Το χωριό μας ήταν και είναι όμορφο χωριό. Παλιά, κάθε σπίτι είχε και την πισίνα του που γέμιζε με γάργαρο δροσερό νερό, είχαμε και μια θερμαινόμενη πισίνα, του μπάρμπα-Βαγγέλη για έκτακτες ανάγκες. Κάθε πισίνα είχε και την δική της ιδιαιτερότητα. Η δική μας πισίνα ήτανε το καλοκαίρι κατάλληλη για χειμερινούς κολυμβητές, η πισίνα της θειάς της Νάσενας, ήταν κατάλληλη για όσους αγαπούσαν τα αχλάδια, η θερμαινόμενη πισίνα για όσους αγαπούσαν τα κεράσια, και για να μην τα πολυλογώ, κάθε πισίνα προσέφερε κάτι ιδιαίτερο. Κάποιες από τις πισίνες είχαν ένα βασικό πλεονέκτημα. Ηταν αθέατες στο ευρύ κοινό, κι έτσι μπορούσαμε να απολαύσουμε το κολύμπι χωρίς τις ειδικές περιβολές, μαγιώ και τα τοιαύτα - παραγγελίες από τους ζωτικιώτικους οίκους μόδας. Τότε οι πισίνες ήταν και αφορολόγητες, δεν αποτελούσαν τεκμήριο διαβίωσης, παρ’ ότι το νερό ανανεωνόταν κάθε βράδυ. Για τον λόγο αυτό δεν υπήρχε και καμμιά ανάγκη χλωρίωσής τους.
Καταμεσίς τ’ ουρανού ο ήλιος τσουρούφλιζε τα γυμνά μας μπράτσα και καθώς ο ιδρώτας έσμιγε με την σκόνη και γίνονταν κάτι σαν γλίτσα στο κορμί μας, πήραμε την απόφαση να ξεκουράσουμε τα κουρασμένα μας νιάτα στον ίσκιο του πουρναριού, στην άκρη του δεύτερου απ΄ την κορφή χωραφιού στην ρουπακιά, όπου συνήθως κρεμούσαμε τον τορβά με το ψωμί, τις τηγανητές πατάτες, το τυρί και τις ελιές. Αφήσαμε τις κόσσες εκεί ακριβώς που τέλειωνε το κομμένο χορτάρι και πήγαμε ν’ απολαύσουμε μια τσιγαριά κάτω απ’ τον ίσκιο του πουρναριού, να πιούμε λίγες γουλιές «ζεστό» νερό από την κάψα του καλοκαιριού, πριν απολαύσουμε το θεσπέσιο γεύμα μας.
Το κτίριο, πίσω μας είναι το κτίσμα που βρίσκεται κάτω από το σχολείο. Για κάποιο διάστημα λειτουργούσε και σαν κοινοτικό γραφείο. Εν' όσω κτιζόταν το σχολείο, χρησιμοποιηθηκαν ως σχολικές αίθουσες αυτό το κτίσμα και η εκκλησία.
Σχεδόν πάντα στο σπίτι είχαμε δυο γίδες για το γάλα, το τυρί και τα κατσικάκια τους. Τους δίναμε κανονικά ονόματα εκτός από την Κονομίτσα – που ήταν απ’ τους Κονομαίους, απ’ τον παπ-Γιωργάκη και μια μαλτέζα κατσίκα από την Αγαθή, την είχε βαφτίσει κιόλας η Αγαθή, Ρήκο, τ’ όνομά της. Οι άλλες είχαν ονόματα όπως Λίτσα και Ρούλα.
Κάθε καλοκαίρι, τον καιρό της ζήτησης, παίρναμε συνήθως τις δυο γίδες και τις ρίχναμε σε κάποιο κοπάδι που είχε τράγους, ή του Τάσσο-Πάσχου ή του Σπύρο Τζίμα. Άλλες φορές δανειζόμαστασν κάποιον τράγο και τις κρατούσαμε στο σπίτι. Όμως για μας τους δυο μας, τον Φώτη κι εμένα ήταν πανηγύρι να τις πάμε στο κοπάδι του Σπύρου Τζίμα, γιατί με τον Κώστα, την Λαμπρινή και την Μαρία ήμασταν όλοι σχεδόν συνομήλικοι, με την Λαμπρινή πηγαίναμε και στην ίδια τάξη και περνούσαμε την μέρα με παιγνίδι στην ακροποταμιά και στα λόγκα.
