adelfotita  Αδελφότητα Ζωτικιωτών Αθήνας”

Σύλλογος Ζωτικιωτών "Η ΒΡΥΤΖΑΧΑ"   

Σύνδεση / εγγραφή

Αρχείο φωτογραφιών

Η Αδελφότητα Ζωτικιωτών στο Facebook

zotiko 2

Ο Σύλλογος Ζωτικιωτών στο Facebook

vrytzacha

Διαδικτυυακές Δημ. Υπηρεσίες

Screenshot 2023 04 27 at 1.38.35 PM

Ελληνικό Κτηματολόγιο

Screenshot 2023 04 27 at 1.48.41 PM

Α.Α.Δ.Ε.

Screenshot 2023 04 27 at 10.27.29 PM

Screenshot 2023 04 28 at 12.10.11 AM

Ερως ανίκατε μάχαν

έρωτα που δε γονάτισες στον πόλεμο

έρωτα που ορμας και γεμίζεις την πλάση

που στα απαλά τα μάγουλα της κόρης νυχτερεύεις,

που σεργιανάς τις θάλασσες και των ξωμάχων τα κατώφλια,

κανείς δε σου γλυτώνει μηδέ θνητός μηδέ αθάνατος

Εσύ που είσαι το λούλουδο ζωής τυρρανισμένης,

εσύ που ξετρελαίνεις εκείνον που κρατάς!

Απόσπασμα από το χορό “Έρως ανίκατε μάχαν...”

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Γιορτές προς τιμήν του Έρωτος, τα λεγόμενα «Έρωτίδια», γιορτάζονταν στην Αρχαία Ελλάδα κατά τον μήνα Ελαφηβολιώνα, περίπου γύρω στις 10-15 Μαρτίου
Η λέξις έρως αρχίζει από το ΕΡ τής ερωής. Ερωή σημαίνει ορμητική κίνησις. Ο Πλάτωνας στον διάλογον ΚΡΑΤΥΛΟΣ διευκρινίζει ότι ό έρως είναι μία εισροή έξωθεν, όχι οικεία εις αυτόν ο όποιος ευρίσκεται υπό την κατοχήν τού έρωτος.
«...έρως δέ, ότι έσρεί (=είσρέει) έξωθεν και
ουκ οικεία έστιν η ροή αύτη τω έχοντι, αλλ’ έπείσακτος δια των ομμάτων, δια ταύτα από του έσρείν, «έσρος” το γε παλαιόν έκαλείτο, νυν δέ έρως κέκληται...».
Και τό Ετυμολογικόν τό Μέγα:
«ή παρά το είρειν, το δεσμείν, ο συνδέων ημάς πόθος... ή από του Αρης, άρως και έρως... ή παρά το όρώ, το βλέπω- ο δια της οράσεως εσγινόμενος τοις ανθρώποις πόθος...».
«Ερως» δεν σημαίνει μόνον αγάπη, επιθυμία, φιλότης, γενικώς τό «ό έρά τις». Ό έρως για
τους Ορφικούς και για τον Ησίοδο και για τον Εμπεδοκλή είναι η «παγκόσμιος έλξις»:
«∆ιά τούτον τον έρωτα πάντα ήρμοσται άλλήλοις, ως εν έρωτι μένη κόσμου στοιχεία θέοντα». (Πρόκλος -Όρφ.) ∆ηλαδή, εξ αιτίας αυτού τού έρωτος τα πάντα έχουν συναρμοσθή μεταξύ τους, ώστε νά παραμένουν έν έρωτι όλα τά στοιχεία τού κόσμου, της δημιουργίας, τα όποια τρέχουν...
Και ό Ησίοδος:«Η τοι μεν πρώτιστα Χάος γένετ’ αυτάρ έπειτα Γαία ευρύστερνος, πάντων έδος ασφαλές αίεί, ήδέ έρος, ός κάλλιστος έν άθανάτοισι θεοίσι...».
(Θεογονία. 116) (=Βεβαίως, αληθώς, πρώτιστα υπήρξε το Χάος και ακολούθως έπειτα η Γαία η εύρύστερνος, έδρα ασφαλής τών πάντων, και
ο έρως ο όποιος είναι ο κάλλιστος μεταξύ των αθανάτων θεών...)
Η Σαπφώ:«έρος δ’ έτίναξέ μοι φρένας, ώς άνεμος κατ όρος δρύσιν έμπέτων»
Σαπφούς Μελών Β’ 5 «Ό έρως μ’ αφάνισε τά λογικά, σαν που ταράζει ό άνεμος τα δέντρα στα βουνά».Ο Ευριπίδης:«Οστις δε τον Έρωτα ού κρίνει θεόν μέγαν και υπέρτατον πάντων δαιμόνιον, σκαιός εστί ή άπειρος, μήποτε γνώς “θεών υπέρτατον”».(Εύριπ. Άπόσπ. τραγ. «Αύγη»)
Τουτέστιν:
«Όποιος τον Ερωτα θεό πανίσχυρο μέσ’ σ’ όλακι ανώτερο δεν τον θαρρεί και τ ουρανού ακόμα, είτ’ έχει πέτρινη καρδιά, ή τ ́ όμορφο δεν νιώθει που δώρο απ’ τους αθάνατους στον άνθρωπο εδόθη.
Ας διευκρινίσουμε και τη διαφορά ανάμεσα
στον έρωτα και την αγάπη. Η αγάπη (εκ τού
άγαν + πάομαι = άποκτώ, κατέχω) σημαίνει ότι πολύ επιθυμώ να κατέχω το αντικείμενο του ενδιαφέροντος μου, και, γιατί όχι, να κατέχωμαι αντιστοίχως από αυτό.
Σημειωτέον ότι ο διαχωρισμός εννοίας αυτών των δύο λέξεων (φαινομενικά παρομοίων) ΑΓΑΠΗ και ΕΡΩΣ, είναι προνόμιο της ελληνικής γλώσσας.

