Εσένα στολίδι του γένους των Ελλήνων, που πρώτος μπόρεσες να υψώσεις φως λαμπρό μες σε φρικτά σκοτάδια και φανέρωσες τις χάρες της ζωής, εσένα ακολουθώ, και στα δικά σου χνάρια πάνω τα πόδια μου πατούν, όχι για να σε παραβγώ, αλλά από αγάπη και πόθο να σε μιμηθώ.
[Εγκώμιο για τον Επίκουρο. Λουκρήτιος (ΙΙΙ. 1-6)]
Ο Επίκουρος ήταν Αθηναίος πολίτης, γιος του Νεοκλή και της Χαιρεστράτης. Ο πατέρας του, Αθηναίος πολίτης από τον δήμο Γαργηττού με καταγωγή από το παλιό επιφανές Αθηναϊκό γένος των Φιλαϊδών, συμμετείχε στον αποικισμό της Σάμου, όπου ο Επίκουρος ανατράφηκε (“Επίκουρος Νεοκλέους και Χαιρεστρά- της, Αθηναίος, των δήμων Γαργήττιος, γένους του των Φιλαϊδών... κληρουχησάντων Αθηναίων την Σάμον εκείθι τραφήναι” - Διογένης Λαέρτιος 10,1).
Ο Επίκουρος άρχισε να έρχεται από νωρίς σε έντονη επαφή με τη φιλοσοφία του Ναυσιφάνη στο γειτονικό νησί Τέως, γεγονός που τον απομάκρυνε από κάθε πλατωνική δοξασία και τον έστρεψε στις θεωρίες του Δημόκριτου. Σε ηλικία 18 ετών μετέβη στην Αθήνα για την στρατιωτική και πολιτική του θητεία μαζί με τον κωμικό Μένανδρο. Για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια της ζωής του δεν έχουν διασωθεί αρκετές πληροφορίες. Αργότερα, δημιούργησε το δικό του Φιλοσοφικό Κύκλο στη Μυτιλήνη και μετά στη Λάμψακο. Επέστρεψε στην Αθήνα το 307/6 π.Χ. σε ηλικία 34 ετών και αγόρασε μια έκταση στην Αθήνα ανάμεσα στο Δίπυλον και την Ακαδημία, όπου στέγασε τη φιλοσοφική του σχολή - τον Κήπο του Επίκουρου. Δίδαξε για 35 χρόνια ακολουθώντας ήσυχη και λιτή ζωή. Περιστοιχίζονταν από άνδρες, γυναίκες, εταίρες και δούλους, που μετείχαν ισάξια στον επικούρειο Κήπο. Ο Επίκουρος πέθανε το 270 π.Χ., σε ηλικία 72 χρόνων.
Ο Επίκουρος (341 π.Χ. – 270 π.Χ.) ήταν Έλληνας φιλόσοφος. Ίδρυσε δική του φιλοσοφική σχολή, με το όνομα Κήπος του Επίκουρου, η οποία θεωρείται από τις πιο γνωστές σχολές της ελληνικής φιλοσοφίας.
Ο Επίκουρος ήταν άθεος, αλλά με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Αναγνώριζε την ύπαρξη των θεών (ή του θεού), τους έδινε ωστόσο υλική υπόσταση. Πίστευε ότι οι θεοί δεν ενδιαφέρονται για τις υποθέσεις των ανθρώπων, διότι αυτό δεν θα ταίριαζε με την θεϊκή φύση τους. Οι θεοί για τον Επίκουρο ζούσαν μακάριοι, ευτυχισμένοι και χωρίς καμία έγνοια, και το να ασχολούνται με τις ανθρώπινες υποθέσεις θα ακύρωνε αυτή τους την μακαριότητα.
Ηταν επίσης ηδονιστής, αλλά όχι “χυδαίος”. Ο χαρακτηρισμός αυτός του αποδώθηκε από μια παρερμηνεία της βασικής αρχής του ότι η ηδονή είναι ο σκοπός της ζωής του ανθρώπου. Σε καμία περίπτωση δεν εννοούσε τις σαρκικές ηδονές και μόνο. Σαφώς και η σωματική ηδονή έπαιζε σημαίνοντα ρόλο στην διάρθρωση της ηθικής του, αλλά όχι με τον Λουκούλειο τρόπο, τον τρόπο του ασώτου. Η κατάσταση της απονίας, δηλαδή το να μην αισθανόμαστε κανέναν σωματικό πόνο, ήταν για τον Επίκουρο η επιτομή της σαρκικής ηδονής. Αντίστοιχα, στο διανοητικό επίπεδο, η αταραξία, η απαλλαγή δηλαδή από όλους τους φόβους και τα άγχη, ήταν η κορύφωση της διανοητικής ηδονής. Για τον Επίκουρο, οποιοσδήποτε έχει κατακτήσει αυτές τις δύο ηδονές, μπορεί να επιτύχει την ευδαίμονα ζωή.
Ο Επίκουρος δεν υϊοθετούσε την στάση που είχαν ο Αριστοτέλης και ο Πλάτωνας απέναντι στην φιλοσοφία. Μάλιστα, ήταν αντίθετος με τις απόψεις του τελευταίου ως προς τα ζητήματα που αφορούσαν τους θεούς. Ακόμη, ήταν αντίθετος ως προς τον περιορισμό που θέτει ο Αριστοτέλης πως η φιλοσοφία είναι για λίγους. Ο Επίκουρος υποστήριζε πως και ο αμόρφωτος άνθρωπος μπορεί να αποκομίσει τα ίδια οφέλη από την φιλοσοφία με τον μορφωμένο. Μάλιστα θεωρούσε τον εαυτό του αμόρφωτο. Ωστόσο, αυτή του η διακήρυξη αποτελούσε περισσότερο κριτική της μόρφωσης που είχε λάβει, παρά μια ειλικρινή δήλωση. Αντίθετα με όσα δήλωνε, ήταν αρκετά μορφωμένος και ενημερωμένος για τις επίκαιρες θέσεις της τότε επιστήμης, και μάλιστα είχε μια ιδιαιτέρως κριτική στάση απέναντί της. Τέλος, για τον Επίκουρο όλοι οι άνθρωποι ήταν ίσοι· απόδειξη αυτού είναι το γεγονός πως στον Κήπο, την φιλοσοφική σχολή που ο ίδιος είχε ιδρύσει, ζούσαν δούλοι και γυναίκες.
Η διδασκαλία του Επίκουρου δεν περιορίζεται μόνο στην ηθική. Αντίθετα, περιλαμβάνει ένα εκτενέστατο έργο (37 τόμοι) για την φυσική, από το οποίο όμως έχει διασωθεί ένα πολύ μικρό μέρος. Είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόταν τον φυσικό κόσμο ο Επίκουρος, για να κατανοήσουμε τις διδαχές του περί θεραπείας της ψυχής από το φόβο του θανάτου και από τον φόβο μας για τους θεούς. Χωρίς αυτό το θεωρητικό υπόβαθρο, η ηθική του Επίκουρου μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να είναι ακατανόητη, στην χειρότερη να παρερμηνευθεί.
Στη διδασκαλία του Επίκουρου γίνεται έντονα φανερή η μεγάλη στροφή που πήρε η φιλοσοφική σκέψη των Ελλήνων από την εποχή του Σωκράτη. Δεν πρόκειται πια για τη γνώση που αναζητάται χωρίς πρακτικό σκοπό, μόνο προς χάριν της ίδιας της γνώσης· τελικός σκοπός αυτής της «νέας» φιλοσοφίας είναι μια τέτοια διάπλαση της ζωής που να εξασφαλίζει στον άνθρωπο τον πιο υψηλό βαθμός ευτυχίας, αυτόν τουλάχιστον που μπορεί να αποκτηθεί.
