Ἀπὸ τὴν Θεατρικὴ παράστασι τῆς Ἀντιγόνης Σοφοκλέους ἀπὸ τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Λύκειο τῆς Ριζαρείου τὸ 2015 ποὺ εἶχε προξενήσει μεγάλη ἐντύπωσι [1]
Δημητρίου Μίχα
Οἱ περιπτώσεις Ἡρακλῆ καὶ Ἀντιγόνης τοῦ Σοφοκλῆ –
Μήδειας καὶ Φαίδρας τοῦ Εὐριπίδη
Ὁ Ἔρωτας στὸ ἀρχαῖο δράμα μὲ τὴν ρωμαντική, διαλεκτικὴ καὶ συναισθηματικὴ του μορφὴ ποὺ πληροῖ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξι ὡς σχέσι μεταξὺ τῶν προσώπων καὶ λειτουργεῖ ὡς ἔκφρασι καταλυτικῆς δύναμης μὲ σκοπὸ νὰ διαμορφώσει τὴν ἐξέλιξι τῆς πλοκῆς μιᾶς τραγωδίας, εἶναι σχεδὸν ἄγνωστο θέμα.
Τύπος Σαιξπηρικῆς ἐρωτικῆς ἀφήγησης Ρωμαίου καὶ Ἰουλιέτας δὲν θὰ συναντήσουμε, γιατὶ ἡ ἐποχὴ εἶναι πολὺ διαφορετικὴ καὶ ἡ θέσι τῆς γυναίκας σχεδὸν περιθωριακή, ἀποκλεισμένη κατὰ κύριο λόγο ἀπὸ τὸν δημόσιο χῶρο· προχωροῦσε σὲ γάμο μὲ βάσι τὶς συμφωνίες τῶν ἀρρένων συγγενῶν καὶ ἔτσι δὲν ταίριαζε νὰ ἐκδηλώνει ἐρωτικὰ αἰσθήματα δημοσίως. Ὅταν γιὰ παράδειγμα ὁ Εὐριπίδης παρουσίασε σὲ προγενέστερη ἐκδοχὴ τὴν τραγωδία Ἱππόλυτος («Καλυπτόμενος», ὅπως ὀνομάστηκε ἀργότερα γιὰ νὰ διαχωρίζεται ἀπὸ τὴν γνωστὴ τραγωδία: Ἱππόλυτος Στεφανίας ἢ Στεφανηφόρος τοῦ 428 π.Χ) κατὰ τὴν ὁποία ἡ Φαίδρα ἐξομολογεῖτο ἡ ἴδια τὸν ἔρωτά της στὸν προγονὸ της, πάνω στὴν σκηνὴ (δημόσια), ἡ παράστασί του θεωρήθηκε ἰδιαιτέρως προκλητικὴ καὶ ξένη πρὸς τὰ ἤθη τῆς πόλης, γι’ αὐτὸ καὶ εἶχε παταγώδη ἀποτυχία, ἀφοῦ ἀποδοκιμάστηκε (γιουχαΐστηκε) μὲ τὸν πλέον ἔντονο τρόπο ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους θεατές.
Ἀπὸ τοὺς τρεῖς μεγάλους τραγικούς, ὁ Αἰσχύλος δὲν κάνει καμμία ἀναφορὰ στὸν Ἔρωτα καὶ ἡ ὁποιαδήποτε ὄψι του – φωτεινὴ ἢ σκοτεινὴ - ἀπουσιάζει ἐντελῶς. Ὁ Ἔρωτας εἰσάγεται γιὰ πρώτη φορὰ – ἀπὸ τὶς σωζόμενες τραγωδίες- τὸ 450 π.Χ. περίπου ἢ κατ’ ἄλλους πιθανώτερο νὰ εἶναι τὸ 440 π.Χ, ὅταν παίχτηκε ἡ τραγωδία «Τραχίνιαι» τοῦ Σοφοκλῆ. Ὁ τραγωδὸς ἐνσωματώνει σὲ ἕνα μυθολογικὸ ὑπόστρωμα τοῦ ἥρωα Ἡρακλῆ, τὸν σφοδρό, ἄγριο καὶ ζωώδη – ἀπὸ τὶς συνέπειες του – ἔρωτα του πρὸς τὴν Ἰόλη, θυγατέρα τοῦ βασιλιᾶ τῆς Οἰχαλίας, γιὰ τὴν κατάκτησι τῆς ὁποίας καταστρέφει τὴν πόλι, σκοτώνει μὲ δόλο τὸν πατέρα της Εὔρυτο καὶ τὸν ἀδελφὸ της Ἴφιτο.
Ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε ἀφήσει στὴ πόλι Τραχίνα τὸν γιὸ του Ὕλλο μὲ τὴν γυναῖκα του Δηιάνειρα προκαλώντας γιὰ τὸν νέο ἔρωτα του τὴν ἀφόρητη ζήλεια της. Γιὰ νὰ μὴν τὸν χάσει τοῦ στέλνει τὸν χιτῶνα του ποτισμένο μὲ τὸ θανατηφόρο αἷμα τοῦ Κένταυρου Νέσσου μὲ τὴν ἐλπίδα, ὅπως τὴν εἶχε συμβουλέψει ὁ Νέσσος ψευδῶς λίγο πρὶν πεθάνει, νὰ ξανακερδίσει τὴν ἀγάπη του. Ὁ Ἡρακλῆς ἀνυποψίαστος ὅταν τὸν φορεῖ ὁδηγεῖται στὸν θάνατο κάτω ἀπὸ ἀφόρητους πόνους, ἐνῶ ἡ Δηιάνειρα ὅταν μαθαίνει τὰ συμβάντα αὐτοκτονεῖ κυριευμένη ἀπὸ τὶς ἐνοχὲς της.
Ὁ Ἔρωτας στὸν Σοφοκλῆ (στὸ πρόσωπο τοῦ θεϊκοῦ Ἡρακλῆ: εἶναι γιὸς τοῦ Δία, ὁ ὁποῖος πῆρε τὴ μορφὴ τοῦ Ἀμφιτρύωνα γιὰ νὰ συνευρεθῆ κρυφὰ μὲ τὴν Ἀλκμήνη) μετασχηματίζεται σὲ ἄκρατη μανική ὁρμὴ πρὸς τὸ ἀντικείμενο ἐπιθυμίας, στερημένος ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς «ποιητικῆς ἱερότητας» του καὶ ὁποιασδήποτε ἀρετῆς τῆς σωφροσύνης ποὺ εἶναι ἐνδεδυμένος στὴν «ἐρωτικὴ μανία» τοῦ Πλάτωνα. Ἐδῶ ἐκδηλώνεται μὲ τὸ προσωπεῖο τῆς ἀνεξέλεγκτης (ἄλογης), τρομακτικῆς δύναμης ποὺ ἐλλοχεύει στὰ ἐσώτατα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, καὶ ἡ ὁποία ὅταν ἐκρήγνυται διασαλεύει τὴν εὔρυθμη τάξι τῶν πραγμάτων. Κλονίζει συθέμελα θεμελιώδεις θεσμούς, ὅπως τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογένειας, τὴν «αἰδὼ καὶ δίκη» τῆς κοινωνίας (τὴν ἁρμονία σχέσεων πολιτῶν καὶ τῶν θεσμίων καὶ εὐνόμων μιᾶς κοινωνίας: καταστροφὴ Τροίας μὲ τὸν ἔρωτα τοῦ Πάρι, Οἰχαλίας) καὶ ἀντιστρέφει ἐντελῶς τὴν ὀμορφιά, τὴν εὐγένεια καὶ εὐπρέπεια τοῦ ἤθους τῶν ἀτόμων, σὲ βία, καταστροφὴ καὶ θάνατο.
Ὁ ἐμμονικά ἐρωτευμένος Ἡρακλῆς, μοιάζει μὲ ἐνεργούμενο τῆς εἱμαρμένης (πεπρωμένου) ποὺ ἀπαρέγκλιτα παρασύρει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν εὐτυχία – εὐδαιμονία στὴν δυστυχία καὶ διάλυσι. Ἡ κίνησι «πρὸς τὴν μοιραῖα αὐτὴ ὁδὸ» εἶναι ἀναπότρεπτη ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς θεούς, ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ δρώμενα τοῦ γιοῦ τοῦ Δία (Ἡρακλῆ), γι’ αὐτὸ στὸ ἔργο, ἐνῶ ἡ σκιὰ τοῦ Δία ἐπικρέμαται, ὅμως θεϊκὴ παρέμβασι στὰ ἀνθρώπινα … δὲν ἐμφανίζεται. Στὸν Σοφοκλῆ, οἱ θεοὶ ἐδῶ ἱκανοποιοῦν τὸ αἴσθημα λατρείας τῶν ἀνθρώπων χωρὶς τὴν συναισθηματικὴ καὶ ψυχολογικὴ παρέμβασι τους, σὰν νὰ εὑρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὸ χρόνο καὶ τὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων.
Ἔτσι διαγράφεται μία ἀπουσία ἐπικοινωνίας μεταξὺ τῶν Ὀλυμπίων καὶ τῶν ἀνθρώπων στὰ ἔργα του γιὰ νὰ τονίσει ὁ ποιητὴς τὸ «πρέπον» τῶν θεῶν ποὺ εἶναι ἡ τήρησι - ὡς ἐγγυηταὶ - τοῦ «μέτρου» καὶ τῆς εὖ-ταξίας τῆς ἀτομικῆς καὶ κοινωνικῆς εὖ-νομίας.
