του Φώτη Μότση
Στο καφενείο. Σκυφτός, αναμαλλιασμένος, καθώς φύσαγε απ' το πλάι, κι αμίλητος. Την παραγγελιά του την έδινε με το κούνημα του χεριού και πλήρωνε κάθε φορά μετρώντας τα πεντάλεπτα, δίχως λέξη. Καθόταν εκεί και φυλλομετρούσε τις σημειώσεις του μυαλού του. Μ' έναν τρόπο όχι αναμνηστικό, μήτε περπατώντας μονοπάτια επιστροφής, αλλά μ' έναν τρόπο ανιχνευτικό, εξασκητικό για μελλοντικές διαδρομές, πρόσφορο για πεθυμιές, για όνειρα, και για την πραγμάτωσή τους.
Προσπαθούσε μέσα από γραφειοκρατικές έννοιες ασαφείς και αταξινόμητες, πράσινες κάρτες, σκυθρωπά πρόσωπα σαν σκιές καταραμένες πίσω από κουρασμένα γκισέ με την στρογγυλή την τρύπα στο γυαλί, ευκαιριακές αποφάνσεις και κουρέλια ολούθε πάνω του κι ολούθε μέσα του, να πλάσει τη ραχοκοκαλιά ενός λόγου τον οποίον θ' αντιπαρέθετε ως δική του αλήθεια στην πραγματικότητα των συναλλαγών, των ξεχαρβαλωμένων νευρικών σχηματισμών ενός καταρρέοντος κρατικού μηχανισμού και των οξειδωμένων συνειδήσεων μιας χώρας που αισθάνεται περήφανη ως η μόνη ανά τον κόσμο διαθέτουσα στον λεξιλογικό της πλούτο το λήμμα και την έννοια ΄φιλοξενία΄.
Πάσχιζε πυρετικά ν' ανοίξει τα κατώγεια των λέξεων, να 'βρει τον λεκτικό τον σπόρο που αναπτύσσεται μακριά από θερμοκήπια και λαμπιόνια φτιασιδώματος, για να μιλήσει με τον δικό του ίσιο λόγο και να χαράξει τα δικά του ίχνη στην ιστόρηση της πορείας των αξιών και της κατάληξής τους.
Να ειπεί για τα μεγάλα τα θολά ποτάμια που τον εφέραν ίσαμε τον τόπο μας, για το βιολί που κράτησε στον κόρφο του μέχρι να του το κλέψουν αντάμα με όλα τ’ άλλα τα υπάρχοντά του έναντι πινακίου ανύπαρκτου παράδεισου, για την ντροπή που αναδίνει κάθε ανάσα του και για το πόσο απόκαμε να ντρέπεται που είναι, για την καλή του που την φόρτωσαν σε άλλο πλεούμενο και τις οίδε τη μοίρα της και για το βλαστάρι του που είδε να το παίρνει η θάλασσα μακριά του.
Γνώριζε εξαρχής πως ήταν καταδικασμένος σε σιωπή. Αλλά αυτή ακριβώς η γνώση ενίσχυε το πείσμα του να επαναπροσδιορίσει την απουσία του στο γίγνεσθαι με τους δικούς του όρους και να εντάξει σ' αυτή την αναπόφευκτη αποχή κάποια χνάρια του.
Με την ελπίδα πως κάποτε θ' αποτελέσουν πατήματα και μονοπάτια για να διαβούν κάποιοι άλλοι τον ίδιο χρόνο ως λιγότερο αφελείς κι ανυποψίαστοι.
Καθόταν εκεί, προσπαθώντας να διεκδικήσει τρίμματα από την άσωτη χαρά που μοίρασε ο θεός στον κόσμο και κάποιες χαραμάδες απ' το φως που ο ίδιος θεός δεν τσιγκουνεύτηκε καθόλου για όσους γεννήθηκαν με βιβλιάριο υγείας και, προπαντός, καταθέσεων.
Τον λέγανε, καθ΄ ημάς, Γιάννη, Ζαν, Τζοβάνι, Τζών ή Γιόχαν. Τέως δημόσιος υπάλληλος, ιερωμένος, γιατρός, καθηγητής, μανάβης, φορτοεκφορτωτής, νεκροθάφτης. Νυν, μετανάστης εν παρανομία..
Καθόταν πάντα εκεί, σκυφτός και αναμαλλιασμένος, προσπαθώντας να 'βρει άκρη στο κουβάρι με τα ακατανόητα. Να 'βρει τον μίτο που θα τον έβγανε απ' τα δαιδαλώδη μονοπάτια που τον υποχρεώνουν να περπατήσει, για να επιβιώσει, οι βαριές σκιές που τις ονοματίζουν ψιθυριστά ΄οι αφεντάδες΄. Και των οποίων την παρουσία κανείς δεν βλέπει, μα όλοι αισθάνονται -σχεδόν πάντα- σαν βδέλλα στο κορμί μας: είναι αυτοί με το σαν-χα-λασμένο-ψάρι χνώτο και την πύρινη ανάσα, αυτοί που δεν μιλάν με φθόγγους, μα με εκκωφαντικά παιχνιδάκια νετρονίου. Αυτοί που δεν εκφέρουν λόγο, μα πάταγο.
Καθόταν εκεί, και την παραγγελιά του την έδινε με νεύμα. Και πλήρωνε πάντα δίχως λέξη, από φόβο πως ο δικός του λόγος, αυτός ακριβώς που κόπιαζε ν' αρθρώσει και ν' αντιτάξει, θα ήταν ακόμα νηπιακός και σαν τέτοιος δεν θα μπορούσε να ορθοποδήσει, να σταθεί.
Πάει καιρός που δεν τον βλέπει πια κανείς εκεί. Στη δική του την καρέκλα εκθέτουν τώρα τους α-σπριδερούς μηρούς τους κορασίδες από το βορρά και τα δασύτριχα στήθη τους τα τοπικά καμάκια. Και κανείς δεν βλέπει ή δίνει σημασία σε κάτι πολυκαιρισμένες συλλαβές που μόλις και διακρίνονται ανάμεσα στ' αμέτρητα αποτσίγαρα στο παρακείμενο παρτέρι.
Κάποιοι όμως ξέρουν: είναι τα ίχνη της προσπάθειάς του για τον δικό του λόγο και για δικούς του λόγους. Και ξέρουν επίσης, ότι όλοι αυτοί οι λόγοι δεν αφορούσαν μόνο τον ίδιο.
Τον θυμάμαι μοναχό κι αμίλητο. Ήταν πολύ μακριά ο νους του. Μακριά, πέρα από τους αλαργινούς ορίζοντες, πάνω απ' τα ψηλά τα νέφη. Σέ άλλα συμβάντα, σε άλλους ήχους και με εικόνες άλλες.