Δημητρίου Μίχα τ. Δ/ντου της Ριζαρείου Σχολής
Η Ελληνική λαογραφία και παράδοση έχει γράψει όχι μόνο επιστημονικά έγκυρες αλλά και παραστατικά όμορφες σελίδες για τα Χριστούγεννα, τά οποία, μαζί με το Πάσχα, αποτελούν τις δυο μεγαλύτερες και περισσότερο αγαπητές- πραγματικά λαϊκές- γιορτές του Ελληνικού Χριστιανικού Εορτολογίου.
Αν θέλαμε να κάνουμε μια γενική διάκριση ανάμεσα στις δύο αυτές γιορτές, θα λέγαμε ότι η πρώτη, τα Χριστούγεννα δηλαδή, χαρακτηρίζεται από κάποια ενδοστρέφεια, αντίθετα με την Ανάσταση, που την χαρακτηρίζει η εξωστρέφεια.
Τα Χριστούγεννα ο λαός μας τα γιορτάζει μέσα στο σπίτι , την Ανάσταση τη γιορτάζει έξω από αυτό, κατά κανόνα στην ύπαιθρο, στην εξοχή. Φυσικά αυτό έχει σχέση και με την εποχή.
Ο Χειμώνας κρατάει τους ανθρώπους κοντά στα σπίτια τους, ενώ αντίθετα η Άνοιξη τους προσκαλεί και τους προκαλεί να βγουν έξω, για να απολαύσουν την ξαναγεννημένη Φύση.
Σχετικά με το ερώτημα γιατί τα Χριστούγεννα, την ημέρα της Γέννησης του Χριστού, τα γιορτάζουμε Χειμώνα, τον Δεκέμβριο μήνα και ειδικότερα την 25η του μηνός, παρ’ ότι τα Ευαγγέλια δεν κάνουν καμιά ημερολογιακή μνεία, είναι ένα θέμα που πρέπει να ασχοληθή κανείς αποκλειστικά με αυτό. Επιγραμματικά όμως μπορούμε να πούμε, σήμερα, μόνο όσα θα μας χρησιμεύουν για την ερμηνεία του σημερινού μας θέματος.
Ο λόγος, λοιπόν, για τον οποίο τοποθετήθηκαν τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου, είναι η επιθυμία της Εκκλησίας να περιορίσει και, εί δυνατόν, να εκμηδενίσει την σημασία και την επιρροή μιας άλλης, μη Χριστιανικής, αλλά ειδωλολατρικής γιορτής: Ήταν η γιορτή της γέννησης του Μίθρα. Αυτή η ειδωλολατρική γιορτή ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη και πολύ αγαπητή στα λαϊκά στρώματα, τόσο μάλιστα που και με την επικράτηση του Χριστιανισμού, η 25η Δεκεμβρίου εθεωρείτο ημέρα σημαντική γι’ αυτούς.
Ήταν η γιορτή της γέννησης του Μίθρα, θεού του φωτός και της δυνάμεως θεότητα ανατολικής, ινδοϊρανικής προελεύσεως, που είχε εισαχθεί και στη Ρώμη και λατρευόταν ως Sol invictus : Ο αήττητος δηλαδή Ήλιος. Η 25η Δεκεμβρίου ήταν η dies natalis : η γενέθλιος ημέρα αυτού του Θεού.
Πρέπει να σημειωθε
ί ότι ο εορτασμός σε μια τέτοια ημέρα ενός θεού, που ταυτίζεται με τον ήλιο, δεν είναι καθόλου τυχαίο. Αντίθετα φανερώνει μιαν εντυπωσιακή πρώιμη παρατηρητικότη τα των απλών ανθρώπων, όπως εκδηλωνόταν στην προκειμένη περίπτωση σχετικά με την κίνηση των άστρων και ειδικά, εδώ, σχετικά με την θέση της γης απέναντι στον ήλιο που είναι καθοριστικός παράγοντας και ρυθμιστής της ζωής πάνω στον πλανήτη μας.
