αβέρτα (επίρρ.)
|
συνεχώς, φανερά, χωρίς περιορισμούς, κατ’ εξακολουθηση, προκλητικά, ξετσίπωτα, αδιάκριτα
|
εκ του λατινικού apertus = ανοιχτό
|
Λατινική
|
View |
αγκούσα (η)
|
δυσφορία απροσδιόριστης αιτίας
|
εκ του ογκούμαι = συσσωρεύομαι, εξογκούμαι
|
Αρχαία Ελληνική
|
View |
γίνομαι
|
(για ζύμη) ΄ξεκουράζεται΄, είναι έτοιμο, έχει φουσκώσει, για τήρα στο σκαφίδι΄μη γίγκε το ψωμί (μήπως είναι έτοιμο το ζυμάρι για να το βάλουμε στο ταψί και στη συνέχεια στη γάστρα)
|
από το γίνομαι
|
Καθομιλουμένη
|
View |
αντάρα (η)
|
η ομίχλη, μτφ. σύγχυση, χαμός, μπάχαλο
|
ανά + ταράσσω
|
Αρχαία Ελληνική
|
View |
αρέντα
|
τροχάδην
|
λατ.: rheda =άμαξα
|
Λατινική
|
View |
αρμάθα /αρμαθιά (η)
|
πολλά πράγμτα μαζεμένα το ένα πάνω στο άλλο
|
εκ του "ορμάθιον" = σειρά, αλυσίδα
|
Αρχαία Ελληνική
|
View |
αυτού
|
εκεί, τοπικό επίρρημα. Αυτού ψηλά που περπατείς κλπ.....
|
εκ του αρχαιοελληνικού "αυτ-ός,-ή,-ό"
|
Αρχαία Ελληνική
|
View |
βίτσα (η)
|
η βέργα, λεπτό ίσιο ευλύγιστο κλαδί, συνήθως από κρανιά-δασκαλικό εργαλείο τιμωρίας ραβδισμού της απαλάμης έφαγα σήμερα πέντε βιτσιές απ΄τη δασκάλα, και μού ΄χει γενεί το χέρι τούμπανο
|
λατ.: vitis= βέργα κλίματος> vitea
|
Λατινική
|
View |
άχνα (η)
|
ανάσα, σιωπή, τσιμουδιά, ατμός, άχνη
|
εκ του "αχνα", δωρικός τύπος της άχνης = αθέρας, πάχνη, χνούδι
|
Αρχαία Ελληνική
|
View |
άγανο (το)
|
τα μουστάκια του σιταριού που ανεμοσκορπίζονται κατά το λίχνισμα, μετά το αλώνισμα, μαζί με τα άχυρα και τους θύλακες του σπόρου. Η βουτιά μέσα σ αυτόν τον σωρό ήταν επώδυνη διασκέδαση για τους πιτσιρικάδες, μιας και τα άγανα τρυπούσαν το τομάρι τους σαν αγκάθια.
|
από το λατ. acidus = οξύς
|
Λατινική
|
View |
γκουμώνω
|
γεμίζω το στόμα με κάτι υγρό, π.χ. με νερό
|
εκ του γομόω (= γεμίζω) -> γομώνω -> γκουμώνω
|
Αρχαία Ελληνική
|
View |
γούμασμα (το)
|
συκωτάκια με λαχανικά στο τηγάνι
|
|
0
|
View |
διαλεούρι (το)
|
συνήθως στον πληθυντικό, διαλεούργια, ό,τι απόμεινε από μια διαλογή
|
εκ του "διαλέγω" και το υποκοριστικό
|
Αρχαία Ελληνική
|
View |
θελί (το)
|
κομμάτι, π.χ. ένα θελί (=κομμάτι) πίττας
|
|
0
|
View |
Λάκκα
|
π.χ. Λάκκα Σούλι, λακκιά, κοίλωμα, βαθούλωμα, γούβα, λάκκος, λακκούβα, δεξαμενή στέρνα, υπόγειο, αποθήκη λίμνη
|
Εκ του αρχαιοελληνικού λάκκος (ous.) ριζα = λακ-, λατινικά: lacus: κοίλωμα, βαθούλωμα, γούβα, λάκκος, λακκούβα, δεξαμενή στέρνα, υπόγειο, αποθήκη λίμνη
|
Αρχαία Ελληνική
|
View |
λατζοκόβω/ λατζοδέρνω
|
αγωνιώ, τριγυρνώ, αναζητώ (αγωνιωδώς)
|
πιθ. από βενετ. lanza κατά μεταφ. από την αγωνία των λογχιζομένων
|
0
|
View |
λώβα (η)
|
η βρώμα, η βρωμιάρα
|
η λώβη, (ουσιαστικό), [ρίζα σλωβ-, από σληβ-, πιέζω, βασανίζω], κακομεταχεείριση, ατίμωση, προσβολή, χλευασμός, ύβρις ||ακρωτηριασμός ||όνειδος, καταισχλυνη, ατιμία || (στο Βυζάντιο) λέπρα || παραγ.: λωβάομαι, λωβώμαι
|
Αρχαία Ελληνική
|
View |
νογάω
|
αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω
|
εκ του νοέω, συνώνυμο του εννοώ, (εν-νοώ), αόρ. ενενόησα, μτχ. εννώσας, πρκ. ενενόηκα\r\nΕχω στον νου, σκέφτομαι, διανοούμαι || καταλαβαίνω, κατανοώ
|
Αρχαία Ελληνική
|
View |
οργιό ή το οριό (το)
|
σύγκρυο, π.χ. μ έπιασε το οργιό
|
από το ρίγος /ριγώ
|
Καθομιλουμένη
|
View |
φάουλο (το)
|
η τροφή για τα άλογα και τα μουλάρια
|
|
|
View |