Ὁ μέγιστος τῶν ἡρώων Ἡρακλῆς «ἐκπίπτει» στὴν χείριστη τῶν ἀνθρώπων φύσι μὲ τὶς πράξεις του καὶ οἱ θεοὶ ἀπόμακρα νὰ εἶναι μόνο μάρτυρες στὸ «θέατρο» τῶν ἐνεργειῶν του. Στὸ μαρτυρικὸ ἀπὸ τοὺς πόνους τέλος τῆς ζωῆς του «μαθαίνει» ὅτι τὰ «παθαίνει» ὅλα ἀπὸ μιὰ «καθαιμακτόν» (μολυσμένη) κληρονομιὰ (ὡς προπατορικὸ ἁμάρτημα) ποὺ λειτουργεῖ ὡς «Τίσις» καὶ «Νέμεσις» ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποφύγει κανεὶς (Μοῖρᾳ, Πεπρωμένο), ἀσχέτως ἂν ἐμμέσως προειδοποιεῖται ἀπὸ «μηνύματα» καὶ χρησμούς. Ὁ Ἔρωτας στὴν σωματικὴ ὑπερδύναμι τοῦ Ἡρακλῆ καὶ στὴν ἔνδοξη φήμη του, λειτουργεῖ αὐτόνομα καὶ ἰσοπεδωτικὰ ἀπεναντί τους και φαίνεται νὰ ἔχει καταστεῖ λειτούργημα τῆς Μοίρας γιὰ νὰ ἐκφραστεῖ ἡ ἀκραία καταστροφική, μανική του δύναμι.
Συμπερασματικά μπορεῖ νὰ εἰπωθῆ ὅτι στὶς Τραχίνιες, ὁ Ἔρωτας τοῦ Ἡρακλῆ μορφοποιεῖται σὲ «μανικόν δαίμονα» καὶ ζωῶδες πάθος ποὺ προξενεῖ «ἄδερκτον ἐξοίνησιν», (τυφλὴ μέθη), δηλ. παντελῆ σύγχυσι στὴν ἀνθρώπινη βούλησι (ἀκρασία), ἐνῶ ταυτόχρονα δὲν ἀντιλαμβάνεται τὴν πεπερασμένη θνητότητα του (ἄγνοια τῆς ὕβρεως) ἐνώπιον τῶν καθορισμένων ὁρίων ἀπὸ τοὺς ἀθανάτους θεούς. Ὁ Σοφοκλῆς, μὲ τὸν λόγο τῆς Ἀντιγόνης, τὸ διακηρύσσει ὡς πιστεύω του καὶ στὴν ὁμώνυμη τραγωδία στίχ. 450-457 [2] , ἀπαντώντας ἡ ἡρωίδα στὰ διατάγματα τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας τοῦ σκληροῦ καὶ ἀλαζόνα Κρέοντα, τονίζοντας τὴν ἀπόλυτη καὶ σαφῆ διάκρισι τῆς θεϊκῆς καὶ τὴν ἀνθρώπινης διάστασης τῶν κειμένων πραγμάτων, καὶ ὄχι μόνο τὴν ὕπαρξι τοὺς ἀλλὰ καὶ πὼς ἡ ἄγνοια τους ἢ ἡ περιφρόνησι τους θὰ ἔχει τραγικὲς συνέπειες.
Ναὶ, γιατὶ δὲν ἦταν ὁ Δίας ποὺ μοῦ τὰ διέταξε αὐτὰ (τὴν μὴ ταφὴ τοῦ Πολυνίκη), οὔτε ἡ συγκάτοικος τῶν κάτω θεῶν ἡ Δικαιοσύνη ὅρισε τέτοιους νόμους στοὺς ἀνθρώπους, οὔτε πίστευα ὅτι ἔχουν τόση δύναμι οἱ διαταγὲς σου ὥστε τοὺς ἄγραφους καὶ ἀπαρασάλευτους νόμους τῶν θεῶν νὰ μπορεῖς ἐσύ, ἂν καὶ εἶσαι θνητός, νὰ τοὺς ξεπεράσεις. Γιατὶ (αὐτοὶ) δὲν ὑπάρχουν σήμερα καὶ ἐχθές ἀλλὰ ἔχουν αἰώνια ἰσχὺ καὶ κανεὶς δὲν γνωρίζει ἀπὸ πότε φανερώθηκαν.