Ο Επίκουρος είχε αντιληφθεί ορθά τη φύση του σύμπαντος και του ανθρώπου, καθώς τα ευρήματα της σύγχρονης Επιστήμης υποστηρίζουν την εγκυρότητα των βασικών σημείων της Φυσικής και Ηθικής φιλοσοφίας του. Το ανθρωπιστικό μήνυμά του εκφράζει διαχρονικά με τον απλούστερο αλλά και αρτιότερο τρόπο το νόημα της ευδαιμονίας και τη μέθοδο προσέγγισης μιας ευτυχισμένης ζωής, ακόμη και σε δύσκολους καιρούς.
Η φιλοσοφία του Επίκουρου θεωρείται βασικό μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς του δυτικού πολιτισμού και έχει επηρεάσει πολλούς φιλοσόφους και στοχαστές του Διαφωτισμού και της Επιστήμης.
Η ΗΔΟΝΗ
Το πρώτο πρόβλημα που έπρεπε να θέσει ο Επίκουρος, είναι το κατ’ εξοχήν πρακτικό πρόβλημα: Τι να κάνουμε; Ποιος είναι ο τελικός σκοπός των πράξεων μας, ο τελικός σκοπός της ζωής;
Είναι η ηδονή, είχε ήδη πει ο Αρίστιππος, ο πολύ γνωστός προκάτοχος του Επίκουρου. Με τη σειρά του ο Επίκουρος το επαναλαμβάνει: «πρέπει απαραίτητα ο τελικός σκοπός (ΤΕΛΟΣ) για όλα τα όντα να είναι η ηδονή (ΤΗΝ ΗΔΟΝΗΝ), διότι μόλις γεννηθούν, και από τότε, από τη φύση και ανεξάρτητα από την λογική, ευχαριστιόνται με την ηδονή, εξεγείρονται ενάντια στον πόνο». Το ότι δεν λέμε, πράγματι, ότι τα όντα επιδιώκοντας την ηδονή κάνουν κάτι κακό, διότι με ποιο δικαίωμα θα μπορούσαμε να τα κα- τακρίνουμε; Αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει παρά στο όνομα της λογικής.
Αλλά ο Επίκουρος καταδικάζει την νόηση, αντί να την καταστήσει κριτή της ηδονής. Είναι φυσικό, λέει, χωρίς λογική (ΦΥΣΙΚΩΣ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΟΥ), να επιδιώκουμε την ευχαρίστηση από τότε που γεννιόμαστε. «Το ζώο, λέει ακόμα, πάει προς την ηδονή πριν από κάθε αλλοίωση της φύσης : είναι η ίδια η φύση που κρίνει μόνη της στην καθαρότητά της και στην ακεραιότητά της.» Και, εκ νέου, στηριζόμενος σ’ αυτήν την αρχαία ιδέα ότι το αγαθό είναι αυτό που είναι σύμφωνο με τη φύση, το κακό αυτό που είναι αντίθετο με αυτήν, προσθέτει με μεγάλη δύναμη: «Μόνο η φύση πρέπει να κρίνει τι είναι σύμφωνο και τι αντίθετο με τη φύση». Ο Επίκουρος αντιπαραθέτει έτσι, όπως το κάνουν πολλοί σύγχρονοι φιλόσοφοι, την φύση με την λογική, τις αισθήσεις με την σκέψη και τελικά τον ζωικό κόσμο με τον ανθρώπινο.
Παντού όπου η φύση δρα χωρίς τον υπολογισμό της λογικής, δεν μπορεί να κάνει λάθος: Εκεί όπου δεν υπάρχει κα- θόλου λογική, δεν υπάρχει κανένα λάθος, και, σε όλα τα όντα, το αντικείμενο που επιδιώκει η φύση είναι η ηδονή: η ηδονή, να λοιπόν ο φυσικός τελικός σκοπός όλων των όντων. Αυτός πρέπει να είναι και ο τελικός σκοπός του ανθρώπου.
O Επίκουρος και οι επικούρειοι επικαλούνται την αδυναμία της λογικής ακόμα και να αντιληφθεί ένα αφηρημένο αγαθό, απογυμνωμένο από κάθε αισθητό στοιχείο.
Στον «Κανόνα» του ο Επίκουρος μας πληροφορεί ότι κριτήρια της αλήθειας είναι οι αισθήσεις, οι προλήψεις και τα πάθη. Η αίσθηση είναι η κύρια πηγή γνώσης και υφίσταται ως καθαρή λειτουργία στην οποία δεν μπορούμε να προσθέσουμε ή να αφαιρέσουμε οτιδήποτε. Είναι, θα λέγαμε, τυφλή δύναμη που δεν υπάγεται σε καμιά άλλη, υπάρχει έξω από κάθε λόγο ως προ-αφετηρία ή ως διαρκής αφετηρία η οποία κατοπτρίζει την πραγματικότητα. Επιπλέον οι αισθήσεις δεν αλληλοεπηρεάζονται, ούτε οι ομοιογενείς ούτε οι ετερογενείς. Υπάρχει μάλιστα ισορροπία ομοιογενών και ετερογενών αισθήσεων, η οποία άλλωστε συνιστά και προϋπόθεση της αρμονικής συνεργασίας τους. Δεν μπορούμε να απορρίψουμε ή να εξαιρέσουμε μια αίσθηση, χωρίς να επέλθει συνταραχή σε όλες τις άλλες και άρα απώλεια του κριτηρίου αληθείας. Αγνόηση μιας συγκεκριμένης αίσθησης συναπαιτεί και διαγραφή όλων των παραστάσεων που της ανήκουν. Οι τελευταίες, όμως, συμβάλλουν στην αρμονική και έγκυρη συνεκτίμηση της πραγματικότητας, άρα πιθανή διασάλευση αυτής της ισορροπίας αφανίζει τη γνώση. Σε περίπτωση καθολικής στέρησης των αισθήσεων συμβαίνει θάνατος.
Ο άνθρωπος που αισθάνεται και ο άνθρωπος που σκέπτεται δεν είναι δύο όντα, και, στην πραγματικότητα, η σκέψη γεννιέται από το ίδιο το συναίσθημα. Εξ’ αιτίας της επιδίωξης της ηδονής και της απόλαυσής της το είδωλό της δεν καταλήγει να εισχωρεί σε μας, να αποτυπώνεται μέσα μας, να γίνεται ιδέα; Και, ομοίως, από το συναίσθημα του πόνου δεν γεννιέται η ιδέα του πόνου; Το ίδιο συμβαίνει με όλες τις άλλες ιδέες μας, που περικλείονται σε συναισθήματα, συνεπώς σε ηδονές ή σε πόνους, επειδή ο Επίκουρος δεν αποδέχεται αδιάφορα συναισθήματα. Στο βάθος, δεν σκεφτόμαστε παρά επειδή έχουμε απολαύσει και υποφέρει. «Έτσι, λοιπόν, η επιλογή της μιας (της ηδονής) και η αποφυγή του άλλου (του πόνου) είναι φυσικά και σαν σύμφυτα στην ψυχή μας. » Έξω από την ενεργή σκέψη και την ελεύθερη βούληση (εάν υπάρχει), έξω από το άτομο, δεν υπάρχει πραγματικό και όχι αφηρημένο αγαθό παρά μόνο στην ηδονή. Και, οι Έλληνες φιλόσοφοι, εκτός από τον Αριστοτέλη, δεν παραδέχονταν καθόλου στη βούληση μια ελεύθερη δύναμη, και αντιλαμβάνονταν την ίδια τη σκέψη με τρόπο αφηρημένο, τόσο καθαρά λογικό.
