Βαρύς ο χειμώνας στο χωριό. Αφού είχαν, για κάμποσες μέρες, αγκομαχήσει ο Παλεχώρης κι ο Πλάτανος να κατεβάζουν κατά το ποτάμι ό,τι δεν μπόραγαν να κρατήσουν στη ράχη τους η Βρυτζάχα κι ο Αλεσιός, -σπέλες, πουρνάρια, σωρό τα άσπρα τα λιθάρια, κι άγριο, γινατεμένο νερό, -αίφνης μια σιγαλιά στον τόπο. Μετά τη χλαπαταγή των προηγούμενων ημερών, μια ηρεμία ολούθε. Κανα γκλαφούνισμα μονάχα, πού και πού.
Δυο μέρες, έτσι. Πάλευε η γής να χωνέψει το νερό, κι όσο δεν μπόραγε, το ξανάδινε ψηλά στο ροζιασμένο της τομάρι και μέσα από τις βαθιές ρυτίδες της το δρομολογούσε πάλι κατά το ποτάμι.
Για σχολειό, βέβαια, ούτε κουβέντα. Πώς θα μπορούσαμε ν’ ανοίξουμε τόσον δρόμο μέσα στο χιόνι, και πόσοι θα φτάνανε σήμερα στο σχολειό! Για δυο –τρεις μέρες τουλάχιστον θα είχαμε ν’ ασχολούμαστε μόνο με τις πλάκες που στήναμε για κανα τσιροπούλι τριγύρω στο σπίτι. Για τις πιο μακρυά, ούτε κουβέντα με τόσο χιόνι.
Την ίδια μέρα, σύθαμπο. Είχαμε κόψει με περίσσια προσπάθεια το κλαρί για τις γίδες, μιας και για ν΄ ανέβεις στην κουμαριά ή στο πουρνάρι έπρεπε να γίνεις χιονάνθρωπος. Μαζεμένοι, πλέον, όλοι γύρω απ’ τη φωτιά, όταν η μάνα θυμάται την κασάρα.
‘Παιδιά, τη βάλατε την κασάρα στο βουτσελοντούλαπο; Άμα την αφήκατε όξω, θα παγώσει, θα ραϊσει και θα σπάσει!’
‘Πάω να δω’, λέει ο μεγαλύτερος και πάει κατά την εξώθυρα. Δευτερόλεπτα μετά τον ακούμε να φωνάζει: ‘Μαμά, ένας γάιδαρος απ’ όξω!’ Αρεντεύουμε κι οι δυο, η μάνα κι εγώ, να δούμε τι συμβαίνει. Όντως, ένας γάιδαρος θρονιασμένος μέσα στο χιόνι, πεντέξι μέτρα από την εξώθυρα. Μέχρι να δοκήσω τι γίνεται, πώς τυχαίνει ένας γάιδαρος μέσα στο σούρουπο μπροστά την πόρτα μας, -νοιώθω τη μάνα να με τραβάει πίσω και να φωνάζει και του αδερφού, που ήταν λίγο πιο μπροστά μας να ΄ρθει γλήγορα μέσα. Κλειδώνει αλαφιασμένη την πόρτα. ‘Τον περδίκη!’, φωνάζει. ‘Να λύσουμε τον περδίκη!’ Τότε πήραμε είδηση τον λύκο!
Μια κουβέντα, να λύσουμε το σκυλί. Πώς θα βγαίναμε, όταν μπροστά στην πόρτα μας είχαμε τον λύκο; Για να πάμε στο καλύβι του περδίκη, που ήταν στο πλάι κάτω από το σπίτι, έπρεπε αναγκαστικά να περάσουμε μπροστά από τον γαϊδουρόλυκο. Και πώς να το κοτάγαμε κάτι τέτοιο… ‘Έλα, νισάνι μου’, λέει η μάνα, ‘λιανός είσαι, εσύ χωράς από τις σιδεριές. Άντε ν’ αμολήσεις τον περδίκη!’
Όντως, χώρεσε ο μεγαλύτερος μέσα από τις σιδεριές στο πίσω το παράθυρο. Καταφέρνει και βγαίνει, ενώ εμείς μη χάσουμε τον τεράστιο λύκο από τα μάτια μας κοιτάζοντας από το παράθυρο προς την αυλή. Καθόταν ανακούρκουδα και ούτε που σάλευε. Πάγωνε στ’ αλήθεια το αίμα μου. Μπορεί να ήμουν σχετικά εξοικειωμένος με αυτά τα άγρια, περήφανα πλάσματα. Όμως το μέγεθος αυτού του λύκου, με παρέλυε. Ένα δέος, κι ένα ερώτημα ως προς τις διαθέσεις του, με κατέτρυχε. Και η αγωνία για τον αδερφό. Θα φτάσει άραγε στον περδίκη δίχως να τον πάρει είδηση ο λύκος;
Ο μεγαλύτερος φτάνει στον περδίκη. Αυτός, δίχως τον παραμικρό ήχο μέχρι στιγμής, είχε, βέβαια, αντιληφθεί τον λύκο, και ως αντίδραση δάγκωνε μανιασμένα αλλά σιωπηλά το κλαρί στο οποίο τον είχαμε δεμένο. Με πολύ ζόρι κατάφερε να τον λύσει. Αμέσως μετά βρέθηκε με τρεις δρασκελιάς απάνω στον ανεπιθύμητο μουσαφίρη. Ο χαμός. Μακελειό. Μαντρόσκυλο από τα παλιά ο περδίκης, μαθημένος να τα βάζει καθημερινά με λύκους πάνω στο βουνό όταν φύλαγε πρόβατα, δεν δείλιασε μπροστά στον όγκο του αντιπάλου. Μέσα από το τζάμι εκτυλίχτηκαν άγριες σκηνές πάλης μπροστά στα μάτια μας! Ουρλιαχτά, βαθιές δαγκωματιές, οιμωγές σαν από ανθρώπινο λαρύγγι, -δεν αντέξαμε, βλέποντας τον περδίκη σωριασμένο να χάνει τη μάχη: ορμάμε στην πόρτα, ανοίγουμε, φωνάζουμε ‘απάνω του, περδίκη!’.
Θαρρεμένος ο περδίκης, βάζει τα δυνατά του. Χύνεται ξανά απά στο λύκο, τον κατατροπώνει, βυθίζει τα δόντια του αγριεμένα στα ψαχνά του, μακελεύει. Κιοτεύει εκείνος, πισωγυρίζει, σέρνεται λίγο στην αρχή, ανακτά, κατόπιν, βήμα και δρασκέλισμα, ανηφορίζει κατά του Θοδωρή. Από κοντά, ο περδίκης.
Βγήκαμε όλοι έξω πια. Ακούγαμε και τ’ άλλα τα σκυλιά της γειτονιάς να ρίχνονται στον λύκο. Ώρα πολλή μετά ακουγόταν ο καυγάς κατά τους Παπαζηκαίους, ίσαμε το ριζοβούνι.
Τον λύκο, αυτόν τον τεράστιο λύκο, δεν τον είδε κανείς. Μήτε ζωντανό, ούτε πεθαμένο.
Ο περδίκης γύρισε σπίτι με την ψυχή στο στόμα. Αιμόφυρτος, τσακισμένος, λαβωμένος βαριά. Δυο τρεις βδομάδες με μαντζούνια και γιατροσόφια. Ίσα που γλίτωσε.