“Μικρά κι ανήλιαγα στενά και σπίτια χαμηλά μου βρέχει στη φτωχογειτονιά βρέχει και στην καρδιά μου...”
Με αδιατάρακτη συνέπεια ο Λειβαδίτης έζησε μια ζωή αφιερωμένη στον άνθρωπο, την αγάπη, την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο με διαχρονικές αξίες. Αυτή η στάση ζωής, εκφραζόταν πολιτικά ως καθημερινή πρακτική και στο έργο του, όχι απλά ως καταγραφή επιθυμιών ή οραμάτων, αλλά ως υψηλής αισθητικής ποιητική, γεμάτη συναίσθημα, με κινητήρια δύναμη το όνειρο του καλύτερου αυριανού κόσμου.
Ο Τάσος Λειβαδίτης είναι ένας ποιητής που κατατάσσεται στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Μια γενιά ποιητών που εμφανίστηκε στη διάρκεια του μεσοπολέμου και βίωσε τον αλβανικό πόλεμο, την κατοχή, την αντίσταση, τον εμφύλιο πόλεμο και τη δικτατορία του 1967. Συνθήκες που επηρέασαν τόσο τη ζωή όσο και το έργο αυτής της γενιάς. Στους στίχους τους διακρίνονται τα τραύματα και τα βιώματα των πολέμων. Η έννοια της δοκιμασίας κατέχει κυρίαρχο ρόλο στην ποιητική της γενιάς του 1960. Εκφράζουν όπως πολύ εύστοχα έχει διατυπώσει ο Δ. Ν. Μαρωνίτης μια ξεχωριστή «ποιητική και πολιτική ηθική».
Μέσα από τα έργα του κατάφερε να δώσει μια νέα πνοή στον έρωτα, εμπλουτίζοντάς τον με στοιχεία επικά και δραματικά.
“Και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον. Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν...”
Η Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν, μια ενότητα τεσσάρων ποιημάτων του Τάσου Λειβαδίτη, βασίζεται σε γεγονότα, που βίωσε ο συγγραφέας Ιάκωβος Καμπανέλλης -ως πολιτικός κρατούμενος- στο αυστριακό στρατόπεδο συγκεντρώσεως και περιγράφει στο βιβλίο του Μαουτχάουζεν. Το έργο δεν αποτελεί μόνο μια καταδίκη στη βία και την αλλοφροσύνη του πολέμου, αλλά και έναν ύμνο στον έρωτα, που μπορεί ν’ ανθίσει ακόμη και σε ένα εφιαλτικό περιβάλλον και να κρατήσει ζωντανή την ελπίδα για ζωή.
“Να ’χα δυο χέρια δυο σπαθιά
να σε σκεπάσω, αγάπη μου
να μη σ’ αγγίζει ο πόνος
Να ’μουν αητός να ’χα φτερά
για να σε πάρω μακριά
να μη σε βρίσκει ο χρόνος
Έφυγ’ η μέρα μας πικρή
κι άρχισε να βραδιάζει
μες στο τραγούδι το αίμα μου
κόμπο τον κόμπο στάζει
Πήρα τους δρόμους του ουρανού
τα σύννεφα κυνήγησα
μίλησα με τ’ αστέρια
Έψαξα νότο και βοριά
για να σου φέρω τη χαρά
μα έμεινα μ’ άδεια χέρια”
Μοναχικός οδοιπόρος, όπως σκληρά απαιτεί η Ποίηση, έζησε με μια ταπεινότητα, που όμοιά της δεν συναντάμε συχνά στον κόσμο της δημιουργίας, ο οποίος βρίθει ματαιοδοξίας, έπαρσης, αλαζονείας. Ο Λειβαδίτης ήταν ταπεινός με όλη τη μεγαλοσύνη της έννοιας.
Τον χαρακτήριζε η ευγένεια, μια ιδιαίτερη σεμνότητα και η πλήρης απουσία αλαζονείας. Κάποιοι ελάχιστοι που προσπάθησαν να τον μειώσουν, προφανώς αγνοούσαν ότι δεν μπορεί ποτέ να ταπεινωθεί ένας επί της ουσίας ταπεινός άνθρωπος, ένας άνθρωπος που ισοπέδωνε ο ίδιος ενσυνείδητα το εγώ του. Και ήταν δυνατό γι αυτόν, να κάνει την υπέρβαση βίωμα.