Δεν μπορούμε, γενικά, τίποτα να επιθυμήσουμε ούτε τίποτα να φοβηθούμε που δεν μας προσφέρει η εικόνα της ηδονής και του πόνου. Και, η επιθυμία και ο φόβος είναι οι μόνες δυνάμεις που μας αποσπούν από την ηρεμία. Όλες οι κινήσεις μας και όλες οι πράξεις μας ανάγονται λοιπόν στην ηδονή. Αλλά αυτό στο οποίο ανάγονται τα πάντα και το οποίο δεν ανάγεται σε τίποτα, είναι το υπέρτατο αγαθό. Η ηδονή είναι λοιπόν το υπέρτατο αγαθό. «Και για τούτο η ηδονή είναι αρχή και τέλος της ευτυχισμένης ζωής «ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΩΣ ΖΗΙΝ», αναφωνεί ο Επίκουρος με έντονο τόνο ειλικρίνειας. «Γιατί έχουμε διαγνώσει (ΕΓΝΩΜΕΝ) ότι είναι το πρώτο και σύμφυτο αγαθό (ΑΓΑΘΟΝ ΠΡΩΤΟΝ ΚΑΙ ΣΥΓΓΕΝΙΚΟΝ) μέσα μας και ότι με αυτήν (ΑΠΟ ΤΗΣ ΗΔΟΝΗΣ) ως αφετηρία διαλέγουμε τι θα πράξουμε και τι θα αποφύγουμε, και ότι σε αυτήν καταλήγουμε (ΕΠΙ ΤΑΥΤΗΝ ΚΑΤΑΝΤΩΜΕΝ) πάλι, όταν αποτιμάμε κάθε αγαθό με γνώμονα αυτό που αισθανόμαστε (ΩΣ ΚΑΝΟΝΙ ΤΩΙ ΠΑΘΕΙ ΠΑΝ ΑΓΑΘΟΝ ΚΡΙΝΟΝΤΕΣ) .
ΟΙ ΑΡΕΤΕΣ
ΤΙΜΗΤΕΟΝ ΤΟ ΚΑΛΟΝ ΚΑΙ ΤΑΣ ΑΡΕΤΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΤΟΙΟΥΤΟΤΡΟΠΑ, ΕΑΝ ΗΔΟΝΗΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΖΗΙ, ΕΑΝ ΔΕ ΜΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΖΗΙ, ΧΑΙΡΕΙΝ ΕΑΤΕΟΝ
Η ευχαρίστηση επειδή βρίσκεται στην πρώτη σειρά, η αρετή, με την έννοια που το χυδαίο παίρνει με αυτή τη λέξη, θα πέσει προφανώς στην δεύτερη. Η ευχαρίστηση επειδή είναι ένας τελικός σκοπός, η αρετή δεν μπορεί να είναι παρά μέσο. «Χωρίς την ηδονή, λέει ο Επίκουρος, οι αρετές δεν θα ήταν πλέον ούτε άξιες εγκωμίων ούτε επιθυμητές». Η ποιότητα της ψυχής απογυμνωμένη από την ευχαρίστηση δεν είναι τίποτα. «Πρέπει, λέει, να εκτιμήσουμε την ποιότητα της ψυχής, τις αρετές και τα άλλα πράγματα, εάν προκαλούν ηδονή. Εάν δεν την προκαλούν (ΕΑΝ ΔΕ ΜΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΖΗΙ), θα έπρεπε να τις αποχαιρετήσουμε».
Επειδή οι αρετές είναι μέσα σε σχέση με την ηδονή, είναι απαραίτητο να οργανώσουμε ορθολογικά αυτά τα μέσα και να τα υπαγάγουμε με επιδεξιότητα στον επιθυμητό σκοπό. Αυτό είναι έργο της λογικής, είναι η υπόθεση της επιστήμης και της φρόνησης, ΦΡΟΝΗΣΙΣ.
Ο Επίκουρος θα επανέλθει έτσι, από άλλο δρόμο, στην παλαιά αντίληψη του Σωκράτη: δεν μπορούμε να είμαστε ενάρετοι χωρίς να είμαστε σοφοί. Η αρετή ταυτίζεται με την επιστήμη, κυρίως με την υπέρτατη επιστήμη, την φιλοσοφία.
Ο Επίκουρος κάνει ένα υπέροχο εγκώμιο για την φιλοσοφία. «Δεν πρέπει κανείς ούτε όταν είναι νέος να διστάζει να φιλοσοφεί, ούτε πάλι σαν είναι γέροντας να βαριεστίζει και να μην φιλοσοφεί ! Κανένας δεν είναι άγουρος ακόμα, και για κανέναν δεν είναι πολύ αργά να φροντίσει για την υγεία της ψυχής του. Και όποιος λέει ότι δεν ήρθε ακόμα ο καιρός να φιλοσοφήσει ή ότι ο καιρός αυτός έχει περάσει πια, μοιάζει σ’ εκείνον ο οποίος λέει ότι δεν έχει έρθει ακόμα ο καιρός για την ευτυχία ή ότι δεν είναι πια καιρός γι’ αυτήν. Πρέπει επομένως, και ο γέροντας να φιλοσοφεί και ο νέος: ο ένας για να μένει, και όταν γερνά, νέος χάρις στα όμορφα πράγματα, καθώς με χαρά θα ανατρέχει στα περασμένα, ο άλλος για ν’ ναι και ως νέος συνάμα γέροντας, καθώς δεν θα τον κυριεύει ο φόβος για τα μελλούμενα. Είναι λοιπόν ανάγκη να στοχαζόμαστε τα πράγματα που φέρνουν την ευτυχία, αφού όταν υπάρχει ευτυχία έχουμε τα πάντα, ενώ όταν αυτή λείπει κάνουμε τα πάντα για να την έχουμε». Αλλά εάν ο Επίκουρος παινεύει με τόσο ενθουσιώδη λόγια την φιλοσοφία, να θυμόμαστε καλά ότι δεν πρόκειται για την ίδια της την αξία, ούτε για την πιο υψηλή θεωρητική έρευνα της νόησης: για εκείνον η φιλοσοφία έχει αποκλειστικά πρακτικό σκοπό. ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΤΟ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΦΡΟΝΗΣΙΣ , ΕΞ ΗΣ ΑΙ ΛΟΙΠΑΙ ΠΑΣΑΙ ΠΕΦΥΚΑΣΙΝ ΑΡΕΤΑΙ» «Για τούτο από τη φιλοσοφία προτιμότερη είναι η φρόνηση (ΦΡΟΝΗΣΙΣ), από την οποία γεννιόνται όλες οι άλλες αρετές»
Όσο ο Σωκράτης, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης υποβίβαζαν την αισθητικότητα σε σχέση με την νόηση, τόσο ο Επίκουρος υποβιβάζει την νόηση σε σχέση με την αισθητικότητα. Δανείζεται μάλιστα από τον Πλάτωνα αρκετές από τις συγκρίσεις του, αντιστρέφοντας τες. «Δεν εκτιμούμε καθόλου την ιατρική επιστήμη εξ’ αιτίας της ίδιας της επιστήμης, αλλά εξ’ αιτίας της υγείας που μας προσφέρει. Και, σε ένα πλοηγό, δεν εκτιμούμε κα- θόλου την τέχνη της πλοήγησης, αλλά την ωφέλεια που μας προσφέρει : Το ίδιο συμβαίνει και με την φρόνηση, που είναι η τέχνη της ζωής. Εάν δεν χρησίμευε σε τίποτα, δεν θα την θέλαμε. Την θέλουμε επειδή μας παρέχει το απόκτημα και την απόλαυση της ηδονής». ΓΔΙΑ ΔΕ ΤΗΝ ΗΔΟΝΗΝ ΚΑΙ ΤΑΣ ΑΡΕΤΑΣ ΑΙΡΕΙΣΘΑΙ, ΟΥ ΔΙ’ ΑΥΤΑΣ ΩΣΠΕΡ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑΝ. Διογ. Λαερτ. X,138. Δες Πλουταρ. Προς Κωλώτην ,17,3 .
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΕΛΕΓΕ ΤΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΝ ΕΙΝΑΙ ΛΟΓΟΙΣ ΚΑΙ ΔΑΙΛΟΓΙΣΜΟΙΣ ΤΟΝ ΕΥΔΑΙΜΟΝΑ ΒΙΟΝ ΠΕΡΙΠΟΙΟΥΣΑΝ. Σεξτ. Εμπ. Προς Μαθημ. Xi, 169.