Άλλες σχετικές λέξεις:

Φιλότης. (εκ τού ρ. φιλέω-ώ).
Πόθος, πόθος κυριολεκτικώς είναι το νά επιθυμώ κάποιον ό όποιος είναι απών. Λέγεται καί ποθή. Στοργή: εκ τού στέργω, όπερ εκ του στέγω = καλύπτω, προφυλάττω.
Άρπυς. έκ τού ρ. αρπάζω, επειδή ό έρως «αρπάζει» τάς φρένας.
Άρμα και ορμή: έκ τού ρήματος αρμόζω- δηλαδή, συνταίριασμα.

Ερως και Ψυχή

Αν και ο Θεός Ερως στην αρχαιότητα ήταν υπεύθυνος για τα πάθη πολλών θνητών και μη, τελικά και ο ίδιος δεν γλίτωσε από τα βέλη του. Ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα την Ψυχή, μια θνητή που είχε τη φήμη μιας πανέμορφης γυναίκας. Ο μύθος του Ερωτα και της Ψυχής είναι όμορφος και αποδεικνύει τη δύναμη της αγάπης και του έρωτα στις ζωές όλων.

Η Ψυχή ήταν μια θνητή, κόρη μιας πολύ συνηθισμένης οικογένειας με τρία παιδιά. Ανθρωποι από όλα τα μέρη έρχονταν να επισκεφτούν την Ψυχή και να θαυμάσουν την ομορφιά της, τιμώντας την περισσότερο από τη Θεά Αφροδίτη.

