Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει
Διαβάζω και ξαναδιαβάζω το πανέμορφο ποίημα του Μανώλη Αναγνωστάκη
Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει
όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα,
έβλεπα τώρα πόσα κρυμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες...
Δεν το χορταίνω.
Πείσμα, περηφάνεια, αξιοπρέπεια, ψυχή, όραμα και τρυφεράδα.
..Μιλάτε, δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμους,
τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σαν σημαία.
Καρφώστε τες εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα.
Η πρόγνωσίς σας ασφαλής. Θα πέσει η πόλις.
Η ελπίδα μ’ ολάνοιχτα φτερά. Η οργή ενός λαού π’ αναμετρά την δυναμή του στα λόγια του Γιάννη Ρίτσου:
Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις
εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκκαλο
με το λουρί στο σβέρκο
Νάτη πετιέται απο ξαρχής
κι αντριεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό
με το καμάκι του ήλιου
Ο Σικελιανός θα μας θυμίσει τον κατήφορο της ολέθριας παρακμής και το πρόταγμα
..αναψυχώθηκε ἄξαφνα τρανὴ ἡ κραυγή μου,
ως νἆταν ὅλο χαλκὸς τὸ διάστημα
ἢ ως νἆχα τ ̓ἅγιο κελὶ τοῦ Ηράκλειτου τριγύρα μου,
ὅπου, χρόνια, γιὰ τὴν Αιωνιότη ἐχάλκευε τοὺς στοχασμούς
του καὶ τοὺς κρεμνουσε ως ἅρματα στης Ἔφεσος τὸ ναὸ...
κτίστης,
ὁ διαλεχτὸς της ἄρνησης κι ὁ ακριβογιὸς της πίστης.
Καὶ θέλει καὶ τὸ γκρέμισμα νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χέρι.
Στοῦ μίσους τὰ μεσάνυχτα τρέμει ενὸς πόθου αστέρι.
Κι ἂν εἶμαι τῆς νυχτιας βλαστός, τοῦ χαλασμοῦ πατέρας,
πάντα κοιτάζω πρὸς τὸ φως τὸ απόμακρο της μέρας.....
Ὦ λιγοστοὶ κι ὦ διαλεχτοὶ κι ἀρίφνητοι αὔριο ἴσως!
Εἶναι μία αλήθεια κάτου εδῶ ποὺ τὴ χτυπάει τὸ μίσος,
εἶν ̓ εδῶ πέρα μία Ομορφιὰ ποὺ ἡ καταφρόνια δένει,
κι εἶν ̓ ἐδῶ πέρα μία Αρετὴ δειλὴ καὶ ντροπιασμένη.
και τον Ανδρέα Κάλβο στις Ωδές του να μας μαλώνει και να μας προτρέπει
Όσοι το χάλκαιον χέρι
βαρύ φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσι
θέλει αρετή και τόλμην
η ελευθερία.....
Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει
όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα,
έβλεπα τώρα πόσα κρυμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες...
Είναι απέραντος ο πλούτος της λογοτεχνικής μας κληρονομιάς γιατί είν’ ατέλειωτη η ιστορία μας κι αστείρευτες οι δυνάμεις του λαού μας.
Σ’ αυτόν τον πλούτο της πολιτιστικής μας κληρονομιάς εξέχουσα θέση κατέχει ο Μανώλης Αναγνωστάκης.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 10 Μαρτίου 1925 από γονείς Kρητικούς. Πατέρας του ο Aνέστης, από τους πρώτους ακτινολόγους της Θεσσαλονίκης, μητέρα του η Eυαγγελία, το γένος Kασιμάτη (ένα από τα ψευδώνυμα που θα υιοθετήσει αργότερα ο ποιητής είναι Εμμανουήλ Κασιμάτης). Έχει προηγηθεί η μεγάλη του αδερφή Μαρία, και θα ακολουθήσει η Λούλα. Ολοκληρώνει τις γυμνασιακές του σπουδές στο Πειραματικό Σχολείο του ΑΠΘ (1936-1942) και εγγράφεται στη Φυσικομαθηματική Σχολή του ΑΠΘ,
Μετεγγράφεται στη νεοσύστατη Ιατρική Σχολή του ΑΠΘ. Φυλακίζεται από τους Γερμανούς στο στρατόπεδο «Παύλος Mελάς».
