Δημητρίου Μίχα
(Ο τίτλος εξυπηρετεί μόνο τις ανάγκες ανάρτησης για το site χωριού μας. Το κείμενο είναι μέρος μιας μελέτης για το συνολικό έργο του συγχωριανού μας ποιητού: Φώτη Μότση)
Ένα άλλο θέμα που έχει ενσωματώσει ο δημιουργός στα «λογο-γραφήματα» του, είναι και το παραδοσιακό ελληνικό καφενείο.
Η εικόνα που έχουμε ήδη διαμορφωμένη, πριν αναγνώσουμε τα συγκεκριμένα κείμενα του Φ. Μότση, είναι για έναν απλοϊκό χώρο με παραδοσιακά τραπεζάκια μεταλλικά με στρόγγυλη επιφάνεια ή τετράγωνα ξύλινα περιστοιχιζόμενα συνήθως με ξύλινες επίσης και με ψάθινο πλέγμα καρέκλες. Εσωτερικά ένας απλός νεροχύτης με τα απαιτούμενα σύνεργα για να απολαύσει ο επισκέπτης τον κατά παραγγελία αχνιστό, μυρωδάτο ελληνικό καφέ με τις «μερακλήδικες γεύσεις», ή συνταγές του. Στον τοίχο με την ποτηρο-πιατοθήκη και τα απαραίτητα ποτά, υπήρχε σε πολλά και η φωτογραφία του συμπαθούς για τον ιδιοκτήτη πολιτικά προσκείμενου προσώπου, παλαιότερα δε ήταν το βασιλικό ζεύγος. Το τάβλι και η «κολτσίνα» (τα χαρτιά) είναι οι αναγκαίες προσθήκες, ενώ στην επαρχία το καφενείο συνδυάζονταν και με είδη μπακαλικής.
Γι’ αυτόν τον χώρο λοιπόν, ο συγγραφέας αφιερώνει ολόκληρο κείμενο : «το καφενείο», ενώ αναφορές υπάρχουν και στα «τσίπουρα», «η γνωριμία», το «σκηνικό» και στις «προθέσεις».
Το συγκεκριμένο «Καφενείο» έχει μεν έμμεσα την πραγματολογική περιγραφή του χώρου, όμως ο συγγραφέας του αποδίδει την συμβολική αποτύπωση μιας κοινωνικής όψης, ώστε να αποκτά και διάφορη νοηματοδότηση με γλαφυρή, ειρωνική ή δηκτική και κριτική διάθεση, ανάλογα με τα διαδραματιζόμενα σκηνικά στον «ανδρώο» και μόνο χώρο του. Μας προδιαθέτει ήδη ο «ορισμός» του: «Τόπος προσκυνήματος πασῶν τῶν θρησκειῶν καί τῶν αἱρέσεών τους. Τόπος μάζωξης γιά κάθε φροῦτο παντός ὀπορωφόρου. Τόπος συνάθροισης ἁπάντων τῶν χρωμάτων, ἀπόψεων καί ἰδεολογιῶν: Φασίστες, τρότσκες, κομμουνιστές, ἀναθεωρητές, χριστιανοί, σταλίνες, μορμόνοι, μουλοῦδες, πρεζάκηδες, πρεζέμποροι. Ὅλοι ἐκεῖ».