«...γι αυτό και μέσα σε κάθε ζωή υπάρχει πάντα κάτι πιο βαθύ απ’ τον εαυτό της η ζωή των άλλων».
Στην ποιητική του πορεία ο Τάσος Λειβαδίτης σταδιακά δημιουργεί μια ποίηση λιγότερο
επική, στρέφοντας το ποιητικό υποκείμενο σε εσωτερικές και υπαρξιακές αναζητήσεις. Ωστόσο,παραμένει το αίσθημα της νοσταλγίας για τις έντονα αγωνιστικές εποχές. Επιχειρείται, ακόμη, ένα είδος αυτοκριτικής. Ένας απολογισμός πολιτικής δράσης και ζωής, που καθίσταται όμως απραγματοποίητος. Το αίσθημα του ανεκπλήρωτου κατοικεί στους στίχους του.
Στη συλλογή γίνονται πλέον ξεκάθαρες οι θεματικές και μορφικές μετατοπίσεις της ποιητικής του. Η επιβολή της δικτατορίας το 1967 συντέλεσε ώστε η εσωστρέφεια του υποκειμένου να γίνει εντονότερη. Το παράλογο και η φαντασία είναι τώρα τα μέσα έκφρασης του. Η μορφή τείνει προς τον πεζό λόγο και καθιερώνει το ολιγόστιχο ποίημα.
......Άντρες με μακριές λόγχες κρατούσαν ακόμα και την αναπνοή μας μακριά απ ̓ το στρωμένο τραπέζι. Μα εκείνον, που τόλμησε και προχώρησε, τον κάρφωσαν και τον σήκωσαν ψηλά, ......πάνω απ ̓ όλους τους συνδαιτυμόνες.
Γιος του Λύσανδρου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922 και είχε τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια: μια αδερφή και τρεις αδερφούς. Αδερφός του ήταν ο ηθοποιός Αλέκος Λειβαδίτης και ανιψιός του ο ηθοποιός Θάνος Λειβαδίτης. Tο 1940 εγγράφεται στη Nομική Σχολή του Πανεπιστήμιου της Aθήνας. Δεν θα τελειώσει όμως ποτέ, καθώς τον κερδίζει η Aντίσταση, οργανώνεται στην EΠON. Στην καρδιά της Kατοχής το 1943, χάνει τον πατέρα του, ενώ αργότερα, όντας στην Mακρόνησο (1951), χάνει και τη μητέρα του.
Tο 1946 παντρεύεται τη Mαρία, δευτερότοκη κόρη του Γεωργίου Στούπα και της Aλεξάνδρας Λογοθέτη, Tου στάθηκε στήριγμα όχι μόνο στα σκληρά χρόνια της εξορίας του ποιητή, συντηρώντας και την μητέρα του αλλά και φύλακας - άγγελος σε όλη του τη ζωή. O ποιητής την έχει ηρωίδα του στο “Aυτό το αστέρι είναι για όλους μας” που της το αφιερώνει. Tην ίδια χρονιά κάνει και την πρώτη του λογοτεχνική εμφάνιση δημοσιεύοντας το ποίημα “Tο τραγούδι του Xατζηδημήτρη” στο περιοδικό “Eλεύθερα Γράμματα” του Δημήτρη Φωτιάδη.
«Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί,
σαν ένα τραγούδι που, καθώς βρέχει,παίρνει το μέρος των φτωχών»
Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς με συνέπεια να εξοριστεί από το 1945 έως το 1951. Με τη λήξη των Δεκεμβριανών συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας (1945) αφήνεται ελεύθερος.
