“Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι’ όπως το δεις να μη το παρατήσεις.
Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα,
και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτηνε τη γη του,
κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,
και να του φέρεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας”
Ο Κωστής Παλαμάς, «ο ποιητής που σκέπασε με τον ίσκιο του μισόν αιώνα της πνευματικής μας ιστορίας», γεννιέται στην Πάτρα το 1859, δυο χρόνια μετά το θάνατο του Σολωμού. Πολύ νωρίς, το 1866, εγκαθίσταται στο Μεσολόγγι, τελειώνει τις εγκύκλιες σπουδές του και γράφει τα πρώτα του ποιήματα ώς το 1875,
Στη νησόσπαρτη λίμνη που το μαϊστράλι,
από θαλασσινή δυναμωμένο αρμύρα,
ταράζει πέρα το φυκόστρωτο ακρογιάλι,
μ’ έριξ’ εκεί πεντάρφανο παιδάκι η Μοίρα.
Το 1875 μετακομίζει στην Αθήνα, την πόλη στην οποία θα ζήσει ώς το τέλος της ζωής του. Εγγράφεται στη Νομική Σχολή, αλλά γρήγορα εγκαταλείπει τις σπουδές του, για να αφιερωθεί στην ποίηση και τη φιλολογία.
...Κι αν είναι
κ’ έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί ωργισμένοι,
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντρα,
για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,
μη φοβηθείς το χαλασμό!.. Φωτιά ! Τσεκούρι !Τράβα !,
ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφ’ το,
και χτίσε κάστρο απάνω του και ταμπουρώσου μέσα,
για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα,
π’όλο την περιμένουμε, κι όλο κινάει για νάρθη,
κι όλο συντρίμμι χάνεται στο περάσμα των κύκλων!..”
Το 1879 υποβάλλει στο Βουτσιναίο ποιητικό δοαγωνισμό την πρώτη του ποιητική συλλογή “Ερώτων έπη” και από το 1879 και μετέπειτα ποιήματά του δημοσιεύονται σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής.
Το 1897 με τον διορισμό του ως Γενικό Γραμματέα του Πανεπιστημίου Αθηνών λύνονται τα βιοποριστικά του προβλήματα και ανοίγεται για τον Παλαμά η περίοδος της μεγάλης ποιητικής
του δημιουργίας. Το 1886 εκδίδεται η ποιητική συλλογή που αποτελεί την ουσιαστική αρχή του παλαμικού ποιητικού έργου: τα Τραγούδια της Πατρίδος μου αποτελούν πλήρη έκφραση των ποιητικών στόχων της νέας αθηναϊκής σχολής και συμπυκνωμένη έκφραση του μεγαλοϊδεατισμού της εποχής.
«Οι στίχοι στην πατρίδα μου», στη μικρή πατρίδα
[...] θ’ άξιζεν εδώ, και με όλη τη συντομία, να εξαρθούν. Γιατί δίνουν το σύνθημα πως κάτι σπέρνεται προμηνώντας κάποια μεταστροφή που αγάλια αγάλια
θ’ ανθίσει, στην ιδεολογία μας, στην αισθητική
μας. Η πατριδολατρία. Πατριδολάτρης είμαι, όχι εθνικιστής. [...] Το ποίημα, που προεξάρχει στο βιβλίο μου, είναι «Τα δώρα της Πρωτοχρονιάς». Συνεχίζετ’ εκεί το πατριωτικό ιδανικό. Η Μεγάλη Ιδέα σ’ ένα ανάγλυφο σκαλίζεται. Αλλά σχεδόν τίποτε κοινό με τον παραδομένο λυρισμό της αθηναίας Σχολής, με το ‘21, εκπροσωπούμενο από τους καπεταναίους και τους ήρωές του που συμβολίζουν την εθνικήν ακμή μέσα στον ξεπεσμό του τωρινού. Τίποτα που ναθυμίζει την ρομαντική ελεγειογραφία, το επικό πλάτος, τη διθυραμβική τυμπανοκρουσία, τη δημοσιογραφική στωμυλία των προγόνων συναδέλφων μας. Η Μεγάλη Ιδέα σε στίχους που σα να βιάζονται να σωπάσουν,
με μια κραυγή που μισοβγαίνει, σα να ξεράθηκε στο στόμα τους: «με την Αγάπη». [Παλαμάς, Άπαντα, Α ́: 22]
...Μητέρα, τα δικά σου τα στολίδια
τα χαίροντ’ άλλοι μες στην οικουμένη,
και Λάμιες τα φυλάν, τα ζώνουν φίδια
και χάνοντ’ εκεί μέσ’ αντρειωμένοι...
