Τετάρτες, αν θυµάµαι καλά, ακούγαµαν την τροµπέτα από τη ράχη του Σταυρού.
Ντούουου! Ντούουου! Ήχος στριγκός, φάλτσος, απροσδιόριστος ως προς τις νότες, µα τόσο οικείος, τόσο δυνατός, που διάβαινε την τρυφερή, τότες, καρδιά µας κι έφτανε µέχρις απάνω στην Παναγιά και στα µπακαλοµάγαζα του Κώστα Σταύρου και του Τσιρώνη.
Ήταν συνήθως πρωινή η ώρα, όταν εµείς τα σχολιαρόπαιδα από το Γκαλµπετσάκι ανηφορίζαµε κατά το εκπαιδευτήριο της Λιβίκστας, κατά το στέκι του Αλέκου και της Πολυξένης, κατόπιν και της Κατερίνας, για να λάβουµε µαθήµατα ζωής, πρωτίστως, κι από κοντά γεωγραφία, ιστορία, αριθµητική και γλώσσα κι όλα τ' άλλα τα καλούδια ..
Είχε αξηµέρωτα κινήσει ο Κώστας, ο ταχυδρόµος, από την Παραµυθιά. Απάνω στο µεγαλόσωµο άλογό του -γιγάντιο στα ανήξερα µατάκια µας, κουβάλαγε τον σάκο µε την ιερή µας ξενιτειά. Θυµάµαι σαν τώργια το κατσαρό µαλλί του, πάντα σε τάξη, ακόµα κι όταν απίθωνε το καπέλο του στο κουρκοκέφαλο του αλόγου για να φυλλοµετρήσει την 'πραµάτεια' του, θυµάµαι την τοµαρένια τσάντα του δεξιά, -αριστερά και µε καφέ κορδόνι η τροµπέτα κρεµασµένη στο πλευρό του.
Μας γνώριζε, βεβαίως, ένα προς ένα, -όλα τα πιτσιρίκια του χωριού. Και σαν απαντιόµασταν, είχε δεν είχε γράµµα να µας δώκει, σταµατούσε, ρώταγε για ολωνών µας την υγειά και των δικών µας, έσκυβε από τ' αψήλου και µας φίλευε µε καµιά καραµέλα ή κανα γλυφιτζούρι.
Σαν ήταν να µας δώσει γράµµα, µας συµβούλευε: Τήρα µην το χάσεις! Το µεσηµέρι, ίσα στη µάνα σου!' Για πατεράδες, σπάνια η κουβέντα. Ή θα ήσαν αποθαµένοι, ή ξενιτεµένοι, ή ολοχρονίς αλάργα τού χωριού µε τα πράµατα, -κάτι, πάλι, δηλαδή, σαν ξενιτειά.
Αµέσως κοντά αρχίναγε το πανηγύρι: αν ήτανε το γράµµα από τη θείτσα Μαρία, από τη Γερµανία, ξέραµε πως µαζί µε τα φιλιά στην αδερφή της και τα τέκνα της, εσώκλειε κι ένα πεντόµαρκο, ή, σε καλύτερη περίπτωση, δεκάµαρκο. Τουτέστιν, τριάκοντα ή εξήκοντα αληθιναί δραχµαί -κι όχι σαν κι αυτές που κερδίζαµε ως κουµπιά όταν παίζαµε µε τις πλάκες µούκα. Με τους πλέον µέτριους υπολογισµούς, ακόµα κι αν ο Μπούσης, στον οποίο εξαργυρώναµε, µας ‘έριχνε’ στη συναλλαγή, θα το γλεντούσαµε για τριµηνία. Μαντολάτο δις της εβδοµάδος, µπισκότα Ρούλια για να βρούµε και τη φωτό του Σούρπη ή του Φιλακούρη, και εν πάση περιπτώσει, µε άλλον αέρα στο σχολειό. Ζάπλουτοι. Ματσό, κατά πώς λένε σήμερα τα λιανά.
Ωστόσο, είχαµε να διευθετήσουµε το όλον περαιτέρω. Ναι µεν διαβάζαµε εµείς οι
µορφωµένοι τα γράµµατα που λαβαίναµε στη µάνα, όµως η ίδια ως φοιτήσασα επί τριετία στο δηµοτικό σχολειό στους Κουκουλιούς (έλαβε απολυτήριο: δυο -δυό τις πάενε τις τάξεις) γνώριζε γραφή και (κοπιώδη) ανάγνωση. Ουαί.
Συνεπώς, µονόδροµος: πλαστογραφία. Εκεί όπου η θείτσα έγραφε ‘σου στέλνω, πολυαγαπηµένη αδελφή, και δέκα µάρκα για να πάρεις κάτι στα παιδιά’, εµείς, θεωρώντας (!) ότι ούτως η άλλως το δεκάµαρκο προοριζόταν για τα µας, άρα νοµίµως το οικειοποιούµεθα, φροντίζαµε να µουτζουρώσουµε τη συγκεκριµένη παράγραφο, ή να την παραποιήσουµε µε το ‘σου στέλνω, πολυαγαπηµένη µου αδελφή και την αγάπη µου στα παιδιά’.
Εννοείται πως στην απάντηση που στέλναµε (την γράφαµε εµείς τα παιδιά, επειδή η µάνα- πρωτοπόρα στη γλώσσα και στην ορθογραφία της -χρησιµοποιούσε ένα ‘ι’, ένα ‘ο’ κλπ. και δεν ήθελε να εκτεθεί γλωσσολογικώς -η Διαµαντοπούλου αναγνώρισε την προσφορά της µάνας µετά θάνατον, εφαρµόζουσα την πρωτοποριακή αντίληψη της μακαρίτισσας Κατέρως περί γλώσσης)- εννοείται, λοιπόν, πως φροντίζαµε να ευχαριστήσουµε τη θείτσα Μαρία για την προσφορά της και να την παρακαλέσουµε να την επαναλαμβάνει συχνά.
Τέτοια.
Χρόνια πολλά µετά, µεγάλος, όταν εκµυστηρεύτηκα στη µάνα τα σχετικά: 'Άµα σε λάβω, θα σε σκώσει η γιώρα σου!'