Ταξιδευτής ο πρωτοξάδερφος, που μικρά τότε τον φωνάζαμε μπάρμπα-Μήτσιο, σε μια από τις επιστροφές του στα πάτρια είχε φέρει κι ένα ραδιόφωνο. Τότε πρωτάκουσα και μουσική από ραδιόφωνο.
Κι όλο το κοιτούσα αποσβολωμένος και μια μεγάλη απορία είχε σφηνώσει στο μυαλό μου. Πως χωρούν σ’ αυτό το κουτί τόσοι άνθρωποι, άλλοι να μιλούν, άλλοι να τραγουδούν κι άλλοι πάλι να παίζουν κλαρίνο, ντέφι και τα τόσα άλλα όργανα. Όλο και συλλογιζόμουν την δυστυχία τους, να ‘ναι τόσοι άνθρωποι φυλακισμένοι εκεί μέσα, να μην μπορούν να παίζουν στη φύση, ν’ ανεβαίνουν στα δέντρα, να βλέπουν τον ήλιο ν’ ανατέλλει ή να πέφτει το σκοτάδι, να μην μπορούν να χαίρονται όλα αυτά που τόσο απλόχερα είχε για μας η φύση.
{play}/music/Konstantis.mp3{/play}
Κάποτε, ο μπάρμπα-Μήτσιος αποφάσισε να μπει στο κάστρο, που όσοι είναι μέσα θέλουν να βγουν απ’ έξω. Η τυχερή ήταν η Αγγελική του μπάρμπα-Μήτρου.
Ξεκίνησαν λοιπόν οι ετοιμασίες. Ολο το σόϊ ήταν εκεί να βοηθήσει την κάκω να ‘ ναι ο γάμος άψογος. Ομορφος άνδρας ο ξάδερφος και περιζήτητος γαμπρός. Γι αυτό κι ο γάμος έπρεπε να ΄ναι ταιριαστός στο ζευγάρι, αφού κι η Αγγελική ήταν κι αυτή όμορφη νύφη, στα μάτια μου, όμως, ο μπάρμπα-Μήτσιος δεν είχε ταίρι.
Πολλά δεν θυμάμαι ή καλύτερα δεν μπορώ να βάλω σε μια τάξη όλες τις εικόνες που ξεφυτρώνουν στο μυαλό μου απ’ αυτόν τον γάμο, του πρώτου που θυμάμαι. Όμως μια σκηνή έχει χαραχτεί για πάντα στο μυαλό μου.
Το ψίκι ετοιμαζόταν να ξεκινήσει για την νύφη κι οι γυναίκες άρχισαν να τραγουδούν του γάμου τα τραγούδια. Κάτι σαν ψιλός λιγμός, σαν σκούξιμο μακρύ και μένα μ΄ έπιασε το παράπονο, τα μάτια βούρκωσαν και κρύφτηκα γρήγορα πίσω απ’ την χοντρή καριά, κάτω απ’ το σπίτι, να τα σκουπίσω.
Ι. Μότσης