Για τον Επίκουρο «Η φιλοσοφία είναι ενέργεια που εξηγώντας τους λόγους εκείνων που γίνονται και καταλήγοντας σε συμπεράσματα με διαλογισμούς κάνει ευτυχισμένη τη ζωή».
Η ΒΑΣΙΚΗ ΗΔΟΝΗ: ΑΥΤΗ ΤΗΣ ΚΟΙΛΙΑΣ
«Η αρχή και η ρίζα κάθε αγαθού, λέει ο Επίκουρος με σαφήνεια, είναι η ηδονή της κοιλιάς, ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΡΙΖΑ ΠΑΝΤΟΣ ΑΓΑΘΟΥ Η ΤΗΣ ΓΑΣΤΡΟΣ. Ο Επίκουρος δεν θέλει καθόλου να πει ότι η ευχαρίστηση που προκαλείται από την τροφή είναι η πιο τέλεια, με άλλα λόγια, η ευχαρίστηση που προκαλεί την αγαλλίαση, Αλλά είναι ο σπόρος, η ρίζα (ΡΙΖΑ) , είναι η αρχή και το ξεκίνημα (ΑΡΧΗ). Έτσι ο Δημόκριτος έλεγε ότι η αίσθηση της αφής είναι η αρχή κάθε γνώσης, χωρίς να θέλει να πει με αυτό ότι οι απτές αισθήσεις συνιστούσαν την υπέρτατη γνώση. Η ηδονή της κοιλιάς είναι η πιο στενή ηδονή, αλλά επί- σης η πιο στέρεη, βάση για όλες τις άλλες, βάση για όλη την αισθητή ζωή και κατά συνέπεια, σύμφωνα με την επικούρεια θεωρία, για κάθε αγαθό. «Τα σοφά και τα υπέροχα πράγματα, λέει ο Επίκουρος, έχουν σχέση με αυτή την ηδονή». Αυτό δεν συνεπάγεται ότι μια τέτοια ηδονή συνιστά από μόνη της τη σοφία και το αγαθό, και ότι ο Επίκουρος σταματά σ’ αυτήν ως τον υπέρτατο σκοπό. Όχι, δεν είναι ο υπέρτατος σκοπός, αλλά ακόμα μια φορά είναι η αναγκαία προϋπόθεση όλων των άλλων ηδονών, όλων των άλλων σκοπών, είναι ο γόνιμος σπόρος από τον οποίον ο Επίκουρος θα κάνει να γεννηθούν και να εμφανισθούν όλα τα αγαθά, όλες οι ηδονές.
Ο Μητρόδωρος, ερμηνεύοντας τη σκέψη του δασκάλου του και δίνοντας της παράδοξο σχήμα που δεν είχε ευθύς εξ’ αρχής, αναφωνεί: «η λογική προσαρμοζόμενη με τη φύση έχει το αληθινό της αντικείμενο στη κοιλιά (ΠΕΡΙ ΓΑΣΤΕΡΑ Ο ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ ΒΑΔΙΖΩΝ ΛΟΓΟΣ ΤΗΝ ΑΠΑΣΑΝ ΕΧΕΙ ΣΠΟΥΔΗΝ). Η βασική αρχή κάθε ηδονής δεν είναι η ηδονή του να ζούμε, και κατά συνέπεια, να ανανεώνουμε και να τρέφουμε ασταμάτητα αυτή τη ζωή; Η βασική αρχή κάθε ωφέλειας δεν είναι η ωφέλεια του να ζούμε, και κατά συνέπεια να διατηρήσουμε τα πλέον άμεσα μέσα της ζωής, την τροφή; Μπορούμε λοιπόν να πούμε, μαζί με τον Μητρόδωρο, ότι όλη η ωφελιμιστική φιλοσοφία, όπως άλλωστε αυτή του Hobbes, του Helvetius, του Bentham ή του Stuart Mill όπως αυτή του Επίκουρου, έχει το τελικό της αντικείμενο στην κοιλιά (ΣΠΟΥΔΗΝ ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΓΑΣΤΕΡΑ).
ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΗΣ ΗΔΟΝΗΣ:
Η ΩΦΕΛΕΙΑ - Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΥΠΕΡΤΑΤΟ ΑΓΑΘΟ
Πως μπορούμε, ξεκινώντας από την πιο χαμηλή ηδονή, την ηδονή της κοιλιάς, να κατορθώσουμε να φθάσουμε στο ηθικό συναίσθημα και στην αξία του σοφού που ο Επίκουρος προσπαθεί να διατηρήσει στο σύστημα του;
Κάθε ηδονή, όποια και αν είναι, είναι αυτή η ίδια ένα αγαθό (ΚΑΘ’ ΕΑΥΤΗΝ)
σύμφωνα με τον Επίκουρο, είναι άχρηστο να εξετάζουμε την σειρά των περιστάσεων, των δίκαιων ή άδικων πράξεων που προηγούνται από την απόλαυση μιας ηδονής. Είναι άχρηστο να εξετάζουμε από ποιο δρόμο αποκτήθηκε η ευχαρίστηση αυτή. Είναι, αυτό αρκεί, και γι’ αυτό αυτό ακριβώς είναι καλή, είναι σκοπός, καθιστά όλα τα μέσα καλά.
Αφ’ ότου η ηδονή, αντί να θεωρείται ως άμεσος τελικός σκοπός, γίνεται, γονιμοποιημένη με την ιδέα του χρόνου, ένας σκοπός πραγματικά τελευταίος και τελικός, που προτείνεται για σκοπός και όρος ολόκληρης της ζωής, παίρνει νέο όνομα, και η θεωρία της ηδονής μετατρέπεται σε θεωρία της ωφέλειας.
Υπάρχει μια σχέση μέσων και σκοπού ανάμεσα στην αρετή από τη μια μεριά και τις ηδονές από την άλλη. Μία ανάλογη σχέση μέσων και σκοπού θα δημιουργηθεί ανάμεσα στις ίδιες τις ηδονές. Κάθε ηδονή είναι, είναι αλήθεια, όπως αρέσει στον Επίκουρο να επαναλαμβάνει, ένα αγαθό από μόνη της ή και μόνη της, ΔΙ’ ΑΥΤΗΝ ή ΚΑΘ’ ΑΥΤΗΝ. Αλλά εντούτοις, εάν συγκρίνουμε το αγαθό που κάποιες ηδονές περικλείουν με το κακό που παράγουν, είναι φρόνιμο να τις απορρίψουμε ως ατελή μέσα, ως κακά εργαλεία: με το να είναι εντελώς καλές από μόνες τους, παύουν να είναι τελικοί σκοποί για αυτές τις ίδιες.
΄Οπως κάποιες ηδονές παράγουν τον πόνο, κάποιοι πόνοι παράγουν την ηδονή. Απορρίπτουμε τις πρώτες, γιατί να μην επιλέξουμε τους δεύτερους; «Και δεν είναι αρκετό το ότι μας κάνει να κρίνουμε τι πρέπει να πράττουμε και τι όχι. Πρέπει, επιπλέον να γνωρίζουμε να τηρούμε αυτό που έχουμε κρίνει... Αλλά αυτοί που θέλουν την ηδονή μέχρις το σημείο που δεν προκαλεί ολέθριες συνέπειες, και που είναι αρκετά σταθεροί στα συναισθήματά τους, ώστε να μην αφήνονται να παρασυρθούν στις ηδονές των πραγμάτων που έχουν κρίνει ότι πρέπει να αποφύγουν, αυτοί ακριβώς βρίσκουν μεγάλη ηδονή περιφρονώντας την ίδια την ηδονή.»