Είχε παρατηρηθή, βαθμιαία κάθε χρόνο, ελάττωση της διάρκειας της ημέρας και η αντίστοιχη αύξηση της διάρκειας της νύχτας, που αρχίζει από την 21η του Ιουνίου για να φθάσει στο μέγιστο δυνατό σημείο στην 21η Δεκεμβρίου, οπότε αρχίζει και η αντίστροφη κίνηση.
Μπορεί κανείς να φανταστεί ακόμα, και ένα είδος κοσμικού τρόμου που θα εξουσίαζε σε ένα απώτερο παρελθόν του ανθρώπου, η θέα αυτού του φαινομένου, της ολοένα δηλαδή αυξανόμενης χρονικά νύχτας και του σκοταδιού, αλλά και της ανάλογης ανακούφισης τους, όταν άλλη μια φορά, άλλη μια χρονιά, η εξάπλωση της νύχτας, σταματούσε και το φως άρχιζε πάλι να αυξάνεται.
Ο Δημήτριος Λουκάτος, δικαιολογώντας ορισμένες συνήθειες που ίσχυαν άλλοτε κατά τα Χριστούγεννα, παρατηρεί ότι δεν είναι δύσκολο να ανακαλύψουμε πως πίσω από τις δεισιδαιμονίες αυτές, βιώνονταν μια παλιά αγωνία του ανθρώπου για το χειμώνα και τα σκοτάδια του.
Μάλιστα αναφέρει- ως Κεφλλονίτης που είναι – πως στην Κεφαλονιά- οι νοικοκυρές όταν επιστρέφουν στο σπίτι από τη Λειτουργία των Χριστουγέννων, σημαδεύουν με λαμπάδα, την εξώ πορτα των σπιτιών, λέγοντας την ευχή, ή το ξόρκι για να επιτευχθή η διάλυση των σκοταδιών:
Χριστός γεννάται, το Φως αξαίνει και το σκοτεινό μικραίνει.
Έχουμε κιόλας μια βιωματική-λαϊκής υφής-σύνδεση παγανιστικών ειδωλολατρικών αντιλήψεων με την Γέννηση-Σάρκωση- του Θεανθρώπου Χριστού, όπου μεταξύ των άλλων το άστρο των Χριστουγέννων στη λαϊκή πίστη -(που περνά και στην Τέχνη) - μεγεθύνεται ως Ήλιος.
Ο ήλιος πιστευόταν πως και εκείνος, αυτή την εποχή, της όλης χειμερίας νάρκης, ξαναποκτά δυνάμεις και ξαναγεννιέται. Και αυτό εκφράστηκε με τη λατρευτική του τοποθέτηση στο χειμερινό ηλιοστάσιο στις 25 Δεκεμβρίου.
Είναι το παράδοξο- άρρητόν - ανεξήγητον- και «θείας επενεργείας», Άστρο, που κινεί τον νομοτελειακό και συμπαντικό νόμο.
Έτσι λοιπόν εξηγείται γιατί οι άνθρωποι αγαπούσαν τόσο πολύ εκείνη την ημέρα, μιας και την πίστευαν ως αφετηρία
για την ανανέωση της δύναμης του Φωτός, άρα της αναγέννησης και της Φύσης.
Τον Μίθρα τον πίστευαν ως τον Θεό του φωτός και της σοφίας. Ήταν «ο αγαθοεργός», «ο Σωτήρας», διαπνεόμενος με το πνεύμα του καλού. Θεωρούνταν ο υπερασπιστής και φύλακας της αλήθειας και της τάξης και ο άρχοντας του κόσμου. Ως παντοδύναμος είχε σφάξει τον θεϊκό ή κοσμικό ταύρο και με αίμα του συντηρούσε όλα τα πλάσματα παρέχοντας σωτηρία στους ανθρώπους. Η Εκκλησία βλέποντας πόσο δυσμάχητη ήταν αυτή η λατρευτική αφοσίωση του κόσμου, τοποθέτησε το τέλος περίπου του 4ου αιώνος (387) ακριβώς στην 25η Δεκεμβρίου, την εορτή της Γέννησης του Σαρκωθέντος Θεανθρώπου, του Χριστού • και όχι μόνο αυτό, αλλά έσπευσε να του δώσει και χαρακτηριστικά όμοια με εκείνα του Μίθρα.