Τον Ιούνιου του 1948 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στο Μούδρο. Το 1949 μεταφέρεται στη Μακρόνησο. Επειδή δεν υπέγραψε δήλωση μετάνοιας μεταφέρεται στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ’ όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» θεωρήθηκε «κήρυγμα ανατρεπτικό» και κατασχέθηκε. Το 1955 ο ποιητής δικάζεται στο Πενταμελές Eφετείο για το συγκεκριμένο έργο του. Πλήθος κόσμου και ανάμεσά τους πολλές προσωπικότητες των γραμμάτων θα παρακολουθήσουν αυτή τη πνευματική δίκη όπου ο ποιητής θα μετατρέψει το εδώλιο σε βήμα και όπου θα διατυπώσει την ουσία και τον σκοπό της τέχνης του. Θα συγκινήσει όχι μόνο το ακροατήριο αλλά και τους δικαστές που τελικά θα τον αθωώσουν πανηγυρικά.
«Δεν δικάζομαι για κανένα συγκεκριμένο αδίκημα, αλλά γι’ αυτήν την ίδια την ποιητική μου ιδιότητα [...]. Προσπάθησα να δείξω τη φρίκη και την αθλιότητα που επισωρεύει ο πόλεμος, να δείξω τη δραματική πείρα δύο παγκόσμιων πολέμων και τα εκατομμύρια ξύλινους σταυρούς που φύτεψαν στη γη, σκόρπισαν όμως και τους σπόρους για μια πλούσια άνθιση της μεταπολεμικής λογοτεχνίας». (Από την «Απολογία» του Τάσου Λειβαδίτη).
Είναι χαρακτηριστικό πως με επίκεντρο το ποιητικό έργο του Τάσου Λειβαδίτη αλλά και του Τίτου Πατρίκιου στήθηκε μια ολόκληρη συζήτηση σχετικά με την περίφημη «Ποίηση της ήττας». Ο όρος, ο οποίος διχάζει έως σήμερα, εισήχθη από τον Βύρωνα Λεοντάρη, όταν στα 1963, στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης μίλησε για τους ποιητές της ήττας και πυροδότησε μια έντονη συζήτηση μέσα από το περιοδικό, ανάμεσα σε πνευματικούς ανθρώπους της εποχής.
Ο Λεοντάρης επισημαίνει ότι κύριο χαρακτηριστικό της ποίησης αυτής, πέρα από τη συγκίνηση, είναι πως: «Τα μακρόπνοα και μονάπνοα ποιήματα παραμερίζονται τώρα από ενότητες επάλληλων διαθέσεων», ενώ τα ποιήματα διακατέχονται από μια διάθεση εξομολόγησης. Μιλά για τους ποιητές που «έχασαν πια την ιδεολογία τους» και τώρα το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να κοιτάξουν το παρελθόν και να ανασυγκροτήσουν τη σκέψη τους ανασύροντας από τη μνήμη τους όλα όσα τους δημιούργησαν. Για τον Λεοντάρη η ματαίωση τόσων προσδοκιών είναι η αφορμή για μια ψυχολογική κυρίως ήττα, η συναίσθηση της οποίας δημιουργεί μια νέα ποιητική τάση και θα πρέπει να μελετηθεί και να ερμηνευτεί κατάλληλα.
Όπως υποστηρίζει, ο σημερινός άνθρωπος έχει βιώσει την ήττα του πολιτισμού και της ανθρωπότητας. Αυτή η εμπειρία έχει καθορίσει σε σημαντικό βαθμό μια εξέλιξη στην ποίηση. Μια μεταστροφή του κλίματος μέσα στο οποίο δημιουργούν οι ποιητές. Η αντιστασιακή ιδεολογία κατέρρευσε και αυτό αποτελεί τον πυρήνα αυτής της μεταστροφής. Η κρίση που επήλθε με το τέλος της αντιστασιακής ιδεολογίας. Είναι μεγάλη και μοιραία έγινε η αφορμή μιας μεγάλης ματαίωσης. Η ματαίωση αυτή έχει επιφέρει στον ποιητή αυτής της γενιάς μια σύγχυση, καθώς αποδείχθηκε πλέον πως η ποίηση δε θα είναι το ικανό κέντρο της κοινωνικής μετεξέλιξης και μεταλλαγής, καθώς όλα όσα ο ποιητής της περιόδου θεωρούσε ως δεδομένα—ο ατομικός ηρωισμός για το καθολικό συμφέρον και η ανθρώπινη δυνατότητα να ιεραρχεί ως προτεραιότητα την συναδέλφωση στον κοινό αγώνα—έχουν πλέον αποδομηθεί.