Η Αφροδίτη όταν αντιλήφθηκε τι ακριβώς συνέβαινε, αποφάσισε να ζητήσει την παρέμβαση του γιου της Ερωτα, ο οποίος ανέλαβε να δηλητηριάσει τις ψυχές των ανδρών ώστε να
μην επιθυμούν την Ψυχή. Ωστόσο, και ο ίδιος ερωτεύτηκε την Ψυχή, στρέφοντας κατά λάθος το βέλος του κατά του εαυτού του.
Τα χρόνια περνούσαν και οι γονείς της Ψυχής ήταν σαφώς προβληματισμένοι από την έλλειψη μνηστήρων, οπότε αποφάσισαν να στείλουν να πάρουν χρησμό, υποπτευόμενοι ότι κάποιος
θεός έχει αναμειχθεί. Στους ∆ελφούς λοιπόν, ο Απόλλων, υπό την καθοδήγηση του θεού Ερωτα έδωσε χρησμό:
«Η Ψυχή δεν προορίζεται για γυναίκα κανενός θνητού. Ο άντρας της την περιμένει στην κορυφή ενός βουνού, και είναι ένα αποκρουστικό τέρας, που κανείς, ούτε θνητός ούτε αθάνατος, δεν μπορεί να του αντισταθεί». Αν και όλοι έπεσαν σε βαθιά θλίψη, αποφάσισαν να εκπληρώσουν το χρησμό ετοιμάζοντας λαμπρό γάμο με το “τέρας” του βουνού.
Ο γάμος έγινε αλλά η Ψυχή δεν μπορούσε να
δει το σύζυγό της, ο οποίος εμφανιζόταν μόνο τα βράδια σε εκείνη και πάντα μέσα στο σκοτάδι. Ήταν ωστόσο τόσο τρυφερός και καλόκαρδος
που η Ψυχή κατάλαβε ότι δεν μπορεί να είναι
ένα αποκρουστικό τέρας, αλλά ο άντρας που επιθυμούσε σε όλη της τη ζωή.
Περνούσε υπέροχα μαζί του αλλά προβληματιζόταν γιατί δεν τον είχε δει ποτέ. Όταν κάποια στιγμή αποφάσισε να πάει στο πατρικό της, οι αδερφές της ζήλεψαν για την καλή της τύχη και την έπεισαν ότι για να μη θέλει να της φανερωθεί όχι μόνο θα είναι ένα τέρας, αλλά θα θέλει να τη σκοτώσει κιόλας. Ετσι λοιπόν της πρότειναν να τον σκοτώσει εκείνη πρώτη.

Η Ψυχή γύρισε στο παλάτι, και ξάπλωσε με
το μυστηριώδη σύζυγό της. Όταν εκείνος αποκοιμήθηκε, η ψυχή πήρε ένα λυχνάρι και ένα μαχαίρι και αποφάσισε να τον σκοτώσει. Εγειρε από πάνω του και καθώς φώτισε το πρόσωπο του με το λυχνάρι, είδε προς μεγάλη της έκπληξη τον πανέμορφο Θεό Ερωτα.
Η Ψυχή τα έχασε, το λυχνάρι έγειρε στο πλάι
και καυτό λάδι χύθηκε πάνω στον Ερωτα. Ο Ερωτας ξύπνησε από τον πόνο και πέταξε μακριά, λέγοντας της πως η καχυποψία της σκότωσε
την αγάπη τους και ότι δεν θα μπορούσαν να
είναι μαζί πια, αφού αυτή – μια θνητή – είδε το πρόσωπο ενός αθάνατου.
Μετανιωμένη η Ψυχή άρχισε να αναζητά τον Ερωτα παντού, χωρίς αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή μετά από πολλή περιπλάνηση έφτασε σε ναό
της θεάς ∆ήμητρας, η οποία τη συμβούλεψε να παρακαλέσει την Αφροδίτη να την αφήσει να δει το γιο της.
Η Αφροδίτη είχε φυλακίσει τον Ερωτα μέχρι
να ξεχάσει την Ψυχή και να επουλωθεί η πληγή από το καυτό λάδι. Ακουσε όμως από τις ικεσίες της Ψυχής και της απάντησε ότι για να δει τον αγαπημένο της, θα έπρεπε πρώτα να περάσει τρεις δοκιμασίες.
Οι δοκιμασίες ήταν δύσκολες, αλλά η Ψυχή κατόρθωσε να πραγματοποιήσει τις δυο πρώτες
με επιτυχία. Ωστόσο η τελευταία δοκιμασία απαιτούσε να κατέβει στον Άδη και να φέρει το κουτί της Περσεφόνης στην Αφροδίτη. Το κουτί αυτό περιείχε το μαγικό ελιξήριο της ομορφιάς και η Ψυχή απαγορευόταν να το ανοίξει.
Η Ψυχή πήρε το κουτί αλλά δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να το ανοίξει για να πάρει λίγο φάρμακο ομορφιάς για τον εαυτό της. Ωστόσο στο κουτί η Περσεφόνη δεν είχε βάλει κανένα μαγικό φίλτρο που θα μπορούσε να την κάνει πιο όμορφη, αλλά τον Μορφέα, που την έριξε σε βαθύ ύπνο.
Οταν ο Ερωτας έμαθε τι έπαθε η αγαπημένη του, δραπέτευσε από το παλάτι της Αφροδίτης, πέταξε στον Ολυμπο και παρακάλεσε τον ∆ία να σώσει την Ψυχή. Ο ∆ίας συγκινημένος από την αγάπη του θεού Ερωτα, την έκανε αθάνατη, επιτρέποντας στον Ερωτα να ενωθεί μαζί της για πάντα.
Όποιος τον Ερωτα θεό πανίσχυρο μέσ’ σ’ όλακι ανώτερο δεν τον θαρρεί και τ ουρανού ακόμα, είτ’ έχει πέτρινη καρδιά, ή τ ́ όμορφο δεν νιώθει που δώρο απ’ τους αθάνατους στον άνθρωπο εδόθη
(Εύριπ. Άπόσπ. τραγ. «Αύγη»)
Και τα δημοτικά μας άσματα:
∆εν ειναι πόνος να πονεί, πόνος να θανατώνεισαν την αγάπη την κρυφή, που δεν ξεφανερώνει. Πρόβαλε, φέξη τ’ ουρανού και στέρηση του κόσμουτο νου μου και το λογισμό οπού μου πήρες, δώσ’ μου.Θαρρώ πεινώ, μα γω δειψώ, μα δε δειψώ, νυστάζω,μα δε νυστάζω, ξαγρυπνώ για σε κι αναστενάζω...