Την επόμενη χρονιά παντρεύεται τη Μαρία Βάλβη, γόνο πολιτικής οικογένειας του Μεσολογγίου, γράφει και της αφιερώνει τον «Ύμνο εις την Αθηνάν», που θα βραβευτεί στον Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό δύο χρόνια αργότερα.
“Στον αγιασμένον Όλυμπον που έχει κορφές περίσσιες
και την αιώνια ξαστεριά κι απείραχτη γαλήνη,
ποτέ δε φανερώθηκε τέτοιο μεγάλο θάμα
ωσάν το θάμα που έλαμψε μπρος στων θεών τα μάτια
την ώρα που γεννήθηκεν η Αθηνά η παρθένα...
... ∆εν είσ’ εσύ κακό στοιχειό, χέρια εκατό δεν έχεις,
έχεις τρισεύγενη θωριά κι είσαι θεά παρθένα,
κι η όψη σου είναι φοβερή στην αδικία μονάχα.
Σα θάλασσα της χειμωνιάς τα μάτια σου αν σαλεύουν,
κι αν η φωνή σου ακούγεται σα χαλασμός του κόσμου,
χίλιων γιγάντων δύναμη κι αν κρύβ’ η δύναμή σου,
έτσι μεγάλη, δυνατή, κι ακίνητη σε κάνει
η μεγαλόχαρη αρετή, μονάκριβη ομορφιά σου...”
Έχοντας επίγνωση του ηγετικού του ρόλου, ο Παλαμάς, αναλαμβάνει σύντομα, εκτός από την ανανέωση της ερμηνείας της παράδοσης, την ανανέωση του λογοτεχνικού ορίζοντα που προϋποθέτει και την ανάδειξη των νέων ποιητών: Παπαδιαμαντόπουλος, Καμπάς, ∆ροσίνης. Γράφει από την αρχή και για τους τρεις θετικότατες κριτικές και αναδεικνύεται έτσι σε «ζωντανή συνείδηση μιας γενιάς και μιας εποχής» (Μουλλάς).
Ο διευρυμένος κριτικός προσανατολισμός, η αγάπη και η γνώση του δυτικού πολιτισμού του παρέχουν άφθονο υλικό για έρευνα. Συχνά αναλαμβάνει να παρουσιάσει, να συγκρίνει, να προωθήσει στο ελληνικό κοινό συγγραφείς και ρεύματα του ευρωπαϊκού πνευματικού στερεώματος. V. Hugo, Λ. Τολστόι, E. Renan, H. Taine, A. France είναι μόνο μερικά από τα ονόματα που συναντά κανείς στα κριτικά του δοκίμια.
Μέρος της κριτικής του οξύνοιας θα πρέπει να θεωρηθεί η έγκαιρη υποστήριξη της δημοτικής ως λογοτεχνικής γλώσσας. Ως προς τη συγγραφή της ποίησης έχει και ο ίδιος εγκαταλείψει οριστικά την καθαρεύουσα από το 1886. Τα κρίσιμα επόμενα χρόνια η θέση του Παλαμά ως προς το γλωσσικό θα είναι απερίφραστα υπέρ της δημοτικής.
