Δημητρίου Μίχα
IV. Τὸ Μαντήλι στὸ τραγούδι: «Ο Μενούσης»
Ἐπίσης σὲ ἕνα πολὺ δημοφιλὲς δημοτικὸ τραγούδι «ὁ Μενούσης»22 , γίνεται ἀναφορὰ γιὰ πρότασι ἀπὸ ἄνδρα πλυσίματος τοῦ μαντηλιοῦ του καὶ ἀποδοχὴ ἀπὸ τὴν γυναίκα πού συνάντησε σὲ ἕνα πηγάδι, πρᾶγμα πού σημαίνει, σύμφωνα μὲ τὰ τότε εἰωθότα, πώς ἐνέδωσε στὴν ἐρωτικὴ πρόκλησι- πρόσκλησι, μὲ τραγικὰ ὅμως ἐπακόλουθα.
Ἡ ἀφήγησι παρ’ ὅτι εἶναι γνωστὴ, ἔχει ὡς ἑξῆς: Σέ μιά εὔθυμη ἀρχικὰ ἀτμόσφαιρα, σὲ κάποια λαϊκὴ ταβέρνα (κρασοκαπηλειό) τρεῖς φίλοι, ὁ Μενούσης (ἀγὰς), ὁ Μπιρμπίλης, καὶ ὁ Μεχμὲτ ἀγάς (κατ’ ἄλλη παραλλαγή ὁ Ρασούλ ἀγάς ) μεθοκοποῦν23
Στά πολλὰ πού λέγονται ἐκεῖ μεταξὺ τῶν ἀστεϊσμῶν καὶ πάνω στὴν μέθη, ἔρχεται ἡ κουβέντα καὶ στὶς ὄμορφες γυναίκες… Ὁ Μεχμὲτ ἀγὰς λέει στὸν Μενούση : «Ὄμορφη γυναίκα ἔχεις», ἐκεῖνος πειραγμένος τὸν ρωτᾶ: «πού τὴν εἶδες πού τὴν ξέρεις καὶ τὴ μολογᾶς», ὁ Μεχμὲτ τοῦ ἀπαντᾶ: «Ψὲς τὴν εἶδα στὸ πηγάδι πού ‘παιρνε νερὸ / καὶ τῆς δίνω τὸ μαντήλι καὶ μοῦ τὸ ‘πλυνε» (ἔνδειξι ἀπιστίας ὡς πρόθεσι) καὶ στὰ ἀκριβέστερα πειστήρια πού ζητᾶ ὁ Μενούσης γιὰ τὸ "τὶ φοροῦσε", ὁ Μεχμὲτ ἐπιπόλαια ἀναφέρει τὸ πειστήριο τῆς ἀπιστίας: «Ἀσημένιο μεσοφόρι με χρυσό φλουρί.», (ἐνεργητικὴ ἀπιστία). Τότε ὁ Μενούσης θολωμένος ἀπὸ τὸ μεθύσι καὶ τὴν ζήλεια πηγαίνει στὸ σπίτι καὶ τὴν σκοτώνει τὴν … «ἄπιστη». Ὅταν ὅμως διαπιστώνει ξεμέθυστος τὴν ἀποτρόπαια καὶ ἄδικη πρᾶξι του, ὀδυρόμενος καὶ κλαίγοντας, τὴν καλεῖ νὰ «σηκωθῆ» πλέκοντας εἰς μάτην τὴν ὀμορφιὰ της.
Οἱ στίχοι τοῦ Τραγουδιοῦ «Ὁ Μενούσης»
Ὁ Μενούσης, ο Μπερμπίλης κι ο Ρεσοὺλ Ἀγάς,
σὲ κρασοπουλειὸ πηγαῖναν γιὰ νὰ φᾶν νὰ πιοῦν.
Κεῖ πὁύ τρῶγαν, κεῖ πού πίναν καὶ πού γλένταγαν,
κάπου πιάσαν τὴ κουβέντα γιὰ τὶς ὄμορφες.
Ὄμορφη γυναίκα ποὔ `χεις βρὲ Μενοὺσ’ Άγά!
Ποῦ τὴν εἶδες, ποῦ τὴν ξέρεις καὶ τὴ μολογᾶς;
Χθες τὴν εἶδα στὸ πηγάδι πού `παῖρνε νερὸ
καὶ τῆς `δῶσα τὸ μαντήλι καὶ μοῦ τὸ `πλύνε.
Ἂν τὴν ξέρεις κι ἂν τὴν εἶδες, πὲς μου τι φορεῖ ;
Ἀσημένιο μεσοφόρι μὲ χρυσό φλουρί.
Κι ὁ Μενούσης, μεθυσμένος πάει τὴν ἔσφαξε .
Τὸ πρωί ξεμεθυσμένος πάει την ἔκλαψε .