ΕΠΙΘΥΜΙΕΣΣαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά-- έτσ’ οι επιθυμίες μοιάζουν που επέρασανχωρίς να εκπληρωθούν Χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.

Κωνσταντίνος Καβάφης (1896-1933)

Γροικήσατε του Ερωτα θαμάσματα τα κάνει,κι εισέ θανάτους εκατό, οσ ́ αγαπούν, τσι βάνει πληθαίνειν τως την όρεξη, και δύναμη τως δίδει, μαθαίνει τσι να πολεμού τη νύχτα στο σκοτάδι, κάνει τον ακριβό φτηνό, τον άσκημο ερωτάρη, κάνει και τον ανήμπορο άντρα και παλληκάρι, τον φοβιτσάρην άφοβο, πρόθυμο τον οκνιάρη, κάνει και τον ακάτεχο να ξέρει πάσα χάρη.Η αγάπη το Ρωτόκριτο κάνει να πολεμήσειμε δέκα, κι’ εις τον Ερωτα ολπίζει να νικήσει. Απο τον Ερωτόκριτο (α’, 543-552)
Βιτζέντζος Κορνάρος (16ος-17ος αιώνας)

ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΟΣ, Ο ∆ΙΑΛΟΓΟΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ-∆ΙΟΤΙΜΑΣ

Για να καθορίσει ποια είναι τα γνωρίσµατά του Έρωτα, ο Σωκράτης στο “Συµπόσιο” του Πλάτωνα, κατέφυγε σε µια συνοµιλία του µε µια γυναίκα από τη Μαντίνεια, την ∆ιοτίµα.

Η ∆ιοτίµα είναι η δασκάλα του Σωκράτη. Η ∆ιοτίµα ήταν γνώστρια της “Πυθαγόρειας Αριθµοσοφίας”, κατά τον Ξενοφώντα δεν ήταν άπειρη των πλέον δυσκολονόητων γεωµετρικών θεωρηµάτων («ουκ άπειρος δυσσυνέτων διαγραµµάτων έστι»). Αλλά και ο Πρόκλος θεωρεί τη ∆ιοτίµα «Πυθαγορική». Η ∆ιοτίµα ήταν η ιέρεια, εκείνη που έκανε τον καθαρµό των Αθηναίων µετά το λοιµό του -429. Το όνοµα ∆ιοτίµα είναι επίσης δηλωτικό δράσεων για την ισότητα ανδρών και γυναικών, γι’ αυτό και  η ∆ιοτίµα είναι η µόνη γυναίκα που συµµετέχει στο ανδροκρατούµενο Συµπόσιο.