Συνεχίζει δε να παραθέτει θαμώνες κάθε κοινωνικής διαστρωμάτωσης, πνευματικού επιπέδου, πολιτικής και ποδοσφαιρικής οπαδολατρείας και παντοίας διαφοροποιημένης απόκλισης. Κάποιες αναφορές απεικονίζουν την «ποιότητα», των εκεί τόσο διαφορετικών «συχναζόντων» ανθρώπων. Το σκηνικό εμπλουτίζει ο αποπνικτικός χώρος με κιτρινισμένους τοίχους από την κάπνα των τσιγάρων. Εκεί κάθονται πολύωρα, αργόσχολοι και καιροσκόποι, αφού από εκεί «δέν ξεκουνᾶς ἄν δέν σέ πάρουν»,… «εκμεταλλεύονται την ἅπλα πού προοριζόταν γιά τό λιάσιμο συναισθημάτων ἄλλων, …. ἀποκλειστικά γιά νά στραγγίξουν τή δική τους ἀπελπισία…Το καφενεῖο δάπτει ἐν ἀφθονίᾳ ντόρο. Καί τόν παρέχει. Ὄχι μονάχα σέ ντουμάνι, σέ μπινελίκι, στόν μεζέ. Καί σέ πάταγο….….Στόν καφενέ καταφεύγει ἡ σοφία ὑπό τή μορφή ἀποσταμένων, ἀτημέλητων, ἀτσούμπαλων, συχνά γενειοφόρων, χαμένων καί μοναχικῶν πλασμάτων. Τούς ἀποκαλοῦν, οἱ ἀπόξω, φευγάτους, βαρεμένους, μέθυσους καί σπανίως κατανοοῦν τά λεγόμενά τους. Συντάσσουν τήν κουβέντα τους ἔξω ἀπό κανόνες καί λεκτικά καθεστῶτα, ἔχουν ἐλάχιστη πίστη στήν χείρα φιλίας πού τείνουμε. Πιστεύουν ἔτι καί ἐμπιστεύονται τήν ἑπόμενη γουλιά…..»
Έτσι το «Καφενείο» του ποιητού Φ. Μότση αποτυπώνει την εικόνα μιας συναθροισμένης πολυεπίπεδης κοινωνίας «λούμπεν», χωρίς να διαγράφεται στον κορμό της το πνεύμα κάποιας ταξικής συνείδησης. Ο θαμώνας του συγκεκριμένου χώρου, χρονοτριβεί συνήθως σαν να είναι αποκομμένος από τις παραγωγικές διαδικασίες και σαν να ζή στο περιθώριο ανέργων, συνταξιούχων και απομάχων. «Χαμένοι πλήρως, ἀπόκληροι ὁλοῦθε, οἱ πυροβολημένοι ἀπό τή ζωή, ὅσοι στό χεῖλος του νά ζεῖ κανείς ἤ νά μή ζεῖ, πουτάνες ἀποκαμωμένες, σακατεμένοι ἐργάτες, ἀπομεινάρια ζήσης, διακοναραῖοι καί ξεπεσμένοι καλλιτέχνες, συνταξιοῦχοι εἰσαγγελεῖς, ἐρημοδίκες, ρουφιάνοι μπάτσοι καί ξεδοντιασμένες χασικλοῦδες –ὅλοι στό καφενεῖο ὅμοιοι. Ὅλοι στήν τσίκνα καί στή μέθη της, μιά χάπα πρίν ἀπ’ τό ὁποιοδήποτε τέλος. Μιά χάπα πρίν ἄπ΄ τό ὁποιοδήποτε ἀδόκητο κι ἀνάρεστο τέλος». Όλοι ετούτοι θα ταίριαζαν ως την βάση μαρξιστικού προλεταριάτου, επιγεννήματος μιας καθ’ όλα χρεωκοπημένης-εξαθλιωμένης κοινωνίας. Εδώ όμως προκύπτει, πως οι άνθρωποι αυτοί εικονίζονται σε εκείνο το πρόσφορο έδαφος, όπου προξενεί τον προβληματισμό του ποιητού πάνω στην υπαρξιακή αγωνία και αμηχανία, στην εσωτερική κενότητα και αλλοτρίωση του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος έχει αποξενωθή από την φύση, τον συνάνθρωπο και από οποιοδήποτε πνευματικό και μεταφυσικό προβληματισμό.