Το θείο βρέφος γεννιέται πλέον σε Σπήλαιον εκεί που μεγαλούργησε και έλαμψε το φως και η παντοδυναμία του Μίθρα. ( Ήδη η λαϊκή παράδοση
προηγήθηκε των γραπτών Ευαγγελίων, και στο απόκρυφο τό λεγόμενο Πρωτοευαγγέλιο τού ᾿Ιακώβου (κεφ. XVII), διαβάζουμε: «καί εὗρε σπήλαιον εκεί καί εἰσήγαγε αὐτήν» (καί τήν καθιερώνει ἡ υμνογραφία μέ τόν Ρωμανό: «καί ἡ γῆ τό σπήλαιον τῷ άπροσίτω προσάγει» (Κοντάκιον),
• Ένα από τα ζώα που πλαισιώνουν την Φάτνη είναι οπωσδήποτε το Βόδι
• Ο Χριστός ως Νεανίας -Παντοκράτωρ όλης της Δημιουργίας έχει υπό των ποδών του έναν ταύρο
• Ο Χριστός έπρεπε να είναι τώρα ο
Ήλιος «ο δίδων το Φως» στον κόσμο, ο διαλύων με τη Γέννηση Του και την Ανάστασή Του αργότερα , τα σκότη, και όχι μόνο τα φυσικά, αλλά και εκείνα του Άδου.
• Γι’ αυτό και η Χριστουγεννιάτικη υμνολογία δεν φείδεται αντίστοιχων προσομοίων όπου με μεταφορές και παρομοιώσεις ταυτίζει
τον Χριστό-Σωτήρα και Λυτρωτή του κόσμου με τον Ήλιο.
• Εγώ ειμί το Φως του κόσμου….
Ανέτειλας, Χριστέ, εκ Παρθένου, νοητέ Ήλιε της δικαιοσύνης
Η Γέννηση Σου Χριστέ ο Θεός ημών ανέτειλε
το φώς το της γνώσεως... σε προσκυνείν τον Ήλιον της δικαιοσύνης και σε γιγνώσκειν, εξ ‘ ύψους Ανατολήν.
Τό σκοτεινόχρωμο σπήλαιο συνδέεται καί μέ τόν ῞Άδη πού θὰ φωτίσει ὁ Χριστός μέ τήν ᾿Ανάστασή Του. Συμβολίζει όμως καί τήν σκοτεινιά τού προχριστιανικού κόσμου, στήν ὁποία θὰ λάμψει τό χαρούμενο, λυτρωτικό φώς: «ὁ λαός ὁ καθήμενος έν σκότει εἶδε φῶς μέγα καί τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καί σκιά θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς» (Ματθ. 4, 16).
Με αυτήν την αντιπαλότητα Φωτός και Σκότους, που ο συμβολισμός τους κορυφώνεται στα Χριστούγεννα, όπου ο Σαρκωθείς Χριστός διαχέει την Αγάπη, την Ειρήνη και το Λυτρωτικό του Φως στην ανθρωπότητα, συνδέονται και οι παραδόσεις για τους καλικατζάρους.
Η λαϊκή φαντασίωση τα θεωρεί όντα πειρακτικά, νυκτόβια και άσχημα, άλλα έχοντα μορφή ζώου, και άλλα ανθρώπινη, που περιτρέχουν τον κόσμο καθ’ όλη τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου. Ο φοβερότερος εχθρός τους είναι φυσικά το φως της ημέρας.
Τη στιγμή που γεννιέται το απόλυτο σύμβολο του φωτός, ο Μεσσίας-Χριστός, εκείνοι τρομερά ενοχλημένοι «έρχονται από της γης από κάτου» όλο το χρόνο «πελεκάν με τα τσεκούρια να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη» κόβουν-κόβουν, ώσπου μένει άκοπο ένα ελάχιστο μέρος.