Το 1890 η δεύτερη συλλογή του, “τα Μάτια της Ψυχής μου”, βραβεύεται στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό.
“Στα βάθη της ψυχής μου, χαρίσματα θεϊκά,
ολανοιγμένα νιώθω δυο μάτια μυστικά.
∆εν τα φωτίζει ο ήλιος που λάμπει για τη γη
και παίρνουν φως απ’ άλλη πιο καθαρή πηγή...”
Η ποιητική διερεύνηση της γενιάς του 1880 για μια έκφραση πλήρως διαφοροποιημένη από το ρομαντισμό της παλιάς σχολής συνεχίζεται. Μέσα στο πεδίο αυτής της διερεύνησης ο Παλαμάς εκδηλώνει ένα εντονότατο ενδιαφέρον σύνδεσης της εγχώριας ποιητικής παράδοσης με τις σύγχρονές του ευρωπαϊκές καλλιτεχνικές εξελίξεις. Είναι λοιπόν και στα “Μάτια της Ψυχής μου” (όπως και στα Τραγούδια της Πατρίδος μου) ιδιαιτέρως αισθητές οι επιδράσεις της τεχνοτροπίας του γαλλικού παρνασσισμού, από τον οποίο ο Παλαμάς διδάσκεται τη σημασία της μορφής. Οι στίχοι χαρακτηρίζονται από έμμετρη ρυθμικότητα και διαθέτουν ομοιοκαταληξία. Οι οφειλές ωστόσο στον ρομαντισμό παραμένουν, παρά την απομάκρυνση από την ποιητική της παλιάς σχολής, έκδηλες και εντοπίζονται κυρίως στην εξιδανικευτική ματιά του ποιητή, ενώ ο τίτλος της συλλογής παραπέμπει στο γνωστό σολωμικό στίχο «πάντα ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου» από τους Ελεύθερους πολιορκημένους.
Ως επικύρωση έρχεται το 1895 η ανάθεση από την Επιτροπεία των Ολυμπιακών Αγώνων της σύνθεσης του Ύμνου των Αγώνων. Με αυτό τον παλαμικό «Ολυμπιακό Ύμνο», που μελοποίησε ο Σ. Σαμαράς, έγινε η έναρξη των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων το 1896 στην Αθήνα και από την Ολυμπιάδα της Ρώμης, του 1960, ανακρούεται σε όλες τις τελετές έναρξης και λήξης. Το κρίσιμο έτος 1897 εκδίδει τη συλλογή “Ίαμβοι και Ανάπαιστοι”, στην οποία μεταγράφει σε επίπεδο ποιητικής πράξης την ανάγνωσή του
της καλβικής ποίησης: στα σαράντα ποιήματα της συλλογής η μετρική της κάλβειας στροφής «αναπαρίσταται» συμβολικάμέσω της εναλλαγής του ιαμβικού και του αναπαιστικού ρυθμού.
“Καβάλα πάει ο Χάροντας τον ∆ιγενή στον Άδη,
κι άλλους μαζί... Κλαίει δέρνεται τ’ ανθρώπινο κοπάδι.
Και τους κρατεί στου αλόγου του δεμένους τα καπούλια,
της λεβεντιάς τον άνεμο, της ομορφιάς την πούλια....”
Ο αντίκτυπος της ήττας του 1897 ωστόσο αποτυπώνεται στην επόμενη συλλογή, τους Χαιρετισμούς της Ηλιογέννητης (1900). Μια στροφή στα κείμενα του Παλαμά από την έκφραση της πολεμικής έντασης και την παρότρυνση στον ηρωισμό σε ένα πνεύμα διεθνισμού και πτώσης του ηρωικού τόνου είναι στο έξης διακριτή.
“...T’ όνομά μου είν’ Ηλιογέννητη!