Στὴν «Ἀντιγόνη»[3] βέβαια, τὸ βασικὸ θέμα ποὺ διαπραγματεύεται ὁ Σοφοκλῆς εἶναι: ἡ σύγκρουσι ἀνάμεσα στὸ φυσικὸ ἄγραφο δίκαιο (π.χ. ἠθικό, ἱερὸ καθῆκον ἡ ταφὴ ἑνὸς ἀνθρώπου, χωρὶς προϋποθέσεις) καὶ στὸ θετικὸ δίκαιο τῆς πόλης (ἡ διὰ “νόμου” ἀπαγόρευσι νὰ ταφῆ κάποιος). Θὰ ἐπικεντρωθοῦμε ὅμως στὸ 3ο στάσιμο στίχ: 781-805, ποὺ εἶναι ἕνας ὕμνος στὸν Ἔρωτα καὶ θεωρεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ λογοτεχνικώτερα κομμάτια τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας.
|
ΧΟΡΟΣ στρ. α' Ἔρωτα ἀνίκητε στὴ μάχη, Ἔρωτα ποὺ σκλαβώνεις ἐκείνους ποὺ χτυπᾶς, Ἐσὺ ποὺ στὰ τρυφερὰ μάγουλα τῆς κόρης ξενυχτᾶς καὶ περνᾶς πάνω ἀπ’ τὸ πέλαγος καὶ στῶν ἀγροτῶν τὰ σπίτια τριγυρνᾶς. Καὶ ἀπὸ Σένα κανεὶς δὲν μπόρεσε, μήτε ἀπὸ τοὺς θεούς, μήτε ἀπ’ τοὺς ἐφήμερους (θνητοὺς) ἀνθρώπους νὰ ξεφύγει. Κι' αὐτὸς ποὺ 'σ’ ἔχει, καταντάει τρελὸς. Ἒσὺ καὶ τῶν δικαίων τοὺς λογισμούς, σὲ ἀδικίες παρασύρεις γιὰ τὴν καταστροφὴ τους. Ἐσὺ κι' αὐτὴν τὴν ἔχθρα ἔχεις ἀνάψει ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους συγγενεῖς• καὶ νικάει ὁ πόθος γιὰ τὰ ὡραῖα μάτια τῆς πανέμορφης γιὰ γάμο κόρης, καὶ ἀνάμεσα στοὺς μεγάλους νόμους τοῦ κόσμου στέκεσαι γιατὶ ὅλους τοὺς ἐμπαίζει ἡ ἀκαταμάχητη θεὰ Ἀφροδίτη. |
Βρισκόμαστε ἀμέσως μετὰ ἀπὸ μιὰ ἔντονη ἀντιπαράθεσι πατέρα καὶ γιοῦ, τοῦ βασιλιᾶ Κρέοντα ἀπὸ τὴν μιά, ποὺ πῆρε τὴν ἀπόφασι, ὡς ὁ ἀπόλυτος ἄρχων τῆς πόλης νὰ τιμωρήσει μὲ θάνατο τὴν Ἀντιγόνη, ἐπειδὴ παρὰ τὴν διαταγὴ του - μὲ ποινὴ θανάτου - ἔθαψε τὸν ἀδελφὸ της, καὶ τοῦ Αἴμονα ἀπὸ τὴν ἄλλη, ποὺ εἶναι ἐρωτευμένος μαζὶ της νὰ προσπαθεῖ νὰ τὸν μεταπείσει (στίχ. 635-780) γιὰ νὰ ἄρει τὴν διαταγὴ του. Ὁ Κρέων ἀπαξιώνει μὲ πολὺ προσβλητικὸ καὶ ἀκραῖο ὑποτιμητικὸ λόγο τὸν ἔρωτα τοῦ γιοῦ τοῦ πρὸς τὴν Ἀντιγόνη, καὶ ὁ Αίμων ἀπὸ τὴν ἄλλη παρὰ τὸν εὔστροφο ἑλιγμὸ τοῦ νὰ μὴν δείξει φραστικὰ ἀσεβὴ συμπεριφορὰ στὸν πατέρα τοῦ, τελικὰ δὲν τὸν ἀποφεύγει.
Ὁ χορὸς τότε, παρακινημένος ἀπὸ αὐτὴ τὴν σύγκρουσι «μὲ μιὰ θαυμάσια ἀποστροφή, μὲ λυρικὴ διάθεση καὶ ἔξαρση, διακατεχόμενος ἀπὸ θαυμασμὸ καὶ δέος πρὸς τὴ θεότητα, ψάλλει τὴ μυστηριώδη δύναμη καὶ τὴν ἀπεριόριστη μεγαλειώδη κυριαρχία τοῦ Ἔρωτα, τὰ γνωρίσματα τοῦ, τὶς ἰδιότητες (καταλυτική-καταστροφική, δημιουργικὴ) καὶ τὴ θεία φύση του»[4].