Για τον Βύρωνα Λεοντάρη μία από τις τάσεις που κυριαρχεί στα έργα της «ποίησης της ήττας» είναι ένας ιδιαίτερος πεσιμισμός. Ο άνθρωπος έχει πλέον την αίσθηση του ηττημένου παρόλο που οι αξίες της ζωής δεν έχουν χαθεί. Συνεχίζουν να υπάρχουν όπως και οι ομορφιές της. Για να υποστηρίξει τη θέση του αυτή ο Λεοντάρης παίρνει ως παράδειγμα τα έργα των Τίτου Πατρίκιου Μαθητεία και Γυρισμός του Κωσταβάρα, τα οποία κυκλοφόρησαν το 1963 και γράφει:
«Οι διαψευσμένες προσδοκίες έχουν την αίγλη ερειπωμένων μνημείων, όχι την αποκρουστική θέα της σήψης».
Όλα όσα έγιναν κατά το παρελθόν αναθεωρούνται και ανατρέπονται καμιά φορά. Η πραγματικότητα ως αποτέλεσμα καθορίζει την απόρριψη των μύθων και η ποίηση γίνεται πλέον το όχημα για την κατάκτηση της αλήθειας, αποβάλλοντας κάθε ηρωική ελεγεία.
Στον αντίποδα όλων αυτών θα απαντήσει ο Τάσος Βουρνάς με το άρθρο του: «Η ποίηση
της ήττας και η ήττα της κριτικής». Ο Βουρνάς θα υποστηρίξει ότι ο Λεοντάρης πιστεύει πως η ήττα είναι ιδεολογική αλλά κάνει λάθος. Μόνο αν δει την ιστορική πορεία της ποίησης θα κατανοήσει την αλλαγή που συντελέστηκε. Η αντιστασιακή ποίηση «κόπηκε με το μπαλτά», θα γράψει χαρακτηριστικά και επόμενο είναι να άφησε πίσω της ένα τραύμα μεγάλο. Αυτό όμως δε σημαίνει πως είναι μια νέα συνολική τάση. Η νέα συνθετική και νοηματική μορφή της ποίησης, θα επισημάνει, δεν έχει σχέση με την αριστερή πολιτική τοποθέτηση. Φιλοδοξεί να «οδηγήσει και να πλάσει την κοινωνική συνείδηση». Μια νέα ποιητική εποχή ξεκινά ως αποτέλεσμα αυτής της κρίσης και χρειάζεται να την εξετάσουμε ως τέτοια, αφήνοντας χώρο σε μια ποιητική «εκτόνωση» των δημιουργών.
Στο διάστημα της Χούντα των Συνταγματαρχών ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει ή διασκευάζει λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης με το ψευδώνυμο Pόκκος. Αδερφός του ήταν ο ηθοποιός Αλέκος Λειβαδίτης και ανιψιός του ο ηθοποιός Θάνος Λειβαδίτης.
Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα 30 Οκτωβρίου 1988, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου».
«...Γι’ αυτό σου λέω. Μην κοιμάσαι: είναι επικίνδυνο. Μην ξυπνάς: Θα μετανιώσεις...»