Από κάποιον ήλιο είμαι φερμένη·
Και οι πεντάμορφες του κόσμου
Προς εμέ τα χέρια υψώνουν. “
Ο θάνατος του τρίτου παιδιού του το 1898, του τετράχρονου Άλκη, έχει ήδη αποτελέσει έναν τραγικό σταθμό στην προσωπικήτου ζωή και παράλληλα την αφορμή για να εκδηλωθεί αυτό που ο ίδιος θα ονομάσει «λυρισμό του εγώ»,
μέσω της σύνθεσης του θρηνητικού Τάφου (1898, έκδοση που προηγείται των Χαιρετισμών της Ηλιογέννητης), μιας από τις πιο προσωπικές στιγμές στο σύνολο της παλαμικής ποιητικής δημιουργίας. Οι στίχοι της σύνθεσης δημιουργούν ένα κλίμα μελαγχολίας και βαθιάς θλίψης.
“Μήτε μὲ τὸ σίδερο, Μήτε μὲ τὸ χρυσάφι,
Μήτε μὲ τὰ χρώματα Ποὺ σπέρνουν οἱ ζωγράφοι
Μήτε μὲ τὰ μάρμαρα Τὰ τεχνοσκαλισμένα·
Τὸ σπιτάκι σου ἔπλασα Παντοτινὸ γιὰ σένα...
... κι ὅπως εἶσαι ἀνάλαφρο, μικρὸ σὰ χελιδόνι,
κι ἄρματα δὲ σοῦ βροντᾶν παλικαριοῦ στὴ ζώνη,
κύτταξε καὶ γέλασε τῆς νύχτας τὸ σουλτάνο,
γλίστρησε σιγὰ - κρυφὰ καὶ πέταξ ̓ ἐδῶ πάνω,
καὶ στὸ σπίτι τ ̓ ἄραχνο γυρνώντας, ὦ ἀκριβέ μας,
γίνε ἀεροφύσημα καὶ γλυκοφίλησέ μας!
Με την έκδοση του τόμου «Ασάλευτη ζωή» κλείνει και η πρώτη ποιητική περίοδος του Παλαμά. Κατά την δεύτερη ποιητικήτου περίοδο, ο Παλάμάς φαίνεται να προσεταιρίζεται την αισθητική θεωρία του συμβολιμού μέσω της οποίας Γάλλοι ποιητές, όπως Charles Baudelaire, o Stéphane Mallarmé και ο Paul Verlaine στις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. οργανώνουν τη δική τους ποιητική απομάκρυνση από τις υπερβολές του ρομαντισμού.
Ο Παλαμάς δεν μετεξελίχθηκε σε συμβολιστή ποιητή, κρατά όμως το δίδαγμα για την υπαινικτική λειτουργία της ποίησης, μέσω της οποίας ο αναγνώστης οδηγείται σε υπερβατικές έννοιες, στρέφει δηλ. το νου και τα αισθήματα
του αναγνώστη, υπαινικτικά, με έμμεση υπόδειξη, προς μια υψηλότερη σφαίρα υπερβατικών Ιδεών. Στην “ποιητική του σύνθεση “Φοινικιά” είναι εμφανή τα συμβολικά στοιχεία.
Ω Φοινικιά, μας έριξεν εδώ ένα χέρι·
το χέρι το ‘βαλε καταραμένη Μοίρα;
το πήγε νους καλοπροαίρετος; Ποιός ξέρει!
Από ενός ύπνου κάτου τον καταποτήρα
ποιά ορμή μας άδραξε και ποιός μας έχει φέρει;
Τάχ’ από χαλαστή γιά τάχ’ από σωτήρα;
Νά μας ασάλευτα στον ίσκιο σου αποκάτου·
ο ίσκιος σου είναι της ζωής ή του θανάτου;
Παράλληλα, στην “Ασάλευτη ζωή” συμπεριλαμβάνεται, πρώτος στην ενότητα «Μεγάλα οράματα», ο Ασκραίος που προοικονομεί την εμφάνιση των μεγάλων συνθέσεων που θα ακολουθήσουν. Είναι ένας μονόλογος του φαντάσματος του Ησιόδου της Άσκρας, μια σπουδή πάνω στο Ησιόδειο “Έργα και Ημέρες”, που αρχίζει και τελειώνει με τον αρχαίο ποιητή να παραδίδει το πνεύμα του στον νεοτερικό διάδοχό του, πίσω από το προσωπείο του οποίου κρύβεται ο ίδιος ο Παλαμάς.