Αυτή υποστήριζε ότι ο Έρωτας είναι ένας δαίµονας  που, ως γιος του Πόρου και της Πενίας, είναι γεµάτος αντιφάσεις, στοχεύει, ωστόσο, στην παντοτινή κατοχή του αγαθού, επιδιώκει δηλαδή την αθανασία. Μας λέγει λοιπόν ο Σωκράτης: Κάποτε η ∆ιοτίµα, µου απηύθυνε το ερώτηµα: -∆ιοτίµα: «Ποία φαντάζεσαι, Σωκράτη, ειν’ η αιτία του έρωτος τούτου και του πόθου; ∆εν έχεις προσέξει λοιπόν τον ζωηρόν ερεθισµόν, εις τον οποίον υποπίπτουν όλα τα ζώα, όταν τα καταλάβη η επιθυµία να γεννήσουν, και τα χερσαία και τα πετεινά, πώς αρρωσταίνουν όλα και κατακυριεύονται από τον έρωτα, πρώτον µεν να ενωθούν µαζί, έπειτα δια την ανατροφήν του γεννηθέντος; Πώς είναι αποφασισµένα, προς υπεράσπισιν τούτων, και πόλεµον να διεξάγουν, και τ’ ασθενέστερα ακόµη προς τα δυνατότερα, και εις τον θάνατον να βαδίσουν υπέρ αυτών, και να τα τινάξουν από την πείναν αυτά δια να εξασφαλίσουν εις εκείνα την τροφήν, και το κάθε τι να πράξουν; Καλά» είπεν «οι άνθρωποι· θα ηµπορούσε να υποθέση κανείς, ότι το κάνουν από υπολογισµόν. Αλλά τα ζώα; Ποίος είναι ο λόγος της τοιαύτης ερωτικής των συγκινήσεως; Ηµπορείς να µου εξήγησης;»

Σωκράτης: “∆εν γνωρίζω ∆ιοτίµα” της είπα.

∆ιοτίµα: “Έχεις λοιπόν την ιδέαν, πως θα γίνης ποτέ έµπειρος εις τα ζητήµατα του έρωτος εφ’ όσον δεν εννοείς αυτά;»

Σωκράτης: «Μα σου το είπα, ∆ιοτίµα, και προ ολίγου· αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που ήλθα κοντά σου, επειδή εκατάλαβα πως χρειάζοµαι διδασκαλίαν. Λέγε µου λοιπόν και τούτου του φαινοµένου την εξήγησιν και των άλλων των σχετιζοµένων µε τον έρωτα».

