του Φώτη Μότση
Θά βάλω
εἶπε
Θά βάλω τό φυτίλι στήν ἀμασχάλη τῆς ἀγρύπνιας
Καί θά τό κομποδέσω μέ μεταξένιο νῆμα κόκκινο
ἀπάνω στό σημάδι ‘ταραχή΄
Καί θά τ΄ ἀνάψω τό τσακμάκι
ὅταν
Ὅταν ὅλες οἱ συνειδήσεις θά κοιμοῦνται
Ὅταν
Κατά χιλιάδες θά κλαῖνε τά παιδιά
Ὅταν
ὁ ἔρωτας ἀπαγχονισμένος
θά πέφτει καταγῆς
ταπεινωμένος
ἀντάμα μέ τά ξερικά τά μύγδαλα
Ὅταν
ἡ ἀξιοπρέπεια θ΄ ἀναζητᾶ λυγμό καί τήν οὐσία
τοῦ σ’ ἀγαπῶ
γιά νά τήν ματαπεῖ
μέ κανονιοβολισμούς
καί στεναγμούς πυρακτωμένους
Ἄ, μήν τοῦ μαρτυρήσεις τοῦ Θεοῦ
Πῶς ἔδραμα μέ μίαν ἀνάσα
Γιά νά σᾶς ἀνταμώσω
Μήν προσευχηθεῖς γιά ἄλλα ποιήματα /
Ὁ τελευταῖος σχοινοβάτης ἔκανε τήν τέχνη τοῦ θηλειά
Ἔτσι τό μπόρεσα/ νά σβήνεις τή φωτιά μέσα στή στάχτη/
νά πλέκεις τό ἐγκώμιο στό ἀνύπαρκτο/
κατάφερα
νά ζεῖς μές στόν ἀπόηχο τοῦ τραγουδιοῦ πού θά ἤθελα πολύ
ν’ ἀκούσεις
νά περπατεῖς τούς δρόμους πού εἶχες σβήσει ἀπ’ τούς χάρτες σου/
τόν λόγο σου νά τόνε κουμαντάρουν ἀλλωνῶν οἱ φθόγγοι
κι ὁ ἦχος ὁ δικός σου πηγαία μποῦστα καί ρετρό φουστάνια
καί φάτσες πού μόλις ἀφήσανε τό φιλολογικό κουρεῖο
σκυμμένες καί σκυφτές πουλᾶνε τώρα μπουκετάκια μοναξιές
γιά τίς κυράδες πού διαβαίνουν τό κατώφλι
ὅπου δρᾶ καί ἀνασαλεύει ὁ πολιτισμός τῶν καθωσπρέπει
ὅσων ἐδιάβασαν Αἰσχύλο καί νομίζουν
πῶς μέ μνημόνια καί μνημονεύσεις κρατεῖται ζωντανά
ὁ καρπός τῆς ποίησης/
Ἄ!
πῶς διασκεδάζει ἡ τραγωδία
ἀλλόκοτος ἔτσι ὅπως εἶναι
ὁ καθημερινός σου ὁ θάνατος….
Ἄν ἱκετέψω πάλι
φρόντισε να ’χεις δίπλα σου τρανή φωτιά
Τράβα τίς απλωτές σου μέ ορμή
μέ όλη σου τή δύναμη κατάντικρυ
στό πέλαο πού σέ μαυλίζει
στό μαύρο λάγνο καί στό ανήμπορο
πού δέν εδέησε ποτέ….