Σχεδόν πάντα στο σπίτι είχαμε δυο γίδες για το γάλα, το τυρί και τα κατσικάκια τους. Τους δίναμε κανονικά ονόματα εκτός από την Κονομίτσα – που ήταν απ’ τους Κονομαίους, απ’ τον παπ-Γιωργάκη και μια μαλτέζα κατσίκα από την Αγαθή, την είχε βαφτίσει κιόλας η Αγαθή, Ρήκο, τ’ όνομά της. Οι άλλες είχαν ονόματα όπως Λίτσα και Ρούλα.
Κάθε καλοκαίρι, τον καιρό της ζήτησης, παίρναμε συνήθως τις δυο γίδες και τις ρίχναμε σε κάποιο κοπάδι που είχε τράγους, ή του Τάσσο-Πάσχου ή του Σπύρο Τζίμα. Άλλες φορές δανειζόμαστασν κάποιον τράγο και τις κρατούσαμε στο σπίτι. Όμως για μας τους δυο μας, τον Φώτη κι εμένα ήταν πανηγύρι να τις πάμε στο κοπάδι του Σπύρου Τζίμα, γιατί με τον Κώστα, την Λαμπρινή και την Μαρία ήμασταν όλοι σχεδόν συνομήλικοι, με την Λαμπρινή πηγαίναμε και στην ίδια τάξη και περνούσαμε την μέρα με παιγνίδι στην ακροποταμιά και στα λόγκα.
Ηταν μαγεία να περνάμε μπουσουλώντας μέσα στα σιούφαρα των κουμαριών, ή να τρέχουμε στις χωραφιές, ν’ ανεβαίνουμε στις ζελενιές και τις κουμαριές και ν’ αγναντεύουμε αντίκρυ, όλο το χωριό.
Το μεσημέρι και κάτω από κάποιον παχύ ίσκιο, βγάζαμε απ’ τον ντορβά μας τα καλούδια, τ’ απλώναμε πάνω στο γρασίδι και τρώγαμε τις παννόστιμες τομάτες του κήπου με τυρί και τηγανίτες ή πατάτες τηγανητές, λίγο σκορδάκι με αλάτι ή και καμμιά ελιά, ένα γεύμα που με συναρπάζει ακόμη και σήμερα.
Τ΄ απόγευμα και πριν γυρίσει ο ήλιος γυρίζαμε με το κοπάδι στον κάμπο κι εμείς παίρναμε τον ανήφορο για το δικό μας κονάκι με γδαρσίματα στα χέρια και στα πόδια κι αυτό το φάγωμα των τσουκνιδών, που παρ’ όλο το ξύσιμο και τις μολόχες δεν έλεγε να φύγει. Ως την άλλη μέρα και την επόμενη, ώσπου να βεβαιωθούν αυτοί που ξέραν πως οι τράγοι είχαν κάνει καλά την δουλειά τους.
Εμείς περιμέναμε τα παιχνιδιάρικα κατσικάκια, κι αφού διάλεγε καθένας το δικό του, κοιμόμασταν καθένας με το δικό του κατσικάκι αγκαλιά, ώσπου να μας ανακαλύψει η μάννα μας και να επιστρέψουμε τα κατσικάκια στις δικές τους μαννάδες.
Ι. Μότσης