του ΦωτοΜοτση
Είπατε τοις ισχυροίς: χαμαί πέσε Έλλην ουδέποτε!. Ουκέτι Έλλην έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνιν, ου παγάν λαλέουσαν… εστί γαρ λάλον ύδωρ…
Τ' αψήλου, να, τινάσσεται, ο ουράνιος ο νους!
Απ' όλα, αδράχνει τ' άγιο φως, του ήλιου τα πλευρά..
Δέντρα κρατεί στον κόρφο του, του σύμπαντος κορμούς,
στην φωτεινή, κατάσαρκα, σφιχτά, την αγκαλιά..
Και δεν κιοτεύει, στα ψηλά, κρατεί τον λοϊσμό του,
Κι ας αντικρίζει ταπεινά, στα μάτια τον Θεό του,
Την πίστη, την ελπίδα του, στο φως ανασκαλεύει
Στήνει Ορθά τα θάρρητα, γροικάει το τι γυρεύει!
Τούτος ο τόπος, ο που κοιτάζει αψηλά
Τα ξέρει τα ζιζάνια, τα ξεκόβει!
Θερίζει και ξεθεμελιώνει, τα σκορπά
στου Αχέροντα τη μαύρη κατακόμβη!
Ακόμα κι αν σκυφτοί, ορίζοντες κοιτάμε
Τα θολερά σκορέμματα ολόφωτα απαντάμε!
Το αγρύ χαλίκι που πατούμε, χώμα θα γενεί
γόνιμη γης, να θρέψει πάλι την ανάσα, το φιλί!
Οι ΄Ηλιοι θα βρέχουν το κορμί μας, και τον τόπο
ετούτο, δεν θα τον διαγουμίσουν άλλο!
Οι αρρωστημένοι αλήτες, ας μπούνε πια στον κόπο
να οδεύσουν όπου θέλουν - ως τον διάολο!