Η πρώτη του ουσιαστική επαφή με το χώρο της μουσικής πραγματοποιείται το 1946 μέσα στα γραφεία της Λέσχης της ΕΠΟΝ στην Αθήνα, όπου γνωρίζει τον Μίκη Θεοδωράκη, όπως και άλλους διανοούμενους της τέχνης και του πολιτισμού, μια συνάντηση η οποία τα επόμενα χρόνια θα αποφέρει, στο χώρο της ελληνικής μουσικής, ορισμένα από τα σημαντικότερα τραγούδια του 20ου αιώνα. Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, στο δίσκο «Πολιτεία» το 1961 με τα περίφημα τραγούδια πια, «Μάνα μου και Παναγιά», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» (που ακούγονται και στην ταινία), «Δραπετσώνα» «Έχω μια αγάπη» και «Σαββατόβραδο» με ερμηνευτές τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Μαρινέλλα, τον Μανώλη Χιώτη και τη Μαίρη Λίντα
Το 1977, κυκλοφορούν “Τα Λυρικά’, ο πρώτος από τους δύο δίσκους του Θεοδωράκη, αποκλειστικά με στίχους του Λειβαδίτη. Ο συνθέτης έγραψε τη μουσική στην Αθήνα και το Βραχάτι το 1976, και ο Λειβαδίτης προσέθεσε στη συνέχεια τους στίχους. Παρουσιάστηκαν και ηχογραφήθηκαν, το 1977, ζωντανά, στο θέατρο του Λυκαβηττού, στα πλαίσια του Β ́ Μουσικού Αύγουστου, με ερμηνευτή τον ίδιο τον Θεοδωράκη και με τη φωνητική συμμετοχή της Μαργαρίτας Ζορμπαλά, του Πέτρου Πανδή και της Σοφίας Μιχαηλίδου. Στη συνέχεια συνεργάζεται με τον Μάνο Λοΐζο στο δίσκο «Για μια μέρα ζωής» (1980), τον Γιώργο Τσαγκάρη στο δίσκο «Φυσάει» (1993) με ερμηνευτή το Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τη συμμετοχή του ηθοποιού Γιώργου Μιχαλακόπουλου, τον Μιχάλη Γρηγορίου στο δίσκο «Σκοτεινή πράξη, ένα Ορατόριο σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη» (1997) ), που παρουσιάστηκε ζωντανά στο Μέγαρο Μουσικής το 1993 και τρία χρόνια αργότερα στο Δημοτικό θέατρο Πειραιά, συμμετέχει η “Ορχήστρα των Χρωμάτων’ υπό την διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη, η χορωδία “Fons Musicalis’ και τραγουδούν οι Σαβίνα Γιαννάτου, Μιχάλης Χριστογιαννόπουλος, Γιάννης Παπακωνσταντίνου και Tάσης Χριστογιαννόπουλος.
Συνυπέγραψε ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών «Ο θρίαμβος» και «Συνοικία το όνειρο» σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη. Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Σερβικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινέζικα και Αγγλικά.
Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου»), το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του «Συμφωνία αρ.Ι»), το Β ́ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα»), το Α ́ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας»). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Εταιρείας Συγγραφέων». Έγραψε επίσης κι ένα μικρό τόμο με τίτλο: «Έλληνες ποιητές», ο οποίος αναφέρεται στις συλλογές που εκδόθηκαν την περίοδο 1978- 1981, και αποτελεί μια απογραφή 74 ποιητικών συλλογών.
«Ό, τι κι αν κάνουν θα νικήσουμε – ο κόσμος μας ανήκει.
Το μέλλον είναι μες στην τσέπη μας σαν το κλειδί του σπιτιού μας».
Αναμφισβήτητα, λοιπόν, ο Λειβαδίτης κατέχει ξεχωριστή, θέση ανάμεσα στους κορυφαίους Έλληνες στιχουργούς του αιώνα μας. Ωστόσο, σε σύγκριση με άλλους συμβαίνει το παράδοξο ενώ όλοι μας να έχουμε τραγουδήσει και να τραγουδάμε τραγούδια του, να μην γνωρίζουμε πολλές φορές ότι πρόκειται για δικούς του στίχους.
Όπως σημειώνει ο Τίτος Πατρίκιος, φίλος και συνεργάτης του Λειβαδίτη, ήταν τόσο αφοσιωμένος στην ποίηση ώστε όσα ποιήματα του έστελναν «τα διάβαζε όλα ως το κόκαλο και όσο μεγαλύτερη αξία τους έβρισκε, τόσο την αναγνώριζε και τη διακήρυσσε».
«Και μια μέρα θέλω να γράψουν στον τάφο μου: Έζησε στα σύνορα μιας ακαθόριστης ηλικίας και πέθανε για πράγματα μακρινά που είδε κάποτε σε ένα αβέβαιο όνειρο»
«Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου. Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ, αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα.»
Γιάννης Μότσης