Εν τω μεταξύ ο αγώνας υπέρ της δημοτικής μπαίνει σε μια κρίσιμη φάση. Η μετάφραση του “Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου” από τον Αλέξανδρο Πάλλη και η δημοσίευσή της στην εφημερίδα Ακρόπολις το 1901 ξεσήκωσε, όχι μόνο την Εκκλησία, αλλάκαι το λαϊκό αίσθημα, και προκάλεσε μια σοβαρή πολιτική κρίση που στάθηκε η απαρχή μιας μακράς σειράς ανάλογων φαινομένων. Οι μεγάλες φοιτητικές διαδηλώσεις, αποδοκιμαστικές της μετάφρασης του Ευαγγελίου, τοποθετούν στο στόχαστρο της επίθεσης τους δημοτικιστές που θεωρούνται άθεοι και προδότες. Οι αντιδράσεις καταλήγουν σε ταραχές και αιματηρές συγκρούσεις με τον στρατό, που θα μείνουν γνωστές ως «Ευαγγελικά».
Τα γεγονότα κλονίζουν την κυβέρνηση Θεοτόκη και την αναγκάζουν να παραιτηθεί. Ο Κωστής Παλαμάς, δηλωμένος υποστηρικτής
της δημοτικής, βρίσκεται στο επίκεντρο των επιθέσεων, καθώς μάλιστα αυτή την εποχή εργάζεται ως Γραμματέας του Πανεπιστημίου,
που έχει πρωτοστατήσει στις αντιδραστικές εκδηλώσεις. Η υποστήριξή του ωστόσο προς όλες τις προσπάθειες καθιέρωσης της δημοτικής είναι συνεχής και έμπρακτη. Κατά τη διάρκεια των αναταραχών ο Παλαμάς διώκεται εκ νέου για τις δημοτικιστικές του απόψεις.
“Στοχάζομαι πως όταν η ζωντανή μας η γλώσσα δικιωθεί και πάρει τη θέση που της χρειάζεται, όταν ο δασκαλισμός θα είναι κάτι τι ανάλογο στο νόημα και στο μάκρεμα με το μεσαιωνισμό, και κάτι πολύ χειρότερο, όταν και της ίδιας Πολιτείας οι νόμοι θα σκαλίζονται, καθαροί και στρογγυλοί, στην άσπρη πλάκα της ζωντανής γλώσσας, και δε θα κοκκινίζει ο Λόγος μπροστά σε «διορισμούς εθνικών ποιητών ή εθνοκηρύκων απηλλαγμένων του ιδιώματος του μαλλιαρισμού», τότε θα βρεθεί πως και η λεγόμενη καθαρεύουσα δεν είναι όλως διόλου για πέταμα, γιατί δούλεψε κ’ εκείνη, όχι μονάχα για τη γέννηση κάποιων αξιόλογων έργων, μα και άθελα, για την πρόοδο και για το ξαναστύλωμα της αφιλίωτης αντίδικης, της δημοτικής.
Μα ίσαμε που να ξημερώσουν τα χρυσά χρόνια, η καθαρεύουσα πρέπει να πολεμιέται ήσυχα, υπομονετικά, συστηματικά, μεθοδικά, τεχνικά, επιστημονικά, θαρρετά, μαζί μετρημένα και παλικαρίσια, ξέσκεπα και συνετά, αλύπητα, σαν ένα εθνικό κακό. Τούτο απαιτούν η ηθική, η τιμή, η δικιοσύνη, η ανάγκη, ο εθνισμός, ο ανθρωπισμός, το σέβας προς την αλήθεια, η αγάπη προς την ομορφιά, ό,τι συμφέρει στον κοινωνικό τον άνθρωπο, ό,τι τονώνει τον άνθρωπο τον εσωτερικό “[Παλαμάς, Άπαντα, Η ́: 50].
