του ΦωτοΜότση
Μνήσθητι Όμηρο τον Μελωδόν και τον Ελύτη
Ωσάν ανοίγουν οι κρουνοί με τους βαρβαρικούς τους φθόγγους
Όταν δεν δύνασαι ν΄ αναπολήσεις άνοιξη να πάρεις την ανάσα
μέσα στον συρφετό των ουγκ
Μνήσθητι τη γλώσσα των θεών ωσάν λαβαίνουν την απόφαση
να κοινωνήσουν με το έαρ να ειπούν κουβέντα
με τα δημιουργήματά τους
στο αυτί στο μάγουλο στο τανυσμένο τόξο του φρυδιού
όπου κυλάει η γλώσσα απά σε μέλι
στα χρώματα ζωσμένη και στον ήχο μες στους ήλιους
αδερφικά του σύμπαντος
Μνήσθητι Διγενή και Διογένη
Τον Κωσταντάκη Κωσταντή
τον που ανέσυρε από τον τάφο μαύρο χάρο
και που τον έκανε τριαντάφυλλο πλατύφυλλο τραγούδι
Τον Θοδωράκια μέμνησο
στο Παλαμήδι αγκάλι με το σκότος
το μαύρο φίδι και το άσπρο το ρουτί
Τον Καραϊσκο και τον Οδυσσέα θυμήσου και το χάνι
Και την καλόγρια στα άσπρα να τον γεννάει τον ήρωα
Όταν σου λένε πως εμάθαμε σκυφτοί
όταν σου λένε αλλιώτικα δεν γένεται
όταν σου υπαγορεύουν τον γκρεμό που δεν ομοιάζει του Ζαλόγγου
όταν σου μνημονεύουνε χαμένα πανηγύρια
και στα υπόσχονται ξανά τρανότερα
Μνήσθητι την αχαλίνωτη γενειάδα του θεού
όταν την κομπολύνει σκαλωσιά και σκαλοπάτια
για να την ρίξει ανεμόσκαλα στους ναυαγούς της ζήσης
σ’ όσους δεν πιάνει η άκρη του ματιού Του
σε όσους στα κάτεργα της γης αδράττουν τους βολβούς
της ρίζας το βυζί σε ό, τι ανθηρό θα δώκει γάλα
να γένει στάλα ο ποταμός να σε σταλάξει
Μνήσθητι την αλλοπαρμένη παπαρούνα
Αυλάκι καθαρό νερό στον βράχο στο λιθάρι
Ό,τι με κάνει να δακρύζω
Να τα ραγίζω σε επτά πτυχές τα παιδικάτα μου
Παιδιά χαμένα τάχα Από τ’ αντίκρυ μας τα μέσα μας
Συσσίτια Χαμόγελα Ορφανοτροφεία Το μάννα
Δίχως τη μάνα Με χωρίς εμάς Με χωρίς κανέναν
Εν απουσία ολονών εν απογνώσει
Η παπαρούνα ορθή η μέσα μας
Μέμνησο
οι πρωτοκατοικήσαντες τα σάδια τ΄ουρανού
ήσανε λυγερές ψιχάλες ήσανε φωνήεντα ήταν η λαλιά
ελλήνων
ετούτοι η χορδή του σύμπαντος
το ξυπνητήρι του θεού
Ελέησον έτι Κύριε
Ιδού εδώ οι Έλληνες η γλώσσα Σου
Νυν