Παρουσιάζει τὸν ἔρωτα ὡς τὴν ἀκατάβλητη δύναμι ποὺ ὁρίζει τὴν ἀνθρώπινη μοῖρα∙ κι' ὅταν κάποιος ἐμπέσει στὰ δίχτυα του θὰ βιώσει μοιραῖα τὸν πόνο του. Ὃ ἔρωτας γιὰ τὸν χορὸ (ὁ χορὸς ἐκφράζει τὴν λαϊκὴ πίστι καὶ τὴν κοινωνικὴ συνείδησι τῆς πόλης) εἶναι ὁ κυρίαρχος φυσικὸς νόμος, ἡ ἔκφρασι ἑνὸς ἀνώτερου ρυθμοῦ καὶ ἡ ἔσχατη πηγὴ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ἡ ὕψιστη ἐπιταγὴ τοῦ «Εἶναι» μας. Εἶναι τὸ αἴνιγμα ἑνὸς ἀνώτερου ἀνερμήνευτου ρυθμοῦ μὲ μυστήρια ἐπιρροὴ ποὺ δὲν ἀφήνει ἀνέγγιχτο οὔτε θεὸ οὔτε ἄνθρωπο. (στίχ: 786-87) Μπορεῖ νὰ ξεκινήσει ἀπὸ τὴν ματιὰ σὲ μιὰ φωτεινὴ ὀμορφιὰ μιᾶς νεάνιδος καὶ ὁ πυρφόρος πόθος νὰ ὁδηγήσει σὲ ἀσίγαστο καὶ ἀπρόβλεπτο πάθος ποὺ αἰχμαλωτίζει καθολικὰ (λογιστικὸν- θυμοειδὲς- ἐπιθυμητικόν) καὶ νὰ καταντᾶ τὸν ἐρωτευμένο τρελὸ: «Ὁ δ’ ἔχων μέμηνεν» στίχ. 790 (καὶ αὐτὸς ποὺ τὸν ἔχει τὸν ἔρωτα τρελαίνεται).
Ἐδῶ ἔχουμε τὴν τραγικὴ ὄψι τοῦ ἔρωτα, ὅταν μοιάζει νὰ ἀποκτᾶ τὴν βιαιότητα καὶ τὴν σκληρότητα τῶν φυσικῶν νόμων, λειτουργώντας ὡς σπάθη τῆς Μοίρας ποὺ ἐπέρχεται νὰ ἐκπληρώσει τὸν σκοπὸ της. Ὁ Ἔρωτας, μὲ μορφὴ Ἰανοῦ, ἀπὸ τὴν χαρίεσσα ἡδονικὴ ὄψι, θὰ φέρει τὴν ὀδύνη καὶ ἀπὸ τὴν ἐνεργὸ καὶ δημιουργὸ δύναμι θὰ ἀποκαλύψει τὴν τραγικότητα τῆς ζωῆς.
Στὴν ἀντιστροφὴ ὁ χορός, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται συγκεκριμένα στὸν ἔρωτα ποὺ κυρίευσε τὸν Αἴμονα γιὰ τὴν Ἀντιγόνη, τονίζει ἀκριβῶς τὴν «παθογενῆ» ὄψι του ἡ ὁποία διατάραξε τὴν οἰκογενειακὴ εἰρήνη καὶ διασάλευσε ὅλες τὶς ἠθικὲς ἀξίες. Ἀπογυμνώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν δικαιοπραξία καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἀρετῆς τῆς φρόνησης ποὺ συνδέει πνευματικὰ καὶ ψυχικὰ – ἐν ἁρμονίᾳ - τὶς ἀνθρώπινες σχέσεις: ὁ Αἴμονας θὰ αἰσθανθῆ νὰ τὸν πνίγει ἡ ἀδικία ἀπὸ τὶς ἐκτιμήσεις καὶ λάθος ἀποφάσεις τοῦ πατέρα του (ἐπιβάλλει στὴν Ἀντιγόνη τὴν ποινὴ τοῦ θανάτου ἀπὸ ἀσιτία μὲ ἐγκλεισμὸ σὲ πέτρινο τάφο, προσβάλλοντας τὰ δίκαια θεῶν καὶ ἀνθρώπων: ὕβρις) καὶ ἡ ἀπόγνωσι θὰ τὸν κάνει τελικὰ νὰ ὑπερβῆ τὰ δέοντα μὲ ὀργὴ καὶ ἀσέβεια καὶ ὕστερα νὰ ἀκολουθήσει στὸν θάνατο τὴν ἀγαπημένη του, στὸ σπήλαιο τοῦ θανάτου.
