Στου Τόρα, εκεί που ’ναι σήμερα το καφενείο του Νεκτάριου, ήταν τότε μια καταπράσινη σαδιά με τιντιλίνες και μαργαρίτες, το βασικό "γήπεδο" των μαθητών του Ζωτικού, όπου μαζευόμασταν για παιγνίδι, πότε για σκλαβάκι, άλλες φορές για ποδόσφαιρο, κυνηγητό, μακριά γαϊδούρα ή αρδαλίτσα.
Ήταν δυό ανισόπεδα σάδια, χωρισμένα με έναν όχθο γεμάτο βάτους. Μέρες παλεύαμε να πηδήσουμε πάνω από τους βάτους και να προσγειωθούμε στο κάτω χωράφι. Τα μεγαλύτερα παιδιά το κατάφερναν. Τα μικρότερα, όσα το τολμούσαν, βγαίνανε με αρκετά αγκάθια και πληγές στα πόδια και στα χέρια
Πάνω από του Τόρα και σ’ένα ύψος τεσσάρων περίπου μέτρων περνούσε το τηλεφωνικό καλώδιο της μοναδικής επικοινωνίας του χωριού μας με τον έξω κόσμο. Ηταν στερεωμένο από την πάνω πλευρά πάνω σε ένα πουρνάρι και από την κάτω μεριά πάνω σε μια ψηλή κουμαριά.
Κάποτε ανακαλύψαμε πως αναβαίνοντας στο πουρνάρι θα μπορούσαμε να πιάσουμε τα καλώδιο αυτό και κρεμασμένοι από τα χέρια να διασχίσουμε το σιάδι εναερίως. Το κάναμε πολλές φορές αυτό, αν και πολλές ήταν οι φορές, ειδικά στην αρχή της προσπάθειας, που στην μέση της διαδρομής δεν αντέχαν άλλο τα χέρια μας και προσγειωνόμασταν στο γρασίδι. Το καλώδιο χαμήλωνε κάτω από το βάρος δέκα και δεκαπέντε παιδιών να "διασχίζουν" ταυτόχρονα το γήπεδό μας. Ο κίνδυνος όμως να πέσουμε πάνω στους βάτους ήταν μεγάλος γι’ αυτό και ανακαλύψαμε άλλον τρόπο. Αντί να κρεμόμαστε από το καλώδιο, ήταν καλύτερα να ξαπλώνουμε κατά μήκος και μπρούμυτα πάνω σ΄ αυτό, να ρυθμίζουμε με τα πόδια της ισορροπία μας και να προχωράμε.
Η εφεύρεση ήταν εκπληκτική. Όλοι μας απολαμβάναμε τον εναέριο περίπατό μας και δεν ήταν λίγες οι φορές που συνεχίζαμε το εναέριο ταξίδι μας από δέντρο σε δέντρο, χωρίς να πατήσουμε γη, μέχρι το παλιόκαστρο.
Αγροφύλακας τότε στο χωριό μας ήταν ο Γιωργο-Τζίμας από την Καταμάχη, ένας καλοκάγαθος άνθρωπος, που προκαλούσε, όμως, τον φόβο μας, γιατί φορούσε την στολή του με το πηλίκιο, την μαγκούρα στο χέρι και είχε κι ένα δίκαννο κρεμασμένο στην πλάτη του.
Κάποιο απόγευμα λοιπόν, αφού τελειώσαμε με τις αποκοτιές μας να πηδήσουμε πάνω απ’ τα βατσούνια, πολλοί δε ούτε που το επιχείρησαν, ξεκινήσαμε για τον εναέριο περίπατό μας. Πάνω που είμαστε όλοι πάνω στο τηλεφωνικό καλώδιο ακούμε ξάφνου μια βροντερή φωνή "Εεεεεϊ και σας τσάκωσα" και αμέσως μια μπαταριά.
Στην άκρη του χωραφιού προβάλλει ο αγροφύλακας με την στολή και το δίκαννό του περασμένο στην πλάτη του, να καπνίζει. Οι νεαροί σχοινοβάτες σαν καλογυμνασμένοι ακροβάτες, πότε βρεθήκαμε χάμω, πότε πηδήσαμε τον όχθο με τους βάτους, πότε κρυφτήκαμε μέσα στον λόγγο, αυτό ούτε και ο αγροφύλακας δεν το κατάλαβε. Εκεί μέσα στις κουμαριές μετρήσαμε τους παρόντες. Ουδείς απών.
Χρόνια αργότερα στον στρατό ο λόχος είχε να περάσει πάνω από ένα δεκάμετρο σκάμμα γεμάτο λασπωμένο νερό. Πάνω από το σκάμμα το σκοινί, το γνώριμο "τηλεφωνικό μου καλώδιο". Οι περισσότεροι στρατιώτες καταλήγουν στα λασπόνερα. Έρχεται κι η σειρά μου. Χαμογελαστός, γεμάτος αυτοπεποίθηση, καβαλάω το σχοινί, και σε χρόνο ρεκόρ περνάω απέναντι. Άφωνος ο λοχαγός. Είναι απ’ τις λίγες φορές που ξανάζησα - με μια μικρή παραλλαγή - το παλιό γνώριμό μου παιγνίδι.
Ι.Μότσης