Ξεκινούν τότε να ανέβουν στη γη πιστεύοντας πως το δέντρο θα πέσει πια μόνο του. Επιστρέφουν ξημερώνοντας Θεοφάνεια και βρίσκουν το δέντρο πάλι στερεωμένο...και πάλι κόβουν...και πάλι έρχονται...και όλο αυτή τη δουλειά κάνουν.
Σε ότι αφορά την Μορφή τους , αυτή παίρνει εμφάνισι , μέγεθος και σχήμα , ανάλογα με την ερμηνεία προέλευσης που δίνουν οι μελετητές.
Υπάρχουν δύο καθιερωμένες θεωρίες για το πώς αυτά τα ανθρωπόμορφα –συνήθως- τερατάκια ενσωματώθηκαν τόσο βαθιά στη λαϊκή πίστι και έγιναν κομμάτι των λαϊκών εθίμων.
Και οι δύο έχουν ως βάση αυτή την αιώνια αντιπαλότητα ανάμεσα στο Φως και στο Σκότος , στο Αγαθό-Καλό και στο κακό, στο ωραίο και στο άσχημο. Η ζωή από τη μια πλευρά με τις χαρές της, ο θάνατος από την άλλη ως ακραίο κακό.
Έτσι ήδη από τους Αρκαδικούς- Αρχαϊκούς μύθους υπάρχει το υπόβαθρο: των καλών νυμφών και νεραϊδών από τη μία πλευρά, των σατύρων ως πονηρών δαιμονικών στοιχείων, από την άλλη, που εξέφραζαν το ά-λογο ερωτικό στοιχείο αρχικά που έφθασε ως το βίαιον πάθος, έχοντας ως σημείο αναφοράς τον θεό Πάνα.
Η μορφή του ήταν αλλόκοτη και τρόμαζε όσους πλησίαζε, ήταν συνήθως μόνος του, βρίσκοντας πάντα θερμή υποδοχή στην παρέα των Σατύρων και του Διονύσου. Ο Πάνας εκτός του ότι φημιζόταν για τη μουσική και τις μελωδίες του με τις οποίες μάγευε τα ζώα, τα πουλιά και τις Νύμφες του δάσους, εξέφραζε ταυτόχρονα και αυτή την μύχια , μυστήρια λειτουργία της ζωής και αναγέννησης της Φύσεως.
Αγαπούσε το τραγούδι, το χορό και το γλέντι και επιδιδόταν σε αυτά, με συντροφιά τις Νύμφες, το Διόνυσο και τους Πανίσκους, αλλά με έναν διάχυτο πρωτογονικό ερωτισμό, για να ερμηνεύσει την Ζωτική ορμή που αναγεννά, αναζωογονεί, αναπλάθει και αναμορφώνει όλη τη Φύσι ξεκινώντας από τα βάθη της γης -κυρίως τον Χειμώνα.
Έτσι η αλλόκοτη μορφή του Πάνα , έπρεπε να έχει συνοδούς : θηλυκά όντα : νεράιδες , ξωτικά ,που θα ερμηνεύουν την γέννησι , την ομορφιά και την φυσική ωραιότητα και από την άλλη κακομούτσουνα όντα που θα εκφράζουν : την ασχήμια , την απωθητικότητα αλλά και την καταστροφή και την κακότητα.
Με τον τρόπο αυτό ίσως ερμηνεύονταν αυτή η πρωτόγονη αρμονία: καλού-κακού, ωραίου-ασχήμου, μέσα στην μυθολογική ερμηνεία της εναλλαγής χρόνων και εποχών, ηλιοστασίου και σκότους , χειμώνος και ανοίξεως , μυστήρια γέννησι της ζωής και φθοράς-θανάτου.
Όλα αυτά βέβαια έχουν ως πρωταρχική πηγή και αιτία τη Φύσι. Ο Άνθρωπος λογίζεται και είναι, μέλος και μέρος της. Και οποιαδήποτε μορφή της και λειτουργία της, βρίσκει μεταφορικά, συμβολικά και αλληγορικά, αντανάκλασι από την ανθρώπινη φαντασία και ως σύμπτωμα και λειτουργία στα κατάβαθα της ψυχής του.