Σήκω πάπια μ’ , σήκω χήνα μ’ , σήκω πέρδικα μ’ .
Σήκω λούσου και χτενίσου κι ἔμπα στο χορό.
Νὰ σὲ δοῦν τα παλληκάρια να μαραίνονται.
Νά σὲ δῶ κι ἐγὼ ὁ καημένος καὶ νά χαίρομαι.
Σὲ κάποιες παραλλαγὲς τοῦ τραγουδιοῦ ὑπάρχουν οἱ ἀνωτέρω «ἐμβόλιμοι /πρόσθετοι στίχοι» (9ος και 10ος ἐδῶ ) ἐρωταπαντήσεων γιὰ νὰ τονιστεῖ ἐντονώτερα τὸ «ἀλάθητο» πειστήριο τῆς ἀπιστίας, ὅταν γίνεται ἀναφορὰ γιὰ τὴν "μὴ ἐμφανῆ" ἐνδυμασία τῆς γυναίκας, ὅπως γιὰ τὸ «Ἀσημένιο μεσοφόρι μὲ χρυσὸ φλουρὶ.» Τό μεσοφόρι εἶναι κοντὸ γυναικεῖο ροῦχο πού φοριέται κάτω ἀπὸ τὴ φούστα, μεσοφούστανο, σὰν κομπιναιζόν τῆς ἐποχῆς. Ὅταν ἡ βαριὰ παραδοσιακὴ ἐνδυμασία τῆς Θεσπρωτίας καὶ τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τῆς Ἠπείρου δὲν ἐπέτρεπε νὰ διακρίνει, ἀδιάκριτο μάτι, ὁποιοδήποτε σωματικὸ μέρος, πολλῷ μᾶλλον γυμνῆς του ὑποψίας, ἡ φανέρωσι ἑνὸς «ἐσωτερικοῦ» ρούχου, ἀποδείκνυε σοβαρὴ ἠθικὴ παρεκτροπὴ καὶ γιὰ τὴν ἔγγαμη γυναίκα προδοσία τοῦ οἰκογενειακοῦ δεσμοῦ.
(εἰκ. ἀπὸ: https://itravlpoetry.com/ o menousis
Καὶ ἐπειδὴ ἡ γυναικεία κυρίως φορεσιὰ ὑποτάσσεται σὲ κανόνες παράδοσης, ἤθους, πίστης καὶ συνοχῆς τῆς οἰκογένειας, ἀλλὰ καὶ τῆς κοινωνικῆς ὁμάδας, ὁποιαδήποτε παρέκκλισι ἀπὸ τὸν παραδεδομένο τρόπο ζωῆς προσβάλλει καὶ τὴν συλλογικὴ ἠθική. Ἆρα ἡ γυναίκα καὶ ὁ γάμος της διαρθρώνει ἀπὸ τὴν πλευρὰ της ὅλο τὸ σύμπλεγμα τῆς τοπικῆς ζωῆς, τὸ ὁποῖο δὲν ἀρκεῖ νὰ «εἶναι» ἀλλὰ καὶ νὰ «φαίνεται», μὲ τὸ περιεχόμενο πού τὸ ἐννοοῦν, ἐνάρετο.
Αὐτὸ φυσικά δὲν δίνει λογικὴ ἐξήγησι γιὰ τὴν ἀκραία, ἄδικη καὶ παράλογη στάσι τοῦ θύτη ἄνδρα, προβάλλει ὅμως τὴν θέσι ἐκείνων πού πιστεύουν ὅτι σὲ ἕνα τέτοιο αὐστηρὸ πλαίσιο κανόνων, περιβεβλημένο καὶ μὲ θρησκευτικὸ μανδύα, παγιδευμένοι καὶ, θύματα εἶναι καὶ ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι τῆς ὁμαδικῆς ζωῆς.