«Όλοι οι πόνοι είναι κακοί, και εντούτοις όλοι οι πόνοι δεν είναι προς αποφυγή: ΑΛΓΗΔΩΝ ΠΑΣΑ ΚΑΚΟΝ, ΟΥ ΠΑΣΑ ΔΕ ΦΕΥΚΤΗ ΑΕΙ». Ακόμα περισσότερο, τους πόνους, ακόμα και τους μακροχρόνιους, πρέπει να τους υπομένουμε, ΠΟΛΥΝ ΧΡΟΝΟΝ ΥΠΟΜΕΝΕΙΝ, υπό την προϋπόθεση, φυσικά, ότι θα τους ακολουθήσει ανώτερη ηδονή. Να η σχέση που χρησιμοποιεί ο Επίκουρος για να συνοψίσει την σκέψη του και η οποία είναι ευφυής έκφραση, αλλά πιστή, στην ωφελιμιστική θεωρία: «χρησιμοποιούμε κάποτε το αγαθό ως κακό ή αντίθετα το κακό ως αγαθό.»
Μόνο, πως θα το χειριστούμε για να διακρίνουμε με σαφήνεια, στη σκέψη μας, την ηδονή και τον πόνο, το αγαθό και το κακό, όταν τα συγχέουμε στην πράξη; Xρειaζόμαστε λοιπόν, πριν τα συγκρίνουμε, να τα κατασκευάσουμε και το ένα και το άλλο με τη βοήθεια των δεδομένων της εμπειρίας και των προσπαθειών της νόησης. Να λοιπόν μια εξαιρετική σημασία που αποδίδεται ξαφνικά, από την ωφελιμιστική θεωρία, στη νόηση. Αυτή συντηρεί πάντα, είναι αλήθεια, το ρόλο της ως μέσου. Αλλά χωρίς αυτό το μέσο, δεν μπορούμε πλέον σε καμία περίπτωση να επιτύχουμε τον τελικό σκοπό. Όχι μόνο, όπως το είδαμε, η ανθρώπινη νόηση, ΔΙΑΝΟΙΑ, η φρόνηση, ΦΡΟΝΗΣΙΣ, έχουν ως έργο να κατευθύνουν όλες τις ανθρώπινες πράξεις προς την ηδονή, αλλά οφείλουν επίσης να οργανώσουν τις ίδιες τις ηδονές και, ακόμα περισσότερο, τους πόνους, εν όψει της υπέρτατης ηδονής. Τι ποιό σημαντικό, πράγματι, από την τέχνη να μετράμε τα πράγματα μαζί, ΣΥΜΜΕΤΡΗΣΙΣ, να περιλάβουμε με την ίδια ματιά αυτά που είναι χρήσιμα ή ενοχλητικά, ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΑΣΥΜΦΟΡΩΝ ΒΛΕΨΙΣ;
Η ηθική του Επίκουρου θέτει μπροστά στα μάτια μας, αν όχι κυριολεκτικά ένα ιδεώδες και ένα ανώτερο αγαθό για μας, τουλάχιστον κάτι ανώτερο στο παρόν, ένα αγαθό που υπερβαίνει και συμπεριλαμβάνει όλα τα ιδιαίτερα αγαθά, ένα σύνολο. Από κει, η ωφελιμιστική ηθική δίνει η ίδια μια θέση στο συναίσθημα αυτό που ο Αρίστιππος ήθελε άλλα δεν μπόρεσε να φτάσει : την τάση να υπερβεί κάθε ιδιαίτερο αντικείμενο, κάθε σκοπό που δεν είναι πραγματικά τελικός, δηλαδή στο βάθος άπειρος. Πράγματι, όταν είναι δεδομένα ένας πόνος ή μια ηδονή του παρόντος, η ωφελιμιστική θεωρία του Επίκουρου μας κληροδότησε κάποια ελευθερία απέναντί τους. Μπορούμε να παρατηρήσουμε εκατέρωθεν, μπορούμε να τους εκμηδενίσουμε με την ιδέα μιας ανώτερης ηδονής. Κάθε μια από αυτές τις τάσεις και κάθε ένας από αυτούς τους πόθους που, περιορισμένος στην παρούσα στιγμή, ήταν απολύτως κυρίαρχος σε μας, τον ελέγχουμε όταν τον εισάγουμε στο σύνολο της ζωής (Ο ΟΛΟΣ ΒΙΟΣ).
Βλέποντας έτσι να ανοίγεται μπροστά μας μέλλον χωρίς σταθερούς όρους, δεν μπορούμε πλέον να έχουμε παρά μια σκέψη: να προετοιμάζουμε και να τακτοποιούμε όλα τα πράγματα ενόψει της ευτυχίας ολόκληρης αυτής της ζωής. Αυτό είναι το έργο της φρόνησης. Η ευτυχία, να ένα νέο στοιχείο στην θεωρία της ηδονής. Ο Αρίστιππος δεν θεωρούσε στη ζωή παρά ξεκομμένες στιγμές ευχαρίστησης και σαν κομμάτια ευτυχίας(Η ΚΑΤΑ ΜΕΡΟΣ ΗΔΟΝΗ). Μόνο ο Επίκουρος μπορεί να προφέρει τη λέξη αυτή στην πληρότητά της. Και ακόμα, δεν σταματά εκεί, δεν είναι αρκετό να είναι κανείς ευτυχισμένος(ΕΥΔΑΙΜΩΝ), θέλει τον σοφό να είναι μακάριος(ΜΑΚΑΡ). Οι αρχαίοι ποιητές απέδιδαν αυτό το θείο όνομα στους κατοίκους του ουρανού. Αλλά ο Επίκουρος φέρνει τον ουρανό πάνω στη γη και την ευτυχία των θεών στους ανθρώπους: ο σοφός, να ο πραγματικός μακάριος. Η ζωή του σοφού, να η ζωντανή πραγματοποίηση της ευτυχίας.
Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ – ΤΕΛΙΚΟΣ ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ: Η ΑΝΑΠΑΥΣΗ, Η ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΑΣ
Η ωφελιμιστική θεωρία αναπτύχθηκε, με τον Επίκουρο, πάνω από την ηθική της ηδονής, αλλά δίνει ακόμη θέση σε πολλαπλές αντιρρήσεις που θα την αναγκάσουν να αποσαφηνιστεί και να αναπτυχθεί. Στην θεωρία του Επίκουρου καθώς και σε όλες τις ωφελιμιστικές θεωρίες, υπάρχει συχνά μια σχέση αντίθεσης ανάμεσα στον δεδομένο τελικό σκοπό και τα μέσα. Θα έπρεπε να μπορούμε να τον επιτύχουμε κάθε τελικό σκοπός με τη βοήθεια μέσων χωρίς αυτά τα μέσα να παράγουν αλλαγή στον ίδιο τον τελικό σκοπό.
Να ο Επίκουρος αναγκασμένος, για να αφήσει την ευτυχία «στη διάθεση όλων», να εξαιρέσει από αυτήν κάθε δύσκολο στοιχείο για την απόκτησή της, όπως τα πλούτη, η πολυτέλεια, οι τιμές, η εξουσία. Για να κάνει ευκολότερη την προσέγγιση στο υπέρτατο αγαθό, θα απαλλάξει όλο και περισσότερο από κάθε υλικό στοιχείο την αντίληψη της ηδονής. Θέλοντας να δώσει μεγαλύτερη θέση στην ελευθερία για την κατάκτηση της ευτυχίας, θα δώσει επίσης μεγαλύτερη θέση στην ηθική.