Αργότερα, με μια υπέρβαση, δαιμονοποιήθηκε κάθε πρόθεση ή προαίρεση προς το κακό• θεωρήθηκε δε και εδώ πως ο φυσικός χώρος προελεύσεως του είναι τα βαθιά σκοτάδια του κέντρου της γης. Ο Ντίλ δίνει την ερμηνεία πως αυτά συμβολίζουν την ανθρώπινη ψυχή που ταλανίζεται να βρει την λύτρωσή της από τις ψεύτικες δυνάμεις που ίδιος βιώνει, όταν έρχονται συμφορές στη ζωή του.
Έτσι λοιπόν αυτές οι κρυφές δυνάμεις του κακού που κρύβει ο κάθε άνθρωπος στο υποσυνείδητό του τώρα προσωποποιούνται λαμβάνουν μια μορφή και αμφίεση αποκρουστική (έτσι θεωρείται πάντα το κακό) και καθιερώνονται μέσα από τα στάδια της Διονυσιακής λατρείας και της αρχαίας τραγωδίας ως στοιχεία της ά-λογης συμπεριφοράς και ήθους του ανθρώπου.
Από εκεί δε και χωρίς να χάσουν καθόλου τη νοηματική βαρύτητα τους πέρασαν στον Χριστιανισμό και τοποθετήθηκαν εξ αιτίας των μηνυμάτων που τους αποδίδονταν στο χειμερινό παλαιό Ηλιοστάσιο, στην Εορτή των Χριστουγέννων.
Στα τα όντα αυτά αποδόθηκαν και πολλές ονομασίες εκτός από καλικαντζάρους.: παγανά, λυκοκάτζαρους, Καρκαντέλια, κωλοβελόνιδες, Κάηδες, Σκαλίμπια, Κούρβελους «Καρκάτζια», «Καλκατζόνια» ή «Καλκατζάνια», «Καλκάνια», «Καλιτσάντεροι», «Καρκάντζαροι», «Σκαλικαντζέρια», «Σκαντζάρια», «Σκαλαπούνταροι», «Τζόγιες», «Καλιοντζήδες» (Ήπειρος), «Πλανήταροι» Βουρκόλακες» (=Βρυκόλακες), «Βουρβούλακες», «Αερικά», «Ξωτικά», «Παρωρίτες» καθώς και τα θηλυκού γένους: «Καλικαντζαρού», «Καλικαντζαρίνες», «Καλοκυράδες», «Βερβελούδες» κ.ά.
Και ανάλογα με το νόημα και τον συμβολισμό που τους δίνουνε ανά τόπο και περιοχή, παίρνουν και την ανάλογη μορφή. Είναι άσχημοι, μαύροι σκελετωμένοι, με μακριά νύχια, άλλοι με ουρά, ψηλοί, μακροπόδαροι, κοντορεβύθηδες, άλλοι ανθρωπόμορφοι...γυμνοί…, πάνω απ’ όλα προσέξτε την ανθρώπινη φαντασία στο πως αναπαριστά, προσωποποιώντας την μυστική –οργανική λειτουργία της φύσεως , ως ανθρώπινες τελετές της καθημερινότητας.
Στα σπίτια μπαίνουν απ’ τη καπνοδόχο γι’ αυτό έβαζαν εκεί κόκαλο από χοίρο, αγκαθερά κλαδιά ή έκαιγαν παλιοπάπουτσα στη φωτιά ή έριχναν αλάτι : ο θόρυβος και η δυσοσμία, τα αγκάθια, αλλά κυρίως η Φωτιά είναι το μεγάλο εμπόδιο και ο εχθρός τους. Αν όμως ξεφύγουν τότε τα κάνουν όλα άνω-κάτω προσπαθώντας κυρίως να μαγαρίσουν τις τροφές...χωρίς όμως να αναφερθούν και αγριότερα επεισόδια για τη συμπεριφορά τους, ακόμη και για τις αγριότητές τους.