Ακόμη δεν είχαμε μάθει τ’ αλφάβητο, δεν τα ΄χαμε χωνέψει καλά-καλά, κι οι δάσκαλοί μας θέλανε να μας μάθουν την καλλιγραφία και την ζωγραφική. Κάθε ανάγνωσμα του Αναγνωστικού είχε και μια ζωγραφιά. Αυτή την ζωγραφιά έπρεπε να την ζωγραφίσουμε κι εμείς. Και για να μην μας καταλάβουν ότι ξαπατικώναμε την ζωγραφιά του βιβλίου είχαμε αναπτύξει και απίστευτες τεχνικές, εγώ δηλ. που στην ζωγραφική μια κόττα – ακόμη και σήμερα - θα την κάνω αγνώριστη, έτσι που ν’ αναρωτιέται κανείς, «κόττα είναι αυτή ή δίποδος γάϊδαρος».
Μεταφέραμε, οι πιτσιρικάδες, στον μπάρμπα Λάμπρο τον Τσιορά τα συνταρακτικά, τότε, χαμπέρια της κατάκτησης του φεγγαριού από τον άνθρωπο, τον βηματισμό του απάνω στο έδαφός του, του μολογούσαμε για το Apollo 11, για τη λήψη πετρωμάτων, για .. για..
Τετάρτες, αν θυµάµαι καλά, ακούγαµαν την τροµπέτα από τη ράχη του Σταυρού.
Ντούουου! Ντούουου! Ήχος στριγκός, φάλτσος, απροσδιόριστος ως προς τις νότες, µα τόσο οικείος, τόσο δυνατός, που διάβαινε την τρυφερή, τότες, καρδιά µας κι έφτανε µέχρις απάνω στην Παναγιά και στα µπακαλοµάγαζα του Κώστα Σταύρου και του Τσιρώνη.
Ήταν συνήθως πρωινή η ώρα, όταν εµείς τα σχολιαρόπαιδα από το Γκαλµπετσάκι ανηφορίζαµε κατά το εκπαιδευτήριο της Λιβίκστας, κατά το στέκι του Αλέκου και της Πολυξένης, κατόπιν και της Κατερίνας, για να λάβουµε µαθήµατα ζωής, πρωτίστως, κι από κοντά γεωγραφία, ιστορία, αριθµητική και γλώσσα κι όλα τ' άλλα τα καλούδια ..
του Χρήστου Ν. Θεμελή
Οταν έπεσαν τα πόσκια
τα μάσαμαν στη στρούγκα
εγώ, μια χαψιά μαξουμάκι, βάργα
ο πάππους άρμεε
όποια δεν κάθουνταν,
την έκανε άργανο στις γρουμανιές
που, από το πολύ γινάτι,
τόφευγε και καμιά πορδή
ο μπελόκας,πιο πέρα,
κλαπάκιαζε τυρόγαλο..
κοντά, καθάρισε λίγες κουπριές
για να ρουφήσω σκρούμπη
αδειάσαμαν το καρδάρι στη μπονιότα
και κατήφκαμαν σπίτι
η μεγάλη, πάλε κάτι καταριούνταν
... κακή πίκα να σε βάργε ώρ'' βάβο!...
"Σήμερον κρεμάται επί ξύλου..."
Θυμάμαι ότι άκουσα πρώτη φορά αυτή την τρομερή φράση, μικρό παιδάκι, με το χέρι μου χωμένο μέσα στο χέρι του πατέρα μου...
Το οποίον θυμάμαι, σκίρτησεν μικρόν σπασμόν, σπαρτάρισμα ανεπαίσθητον.
Χέρι που μύριζε καπνό κι ασφάλεια, στο ίδιο ύψος με το μάγουλο μου.
Καταλάβαινα ότι κάτι σοβαρόν συνέβαινε, αλλά τι το σοβαρόν δεν εννοούσα ακριβώς, όπως άλλες φορές, αργότερα στη ζωή μου...
οπού...
...ήξερα ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε-κάπου στα άβατά μου αλλά δεν είξερα τι ακριβώς.
Σελίδα 1 από 4