Ὁ ἔρωτας τοῦ Αἴμονα ἐδῶ, εἶναι ὁ κρίκος ποὺ συνδέει τὴ μοίρα τῆς Ἀντιγόνης μὲ τὴ δικὴ του καὶ παρ’ ὅτι στὴν τραγωδία δὲν ὑπάρχει καμμία συνάντησι καὶ καμμία ἐρωτικὴ διαλεκτικὴ σκηνὴ μεταξὺ τους, διαπλέκεται ἔτσι ὥστε ὁ ἔρωτας δύο προσώπων νὰ ἐνισχύεται μὲ φορά πρὸς τὸν κοινὸ θάνατο.
Ταυτόχρονα ὁ ἔρωτας τους, ὁ ὁποῖος σὲ λίγο θὰ γίνει θυσία, θὰ εἶναι ὁ βωμὸς Τίσεως (τιμωρίας) καὶ θὰ ἀρχίσει νὰ λειτουργεῖ ἐναντίον προπάντων τοῦ ὑπερόπτη καὶ ἰσχυρογνώμονα βασιλιᾶ τῆς Θήβας[5]. Γιὰ τὸν Κρέοντα δηλ., γιατὶ ὅταν θὰ ἀναγνωρίσει τὰ λάθη καὶ τὴν ἄγνοια του σχετικὰ μὲ τὴν ἰσχὺ τῶν ἄγραφων νόμων τῶν θεῶν καὶ τὸν σεβασμὸ τῶν «ἠθικὰ πρεπόντων», θὰ εἶναι πολὺ ἀργά. Ὁ χορὸς φιλοσοφώντας θυμίζει καὶ στοὺς θεατὲς του ὅτι ὁ Κρέων δὲν προσέβαλε μόνο τοὺς θεοὺς τοῦ κάτω κόσμου, ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς ποὺ προστατεύουν τὰ δεσμὰ τῆς οἰκογενειακῆς ἀγάπης, ὅπως ἐπίσης καὶ τὸν Ἔρωτα καὶ τὴν Ἀφροδίτη, ποὺ εἶναι πολὺ μεγάλες δυνάμεις στὸν κόσμο.
Ἡ πτῶσι του βέβαια εἶχε προσημανθῆ ἀπὸ τὴν ἔμμεση φωνὴ τοῦ θεοῦ, τοῦ μάντη Τειρεσία, μόνο ποὺ ἡ τύφλωσι τῆς αὐταρχικῆς ἐξουσίας καὶ ἡ ἀλαζονικὴ συμπεριφορὰ του ἀδυνατοῦσε νὰ διακρίνει. Ἡ αὐτόβουλη «Ἐρωτικὴ θυσία» τοῦ γιοῦ του θὰ κλονίσει τὴν συνείδησι του (πάθος-μάθος) καὶ ἡ μετάνοια του θὰ εἶναι τὸ στοιχεῖο τῆς πλοκῆς πού θὰ δώσει τὴν λύσι στὸν μύθο.
Ἐν τέλει ὁ Ἔρωτας στὸν Σοφοκλῆ, μορφοποιεῖται σὲ Ὑπερκόσμια θεϊκὴ δύναμι ἡ ὁποία κυβερνᾶ τὸν κόσμο ὁλόκληρο (θεϊκὸ καὶ ἀνθρώπινο) πληροῖ μὲ ὁρμὴ τὴν πλάσι : θάλασσα καὶ στεριὰ (στίχ. 785-86), εἶναι τὸ «πάρεδρον» πνεῦμα «ἐν ἀρχαῖς θεσμῶν» (νομοθέτης καὶ ἀπόλυτος κριτὴς τῶν ἀνθρωπίνων στ'.796-797) καὶ σύναρχον (συνεξουσιάζον) τῶν ἠθικῶν νόμων : Αἰδοῦς, Δίκης καὶ Νεμέσεως, δηλ. νόμος συμπαντικὸς ὑπεράνω θεῶν καὶ ἀνθρώπων. Εἶναι τὸ μέσο μὲ τὸ ὅποιο ἡ μοῖρα, κατὰ τὸν Σοφοκλῆ, θὰ ἐκπληρώσει τὸν σκοπὸ της: δηλαδὴ τὴν ἐν ὀδύνη γνῶσι καὶ τὸ εὐμετάβλητο τῆς Τύχης. Ἡ ἡδονικὴ πληρότητα τοῦ ἔρωτα θὰ φέρει στὰ πρόσωπα τῆς τραγωδίας τὴν ὀδύνη, καὶ ὡς δύναμι μυστηριακὴ καὶ ἀκαταγώνιστη θὰ ἀποκαλύψει ὅλη τὴν τραγικότητα τῆς ζωῆς.