Ο Ν. Πολίτης μας πληροφορεί πως κατά μίμηση αυτών όλων των παγανιστικών στοιχείων υπήρχε παράδοση και μάλιστα πολύ αγαπητή στο Βυζάντιο, όπου κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου, μεταμφιέζονταν άνθρωποι, μιμούμενοι σε εμφάνισι τα παγανά και τριγυρνούσαν ως άτομα ή ως ομάδες, προξενώντας πολλές φορές και ζημιές ή λεηλασίες ή κάνοντας και άλλες βιαιότητες μιμούμενοι υποτίθεται και τις εκδικητικές πράξεις των κακών δαιμόνων του χειμώνα
και του Σκότους που φεύγουν εξαιτίας της Γέννησης-Βάπτισης του Χριστού.
Αυτό το έθιμο επιβιώνει μέχρι σήμερα στη Βόρεια Ελλάδα Δυτική κυρίως Μακεδονία και Θράκη : τους δε μεταμφιεσμένους τους ονομάζουν ρογκάτσια ή ρογκατσάρια ή μωμοέρους. Μεταμφιέζονται σε λύκους, αρκούδες ή τράγους φορώντας τα τομάρια τους και κρεμώντας κουδούνες τις χτυπούν όταν περνούν από τους δρόμους η όταν χορεύουν γύρω από τις φωτιές.
Την παραμονή των Χριστουγέννων σε πολλά μέρη της Ελλάδας "παντρεύουν", τη φωτιά. Παίρνουν δηλαδή ένα ξύλο με θηλυκό όνομα π.χ. κερασιά και ένα με αρσενικό όνομα, συνήθως από αγκαθωτά δέντρα, κέδρο, πουρνάρι. Τα αγκαθωτά δέντρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη, απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα, όπως τους καλικάντζαρους.
Οι ρογκατσαρέοι όμως, μεταμφιέζονται για να διώξουν τα κακά δαιμόνια και να αποτρέψουν τα μάγια που κάνουν αυτά στα σπαρτά τους ή στα κοπάδια τους. Με τη φωτιά και τους κρότους οι καλικάτζαροι, τα δαιμόνια τρομοκρατούνται και φεύγουν. Γι’ αυτό το λόγο οι διαβάτες είναι υποχρεωμένοι όταν βγαίνουν να κρατούν και ένα δαυλί αναμμένο στο χέρι. Άμα δεν συναντηθούν δυο παρέες ρογκατσαραίων κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους έως ότου η μία ομάδα επικρατήσει της άλλης.
Γ
Υπάρχει βέβαια και η άλλη - η δεύτερη- εκδοχή την οποία προτείνει ο καθηγητής αρχαιολογίας και λαογραφίας: Κώστας Ρωμαίος. Σύμφωνα με την άποψή του, οι καλικάτζαροι είναι μεν επιβίωση αρχαίων δοξασιών, αλλά ταυτίζονται στη λαϊκή αντίληψη με τις ψυχές των νεκρών που ζηλεύουν αφόρητα την πάνω ζωή και βγαίνουν από το βασίλειό τους, τον Άδη, αυτήν την εποχή του βαρέος χειμώνος, θεωρώντας πως είναι ευκολότερο να κυριαρχήσουν και να θυμίσουν...την ύπαρξή τους...αναστατώνοντας και προκαλώντας τους ζωντανούς που τους ξέχασαν.
Την άποψή αυτή του Κ. Ρωμαίου τη συμπληρώνει ο Γεώργιος Μέγας και βασίζει την θέση αυτή σε έθιμα της Καππαδοκίας για τους νεκρούς που έχουν ως βάση τα ανωτέρω. Δηλαδή, οι Μικρασιάτες αυτοί κάτοικοι πιστεύουν πως κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου, οι νεκροί τριγυρίζουν τις νύχτες στους δρόμους και αλλοίμονο για εκείνον που θα συναντήσουν στο διάβα τους. Χωρίς να του κάνουν ιδιαίτερο κακό , όμως τον ταλαιπωρούν και περιπαίζουν μαζί του. Ύστερα μπαίνουν μέσα στα σπίτια , κυρίως των δικών τους και των συγγενών τους.