«Ανάμεσα στις επιθυμίες, λέει ο Επίκουρος, οι μεν είναι φυσικές και αναγκαίες, ΦΥΣΙΚΑΙ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΑΙ, οι άλλες φυσικές και μη αναγκαίες, τέλος οι άλλες δεν είναι ούτε φυσικές ούτε αναγκαίες, αλλά γεννιόνται από κενή γνώμη, ΠΑΡΑ ΚΕΝΗΝ ΔΟΞΑΝ. Φυσικές και αναγκαίες είναι αυτές που τείνουν να κατευνάσουν τον πόνο, όπως το νερό την δίψα, φυσικές και μη αναγκαίες, αυτές που μεταβάλλουν μόνο την ηδονή, ΠΟΙΚΙΛΛΟΥΣΑΙ, αλλά δεν κατευνάζουν καθόλου τον πόνο, όπως τα λεπτά εδέσματα. Τέλος ούτε φυσικές ούτε αναγκαίες είναι αυτές που, για παράδειγμα, έχουν ως αντικείμενό τους αγάλματα ή στέμματα». Βλέπουμε την σημασία αυτής της διαίρεσης των επιθυμιών, της οποίας ο σπόρος βρισκόταν ήδη στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Μεταξύ των επιθυμιών μόνο αυτές εκεί που είναι φυσικές και αναγκαίες, αυτές εκεί μόνο που φέρνουν μαζί τους τον πόνο εάν δεν τις ικανοποιήσουμε, πρέπει πάντοτε να λαμβάνονται υπόψη από τον σοφό. Ευτυχώς, εάν αυτές οι επιθυμίες είναι οι πιο πιεστικές, είναι συγχρόνως και οι λιγότερο απαιτητικές : αρκεί ο σοφός να τις κατευνάσει, όπως ηρεμούσαν τον Κέρβερο πετώντας του ένα γλυκό από μέλι, μπορεί να περάσει τη ζωή του χωρίς άλλο πόνο. Σε ότι αφορά αυτές τις επιθυμίες που προέρχονται από κενές γνώμες, ΔΟΞΑΙ ΚΕΝΑΙ, ο Επίκουρος, εχθρός όπως ο Σωκράτης και ο Πλάτων της άστατης γνώμης, θέλει να τις εξοστρακίσει για πάντα. Οι άλλες τέλος, που βρίσκονται στο μέσο μεταξύ των δύο άκρων, και που έρχονται σε μας από τη φύση, αλλά χωρίς να μας επιβάλλονται από την ανάγκη, οφείλουμε να κρίνουμε εάν πρέπει να τις ικανοποιήσουμε ή να τις απορρίψουμε. Και αυτή η κρίση είναι έργο της πρακτικής φρόνησης, ΦΡΟΝΗΣΙΣ, του νηφάλιου λογισμού, ΝΗΦΩΝ ΛΟΓΙΣΜΟΣ, τόσο σημαντικής στην ωφελιμιστική θεωρία. Αυτού του είδους οι επιθυμίες είναι πράγματι εθελοντικές, εύκολο να κατευναστούν, ΕΥΔΙΑΧΥΤΟΙ. Ο σοφός θα τις δεχθεί με επιφύλαξη, αλλά χωρίς μεγάλη ζέση για να τις ικανοποιήσει, διότι, αυτή η ίδια η ζέση, θα τις μετέτρεπε ξαφνικά σε αναγκαίες επιθυμίες και θα δημιουργούσε απέναντί τους δουλεία. Πρέπει λοιπόν πάντα να έχει με άλλα λόγια την προσοχή του σ’ αυτές, να μην χαλαρώνει τα ηνία υπό την προϋπόθεση ότι θα τα ξανατραβήξει αμέσως, και θα το κάνει με τρόπο ώστε το περιττό να μην γίνει ποτέ αναγκαίο.
Όπως βλέπουμε, η πρόσβαση στην ευτυχία είναι μοναδικά εύκολη για όλους τους ανθρώπους, και συγχρόνως η ιδέα της ευτυχίας καθαρίζεται από ένα υλικό στοιχείο: την ηδονή, στην κυριολεξία, δηλαδή τον εκλεπτυσμό και την ποικιλία της ηδονής. Η ηδονή δεν έχει ανάγκη εκλέπτυνσης ή καλλωπισμού, η φυσική της ομορφιά της αρκεί. «Δεν επαυξάνεται η ηδονή της σάρκας, λέει ο Επίκουρος, μόλις πάψει μονομιάς το άλγος της στέρησης, παρά μόνο λαμβάνει ποικίλες μορφές, ΠΟΙΚΙΛΛΕΤΑΙ». Αλλά αυτή ποικιλία στις μορφές της ηδονής, που δεν αντιστοιχεί καθόλου σε μεγαλύτερη ένταση της απόλαυσης, δεν προσφέρει καθόλου στην επιθυμία σταθερό θέλγητρο, δεν είναι αναγκαία για να φθάσουμε στον επιθυμητό τελικό σκοπό, την συνολική ευτυχία της ζωής. Μια μόνο προϋπόθεση είναι λοιπόν αναγκαία στην παρουσία της ευτυχίας, είναι η παρουσία πραγμάτων που είναι από μόνα τους απολύτως απαραίτητα στην αισθητή ζωή, τα τρόφιμα.
Όταν δώσει κάποιος στον Επίκουρο ψωμί από κριθάρι και νερό, είναι έτοιμος « να παραβγεί σ’ ευδαιμονία ακόμη και με το Δία (ΚΑΙ ΤΩΙ ΔΙΙ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑΣ ΔΙΑΓΩΝΙΖΕΣΘΑΙ)59»: Ψωμί και νερό, να ο πλούτος της φύσης. «Αυτός ο πλούτος και όρια έχει (ΩΡΙΣΤΑΙ) και εύκολα αποκτιέται, ενώ εκείνος της κενοδοξίας εκπίπτει στο άπειρο (ΕΙΣ ΑΠΕΙΡΟΝ ΕΚΠΙΠΤΕΙ60)». Σημαντικά λόγια, που απαντούν και σε ορισμένες επιφανειακές αντιρρήσεις που κατευθύνονται ενάντια στην ηθική του ωφελιμισμού: οι ηδονές των κενών δοξασιών είναι ασύλληπτες όπως οι ίδιες οι δοξασίες, και η αστάθεια της ΔΟΞΑΣ, που ο Πλάτων παρομοίαζε με τα κινούμενα αγάλματα του Δαίδαλου, είναι και ο διακριτός χαρακτήρας των συναισθημάτων ευχαρίστησης που παράγει. Η φιλοδοξία, για παράδειγμα, αυξάνεται στο μέτρο που την ικανοποιούμε, είναι ένα είδος τεχνητής πείνας που την διεγείρουμε χορταίνοντάς την, που της ανοίγουμε την όρεξη υπερκαλύπτοντας την. Συνίσταται στο κυνήγι ενός πράγματος που κινείται μόνο του από την ίδια του την κίνηση, που απομακρύνεται στο μέτρο που το προσεγγίζουμε και που εξανεμίζεται στο άπειρο ΕΙΣ ΑΠΕΙΡΟΝ ΕΚΠΙΠΤΕΙ. Η φύση, πιο προνοητική από την δοξασία, δεν διεγείρει ποτέ, σύμφωνα με τον Επίκουρο, μια επιθυμία που δεν μπορεί να ικανοποιήσει με λίγο κόστος (ΩΡΙΣΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΕΥΠΟΡΙΣΤΟΣ). Ενάντια σ’ αυτές τις γεμάτες με σταθερότητα επιθυμίες, αμετάβλητες βασικές αρχές της ευτυχίας, δεν μπορούμε πλέον να κατευθύνουμε τις αντιρρήσεις που είχαμε για την μεταβλητότητα και την απληστία των παθών.
Ο Αρίστιππος έφερνε κάθε απόλαυση και, γενικά, κάθε συναίσθημα σε μια κίνηση: ο πόνος ήταν μια κίνηση σκληρή, η ηδονή μια κίνηση ήπια, η ηρεμία, που ακολουθεί πάντα τις κινήσεις και που τις ξεχωρίζει τη μια από την άλλη, ήταν η μη-απόλαυση, η απουσία πόνου ή ηδονής, το κενό.
Η ανάλυση του Επίκουρου καταλήγει σε πολύ διαφορετικά συμπεράσματα.