Από τα μαθητικά ακόμη θρανία διακρίθηκε για «την καταπληκτική του ευχέρεια να σκαρώνει στίχους, να πλέκει ταιριαστές ομοιοκαταληξίες και να συναρμολογεί στο άψε – σβήσε ένα ποίημα για τη γραβάτα κάποιου καθηγητή, για τη γιορτή της αποταμίευσης η για μια νίκη των τσικό του ΠΑΟΚ».
«Το καλοκαίρι του 40, δεκαπεντάχρονος, ανακαλύπτει τους νέους τότε μοντέρνους ποιητές, τον Σεφέρη, τον Ρίτσο, τον Βρεττάκο, τον Εγγονόπουλο’ καθώς και τον Οικονόμο, για τον οποίον θα τρέφει πάντα μια ιδιαίτερη εκτίμηση. Τον Οκτώβρη του 1940, με την κήρυξη του πολέμου, έγραψε τα δικά του „πατριωτικά ποιήματα“.»
Εκτός από τους Έλληνες ποιητές, συναντήθηκε ο νεαρός φοιτητής επίσης με την μοντέρνα ποίηση του γαλλικού μοντερνισμού. Γνωρίζοντας γαλλική γλώσσα διάβαζε μανιώδης τους Γάλλους συμβολιστές, τον Baudelaire ή τον Apollinaire. Το πρώτο νεανικό του ποίημα, με την ένδειξη «μαθητής» στην υπογραφή και με τον αντάξιο των περιστάσεων τίτλο «Μολών Λαβέ», δημοσιεύτηκε στα χρόνια του πολέμου στην αθηναϊκή εφημερίδα Νέος κόσμος το 1941. Την περίοδο 1941 – 1946 στέλνει προς δημοσίευση, χωρίς επιτυχία κατά κανόνα, διάφορες συνεργασίες του στη Νέα Εστία όσο και στα Πειραϊκά Γράμματα, όπου πάντως το 1942 δημοσιεύτηκε το πρώτο ποίημά του, με τίτλο «1870 – 1942», το οποίο αποτελεί και την επίσημη εμφάνισή του στον λογοτεχνικό χώρο. Το ποίημα αυτό υιοθετεί
τον τόνο μιας ανοιχτής πολεμικής δήλωσης απέναντι σε μια ηθική και πνευματική παράδοση που είχε τραφεί με μελοδραματικό λυρισμό, χαμένους παραδείσους και αφελή μελαγχολία, που θεωρούνται πια κενές και γίνονται γ’ αυτό αντικείμενο σαρκασμού. Η πολεμική του πάντως εξαντλείται μέσα σε μια στενή τήρηση
του παραδοσιακού μέτρου με τέλεια συμμετρική αντιστοιχία τις οξύτονες και παροξύτονες ομοιοκαταληξίες των δέκα στίχων του ποιήματος και την προσαρμόζει στον ιαμβικό ρυθμό στις δικές του εκφραστικές απαιτήσεις καταφεύγοντας ίσως σε τολμηρούς διασκελισμούς, όπως π.χ. μεταξύ του ογδόου και του ενάτου στίχου:
Ένας εστέναξε βαθειά, κάποιος άλλος ζητούσε να/ δακρύση, όπως εταίριαζε στο διάφανο σκοτάδι [...]
...Θά ‘ρθει μια μέρα που δε θα ‘χουμε πια τι να πούμε
Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια Η σιωπή μου θα λέει:
Πόσο είσαι όμορφη, μα δε βρίσκω άλλο τρόπο να στο πω
Θα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία ή για να πούμε πως κι εμείς ταξιδέψαμε.
Ο κόσμος ψάχνει σ’ όλη του τη ζωή να βρει τουλάχιστο τον έρωτα, μα δε βρίσκει τίποτα.
Σκέφτομαι συχνά πως η ζωή μας είναι τόσο μικρή που δεν αξίζει καν να την αρχίσει κανείς...
