"ΖΩΤΙΚΟΝ"
Πρώτο δρομολόγιο παρθενικό. Καλοκαίρι του '62. Προυπάντηση στο σταυροδρόμι, στης Γράζενης τον κάμπο. Μη και λαθέψει το λεβεντόπαιδο, ο φυσικός και ηθικός αυτουργός του εγχειρήματος, ο ΚωσταΚαρράς. Και το πάει σ' άλλο χωριό.
Μας πέταξε, πατ-πατ σα γατιά, όλα, ένα ένα καμιά δεκαριά μαξούμια στην ψιλή καρότσα, αφού μας φίλησε κιόλας.
Είχε νυχτώσει,
-Ρε κερατάδες! έρθεταν δώθε; καλό γλέντι!..
Πήδησε στο τιμόνι, αφού πρώτα ασφάλισε την πίσω ποριά με το σιδερένιο σύρτη για να μη μας σπείρει σιαπέρα στις κλώστρες:
- Θα κρατιέστε γερά, με τα δυο τα χέρια από τα κάγκελα τα ξύλινα τα πλαινά..πάμε παιδιά!
Άναψε τα μεγάλα τα φώτα, να φωτίσουν τα λόγγα. Έβαλε μπρος, γουρ-γουρ, βρουμ-βρουμ, γκάζωσε δυνατά. Κίνησε με φόρα για πέρα. Οι καρδούλες μας και τα λαγκόνια χτύπαγαν σαν σφυριά και ο αρχηγός δώστου τα γκάζια. Πήρε φόρα. Πίσω καπνός, σύνεφο ο κουρνιαχτός. Δεν είβλεπε τόνα τάλλο, πρώτες στροφές, πανηγύρι στη καρότσα, έβλιαζαν τ αρνιά, έφευγες από τον ένα πάγκο και βρίσκουσουν απόπερα στον άλλο. Η κόρνα τέρμα μές τα λόγγα, ως τα μεταξάδια οι μισοί είμασταν μεθυσμένοι. Γραμπωμένοι στην πίσω λιάσα, στα γόνατα, ξερνοβολάμαν τη δημοσιά! Εγκαίνια της δημοσιάς, γνωριμία με τη ρόδα και τη ζαλάδα της κλώστρας... άντερο να μην σου μείνει..
Γκάζωνε ο αρχηγός, κολλημένη η κόρνα, σιμώναμαν στο τέρμα. Στο καφέ "Λιόντος". Είξερε ότι το χωριό όλο, τον περίμενε με ρύζι. Όλοι με χούφτες ρύζι, μικροί, μεγάλοι, γυναίκες. Μπήκε δεξιά στο σιάδι του καφενείου.
Από παντού έρχονταν ρύζι. Ευχές, χαιρετούρες, αγκαλιές στον ήρωα που μας είφερνε τα Γιάννα σιμά..
Στα πρόσωπα θαυμασμός και εσωτερική χαρά! Τέτοια, που σήμερα μάταια χαλεύεις,, να ματα-ιδείς..
Χρήστος Ν. Θεμελής