Ἡ σκληρότητα τοῦ ἀκατανίκητου «θεοῦ- Ἔρωτα», ἐναλλάσσεται μὲ τὴ λεπτότητα καὶ τὴν τρυφερότητα του, μὲ τὴν ἁγνότητα καὶ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ ἐρωτικοῦ σκιρτήματος τῆς νιότης. Εἶναι ἡ πηγὴ τῆς «χαρμολύπου οὐσίας» ποὺ χαρακτηρίζει τὴν κοσμικὴ διαδρομὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν αὐγὴ τῆς ζωῆς του ὡς τὸ βασίλεμα της. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ὠδὴ ἀνοίγει μὲ τὴν λέξι Ἔρως, ποὺ ἐπαναλαμβάνεται στὴν ἴδια θέσι τοῦ ἑπομένου στίχου, καὶ τελειώνει ἡ στροφὴ μὲ τὴν φράσι «ὁ δ᾽ ἔχων μέμηνεν». Ἐνῶ ἡ ἀντιστροφὴ μὲ τὸ «ἄμαχος γὰρ ἐμπαίζει θεὸς Ἀφροδίτα» (γιατὶ ὅλους τοὺς ἐμπαίζει ἡ ἀκαταμάχητη θεὰ Ἀφροδίτη), προσφέρεται νὰ σκεφθοῦμε ὅτι τὸ ἐρωτικὸ πάθος, στὸν Σοφοκλῆ, δὲν παρουσιάζεται αὐτόνομο ἀλλὰ προέρχεται ἀπὸ τὴ βούλησι μιᾶς θεότητας, τῆς Ἀφροδίτης, ποὺ ἐπιδιώκει νὰ τὸ ἐμφυσήσει στὴν ψυχὴ τῶν ἡρώων [6]. Εἶναι στὴν φιλοσοφία τοῦ συγκεκριμένου ποιητοῦ ἡ σύμπλευσι τῆς θεϊκῆς μοίρας μὲ τὴν ἀνθρώπινη βούλησι γιὰ τὴν εὐθύνη τῶν πράξεων, εἰδικὰ στὸν ἥρωα- πρωταγωνιστῆ ποὺ τὸν προικίζει μὲ δύναμι, πάθος, ὑπερηφάνεια καὶ πολλὲς φορὲς ἐξιδανικευμένο μὲ ἠθικὴ καὶ αἰσθητικὴ δεοντολογία πέραν τοῦ κοινοῦ μέτρου.
Ἡ ποιητικὴ ἔμπνευσι τοῦ Σοφοκλῆ φαίνεται νὰ ἔχει ὡς πηγὴ τὴν παραδεδομένη τεχνικὴ σχετικῶν μὲ τὸν Ἔρωτα ὕμνων ποὺ ἐξυμνοῦν τὴν ἀκατάλυτη δύναμη του: «Ὁ ὁμηρικὸς ὕμνος στὴν Ἀφροδίτη, ποὺ ἐπαναλαμβάνεται ἀπὸ τὸν Παρμενίδη καὶ τὸν Ἐμπεδοκλῆ, ἡ Θεογονία τοῦ Ησίοδου, οἱ Ὀρφικοὶ Ὕμνοι καὶ ἡ ὠδὴ στὴν Ἀφροδίτη τῆς Σαπφῶς. Μὲ τὸ ἴδιο θέμα ὁ Λουκρήτιος ἀνοίγει τὸ ποίημα του γιὰ τὴν φύσι. (De rerum natura)»[7].
Ὁ Ἔρωτας στὸν Εὐριπίδη καὶ δὴ στις τραγωδίες «Μήδεια» καὶ «Ἱππόλυτος».
Ὁ νεωτερισμὸς τοῦ Εὐριπίδη ἔγκειται στὸ ὅτι θεωρεῖται ὁ πρῶτος εἰσηγητὴς καὶ δημιουργὸς τοῦ ἐρωτικοῦ δράματος καὶ ἐκεῖνος ποὺ προσέδωσε ὡς βασικὸ περιεχόμενο τοῦ Ἔρωτα τὸ χειμαρρῶδες πάθος ποὺ ἀναδύεται ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς καὶ καθίσταται ὁ ἀπόλυτος ρυθμιστὴς τῶν πάντων.