Τον Μάιο του 1908 ο Παλαμάς υποβάλλει ως γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών αναφορά στο Υπουργείο Παιδείας συνταγμένη σε δημοτική γλώσσα. Η δημόσια δημοτικιστική του τοποθέτηση προκάλεσε την «Επιτίμηση του Γραμματέως του Πανεπιστημίου» από τον Υπουργό Παιδείας. Στις 15 Μαΐου ο Παλαμάς απαντά σε συκοφαντικό άρθρο του Γ. Πωπ στην εφ. Αθήναι σχετικά με την αναφορά του, με επιστολή που δημοσιεύεται στην εφ. Εστία:
“Αν δεν εφοβούμην μήπως ολισθήσω εις λυρικήν περιαυτολογίαν περιττήν, θα έλεγα ότι δι’ εμέ λειτούργημα ο Λόγος και θρησκεία τα Γράμματα. Γνωστή, όσον ασήμαντος και αν είναι, η λογοτεχνική εργασία μου. Πιθανόν να είναι πολύ αμφισβητήσιμος η αξία μου ως λογοτέχνου. ∆ι’ ό,τι δεν αμφιβάλλω, είναι η μεγάλη φιλολογική και κοινωνική σημασία του γλωσσικού ζητήματος. Αλλάπρώτιστα πάντων τούτο είναι ζήτημα ηθικής τάξεως δι’ εμέ. Είμαι δημοτικιστής ― ή όπως άλλως θέλετε να με αποκαλέσετε, και
θα είμαι· τούτο αποτελεί την αρετήν μου. Και ως υπάλληλος του Κράτους, νομίζω ότι όχι μόνον δεν παραβαίνω το καθήκον μου ―άσχετον άλλως τε προς τας περί γλώσσης πεποιθήσεις μου― αλλά και τιμώ την θέσιν μου, έχων το θάρρος να φρονώ ό,τι φρονώ δημοσία λόγω και έργω [Παλαμάς, 1975, Αλληλογραφία Α ́ (1875-1915): 149].”
Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση 1917-1920 με την οποία η δημοτική μπαίνει στα σχολεία σηματοδοτεί την οριστική επικράτησήτης.
Ο Παλαμάς χαρακτηρίζει τη μεταρρύθμιση «επαναστατική» και «ριζοσπαστική». Ωστόσο, είναι ακριβώς από αυτή την εποχήπου γίνεται σταδιακά μετριοπαθέστερος ως προς την κριτική της καθαρεύουσας σε βαθμό που, αν και παραμένει φυσικάδημοτικιστής, να γίνεται λόγος για «μεταστροφή» στις ιδέες του (Κριαράς, 1997) που αντιστοιχεί σε αναγνώριση της διγλωσσίας (Ανδριώτης, 1943).
∆εν είναι ασφαλώς τυχαίο το γεγονός ότι ακριβώς αυτή την εποχή των μεγάλων συνθέσεων, γύρω στο 1909, ο Παλαμάς γνωρίζει προσωπικά, ένα βράδυ στο σπίτι του Καλομοίρη, τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Η ανάμνηση αποτυπώνεται σε ένα ποίημα και μαζί της η ένθερμη υποστήριξη του ποιητή προς τον πολιτικό:
Νά ο Βασιλιάς με το σπαθί και ο Κυβερνήτης νά τος με τη βουλή, και νά τηνε κι η Πολιτεία, κορόνα, λαμποκοπούνε στης κορόνας την κορφή διαμάντια και τα διαμάντια είναι διπλά, σφιχτοπεριπλεμένα. [«Μια βραδιά σ’ ένα σπίτι»]
Ο εμβληματικός ηγέτης έχει μόλις φτάσει στην Ελλάδα. Η άφιξή του σημαίνει συμβολικά το τέλος της εσωστρέφειας που έχει προκαλέσει η ήττα του 1897. Οι εθνικές και κοινωνικές αλλαγές που περιέχει η πολιτική του ατζέντα ενδυναμώνουν
εκ νέου τις ελπίδες μιας αστικής αναγέννησης.