(από τις Εποχές, 1945)
Ο ίδιος λοιπόν εμφανίστηκε σαν ποιητής μέσα στην κατοχή, όταν, μαθητής, ακόμα, του Γυμνασίου, το 1942, δημοσίευσε δουλειά του στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα», που εξέδιδαν ΕΑΜίτες και άλλοι προοδευτικοί λογοτέχνες του Πειραιά, και το 1944 στο ΕΠΟΝίτικο φοιτητικό περιοδικό «Ξεκίνημα», του οποίου ήταν αρχισυντάκτης.
Στις 14 Αυγούστου του 1948 συλλαμβάνεται και, μαζί με άλλους 68 συντρόφους του, εγκλείεται στον Γεντί Κουλέ για συνωμοτική δράση της ΕΠΟΝ. Οι εφημερίδες της εποχής αναγγέλλουν με πηχυαίους τίτλους ότι «εξηρθρώθη και εξουδετερώδη η συνωμοτική οργάνωσις ΕΠΟΝ». Τον Νοέμβριο, ενώ ο ίδιος βρίσκεται στη φυλακή, τυπώνεται στις Σέρρες, με φροντίδα του φίλου του Γιώργου Καφταντζή, σε 100 αντίτυπα εκτός εμπορίου, η δεύτερη συλλογή του Εποχές 2.
Ο Μανώλης Αναγνωστάκης είναι ένας από τους κορυφαίους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Ποιητής με πολιτική συνείδηση, φυλακίστηκε και καταδικάσθηκε σε θάνατο για τις ιδέες του και χαρακτηρίστηκε ως ο «ποιητής της ήττας», καθώς με τους στίχους του εξέφρασε τη διάψευση των οραμάτων της Αριστεράς. Το ποιητικό του έργο καθόρισε την ομάδα των στρατευμένων ποιητών της μεταπολεμικής ποίησης.
«Η ποίηση” λέι ο Αναγνωστάκης, “είναι έργο της νεότητας. Χρειάζεται ενθουσιασμό, αυταπάτες, ψευδαισθήσεις. Αυτά τα έχουν οι νέοι. Όσο μεγαλώνεις, κατέχεις καλύτερα τα μέσα σου. Γίνεσαι τεχνίτης, αλλά ένα ποίημα δεν χρειάζεται να είναι τέλειο για να είναι καλό».
Ο Αναγνωστάκης είχε προαναγγείλει τη σιωπή του με τους στίχους:
Το θέμα είναι τώρα τι λες.
Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε.
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ.
Μικροζημίες και μικροκέρδη συμψηφίζοντας.
Το θέμα είναι τώρα τι λες.
Από το 1975 ξεκινά η εντατική αρθρογραφία του στην «Αυγή», η δημοσίευση δοκιμίων, αλλά και η έντονη πολιτική δράση. Διότι ο Αναγνωστάκης ήταν «παιδί» μιας γενιάς η οποία με το ένα χέρι κρατούσε την πένα και με το άλλο, το όπλο. Μια γενιά η οποία, παρά και ενάντια σε κάθε πρόβλεψη, επιβιώνοντας από τον θάνατο – σωματικό και ψυχικό – που την απειλούσε σε κάθε βήμα της, δεν πρόδωσε ούτε την πένα, ούτε το όπλο.
Αλλωστε, χρειαζόταν κάτι πολύ περισσότερο από την λογοτεχνική κριτική... για να «τρομάξει» – ή, πολύ περισσότερο, να «φιμώσει» – έναν άνθρωπο ο οποίος αγωνίστηκε ενάντια στον φασισμό μέσα από την ΕΠΟΝ, πιάστηκε το 1948, βασανίστηκε, καταδικάστηκε για την αγωνιστική του δράση από έκτακτο στρατοδικείο σε θάνατο.