Τα άτομα σε αυτό το «καφενείο», παρουσιάζονται ως οι παρίες της ζωής, μόνα και εγκαταλελειμμένα σε μια εθισμένη καθημερινότητα και ενός κόσμου χωρίς νόημα πλέον. Ο άνθρωπος έχασε την αυθεντικότητά του και ουσιαστικά την ταυτότητά του, αλλοτριώθηκε και κινείται μηχανιστικά από την έξη (συνήθεια) και την ρουτίνα. Ζή σε μια πραγματικότητα της αποξένωσης και της ιδιότυπης εξορίας του, έξω δηλαδή από την αληθινή δημιουργική και ποιοτική ζωή.
Σε αυτό το καφενείο τον βρίσκουμε μεν, να υψώνει «ανάστημα φωνής», να ερίζει, να διαφωνεί, να «προσφέρει ἀπίθανο κρότο σέ κλαγές πουλιῶν ταβλιοῦ, σέ ἐπιτραπέζια γρονθοκοπήματα ἐπί δηλωτῆς και ξερῆς…, να συντάσσουν τήν κουβέντα τους ἔξω ἀπό κανόνες καί λεκτικά καθεστῶτα…να…να…, αλλά φαίνεται σαν να μη αντιλαμβάνεται ότι όλες αυτές οι δήθεν «δραστήριες εκδηλώσεις (!)» του, συμβαίνουν από την «ασφάλεια της καφενόβιας φυλακής του». Δεν έχει επίγνωση ότι είναι ο τόπος που κρύβει αλληγορικά το αυτοδημιούργητο κελί του, στο οποίο κλειδώνει την μοναχικότητα του και την απελπισία του, νιώθοντας ανίσχυρος στον πόνο, στην απογοήτευση…στην βεβαιότητα του θανάτου. Πρόκειται για την συμβολική σύλληψη ενός άλλου εγκλωβισμού, αδιεξόδου που περιέγραψε ο Σάρτρ , τηρουμένων φυσικά των αναλογιών- στο «κεκλεισμένων των θυρών».
Γι’ αυτό σε τούτο το «καφενείο» χάνεται η γνήσια και αυθεντική επικοινωνία των φίλιων αισθημάτων· κυριαρχεί η καχυποψία, η αδιάφορη ή ουδέτερη στάση μέσα σε μια συνεύρεση τυπικών σχέσεων με χωριστικά τείχη που εμποδίζουν το ανθρώπινο, συναισθηματικό άγγιγμα.: «…ἔχουν ἐλάχιστη πίστη στήν χείρα φιλίας πού τείνουμε. Πιστεύουν ἔτι καί ἐμπιστεύονται τήν ἑπόμενη γουλιά. Δράττουν τό ποτήρι σάν τούς καλημερίζεις, δέν πιάνουν τήν κουβέντα σου…».
Δεν υπάρχει τεκμηριωμένος στοχασμός …και αν κάποτε συμβή θα χαθή ανάμεσα στις «ψυχικές αποστάσεις» και ενώπιον του απόντος θεού, με «στομφώδη γαμοσταυρίσματα, ἐκκωφαντικές λαλιές τραυλῶν καί κωφάλαλων - μαζί μέ τίς ὀχτώ καμπάνες ὅλων τῶν ὀκτάβων τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἅγια- Τριάδας πού τυχαίνει πάντα νά γειτνιάζει μέ τό καφενεῖο – σέ κάθε τόπο καί μέ ἄλλο ὄνομα». Μοναχικές διαδρομές σκέψης, «τραυλής» σε όλα,... για «κωφάλαλους» !...Όλοι οι γύρω σχηματίζουν ένα περίεργο, μελαγχολικό, απογοητευτικό περιβάλλον που υποχρεώνει το άτομο ή σε μια «κοπαδική» ένταξη ή σε μια πνιγηρή εσωστρέφεια μοναξιάς. Η αυτονόμηση, όπως προκύπτει είναι για λίγους, εκλεκτούς με δυνατή προσωπικότητα. Η ζωή προσιδιάζει περισσότερο με την γνωμική έκφραση που εξέφρασε ο Σάρτρ: «Η Κόλαση είναι οι άλλοι»…
