶ
τρελλή χορευταρού στή σερνική τή νιότη ἔμπροσθεν
Καιρός χειμώνας Ἄπειρος
Ἐκειός
μέ κοντομάνικη φανέλα
Τό στῆθος δάσος κουμαριές ἀλλοπαρμένες
νά αἱμορραγοῦν ἀπ’ τόν καρπό κόκκινη μέθη
Δάχτυλα ἴσαμε τό σπυρί τοῦ ἀφαλοῦ τῆς γῆς
καί πρόσωπο ἄφοβο στόν ἥλιο
σταχυολογοῦσε τῆς μέρας τά καμώματα
Ἄρμεγε βροχές ἀπ’ τό πολύ ἀψηλά τό σύγνεφο
Μετροῦσε τίς ξερακιανές ρωγμές στόν πάτο στό πηγάδι
ὅπου εἶχε λέει κατηφορίσει φάρες καί φάρες
ὥσπου νά ΄βρεῖ τό ἄκριντο νερό τό ἀμίλητο
τό πετρωμένο αγερικό
γιά νά τό πιεῖ νά γιάνει ὁ ἔρωτας
Καί ἦταν πάλι
μέσα σέ τούτη τήν ἀχλή ὀρθός
Στό διάβα τῶν ψυχῶν ξανά ὁλόρθος
Ἐλαφροπετάει τή μιά ἀπό βουνό σέ ράχη
Ὕστερα ἐρωτοφιλεῖ τόν ἥλιο
Ἐνδύεται κατάσαρκα τούς δρόλαπες
Ποδένεται ὅλης τῆς θάλασσας τό ρίγος
καί δράμει νά κουρνιάσει
στ΄ ἀντραλεμένα γένεια τοῦ θεοῦ
Στούς ἴσκιους πού χαράζει ἀνάμεσο
τά φτερωτά τά ἄλογα στά κυριακάτικά τους
καί ἡ βηματισιά ἀπ΄τίς ψυχές
ὅσων ὁ Ἀχέροντας ἀρνήθηκε νά βρέξει
Ψηλόλιγνες γυναῖκες κυπαρίσσια γνέφανέ του
Ἄλλες καμώνονταν τό δέντρο
Τή στιβαρή δεσιά στά ἄσπρα καί μέ τά φτερά
στό ἀπανώχειλο τοῦ λάκκου
Ἄλλες ἦσαν ἰτιές ἦταν ἀνθοί
καθώς ὁδεῦαν ἄδουσες στήν κρήνη
καί ἴσα πού φύσαγε στό διάβα τους
ὁ ψίθυρος
Θώπευση τρυφερή κρυφό φιλί
καλοστρωμένη ἀτσάλα
Στά πόδια του λησμονημένος ὕπνος
ἀνάδινε ἐρωτικά τριφύλλια
Ἄ! πῶς εἶν΄ ὁ θάνατος ὅμοια ἡ ζωή
Πῶς εἶναι ἡ ζωή θανάσιμη ἐδῶ πέρα
Τό βλέμμα της
ἀράγιστο ἴσαμε τώρα
λές
τῆς μάνας πού τόν ἔκλαιγε ἀκόμα