Η ποίηση του Μανώλη Αναγνωστάκη δεν είναι απαισιόδοξη. Όσο κι αν οι στίχοι του φτάνουν κάποτε στην απελπισία, στο βάθος του ορίζοντα διακρίνεται ένα φως που μοιάζει περισσότερο με την αναλαμπή της αυγής και λιγότερο με το λυκόφως. Η δύναμη του ποιητικού του έργου, υπερβαίνοντα τις κομματικές ταμπέλες, κατάφερε να εκφράσει την αβεβαιότητα, την αποξένωση, αλλά και τις ελπίδες μιας ολόκληρης εποχής.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης, με την ποιητική και πολιτική του πράξη συγκροτεί ένα «όλον» συνεκτικό και αδιαίρετο, είναι ποιητής που μας επιβάλλει να επιστρέφουμε διαρκώς κάτω απ’ τις ράγες των στίχων του. Στην πιο αφοπλιστική από τις συνήθεις προτροπές που απευθύνει
στον αναγνώστη του μέλλοντος, ψιθυριστά και με βεβαιότητα για την αντοχή των στίχων του, προοικονομούσε τις σημερινές συναντήσεις με το έργο του:
Κάτω από καθετί που σου σκεπάζει τη ζωή Όταν όλα περάσουν –
Σε περιμένω.
Και πώς να αποτραπεί αυτή η συνάντηση, αφού στο πολύσημο έργο του –ποιητικό, κριτικό
και σχολιογραφικό– δεν βρίσκεται πνιγμένος μόνον ένας κρυφός λυρισμός κι ένας λανθάνων ερωτισμός, ένας πικρός σαρκασμός κι ένας υφέρπων ρητορισμός, αλλά κι ένας βαθύς και οξυδερκής στοχασμός. Ένας στοχασμός πολιτικός που αλληγορεί χωρίς γραμμικότητα τη μοίρα του αριστερού κινήματος και των ανθρώπων
που προσδέθηκαν στην ουτοπία του μέσα στο καμίνι του εικοστού αιώνα. Αυτόν τον πνευματικό θησαυρό για την ιστορία των ιδεών
και των νοοτροπιών της Αριστεράς, που κρύβεται στην παρέμβαση του Αναγνωστάκη ως ποιητή και δημόσιου διανοουμένου, που φέρει άβολα αισθήματα: οδύνη και αμηχανία. Ο Αναγνωστάκης βιώνει το πολιτικό όπως ακριβώς την ερωτική εμπειρία: ως επιθυμία, προσδοκία, αναμονή, ταραχή αλλά και απώλεια, απουσία, ματαίωση, διάψευση.
Για το ζήτημα της λογοτεχνίας της «ήττας» τα πράγματα είναι πιο σύνθετα και εξίσου προβληματικά με άλλους, αντίστοιχους όρους που βασανίζουν την τέχνη εν γένει, όπως, «στράτευση» και «πολιτική». Διότι, πίσω από το «ξόρκισμα» της «στρατευμένης» ή «πολιτικής» ποίησης από τους αστούς θεωρητικούς, κρύβεται η αγωνία τους να «διαμεσολαβήσουν» μεταξύ της επικίνδυνης, για το σύστημα που υπηρετούν, τέχνης και του φυσικού αποδέκτη της, του αγωνιούντος και αγωνιζόμενου ανθρώπου,
με στόχο να παροπλίσουν κάθε ευεργετική επίδρασή της στην συνείδηση.
Στις αρχές του 1959 εμφανίζεται στη Θεσσαλονίκη το πρώτο τεύχος του περιοδικού Κριτική, με υπότιτλο «δίμηνη έκδοση μελέτης και κριτικής», με διευθυντή τον
Μανόλη Αναγνωστάκη και με την ενεργότατη συμμετοχή της συζύγου του Νόρας. Σύμφωναμε τις προγραμματικές δηλώσεις του πρώτου τεύχους, η Κριτική «απευθύνεται σε ένα κοινό που έχει υπερβεί πια το στάδιο του ανεύθυνου φιλολογικού κουτσομπολιού και
της ασημαντολογίας και που έμαθε να αναζητά, πέρα από τις φλύαρες διακοσμήσεις, κάποιον ουσιαστικό Λόγο. Απευθύνεται σε ένα κοινό που δεν αρκείται στην εύκολη πνευματική τέρψη, που δεν ζητά την „ξεκούραση“ με υποκατάστατα πνευματικότητας, αλλά διψά μέσα από τις σελίδες ενός περιοδικού να βρει μίαν απάντηση η τουλάχιστον μία σοβαρή αντιμετώπιση των προβλημάτων του, των προβλημάτων της εποχής του.»