Ο συγγραφέας όμως ακόμη και σ’ αυτή την αλλοτριωτική κοινωνική σύνθεση του καφενείου, με φανερή ικανοποίηση, διαπιστώνει ένα διαφοροποιημένο από την ομάδα, «γραφικό» για του άλλους άτομο, που ξεχωρίζει για τον πνευματικό του φωτισμό. Τον θυμάται επειδή καθόταν σε συγκεκριμένη θέση, «σκυφτός και αναμαλλιασμένος» και χωρίς να γνωρίζει άλλη του ιδιότητα. Το προτιμά με την συμβολική του μορφή που δεν απαιτείται να το συνοδεύει συγκεκριμένο όνομα και επαγγελματική ιδιότητα ούτε είναι αναγκαίο να το καρπωθή κάποια κοινωνική τάξη, ομάδα ή διαβάθμισή της. Όλες μπορούν να κρύβουν «έναν ελεύθερο επαναστάτη». «Τόν λέγανε Γιάννη, Ζάν, Τζοβάνι, Τζών ή Γιόχαν. Δημόσιος ύπάλληλος, ιερωμένος, μανάβης, φορτοεκφορτωτής ή νεκροθάφτης. Καθόταν πάντα εκεί, σκυφτός καί αναμαλλιασμένος,…». Τον ποιητή τον ενδιαφέρει η μη συμβιβασμένη συνείδησή του και « η προσπάθειά του να αντιπαραθέσει δική του αλήθεια στήν πραγματικότητα των συναλλαγών, τών ξεχαρβαλωμένων νευρικών σχηματισμών καί τών οξειδωμένων συνειδήσεων»… νά 'βρει άκρη στό κουβάρι μέ τά ακατανόητα. Νά 'βρει τόν μίτο πού θά τόν έβγανε απ' τά δαιδαλώδη μονοπάτια πού τόν ύποχρεώνουν νά περπατήσει, γιά νά επιβιώσει, οί βαριές σκιές πού τίς ονοματίζουν ψιθυριστά 'οι αφεντάδες'. Καί τών οποίων τήν παρουσία κανείς δέν βλέπει μά όλοι αισθάνονται -σχεδόν πάντα- σάν βδέλλα στό κορμί τους…»
Ενταγμένος σωματικά στην κοινωνία, αντιδρά πνευματικά και δεν θέλει να κάνει αντικείμενο της δικής του συνείδησης την καθεστηκυία «γνώμη, νοοτροπία και προσχεδιασμένη πρακτική ζωής», μιας φθίνουσας κοινωνίας, γιατί αν υποταχθή, θα αλλοτριώσει την δική του ύπαρξη. Επιθυμεί λοιπόν την έξοδο από την «κόλαση των άλλων» Έτσι «Πάσχιζε πυρετικά…γιά νά μιλήσει μέ τόν δικό του ίσιο λόγο καί νά χαράξει τά δικά του ίχνη στήν ιστόρηση τής πορείας τών αξιών καί τής κατάληξής τους…Γνώριζε εξαρχής πώς ήταν καταδικασμένος σέ σιωπή. Αλλά αύτή ακριβώς ή γνώση ενίσχυε τό πείσμα του νά επαναπροσδιορίσει τήν απουσία του στό γίγνεσθαι μέ τούς δικούς του όρους καί νά εντάξει σ' αύτή τήν αναπόφευκτη αποχή κάποια χνάρια του.
…Τώρα «Πάει καιρός πού δέν τόν βλέπει πιά κανείς εκεί. ...Τόν θυμάμαι μοναχό κι αμίλητο. Ήταν πολύ μακριά ό νούς του. Μακριά, πέρα άπό τούς αλαργινούς όρίζοντες, πάνω απ' τά ψηλά τά νέφη. Σ' άλλα συμβάντα, σέ άλλους ήχους καί μέ εικόνες άλλες».