Ἡ Εὐτ. Λιάτα ἐξηγεῖ ὅτι τελικὰ ἡ γυναίκα τοῦ Μενούση ἔπεσε θύμα ὄχι τῆς «ἀπιστίας» ἤ τῆς «ἀνηθικότητας» της, ἀλλὰ ἑνὸς ἰδιότυπου νεωτερισμοῦ της. Ἡ γυναίκα του τιμωρεῖται ὄχι γιὰ τὴν ἀπιστία της, πραγματικὴ ἤ φανταστική, ἀλλὰ γιὰ τὸν ἀέρα τοῦ νέου ἤθους πού φαίνεται νὰ φέρνει ἡ τολμηρὴ συμπεριφορὰ της, βρίσκοντας κερκόπορτα νὰ βγῆ ἀπὸ τὴν ἰδιότυπη φυλακὴ ἑνὸς πατριαρχικοῦ κατεστημένου. Καὶ ὁ διαχρονικὸς Μενούσης παίγνιο τῆς ὅποιας ἠθικῆς προκατάληψης, ὀργῆς ἤ ἐγωισμοῦ , συκοφαντίας, μανίας ἤ πάθους, στὴν συλλογικὴ συνείδησι εἶναι τὸ τραγικό, κυνηγημένο ἀπὸ τὶς ἐρινύες του πρόσωπο πού «περιφέρεται ἀσταμάτητα αἰῶνες τώρα ζητώντας τὴ δικαίωση καὶ τὴ λύτρωση μέσα ἀπὸ τὴ χαρὰ καὶ τὸν καημὸ τῶν ἄλλων»24
Σημειώσεις
- Ἡ ἱστορικὸς Εὐτυχία Λιάτα, ἔγραψε σχετικὸ βιβλίο, «Ὁ Μενούσης, ἱστορία καὶ παράδοση» (Εθνικό Ἵδρυμα Ἐρευνῶν, Ἰνστιτοῦτο Νεοελληνικῶν Ἐρευνῶν, 2011» καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀναφέρει τὶς παραλλαγὲς καὶ τὶς ἀποκλίνουσες περιπτώσεις (100 διαφορετικὲς παραλλαγές), τὴν δομικὴ ἀνάλυσι τοῦ τραγουδιοῦ καὶ τὰ τεχνικὰ χαρακτηριστικὰ του, τὸ γλωσσάρι στὸ τέλος, τὴν ἱστορικότητὰ του καὶ τὴν χρονολόγησὶ του καθὼς καὶ τὸν τρόπο καὶ τὸ σκηνικὸ διασκέδασης, τὴν μοιραῖα συνάντησι τῶν φίλων, τὰ πειστήρια τῆς προδοσίας τῆς γυναίκας, τὸν φόνο καὶ τὴν μετάνοια τοῦ Μενούση. / Καὶ ἀπὸ τὴν Παρασκευὴ Κ. Τσιμοπούλου, «Διδακτικὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας μὲ παραδοσιακὰ τραγούδια», Φλώρινα 2023,σελ. 19-21, διαβάζουμε «Ποῦ ὀφείλεται ἡ δημοτικότητα καὶ ἡ διαχρονικότητα τοῦ τραγουδιοῦ, ἡ ἐξάπλωση του σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα καὶ οἱ πάμπολλες χρήσεις του σὲ διαφορετικὲς ἐκδηλώσεις τοῦ κοινωνικοῦ βίου; Τραγουδιέται ὡς τραγούδι τῆς τάβλας, ὡς τραγούδι τοῦ γάμου ἀκόμη καὶ ὡς νανούρισμα. Χορεύεται ἀπὸ ἄντρες καὶ γυναῖκες, σὲ ἀργούς καὶ γρήγορους χορούς, ἐνέπνευσε διασκευὲς σὲ συνθέτες μὴ παραδοσιακῆς μουσικῆς (Γιώργος Κατσαρός, Βαγγέλης Παπαθανασίου κ.ά.) καὶ ἐπιχειρήθηκε ἀκόμη καὶ κινηματογραφικὴ μεταφορὰ τοῦ στὴ δεκαετία τοῦ ’60 («Ο Μενούσης», σκηνοθεσία Βασίλης Κονταξής, 1969).
- Πολλοὶ παρουσιάζουν τὸ περιστατικὸ ὡς πραγματικὸ καὶ ὅτι ἔχει συμβῆ σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ χωριὰ τῆς Βορείου Ἠπείρου γύρω στὸ 1840, τὴν ἐποχὴ δηλαδὴ τῆς τουρκοκρατίας. Τότε ποὺ ἦταν σὲ ἐξέλιξι οἱ Τουρκικὲς μεταρρυθμίσεις φιλελευθεροποίησης (Τανζιμάτ) καὶ σχετικῆς ἀπεξάρτησης ἀπὸ τὴν μουσουλμανικὴ ἐκπαίδευσι καὶ τὸ Δίκαιο. Καταγράφουν τὸν Μενούση ὡς Ἀλβανὸ ληστὴ, τὸν Μπιρμπίλη ὡς Ἀλβανὸ λήσταρχο - (ἄλλοι, αὐτοὺς τοὺς δύο τους παρουσιάζουν ὡς Ἕλληνες) - ἐπίσης καὶ τὸν Τοῦρκο Μεχμὲτ- ἀγᾶ ὡς φίλο τους. Μάλιστα παρουσιάζουν τὸν παράνομο Μπιρμπίλη νὰ ἔχει συλληφθῆ, δικασθῆ καὶ ἐκτελεσθῆ ἀπὸ τουρκικὸ φυσικὰ δικαστήριο στὰ Γιάννενα τὸ 1850.
- ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΚΟΥΖΕΛΗ, «Ο Μενούσης»: Ένα τραγούδι με ιστορία,