Αυτό είναι δυνατόν να συμβή γιατί υπάρχει η πίστι πως η ψυχή αμέσως μετά το σωματικό θάνατο του ανθρώπου, είτε ενάρετου είτε αμαρτωλού, υφίσταται τη λεγόμενη μερική-ατομική κρίση. Κρίνεται, δηλαδή, σε μια πρώτη φάση από το Θεό και στη συνέχεια τοποθετείται σ’ έναν υπεραισθητό χώρο, όπου, περιμένοντας την τελική και καθολική Κρίση, προγεύεται είτε την ευφροσύνη του παραδείσου, αν ήταν δίκαιη, είτε το βασανισμό της κολάσεως, αν ήταν αμαρτωλή και δεν μετανόησε ως την ώρα της εξόδου της από το σώμα.
Μέχρις λοιπόν την τελική κρίσι νοσταλγούν το γήινο Φώς και τα πάτρια μέρη που πέρασαν την προ του θανάτου τους ζωή.
(αντιλήψεις πανάρχαιες και δρώμενα που έχουν υπόβαθρο στον μύθο της Δήμητρας και της Περσεφόνης και στα λεγόμενα Αδώνια, σε μια προσπάθεια να δώσει πάλι νόημα ο άνθρωπος στην αρχή της ζωής , στο τέλος και στην αναγέννηση της, αλλά αυτά τα ειδωλολατρικά κατάλοιπα ενσωματώθηκαν από τον Χριστιανισμό και στις περισσότερες περιοχές
του Ελληνισμού γιορτάζονται με την Ανάστασι του Χριστού) πχ στο Γηρομέρι της Θεσπρωτίας.
Εξερχόμενοι λοιπόν από τον κάτω -θλιβερό- κόσμο οι ψυχές μπαίνουν στα σπίτια από τις καμινάδες και με την φούρια τους να γνωστοποιήσουν την παρουσία τους αναστατώνουν τα πάντα. Γι’ αυτό και …οι ζωντανοί …καίνε στο τζάκι πάντα φωτιά για να τους διώξουν. Το έθιμο πέρασε και στην υπόλοιπη Ελλάδα, όπου το ξόρκι συγκεκριμενοποιείται περισσότερο.
Τοποθετούνται δηλ. - τρία συνήθως - μεγάλα κούτσουρα στο τζάκι να καίνε, τα λεγόμενα "Χριστόξυλα" από την παραμονή της Γεννήσεως του Χριστού, μέχρι εκείνης των Θεοφανείων, όπου αγιάζονται τα νερά. Και έτσι η φωτιά του σπιτιού και ο αγιασμός διώχνουν οριστικά τους ενοχλητικούς καλικάτζαρους στα έγκατα της γης.
Με τον τρόπο αυτό , η αρμονική κοσμική σύνθεση-ένωση των δυνάμεων της φύσεως από τη μια πλευρά , και οι προσπάθειες και οι επιθυμίες του ανθρώπου από την άλλη , για εξαγνισμό και αναγέννηση-φωτισμό της ψυχής του, έχει ως αποτέλεσμα να αποκαλυφθεί το ιερό-δημιουργικό πυρ του πνεύματος, όπου πολιτιστικά ενώνονται δύο αντίθετοι κόσμοι. Η Παγανιστική λατρεία πνευματικοποιείται και ενσωματώνεται στην καινούρια Πίστη της Γέννησης και Βάπτισης του Χτιστού.
Η ανάγκη γι’ αυτή την κοσμική σύνθεση και ένωση φέρνει το θείο πνεύμα της Γεννήσεως και Βαπτίσεως του Χριστού να αγιάζει και να καθαρίζει την καρδιά της ανθρωπότητας, ενώ οι καλικάτζαροι, οι πονηρές δαιμονικές δυνάμεις που κρύβει ο καθένας μέσα του, αναγκάζονται να παραδεχτούν την αδυναμία τους, μπροστά στο λυτρωτικό φως του Νεοτεχθέντος Χριστού και να εξαφανιστούν.