Στο πλαίσιο αυτής της αστικής αναγέννησης ο Παλαμάς κράτησε το ρόλο του «εθνικού ποιητή», του αισιόδοξου οδηγού και βάρδου που προωθεί τα εθνικά ιδανικά. Οι δυο μεγάλες συνθέσεις του Παλαμά συμπυκνώνουν τους εθνικούς πόθους
για εδαφική επέκταση και εκφράζουν το κάλεσμα για τη θριαμβευτική άνοδο του ελληνισμού. Είναι σαφές ότι στη συνείδηση του ποιητή το είδος αυτό της πατριωτικής ποίησης ισοδυναμεί με πολιτική πράξη:
∆εν είναι η πολιτική, αν την αγναντέψουμε από μιαν όψη του συνόλου της του ιδεατού, δεν είναι παρά η φιλοπατρία στην πράξη. Αγαπώ την πατρίδα, πιστεύω την πατρίδα, ενεργώ, παλεύω για την πατρίδα. Η πολιτική τέχνη του
να κυβερνάς. Όμως όλα είναι τέχνη στη ζωή, και η ζωή η ίδια, τέχνη. Η πατριωτική ποίηση, της ποιητικής τέχνης εκδήλωση που γιομίζει την ανθρώπινη ιστορία με την πλάστρα την φωτιά.
Ο ποιητής φτάνει να του χτυπήσει τη φαντασία το πάθος τούτο, είναι ο κατεξοχήν πατριώτης [Παλαμάς, Άπαντα, ΙΒ ́: 121].
Ο “δωδεκάλογος του Γύφτου” (1907), έργο χωρισμένο σε δώδεκα λόγους και σε ποικίλους ρυθμούς με κυρίαρχο έναν ελεύθερο τροχαϊκό στίχο, είναι το σημείο του παλαμικού έργου, όπου διακρίνει κανείς έντονα τα ίχνη του νιτσεϊκούΥπερανθρώπου. Το κεντρικό πρόσωπο, ο Γύφτος, αφού περιέλθει όλα τα στάδια μιας ολοκληρωτικής άρνησης προς όλους και όλα, αρχίζει τέλος
να επανασυμφιλιώνεται με τη ζωή. Ωστόσο, ο Παλαμάς παίρνει αποστάσεις από το πρότυπό του και σκιαγραφεί τελικά έναν ήρωα που αποβάλλει σταδιακά τα στοιχεία της έντονης ατομικότητας και εκβάλλει στο πρότυπο ενός πληθωρικού ανθρώπου, μετατρέποντας τον υπεράνθρωπο σε άνθρωπο οδηγό του πλήθους.
Ο Προφήτης που κοιτάζει
με τα μάτια του Όραμά του
κι ο Προφήτης που κηρύττει
με του Αύριο το στόμα,
κι από ποιά πνοή δεν ξέρω
τραβημένος, πνοή κι εκείνος,
παρατώντας τα δικά του,
τους αϊτούς και τα λιοντάρια,
και τ’ απόκρυφα βιβλία,
πήγε κάτου απ’ τη μονιά του
κι ήρθε μέσα στους ανθρώπους,
μες στον Τσίρκο τον απέραντο
το μαρμαροστυλωμένο.
Και νά ο Τσίρκος περιμένει
να γιορτάει το γιορτάσι
που γιορτάζει με το Μάη,
και ξεχείλισε και βουΐζει
μέσα του της Παναγίας
και της αμαρτίας η Πόλη.
[Από το δέκατο λόγο]
Ι. Μότσης