Η κίνηση - ο Επίκουρος δεν την αρνείται - είναι το σημείο εκκίνησης της ηδονής. Αλλά κάθε κίνηση έχει έναν σκοπό. Ο σκοπός αυτής της κίνησης που παράγει την ηδονή δεν θα ήταν ακριβώς το αντίθετο της κίνησης, μια ηρεμία ; Πράγματι όταν ο οργανισμός, που έχει επανέλθει από την τροφή, έχει βρει με αυτό τον τρόπο τα άτομα που είχε χάσει, υπάρχει ισορροπία μεταξύ της απώλειας και της δαπάνης, υπάρχει τότε ηρεμία. Υπάρχει επίσης απουσία πόνου (ΑΠΟΝΙΑ), υγεία (ΥΓΙΕΙΑ). Αλλά να που ο οργανισμός έχει εξαντλήσει τα αποθέματα της δύναμής του, και η ισορροπία διαταράσσεται. Αμέσως σταματά η ηδονή, που δεν ήταν ίσως τίποτα άλλο από αυτή την ίδια την ισορροπία. Με την αλλαγή και την κίνηση, που είναι η ρήξη της ισορροπίας, ξεκινά ο πόνος.
Έτσι στο ξεκίνημα και στο τέρμα, στην βασική αρχή και τον τελικό σκοπό όλων των επιθυμιών, βρίσκουμε την ηρεμία. Η κίνηση δεν αξίζει παρά από αυτήν την ηρεμία που προηγείται και την ακολουθεί, δεν έχει θέση παρά εν όψει της ηρεμίας: είναι μια ενδιάμεση κατάσταση, μια φευγαλέα στιγμή όπου η χαμένη ηδονή δεν έχει ξανά εξ’ ολοκλήρου βρεθεί.
Στην ευτυχία της ζωής, δεν υπάρχει κανένα χάσμα. Το μόνο κενό, είναι η στιγμή που κατεχόμαστε από τον πόνο. Ακόμα αυτό το κενό δεν είναι πλήρες. Ο πόνος πράγματι δεν είναι ποτέ καθαρός, από τη μια μεριά είναι αυτός που έχει την μεγαλύτερη ένταση και είναι ο πιο σύντομος, από την άλλη μεριά αυτός που, λιγότερο έντονος, έχει μεγαλύτερη διάρκεια, υποχρεώνεται συχνά να αφήνει τη θέση του στην ηδονή.
Ο Επίκουρος επανέρχεται συνεχώς σε αυτή την ιδέα, και η εμμονή που δείχνει αποδεικνύει την σημασία που της αποδίδει. Ο Διογένης Λαέρτιος μας το δείχνει, στο βιβλίο του ΠΕΡΙ ΑΙΡΕΣΕΩΣ ΚΑΙ ΦΥΓΗΣ, στη μεγάλη του διατριβή ΠΕΡΙ ΤΕΛΟΥΣ, στην διατριβή του ΠΕΡΙ ΒΙΩΝ και τέλος στην Επιστολή του Προς τους φιλοσόφους της Μυτιλήνης, διαχωρίζοντας συνεχώς την κινητική ηδονή, που δεν είναι παρά το φάρμακο σε έναν πόνο και που έρχεται να «γαργαλήσει τις αισθήσεις», από την αληθινή και καθαρή ηδονή, που είναι σταθερή ηδονή κατάστασης, ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΙΚΗ. Λιγότερο αποκλειστικός από τον Αρίστιππο που προηγήθηκε, αποδέχεται συγχρόνως αυτές τις δύο μορφές ηδονής, αλλά, εμπνεόμενος χωρίς αμφιβολία, από τον Αριστοτέλη και εξάλλου επειδή δεν κάνει τίποτα άλλο από το να ακολουθήσει την φυσική πορεία της σκέψης του, υποτάσσει ξεκάθαρα την φευγαλέα και ενδιάμεση απόλαυση, που παράγεται από την κίνηση, στην διαρκή και οριστική ηδονή, που παράγεται από την ηρεμία. «Το όριο του μεγέθους των ηδονών είναι η εξάλειψη (ΥΠΕΞΑΙΡΕΣΙΣ) κάθε πόνου». Εάν εκεί βρίσκεται η πιο εξυψωμένη ηδονή, αυτή επίσης, κατά κάποιο τρόπο, είναι και η τελική: μας διατηρεί στην όσο το δυνατό μεγαλύτερη ηρεμία, δηλαδή στην πιο πλήρη εσωτερική ισορροπία, στην μέγιστη αρμονία, να λοιπόν ο τελικός σκοπός όλων των προσπαθειών μας.
Επειδή αυτό είναι το υπέρτατο αγαθό, το χειρότερο κακό θα είναι η ταραχή, η αταξία που παράγεται από την επέμβαση κάθε εξωτερικής αιτίας. Να αποφεύγουμε το κακό, να επιθυμούμε το αγαθό, να τι θέλουμε.
Αυτό το αγαθό, στην κυριολεξία, δεν το επιθυμούμε όπως θα επιθυμούσαμε κάτι το εξωτερικό, κάτι που δεν θα ήταν προσιτό. Βρίσκεται μέσα μας, παράγεται φυσικά και άμεσα μόλις οι αιτίες της ταραχής καταργούνται. Αυτό λοιπόν που επιθυμούμε περισσότερο, είναι απλά η κατάργηση των αιτίων της ταραχής. Αυτά είναι τα λόγια του Επίκουρου: «Ο τελικός σκοπός είναι να μην πονά το σώμα και να μην ταράσσεται η ψυχή (ΤΕΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΗΤΕ ΑΛΓΕΙΝ ΚΑΤΑ ΣΩΜΑ ΜΗΤΕ ΤΑΡΑΤΤΕΣΘΑΙ ΚΑΤΑ ΨΥΧΗΝ) ... Κάνουμε τα πάντα με σκοπό να μην υποφέρουμε και να μην ταραζόμαστε». Ο μη-πόνος, πράγματι, κάνει να εμφανισθεί η ευχαρίστηση. Η ΑΠΟΝΙΑ, η ΑΤΑΡΑΞΙΑ είναι μέσα εξαιρετικά αποτελεσματικά και άμεσα για την ευτυχία, που, μόλις δοθούν, την δίνουν: «Αν μια φορά το εξασφαλίσουμε, ηρεμεί κάθε ψυχική θύελλα, επειδή το ον δεν χρειάζεται να κινηθεί προς κάτι που του λείπει (ΕΝΔΕΟΝ ΤΙ), ν’ αναζητήσει κάτι που να συμπληρώνει (ΣΥΜΠΛΗΡΩΘΗΣΕΤΑΙ) το ψυχικό και το σωματικό αγαθό, (ΤΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΑΓΑΘΟΝ)».
Φτάνουμε έτσι σ’ αυτή τη συνέπεια που η υπέρτατη ηδονή και το υπέρτατο αγαθό, είναι η απουσία πόνου και ταραχής, ΑΠΟΝΙΑ, ΑΤΑΡΑΞΙΑ. Είναι η ηρεμία του εαυτού μας και η ησυχία, ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ .
Η ιδέα της ταραχής, που ο Επίκουρος τόσο δυνατά έχει επινοήσει και αναπτύξει, έχει ως φυσική αρχή την ιδέα της αρμονίας. Δεν ταραζόμαστε για αυτό που είναι αρμονικό, δεν φοβόμαστε την ταραχή παρά για να διατηρήσουμε την αρμονία. Έτσι η τελευταία λέξη της επικούρειας φιλοσοφίας δεν πρέπει να είναι η ΑΠΟΝΙΑ, η απουσία πόνου, αλλά καλύτερα η διατήρηση της ηδονής: εν όψει αυτής της διατήρησης πρέπει να αποφύγουμε κάθε αλλαγή, κάθε κίνηση που έρχεται από έξω, πρέπει να περιορισθούμε στην απόλυτη αταραξία σε σχέση με τον εξωτερικό κόσμο. Αυτή η απόλυτη αταραξία δεν είναι η ίδια παρά ένα τελευταίο μέσο, - ένα, μέσο, είναι αλήθεια, αλάθητο, - με τη βοήθεια του οποίου διατηρούμαστε, παραμένουμε, επιμένουμε στο ον και στην αρμονία του όντος.