Η ζωή βέβαια συνεχίζεται. Στον κόσμο των «άλλων», ο ενθουσιασμός για την χαρά της ζωής έχει ατονήσει, τα ονείρατα και οι ελπίδες έχουν διαψευσθή, η πίστη στους ανθρώπους έχει πληγωθή: Ο άνθρωπος σε απελπισία, απόλυτα μόνος. ΜΟΝΑΞΙΑ. «1356 μπῆκαν ζωντανοί κι ἀκέραιοι σ΄αὐτό τό καφενεῖο, 1356 μάζεψαν ἤ πεθαμένους ἤ σακάτες γιά τά δέοντα….Είναι πού δέν γίνεται νά τή γλιτώσεις ἀπό τό κουφάρι σου, ν’ ἀπαλλαγεῖς ἀπό τό πεθαμένο βάρος σου….(το καφενείο)
Φαίνεται πως «είναι τόσο πολύτιμη η βιώσιμη μοναξιά του ανθρώπου και τόσο ιδανική, που πρέπει κανείς να περιμένει μέχρι το θάνατό του για να την συνειδητοποιήσει. Αν σκεφτεί κανείς πως «οι άλλοι είναι κόλαση», τότε ο παράδεισος είναι ο θάνατος. Όταν η μονάδα αποχωρεί από το σύνολο, γίνεται ανεξάρτητη. Τότε, στις τελευταίες στιγμές της υλικής του ζωής, ο άνθρωπος μπορεί πραγματικά να καταλάβει την γαλήνη της μοναχικότητας. Τότε αρχίζει να συνειδητοποιεί πως οι φωνές των γύρω του δεν θα απασχολούν πλέον τα αυτιά του και τη θέση τους θα πάρουν, για λίγα δευτερόλεπτα, τιτιβίσματα πουλιών. Αγνές μορφές ζωής, χωρίς φθόνο, πάθος και ζήλεια1» Το ίδιο θα διαπιστώσουμε και στο άλλο παράδειγμα πιο κάτω.
Βέβαια στο εκφραστικό μοτίβο του συγγραφέα είναι και η παρουσίαση κάποιων θεμάτων με την αντιθετική τους όψη. Ο Έρωτας: λυτρωτικός και καθαρτήριος αλλά και ακανθωτός, επώδυνος και θνησιγενής. Στην Φύση ενυπάρχει το κάλλος, το μέτρον και η αρμονία, αλλά και η ασχήμια, η φθορά και ο θάνατος. Το πρόσωπο εκτίθεται με γνώση-πάθος, πνευματική εγρήγορση, ακέραιο και ευτυχές, αλλά και διχασμένο, μονήρες, απελπισμένο, ακροβατώντας μεταξύ ζωής και θανάτου. Έτσι και το θέμα «καφενείο» έχει και την θετική του πλευρά, όπως τουλάχιστον παρουσιάζεται στο κείμενα : «η γνωριμία», και εμμέσως στα: «τα τσίπουρα», «το σκηνικό» και στις «οι προθέσεις». Είναι ένας δημόσιος χώρος συγκέντρωσης των πολιτών, όπου βρίσκουν την ευκαιρία να διασκεδάσουν, αλλά και να προβληματιστούν, να εκφράσουν τις απόψεις τους, τις ανησυχίες τους, τις αντιλήψεις τους, να σχολιάσουν κριτικά, θυμόσοφα, πρόστυχα, ειρωνικά, και…με όποιον άλλο τρόπο ανέχεται η παρέα, η παρευρισκόμενη συντροφιά.
