Τοπολαλιά

Page 
 of 57
Record
1
to
20
of
1,127
Έκφραση
Filter
Ερμηνεία
Filter
Ετυμολογία
Filter
Προέλευση
Filter
αβέρτα (επίρρ.) συνεχώς, φανερά, χωρίς περιορισμούς, κατ’ εξακολουθηση, προκλητικά, ξετσίπωτα, αδιάκριτα εκ του λατινικού apertus = ανοιχτό Λατινική View
αγκούσα (η) δυσφορία απροσδιόριστης αιτίας εκ του ογκούμαι = συσσωρεύομαι, εξογκούμαι Αρχαία Ελληνική View
γίνομαι (για ζύμη) ΄ξεκουράζεται΄, είναι έτοιμο, έχει φουσκώσει, για τήρα στο σκαφίδι΄μη γίγκε το ψωμί (μήπως είναι έτοιμο το ζυμάρι για να το βάλουμε στο ταψί και στη συνέχεια στη γάστρα) από το γίνομαι Καθομιλουμένη View
αντάρα (η) η ομίχλη, μτφ. σύγχυση, χαμός, μπάχαλο ανά + ταράσσω Αρχαία Ελληνική View
αρέντα τροχάδην λατ.: rheda =άμαξα Λατινική View
αρμάθα /αρμαθιά (η) πολλά πράγμτα μαζεμένα το ένα πάνω στο άλλο εκ του "ορμάθιον" = σειρά, αλυσίδα Αρχαία Ελληνική View
αυτού εκεί, τοπικό επίρρημα. Αυτού ψηλά που περπατείς κλπ..... εκ του αρχαιοελληνικού "αυτ-ός,-ή,-ό" Αρχαία Ελληνική View
βίτσα (η) η βέργα, λεπτό ίσιο ευλύγιστο κλαδί, συνήθως από κρανιά-δασκαλικό εργαλείο τιμωρίας ραβδισμού της απαλάμης έφαγα σήμερα πέντε βιτσιές απ΄τη δασκάλα, και μού ΄χει γενεί το χέρι τούμπανο λατ.: vitis= βέργα κλίματος> vitea Λατινική View
άχνα (η) ανάσα, σιωπή, τσιμουδιά, ατμός, άχνη εκ του "αχνα", δωρικός τύπος της άχνης = αθέρας, πάχνη, χνούδι Αρχαία Ελληνική View
άγανο (το) τα μουστάκια του σιταριού που ανεμοσκορπίζονται κατά το λίχνισμα, μετά το αλώνισμα, μαζί με τα άχυρα και τους θύλακες του σπόρου. Η βουτιά μέσα σ αυτόν τον σωρό ήταν επώδυνη διασκέδαση για τους πιτσιρικάδες, μιας και τα άγανα τρυπούσαν το τομάρι τους σαν αγκάθια. από το λατ. acidus = οξύς Λατινική View
γκουμώνω γεμίζω το στόμα με κάτι υγρό, π.χ. με νερό εκ του γομόω (= γεμίζω) -> γομώνω -> γκουμώνω Αρχαία Ελληνική View
γούμασμα (το) συκωτάκια με λαχανικά στο τηγάνι 0 View
διαλεούρι (το) συνήθως στον πληθυντικό, διαλεούργια, ό,τι απόμεινε από μια διαλογή εκ του "διαλέγω" και το υποκοριστικό Αρχαία Ελληνική View
θελί (το) κομμάτι, π.χ. ένα θελί (=κομμάτι) πίττας 0 View
Λάκκα π.χ. Λάκκα Σούλι, λακκιά, κοίλωμα, βαθούλωμα, γούβα, λάκκος, λακκούβα, δεξαμενή στέρνα, υπόγειο, αποθήκη λίμνη Εκ του αρχαιοελληνικού λάκκος (ous.) ριζα = λακ-, λατινικά: lacus: κοίλωμα, βαθούλωμα, γούβα, λάκκος, λακκούβα, δεξαμενή στέρνα, υπόγειο, αποθήκη λίμνη Αρχαία Ελληνική View
λατζοκόβω/ λατζοδέρνω αγωνιώ, τριγυρνώ, αναζητώ (αγωνιωδώς) πιθ. από βενετ. lanza κατά μεταφ. από την αγωνία των λογχιζομένων 0 View
λώβα (η) η βρώμα, η βρωμιάρα η λώβη, (ουσιαστικό), [ρίζα σλωβ-, από σληβ-, πιέζω, βασανίζω], κακομεταχεείριση, ατίμωση, προσβολή, χλευασμός, ύβρις ||ακρωτηριασμός ||όνειδος, καταισχλυνη, ατιμία || (στο Βυζάντιο) λέπρα || παραγ.: λωβάομαι, λωβώμαι Αρχαία Ελληνική View
νογάω αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω εκ του νοέω, συνώνυμο του εννοώ, (εν-νοώ), αόρ. ενενόησα, μτχ. εννώσας, πρκ. ενενόηκα\r\nΕχω στον νου, σκέφτομαι, διανοούμαι || καταλαβαίνω, κατανοώ Αρχαία Ελληνική View
οργιό ή το οριό (το) σύγκρυο, π.χ. μ έπιασε το οργιό από το ρίγος /ριγώ Καθομιλουμένη View
φάουλο (το) η τροφή για τα άλογα και τα μουλάρια View