Ηταν τότε που τα βουνά μας λικνίζονταν καθώς η γη έπαιρνε οργισμένη τις βαθειές της ανάσες και τα σπίτια μας πάλευαν να κρατηθούν ακέρια. Κάποια δεν άντεχαν τον ξέφρενο χορό και μαύρες αυλακιές χαράζαν το κορμί τους. Αρχές του 60, χειμώνας καιρός κι ο χορός της γης δεν είχε σταματημό. Ηταν τότε που - γι΄ αυτό τον λόγο -μαζεύονταν αποβραδίς οι μαχαλάδες στο πιο γερό κατά την γνώμη τους κονάκι να σπρώξουν την νύχτα στην αγρύπνια και την σιγουριά της συντροφιάς.
Κι ακούγαμε τον βόγκο του Τιτάνα καθώς ορμούσε πάνω του η Παλλάδα και τ΄άγρια τ’ άτια της του παίρναν την πνοή. Σειούνταν η φύση ολάκερη, τρίζαν οι γραντές της στέγης, μέσ΄ στο δωμάτιο έπεφτε σιγή και μόνο η φωτιά τριζοβολούσε στ’ αγκωνάρι.
Κι ύστερα η συνέχεια του παραμυθιού. Η θειά Βαγγέλενα μιλούσε για δράκους πάνω στο βουνό, που ’θελαν γι’ ανταμοιβή παρθένα κόρη. Για τρύπες στο βουνό που ‘φτάναν ως της γης βαθιά τα σπλάχνα που μήτε ο αχός της πέτρας που ΄ριχνες, πίσω δεν γυρνούσε. Κι ήταν για μας πιότερο μεθυστικός ο φόβος του παραμυθιού παρά η οργή της φύσης.
Η κάκω (θεια Νάσαινα) κι η μάννα μας με τις δικές τους ιστορίες, τις πιο γνώριμες, για το Μοτσέϊκο και το σόϊ μας. Για τον παπ-Φώτο Μότση, και τα κοπάδια του. Ημέρευε η ψυχή μας τότε. Γινόμασταν κι εμείς κομμάτι του παραμυθιού.
Ετσι, βαθιά στη νύχτα μας έπαιρνε ο ύπνος, κι ούτε που γροικούσαμε την άγρια πάλη της Παλλάδας, μήτε τα βογγητά του εγκέλαδου, ώσπου ξημέρωνε και το χωριό σιγά-σιγά μετρούσε τις πληγές του.
Ι.Μότσης