∆ιοτίµα: «Λοιπόν» είπε «εφ’ όσον η πεποίθησίς σου είναι ότι αντικείµενον φυσικόν του έρωτος ειν’ εκείνο, το όποιον πολλάκις από κοινού διεπιστώσαµεν δεν πρέπει να εκπλήττεσαι. ∆ιότι και εις την περίπτωσιν αυτήν, όπως και εκεί, δια τον ίδιον λόγον επιδιώκει η φύσις η θνητή, καθ’ όσον είναι δυνατόν, να ειν’ αιωνία και αθάνατος. ∆υνατόν δε της είναι κατά τούτον µόνον τον τρόπον, δια της αναπαραγωγής, µε το ν’ αφήνη πάντοτε εις του παλαιού την θέσιν ένα νέον παρόµοιον. Άλλωστε και εις ό,τι ονοµάζοµεν ενότητα ατοµικής ζωής και υπάρξεως εκάστου εµψύχου όντος ― π.χ. ένας άνθρωπος από της παιδικής του ηλικίας µέχρις ότου γίνη γέρων, θεωρείται πως είναι ο ίδιος· ουχ ήττον αυτός, µολονότι δεν έχει ποτέ τα ίδια συστατικά εις τον οργανισµόν του, εν τούτοις λέγοµεν πως είναι ο ίδιος, ενώ διαρκώς ανανεώνεται και αποβάλλει µερικά, εις τας τρίχας, την σάρκα, τα οστά, το αίµα εις ολόκληρον γενικώς το σώµα. Και όχι µόνον εις το σώµα· αλλά και εις την ψυχήν, οι τρόποι, τα ήθη, αι αντιλήψεις, αι επιθυµίαι, αι ηδοναί, αι λύπαι, οι φόβοι, τίποτε απ’ αυτά δεν παραµένει αναλλοίωτον εις κάθε άτοµον, αλλά γεννώνται µεν άλλα, άλλα δε χάνονται». Και συνεχίζει: «Πολύ δε περισσότερον παράδοξον είναι ακόµη, ότι και αι γνώσεις, όχι µόνον άλλαι µας έρχονται και άλλαι µας αφήνουν, και ποτέ δεν είµεθα οι ίδιοι ούτε ως προς τας γνώσεις, αλλά και µία και µόνη γνώσις έχει την ιδίαν τύχην. ∆ιότι αυτό που ονοµάζοµεν µελέτην, γίνεται µε την προϋπόθεσιν ότι η γνώσις εξαφανίζεται· άλλωστε η λησµοσύνη ειν’ εξαφανισµός γνώσεως, ενώ αφ’ ετέρου η µελέτη, εισάγουσα νέαν παράστασιν αντί της αποχωρούσης, διατηρεί την γνώσιν, ώστε να φαίνεται πως παραµένει η ιδία. Πράγµατι µ’ αυτό µόνον το µέσον διατηρείται κάθε θνητή ύπαρξις, όχι µε το να παραµένη αιωνίως αναλλοίωτος καθ’ όλα, όπως το θείον, αλλά µε το ν’ αφήνη κάθε τι που φεύγει και παλαιώνει, ένα άλλο νέον εις την θέσιν του, όµοιον όπως αυτό. Μ’ αυτό το τέχνασµα» είπε «Σωκράτη, έχει µέρος εις την αθανασίαν η θνητή ύπαρξις, και ως προς το σώµα, και ως προς όλα τ’ άλλα· η αθάνατος πάλιν µε άλλο. Μη σου φαίνεται λοιπόν παράξενον, ότι κάθε ύπαρξις εµφύτως αποδίδει σηµασίαν εις το αποβλάστηµά της·χάριν της αθανασίας συνοδεύει τα όντα όλα ο ζήλος αυτός και ο Έρως». 

 

Επικαλούµαι τον µεγάλον, τον αγνόν τον περιπόθητον, τον γλυκύν Ερωτα, τον ισχυρόν τοξότην τον πτερωτόν πού φλογίζει µε δύναµιν τους ανθρώπους, τον ταχύν και ορµητικόν που παίζει µαζί µε τους θεούς και µε τους θνητούς ανθρώπους τον έξυπνον τον εφευρετικόν µε τάς δύο φύσεις, πού κρατεί τα κλειδιά των πάντων, τα κλειδιά του επουρανίου αιθέρος, της θαλάσσης και της γης και όσα πνεύµατα, πού γεννούν τα πάντα εις τους ανθρώπους, τρέφει ή θεά, παράγουσα χλωρούς καρπούς και όσα έχει ο ευρύς Τάρταρος και η θορυβώδης θάλασσα διότι µόνον εσύ κρατείς το πηδάλιον (είσαι, κυρίαρχος) όλων αυτών. Αλλά ώ µακάριε, µε καθαρές διαθέσεις έλα µαζί µε τους µύστας και αποµάκρυνε από αυτούς τις φαύλες και παράδοξες ορµές.(Ορφικός ύµνος)

Σύµφωνα µε τον Ορφισµό, την Θεογονία του Ησιόδου, την Πλατωνική φιλοσοφία,και άλλες πηγές ο έωτας αποτελούσε την γεννεσιουργό αιτία και την ζωοποιό δύναµη της συµπαντικής δηµιουργίας.