Το «καφενείο» σε τούτη την περίπτωση «διαμορφώνεται» ως χώρος εκτόνωσης, επαφής και ψυχαγωγίας, όπου λειτουργεί ως τρόπος συνάντησης ευκαιριακά ή προγραμματισμένα, προορισμένος για συζητήσεις, ανταλλαγή απόψεων, συγκρούσεων, διαξιφισμών για τοπικά, εγχώρια ή διεθνή θέματα από «πολυμαθείς», «ευρυμαθείς» και «παντογνώστες» εν είδη «λαϊκής βουλής της Παρέας». Και όλα αυτά βέβαια συνοδευόμενα από τον γλυκό, μέτριο, πολλά βαρύ, καφέ ή την λεμονάδα, το κρασάκι, το τσίπουρο με τον ανάλογο μεζέ, το χειροποίητο γλυκό του κουταλιού, το τάβλι κ.λπ.
Σε έναν τέτοιο καφενείο έχει κάποιος την δυνατότητα και την ευχέρεια να συναντήσει: αυθεντικά, λαϊκής ψυχής πρόσωπα, που αντιπροσωπεύουν μια άφθαρτη γνησιότητα, με ασυμβίβαστη και αδούλωτη συνείδηση. Στα μάτια του ποιητού μεγενθύνονται – όπως ειπώθηκε και πιο πάνω - και γίνονται αλύγιστα σύμβολα έναντι της μιζέριας, της μοιρολατρίας και του αγελαίου συρμού των πολλών, αλλά και χωρίς να κάμπτονται και από τα δικά τους ακόμη λάθη ή πάθη, γιατί έχοντας επίγνωση της κατάστασης δεν χάνουν την αρχοντιά ακόμη και όταν οδεύουν σε μια «αυτοκαταστροφική επιλογή». «Γέρος ο μπάρμπα 'Ντώνης: ένας τεράστιος ρυτιδωμένος γίγαντας που χώραγε ίσα - ίσα στην αφέλεια της παιδικής ματιάς μου. Ιερογλυφικό, βασανισμένα σκαλισμένο σε παιδευμένη σάρκα….Έλεγε ο μπάρμπας ο Αντώνης, ζωή να 'χει, με κουβέντες και με τσίπουρο. Λόγια συβρασμένα μέσα στην αψάδα του ξερικού σταφυλιού και στον ίσκιο της φωτιάς, ζυμωμένα στα ρόζια της παλάμης και στην ακάμωτη ελπίδα.
Όταν, εν πάση περιπτώσει, το τσίπουρο δεν κατέβαινε πια, μα ανέβαινε, τότες: ο μπάρμπα 'Ντώνης είχε χάσει πια τον λογαριασμό των αναστεναγμών απ' το Μέτωπο, και το μοναδικό του μέλημα, όπως και το καλό του μάτι, αποσκοπούσαν στις άδειες καράφες και στη γιόμιση τους με το απόσταγμα της νύχτας και της νιότης του.
Ωσάν γιγάντιος μουσικός που μοιράζει νότες σ' έναν αποσταμένο κόσμο προκειμένου να τον εναρμονίσει με τον ψίθυρο του ρυακιού και το σιγοτράγουδο της κουμαριάς και να τόνε ξεκουράσει.
Σ' αυτή τη βρύση χάθηκε ετούτος με τη γλουπιά στο στόμα. Τον ήβραμε τον έρμο γαλήνια πνιμένο….Μονάχα στην καρδιά του μπάρμπα 'Ντώνη έκαιγε ζεστή, καλή φωτίτσα. Που κάθε λίγο και λιγάκι φούντωνε σαν πυρκαγιά, σαν για να πάρει φωτιά η πλάση όλη.
Και που άφηνε στα παγωμένα τσιροπούλια και στα αποκαμωμένα από το ψύχος κοτσύφια απάγκιο τόπο να στήσουν τη φωλιά τους και τον ερωτά τους. Στην καρδιά του».
Ο θάνατος λειτούργησε εδώ αντίστροφα: ως ο «παράδεισος» για την έξοδο από την «κόλαση» των αδυναμιών του … αφήνοντας όμως αγαθή ανάμνηση και την εκτίμηση «των άλλων».
- 1. Η κόλαση και οι άλλοι, http://shadowpoets.blogspot.gr