Η Κριτική κυκλοφόρησε συνολικά 18 τεύχη, διαγράφοντας τροχιά τριών συναπτών ετών (1959 – 1961). Παρά το σχετικώς βραχύ διάστημα της έκδοσής της, συγκαταλέγεται στα πιο σημαντικά και αξιόλογα περιοδικά του 20ού αιώνα. Το περιοδικό θεωρείται σήμερα «ως η υψηλότερη συνεισφορά που πρόσφερε η „πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά“ στον κριτικό αντίλογο, τον οποίο πρόβαλε ηρωικά για να σπάσει τα δεσμά με τους δογματισμούς κάθε σημαίας.»
Για την Αναγνωστάκη «η σωστή τοποθέτηση απέναντι στη ζωή και το κοινωνικό φαινόμενο είναι κάτι πολύ διάφορο από τη σωστή τοποθέτηση και στο φαινόμενο Τέχνη».Δεν έχει και δεν πρέπει να έχει, μ’ άλλα λόγια, ο λογοτέχνης καμιά δέσμευση από καμιά οδηγητική αρχή που θα τον επηρεάζει στη δημιουργική δουλειά του, διότι: «Τα προβλήματα του εποικοδομήματος, πολύ πιο πολύπλοκα, πολύ πιο ασαφή, πολύ πιο “ασυνείδητα” από τα προβλήματα της βάσης, επιδέχονται μόνο τομές, νύξεις, τοποθετήσεις χωρίς αξιώσεις πλήρους και αναγκαστικής παραδοχής». Γι’ αυτό «όσο προχωρούμε από την ομάδα στο άτομο - και η καλλιτεχνική δημιουργία είναι πρώτιστα ατομική δημιουργία - τόσο η γενίκευση αποβαίνει σε βάρος της αλήθειας».
Με τέτοιες θέσεις, που παραπέμπουν στις «πλέον φωτισμένες εκφράσεις της μαρξιστικής κριτικής – με τις θέσεις του Μαρξ και του Ένγκελς για
τη λογοτεχνία, του Λούκατς, του Μπρεχτ ή του Φίσερ», ο Αναγνωστάκης ασκεί μια λογοτεχνική κριτική υψηλής ποιότητας και ήθους, που είναι κατατεθειμένη στο περιοδικό “Κριτική”.
Το 1975 αρχίζει η έντονη πολιτική (και όχι μόνον) αρθρογραφία στην εφημερίδα Η Αυγή, συνεργασία που διαρκεί για τα επόμενα 15 χρόνια. Αρθρογραφεί, επίσης, σε πολιτικά έντυπα, όπως: Αγώνας Θεσσαλονίκης, Κομμουνιστική Θεωρία και Πολιτική, Θούριος και δημοσιεύει ορισμένα σύντομα κείμενά του στη εφημερίδα Τα Νέα. Για αυτή του τη συγγραφική δραστηριότητα ο Σ. Τσακνιάς θα γράψει: «Δεν έχω αυτή τη στιγμή μπροστά μου το σύνολο της αρθρογραφίας του, σκορπισμένο σε διάφορα έντυπα [...] Τα κείμενα αυτά είναι συνδεδεμένα με την πορεία της Αριστεράς και την ιστορία των ιδεών και του πολιτισμού της Ελλάδας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Και από την άποψη αυτή θα άξιζε να δημοσιευθούν συγκεντρωμένα και σχολιασμένα. Είναι προϊόντα μιας άγρυπνης συνείδησης που παρακολουθεί τα δρώμενα με ευαισθησία και στοχαστικότητα και αντιδρά σ` αυτά με αφανάτιστη μαχητικότητα και εμπαθή νηφαλιότητα.»