Ο έρωτας ήταν άρρηκτα συνδεδεµένος µε την ψυχή. Αποτελεί γι’ αυτήν το αιώνιο ταξίδι προς το πνευµατικό  κάλος και την αρχική της καταγωγή. Ερως είναι η αέναη τάση της ψυχής προς το αγαθό και την αιώνια υπόστασή της.

Στα “Ορφικά” ο Ορφέας, σαν ένας άλλος συµπαντικός ερραστής κατέρχεται στον Άδη να συναντήσει την Ευριδίκη (Ψυχή), τό έτερόν του ήµισυ, ώστε να επέλθει η ισορροπία µεταξύ ψυχής και έρωτος.

Στην ”Θεογονία” του Ησιόδου προϋπάρχουν τρία στοιχεία: το Χάος, η Γαία και ο Έρως. Είναι και οι τρεις µορφές αυτογέννητες και δεν έχει γεννηθεί η µια εκ της άλλης.

Ο έρωτας είναι «διφυής» και κρατεί τα κλειδιά του επουρανίου αιθέρα. Είναι ο αρχέγονος, ο πρωτόγονος Φάνης, αλλά και ο αιθέρας: «Νυκτὸς δ’ αὖτ’ Αἰθήρ τε καὶ Ἡµέρη ἐξεγένοντο, οὓς τέκε κυσαµένη Ἐρέβει φιλότητι µιγεῖσα.»(Ησιόδου Θεογονία 125-126)

Ο Φάνης είναι ένα από τα ονόµατα της δηµιουργικής αρχής του Σύµπαντος, προσωποποίηση του ∆ηµιουργού `Ερωτα σύµφωνα µε την Ορφική θεογονία. Ο Φάνης ήταν µία πρωταρχική θεότητα («Πρωτόγονος») που αναπήδησε από το «κοσµικό αυγό», το οποίο γέννησε η Νύχτα. Στις «Ορφικές Ραψωδίες» που παραδόθηκαν από τον Ιερώνυµο και από τον Ελλάνικο, αναφέρεται ότι ο Χρόνος υπήρξε η αιτία των πάντων και ο δηµιουργός του αργυρού κοσµικού αυγού του Φάνητα.

Κατά τον Πλάτωνα ο Έρωτας είναι µια εφαρµογή της ηθικής, ότι έχει σύσταση και προέλευση θεϊκή, γι’ αυτό δεν έχει σχέση µε την ηδονή, που είναι φθαρτή και παροδική.

Ο έρωτας αποτελεί την πρωταρχική δύναµη της δηµιουργίας και του σύµπαντος, από εκεί εκπορεύτηκε ο Ελληνικός Λόγος και η συµπαντική ισορροπία.

∆εν είναι τυχαίο το γεγονός πως η Αφροδίτη δεν είναι κόρη της Γαίας, Η Αφροδίτη είναι ουράνια και όχι γήϊνη, υλική. Συµβολίζει την δηµιουργική δύναµη του αιθέρα, είναι το θηλυκό αρχέτυπο της αρµονίας, της αγάπης και του ουράνιου έρωτα.

 

Τ’ ανθισµένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού

η µεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ’ ασφοδίλια

το σταµνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της µέρας

και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα µαλλιά σου χρυσά.

Τ’ άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ’ άστρο ο Αλδεβαράν

Κράτησα τη ζωή µου κράτησα τη ζωή µου ταξιδεύοντας

ανάµεσα σε κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασµα της βροχής

σε σιωπηλές πλαγιές φορτωµένες µε τα φύλλα της οξιάς

καµιά φωτιά στη κορυφή τους. βραδιάζει.

Κράτησα τη ζωή µου. στ’ αριστερό σου χέρι µια γραµµή

µια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν

στην άµµο του περασµένου καλοκαιριού τάχα

να µένουν εκεί που φύσεξε ο βοριάς καθώς ακούω

γύρω στη παγωµένη λίµνη την ξένη φωνή.