Ας Παρατηρήσουμε λίγο προσεκτικότερα την Εικόνα της Βαπτίσεως του Χριστου:
«Επάνω στήν εικόνα ένα τμήμα ἑνός κύκλου παριστά τούς ουρανούς πού ανοίγουν, ενώ κάτω από αυτόν τόν κύκλο εκπέμπονται ακτίνες φωτός, συμβολισμός τού Ἁγίου Πνεύματος, φωτίζοντας τό περιστέρι. Αυτόματη ανάμνηση τού αρχικού λόγου «καί εγένετο φῶς», ἡ εκδηλωτική ενέργεια τού Πνεύματος, αποκαλύπτει τόν τριαδικό Θεό: Ἡ Τριάδα, ὁ Θεός μας, μάς εκδηλώνεται χωρίς διαίρεση.
Ὁ Χριστός ήλθε γιά νά είναι τό φῶς τού κόσμου, πού φωτίζει αὐτούς πού κάθονταν μέχρι τώρα στα σκοτάδια (Ματθ. 4, 16) άπό εκεί δέ τό όνομα τής «Έορτής τών φώτων».
Ένώ ὁ Χριστός κατέβαινε στα νερά, ο επίγειος κόσμος ενώνεται με τον επουράνιο αφ’ ενός μέσα από στον Ιορδάνη (Βάπτιση) και αφ’ ετέρου από το Άγιο Πνεύμα : Ο Εξαγνισμός και η θεία φώτιση. Είναι η Πεντηκοστή τού Κυρίου καί ὁ προεικονισμένος Λόγος, που αποκαλύπτει ότι τό βάπτισμα είναι φωτισμός, γέννηση τής ύπαρξης στό θείο φῶς.
Είναι η ενεργός μετοχή του Θείου λυτρωτικού μηνύματος στην κοινωνία , στον κόσμο. Και μη ξεχνάτε ότι τα Άγια Θεοφάνεια εορτάζονταν αρχικά μαζί με τα Χριστούγεννα.
Έτσι όλα ερμηνεύονταν ως μια διαπάλη ανάμεσα στο Δαιμονικό Σκότος από την μια - και με την Γέννηση του Θεανθρώπου - στο Λυτρωτικό Φως του Χριστού από την άλλη.
Όλη αυτή η παγανιστική-ειδωλολατρική παράδοση, προσαρμόστηκε ανώδυνα στο πνεύμα της Χριστιανικής Εκκλησιαστικής Πνευματικότητας ως δυνάμεις του χειμώνα, του γέρικου-παλαιού ανθρώπου αλλά και του Διαβόλου του σκοταδιού- χώρος που συμβολικά ταυτίζεται με την λειτουργία του κακού – στοιχεία που πάλευαν με πείσμα και δεν ήθελαν
να υποταχθούν στον "Νέον Ήλιον". στον γεννηθέντα και Βαπτισθέντα Χριστόν.
Η δυναμική αυτών των ξωτικών, στη λαϊκή αντίληψη ήταν τόσο βαθειά που η Βυζαντινή ζωγραφική: πήρε από αυτά και το σχήμα και τη μορφή τους και αναπαρέστησε εκφραστικότατα τον Διάβολο και τους Δαίμονες της κολάσεως.
Οι καλικάντζαροι βέβαια, διαχωρίστηκαν εντελώς από τη δογματική διδασκαλία και δεν παύουν να είναι στην ανθρώπινη φαντασία απλώς τα κακά ξωτικά της φύσης, που δεν ξεφεύγουν πέρα από τη λαϊκή δοξασία, για να εκφράσει συμβολικά κα τη σκοτεινή και αμαρτωλή πλευρά των ανθρώπων. Σκοτεινή και αμαρτωλή πλευρά που πρέπει να φωτισθή , να μεταμορφωθή, τώρα στις χειμωνιάτικες τροπές του Ήλιου. Τώρα με τη Γέννηση και την Βάπτιση του Λυτρωτού Μεσσία-Χριστού.