Συμπερασματικά, το αγαθό, σύμφωνα με τον Επίκουρο, είναι να παραμένουμε ακίνητοι στον εαυτό μας, είναι, αντί να ασχολούμαστε να αποκτήσουμε, να καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια για να μη χάσουμε τίποτα, είναι να περιορίσουμε όλες τις φευγαλέες και επιφανειακές ηδονές μόνο σε μια, αλλά άφθαρτη και βαθειά, αυτή της ζωής: το αγαθό είναι η νηφαλιότητα. Η διδαχή του Επίκουρου είναι η ακόλουθη: Μείνε ο ίδιος, δηλαδή, Όσο το δυνατόν, ζήσε έξω από το χρόνο. Για να εκφράσει την απερίγραπτη ευχαρίστηση, που αισθάνεται ο Επίκουρος καθώς ανυψώνεται έτσι πάνω από το τυχαίο και το μεταβλητό, βρίσκει ανήμπορη τη λέξη ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ, που η ετυμολογία της είναι ΕΥ-ΦΡΗΝ και που εκφράζει μια τυχερή ψυχική διάθεση, ένα είδος φευγαλέας τύχης. Τοποθετεί την ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ανάμεσα τις κατώτερες ηδονές τις κινητικές. Επιπλέον ρίχνει στην δεύτερη κατηγορία και την ΧΑΡΑ, δηλαδή την χαρά, την ευθυμία, επειδή έχει την πηγή της στην κίνηση (ΚΑΤΑ ΚΙΝΗΣΙΝ) και στην ένταση των μυών ή στην ενέργεια (ΕΝΕΡΓΕΙΑ). Η μόνη πραγματικά βαθιά ηδονή, η καταστηματική ηδονή, είναι, αυτή που δημιουργεί την απουσία πόνου και ταραχής: η ΑΠΟΝΙΑ και η ΑΤΑΡΑΞΙΑ71. Ο επικούρειος σοφός δεν χαίρεται, απολαμβάνει. – Εάν έτσι ο Επίκουρος παραμερίζει από την ηδονή κάθε τι που φαίνεται να περιλαμβάνει την κίνηση και την αλλαγή, εντούτοις δεν περιορίζεται, για να εκφράσει την αντίληψή του, σε όρους καθαρά αρνητικούς. Εν πρώτοις, ο όρος ΗΔΟΝΗ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΙΚΗ, που επανέρχεται συνεχώς στα κείμενα του, εκφράζει κάτι διαφορετικό από την απουσία ταραχής και την απόλυτη απάθεια. Φαίνεται να ορίζει μια ηδονή ταυτόχρονα σταθερή και βαθειά, συνυφασμένη με τη φύση μας, με την συγκρότηση των αισθήσεων μας. Ο Επίκουρος χρησιμοποιεί όρους ακόμα πιο θετικούς το ΕΥΣΤΑΘΕΣ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΣΑΡΚΟΣ. Μόλις τον είδαμε να χρησιμοποιεί άλλη έκφραση όχι λιγότερο εντυπωσιακή: ΣΥΜΠΛΗ- ΡΩΘΗΣΕΤΑΙ ΤΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΑΓΑΘΟΝ. Αυτή η ολότητα του αγαθού δεν μπορεί να είναι το κενό της αναισθησίας. Ο Επίκουρος χρησιμοποιεί, επί πλέον, τις λέξεις ΠΙΣΤΙΣ ΒΕΒΑΙΟΣ, ΠΙΣΤΩΜΑ ΒΕΒΑΙΟΤΑΤΟΝ, που δεν είναι καθόλου αρνητικές: η ακλόνητη ασφάλεια του σοφού δεν είναι καθόλου να παρασυρθεί στην απάθεια. Θα τον δούμε αργότερα να μιλά για την θαρραλέα πάλη που αναλαμβάνει ο σοφός ενάντια στη μοίρα, ΤΥΧΗΙ ΑΝΤΙΤΑΤΤΕΣΘΑΙ: αυτή η συνειδητή πάλη είναι λοιπόν η παθητική και κενή παραίτηση που συχνά αποδίδουμε στους επικούρειους; Τέλος, ένας άλλος όρος εξαιρετικά θετικός που χρησιμοποιεί ο Επίκουρος επιβεβαιώνει αυτήν την ερμηνεία: είναι ο όρος ΥΓΙΕΙΑ: η κατάσταση υγείας και αρμονίας του όντος στο σύνολό του, στο σώμα και στην ψυχή, η τάξη και η αρμονία, να, χωρίς αμφιβολία, αυτό που ο επικούρειος σοφός έβρισκε στον εαυτό του με την ευτυχία όταν είχε παραμερίσει την ταραχή.
Η ευτυχία που γεννιέται από την ψυχική και σωματική υγεία, από την αρμονία που δεν αλλάζει, αυτή η λεπτή ηδονή, βαθειά και έξυπνη μαζί, που οι Κυρηναϊκοί δεν την γνώριζαν ούτε αντιλαμβάνονταν και που αποκαλούσαν αληθινό «ύπνο» ή ακόμα πραγματικό «θάνατο», αυτή η ηδονή που ο Επίκουρος αντίθετα διακηρύσσει ως υπέρτατη ηδονή, με ένα χαρακτήρα τελείως ιδιαίτερο: είναι η ανεξαρτησία του.
Αναλύοντας σε βάθος την ίδια την ιδέα της ηδονής, ο Επίκουρος κατέληξε να αντιληφθεί ότι τα εξωτερικά πράγματα δεν είχαν το μεγαλύτερο μέρος στην ηδονή, και ότι το μέρος που κυριαρχεί ανήκε στο ον που αισθάνεται. Εμείς κάνουμε την ηδονή μας, ακόμα περισσότερο δεν την κάνουν τα πράγματα. Αυτό που έρχεται απ’ έξω, είναι ο πόνος. Εκεί, η ενέργεια μας προσκρούει σε ένα εμπόδιο. Το μέρος του αντικειμένου είναι μεγαλύτερο, αυτό του υποκειμένου που αισθάνεται είναι μικρότερο: ο πόνος είναι εξάρτηση, καθυπόταξη. Στην κινητική ηδονή (ΗΔΟΝΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ), το μέρος της ενέργειας είναι ήδη πιο σημαντικό, αυτή είναι που κινείται προς το επιθυμητό αντικείμενο και ζητά να το κατακτήσει. Αλλά όταν αφαιρέσουμε αυτό το ίδιο το αντικείμενο, τι κάνουμε με το υποκείμενο που αισθάνεται, εκεί η ηδονή θα καταργηθεί από αυτό; Εάν η ηδονή είναι βασικά λύτρωση από τα εμπόδια και ανεξαρτησία, εάν προκύπτει σ’ εμάς κυρίως από εμάς τους ίδιους, δεν θα μπορέσει παρά να κερδίσει αυτό που καταργεί κάθε αντικείμενο. Το ον δεν έχει παρά να κλεισθεί στον εαυ- τό του, και από τον εαυτό του, από την ίδια του τη συνείδηση θα πάρει την πιο ανεξάρτητη και ταυτόχρονα την πιο βαθιά ηδονή: «Μόλις απελευθερωθούμε από τον πόνο, χαιρόμαστε την ίδια τη λύτρωση και την απαλλαγή από κάθε ενόχληση». Ζώντας έτσι σε ελευθερία, σε ηρεµία και σε αρµονία µε τον εαυτό µας, και αισθανόµενοι εσωτερικά ζωντανοί, αυτή είναι η υπέρτατη ηδονή, της οποίας οι άλλες δεν είναι παρά µεταβαλλόµενες µορφές, και που, η ίδια για πάντα, µπορεί να επιβιώσει χωρίς αυτές και πάνω από αυτές.
Γιάννης Μότσης