Τα πρόσωπα που βλέπω δε ρωτούν µήτε η γυναίκα

περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της

Ανεβαίνω τα βουνά. µελανιασµένες λαγκαδιές. ο χιονι-

σµένος κάµπος, ως πέρα ο χιονισµένος κάµπος, τίποτε δε ρωτούν

µήτε ο καιρός κλειστός σε βουβά ερµοκλήσια µήτε

τα χέρια που απλώνουνται για να γυρέψουν, κι οιδρόµοι.

Κράτησα τη ζωή µου ψιθυριστά µέσα στην απέραντησιωπή

δεν ξέρω πια να µιλήσω µήτε να συλλογιστώ. ψίθυροι

σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη

σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια

σαν την ανάµνηση της φωνή σου λέγοντας “ευτυχία”.

Κλείνω τα µάτια γυρεύοντας το µυστικό συναπάντηµα των νερών

κάτω απ’ τον πάγο το χαµογέλιο της θάλασσας τα κλειστά πηγάδια

ψηλαφώντας µε τις δικές µου φλέβες τις φλέβες εκείνες που µου ξεφεύγουν

εκεί που τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ο άνθρωπος

που βηµατίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής

Κράτησα τη ζωή µου, µαζί του, γυρεύοντας το νερό που σ’ αγγίζει

στάλες βαριές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου

µέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαµενή

βρίσκοντας ένα κύκνο νεκρό µέσα στα κάτασπρα φτερά του,

δέντρα ζωντανά και τα µάτια σου προσηλωµένα.

Ο δρόµος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις

να θυµηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν εκείνους

που χάθηκαν µέσα στον ύπνο τους σε πελαγίσιους τάφους,

όσο ζητάς τα σώµατα που αγάπησες να σκύψουν

κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί

που στάθηκε µια αχτίδα του ήλιου γυµνωµένη

και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου,

ο δρόµος δεν έχει αλλαγή, κράτησα τη ζωή µου

Το χιόνι

και το νερό παγωµένο στα πατήµατα των αλόγων.

(Επιφάνια, Γ. Σεφέρης)

Γιάννης Μότσης

 

 

 

 

 

Γιορτή Αδελφότητας 2025

Adelfotita

 

Τοπολαλιά

 

Οι γειτονιές μας

ΒΡΥΤΖΑΧΑ web tv

Μουσεία και αρχαιολογικοί χώροι

dd

Μετεωρολογικός σταθμός Ζωτικού

Screenshot 2023 04 27 at 5.14.24 PM

Screenshot 2023 04 27 at 10.43.18 PM

Ellinomatheia1

Screenshot 2023 04 27 at 11.18.15 PM

Λογοτεχνία

ΤΑΣΣΟΣ ΜΟΥΖΑΚΗΣ

Ελεύθεροι Πολιορκημένοι

Μανώλης Αναγνωστάκης

Για τον Αγγελο Σικελιανό

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ

Η ιστορία του Ζωτικού

Η εξέλιξη του πληθυσμού του Ζωτικού από την απελευθέρωσή του από τους Τούρκους έως σήμερα

Συμβόλαιο αγοροπωλησίας Ζωτικού

ΖΩΤΙΚΟ (ΛΙΒΙΚΙΣΤΑ) ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

Μύθος και Λόγος - Μέρος 2.

Έρευνες

ΤΟ ΜΑΝΤΗΛΙ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ και την λογοτεχνία - Μέρος 2.

Το Μαντήλι στην λογοτεχνία - ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ

Το Μαντήλι στην λογοτεχνία - ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ

Το Μαντήλι στην λογοτεχνία - ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

ΤΟ ΜΑΝΤΗΛΙ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ και την λογοτεχνία - Μέρος 1.

Το Ζωτικο στις τέχνες - Φρειδερίκη Παπαζήκου

Το Ζωτικο στις τέχνες - Φώτης Μότσης

Αφηγήσεις

Αφιερώματα

Περιηγήσεις

periigiseis

Γιορτές

giortes

Δημιουργίες

dimiourgies

Παρουσιάσεις

parousiaseis