Η έμπρακτη συμμετοχή του στα κοινά επιβεβαιώνεται, εκτός των άλλων, και με την επανειλημμένη υποψηφιότητά του ως βουλευτή του ΚΚΕ εσωτερικού στις μετά το 1974 εκλογές. Την ίδια χρονιά τυπώνονται τα Αντιδογματικά. Άρθρα και Σημειώματα, με επίτιτλο «Προβλήματα πολιτικής και κουλτούρας», από τις εκδόσεις Πλειάς και ανατυπώνονται από τις ίδιες εκδόσεις δύο φορές – το 1979 και 1981.
Το 1979 τυπώνεται το βιβλίο των αυτοσχολίων του Περιθώριο `68-69, από την Πλειάδα, με τρεις ανατυπώσεις έως το 1981, το οποίο πέφτει χρονικά σχεδόν στην ίδια περίοδο με τη τελευταία του ποιητική συλλογή τον Στόχο. Χρειάζεται, τελικά, κάτι πολύ περισσότερο από την «θρηνούσα» εκδοχή της ιστορίας της λογοτεχνίας για να «μαντρώσει» έναν όρθιο άνθρωπο που γράφει στίχους όπως αυτός:
«Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ/
Δεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Μιλάτε, δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμους
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία
Καρφώσατε σ’ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα
Η πρόγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.
Εκεί, προσεχτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω με τάξη,
Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω
Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω./
Όρθιος, και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.».
Το 1980 γίνεται η πρώτη δημόσια εμφάνιση του Μανούσου Φάσση, προσωπείου του Μ. Α., με την έκδοση: Μανούσος Φάσσης, Παιδική Μούσα. (Τραγούδια για την προσχολική και σχολική ηλικία). Το 1985 κυκλοφορούν για πρώτη φορά Τα Συμπληρωματικά. Σημειώσεις κριτικής. και το 1986 «ξαναχτυπά» ο Μανούσος Φάσσης με την μπαλάντα Ο Κατήγορος, πλακέτα 8 σελίδων, έκδοση του ανύπαρκτου εκδοτικού οίκου AIDS. Σε συνεργασία με τον Γιώργο Ζεβελάκη, αρχίζουν οι εβδομαδιαίες ραδιοφωνικές εκπομπές «Φιλολογικοί περίπατοι στον μεσοπόλεμο.», που θα κρατήσουν περίπου μία εξαετία. Το 1983 ακολουθεί το βιβλίο ΥΓ. (εκδόθηκε σε ιδιωτική έκδοση) το οποίο, παρόμοια με το Περιθώριο ’68-’69, περιέχει «σπαράγματα» ποιημάτων και συμπληρώνει και τελειώνει το ποιητικό έργο του Αναγνωστάκη. Την άνοιξη του 1987 τυπώνεται το βιβλίο του Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η Ζωή και το έργο του. Μία πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης., το οποίο χαρακτηρίζεται ως «δοκιμαστικό σχεδίασμα». Στο τέλος του 1990 τυπώνεται η «προσωπική ανθολογία» του Η Χαμηλή φωνή. Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς, όπου ανθολογούνται 32 παραδοσιακοί ποιητές. Το 1992 κυκλοφορεί από τη Νεφέλη το έως τότε εκτός εμπορίου ΥΓ.
Η Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 1997 τον τιμά στη σειρά των εκδηλώσεων «Θεσσαλονικέων Εσπερίδες» στις 15.4.1997. Μια μέρα αργότερα το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τον ανακηρύσσει επίτιμο διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής.
Εν τέλει, σαράντα χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση, τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1986) και το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας του Υπουργείου Πολιτισμού (2002). Το ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών τον βραβεύει για το σύνολο του έργου του στις 27.12.2001. Δύο μήνες πριν το θάνατό του, στις 19.4.2005, οργανώνει το Μουσείο Μπενάκη μια τιμητική εκδήλωση για τα 80 χρόνια του ποιητή.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης εισάγεται με κλονισμένη υγεία στο νοσοκομείο και αφήνει την τελευταία πνοή του ξημερώματα 23 Ιουνίου 2005 στην Αθήνα. Κηδεύεται δημοσία δαπάνη στις 27 Ιουνίου.