Ὁ Ἔρωτας εἶναι τὸ κυρίαρχο στοιχεῖο πάνω στὸ ὁποῖο χτίζεται ἡ πλοκὴ τῶν ἔργων του ὅπως συμβαίνει προπάντων στὴ Μήδεια καὶ στὴν Ἀνδρομάχη μὲ τὸ μοτίβο τῆς ἐρωτικῆς ζήλειας καὶ ἐκδίκησης, καὶ στὸν Ἱππόλυτο μὲ τὸν «ἀρρωστημένο», μανικό ἔρωτα τῆς Φαίδρας πρὸς τὸν προγονὸ της (γιὸ τοῦ ἄνδρα της Θησέα ἀπὸ προηγούμενη σχέσι μὲ τὴν ἀμαζόνα Ἀντιόπη).
Ἡ Μήδεια[8] διδάχθηκε τὸ 431 π.Χ., στὰ Μεγάλα Διονύσια καταλαμβάνοντας τὴν τρίτη θέσι, τὸν χρόνο δηλαδὴ ποὺ ξεσποῦσε ὁ Πελοποννησιακὸς πόλεμος. Εἶναι ἕνα ἔργο στὸ περιεχόμενο τοῦ ὁποίου κυριαρχεῖ τὸ πάθος καὶ ἡ σύγκρουσι ἀνάμεσα στὸ ἄ-λογο καὶ στὸ λογικὸ μέρος τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης.
Η Μήδεια σκοτώνει τα παιδιά της, Καμπανικός αμφορέας.
Στὴν τραγωδία ἡ ὁμώνυμη ἡρωίδα φλέγεται ἀπὸ ζήλεια καὶ ἐκδίκησι καθὼς ὁ σύζυγος της Ἰάσων τὴν ἔχει ἐγκαταλείψει, προκειμένου νὰ παντρευτεῖ τὴν νεαρώτερη Γλαύκη , κόρη τοῦ βασιλιᾶ Κρέοντα τῆς Κορίνθου. Τὸ ἐκρηκτικὸ της ὅμως ἄλογο πάθος ἔχει νὰ κάνει ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν πληγωμένο ἔρωτα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν σὲ ἀπόγνωσι διαπίστωσι ὅτι ὁ ἄνδρας της Ἰάσων παρουσιάστηκε καθ’ ὅλα καιροσκόπος καὶ ἀνώριμος, γιατὶ ἦταν ἀνίκανος νὰ ἐκτιμήσει πώς γιὰ τὸν ἔρωτά της πρὸς ἐκεῖνον, πρόδωσε ὅλους τοὺς ἱεροὺς κανόνες (θεϊκοὺς καὶ ἀνθρωπίνους) τὰ θέσμια τῆς οἰκογένειας, τὴν πατρίδα της, ἔκλεψε τὸ ἱερώτερο κειμήλιο τῆς Κολχίδας (τὸ χρυσόμαλλο δέρας), ἐνῶ στὴν διαδρομὴ σκότωσε καὶ τὸν ἀδελφὸ της Ἄψυρτο, τοῦ ὁποίου πετοῦσε τεμάχια τοῦ σώματος του στὴν θάλασσα γιὰ νὰ καθυστερεῖ τὸν πατέρα της Αἰήτη ποὺ τοὺς καταδίωκε. Μετὰ τὴν Ἰωλκό ἐν τέλει κατέφυγε γιὰ νὰ ἐγκατασταθῆ στὴν Κόρινθο, ὅπου βίωσε ἀπρόσμενα τὴν προδοσία τοῦ Ἰάσονα, ὁ ὁποῖος τήν ἐγκατέλειψε γιὰ νὰ παντρευτεῖ τὴν κόρη τοῦ βασιλιᾶ. Τότε στιγματισμένη ὡς «μάγισσα» σὲ «ἄξενη» χώρα, καὶ διωγμένη ἀπὸ τόν Κρέοντα χωρὶς κανένα στήριγμα, πατρίδα, φίλους, σπίτι διαμονῆς καὶ ἄνδρα, βρίσκεται ἐντελῶς μόνη, ταπεινωμένη καὶ ἀνυπόληπτη σὲ ἀπόλυτο Ἀδιέξοδο, στὸ ἔλεος τῆς Μοίρας.
Μὲ αὐτὴ τὴν ἀνήκουστη περιπέτεια καὶ σὲ αὐτὸν τὸν ἀήθη οἰκογενειακὸ καὶ κοινωνικὸ περίγυρο, ἡ Μήδεια θὰ ἐνεργοποιήσει ὅ,τι φρικαλέο, σκοτεινὸ καὶ παράφορο γιὰ νὰ ἐκδικηθῆ τὸν Ἰάσονα: ἀρχικὰ μὲ δολιότητα καὶ ἀπάτη προκαλεῖ τὸ θάνατο τῆς νεαρῆς βασιλοπούλας Γλαύκης καὶ τοῦ πατέρα της Κρέοντα, ἐνῶ στὴ συνέχεια θὰ πράξει ὅ,τι ἀποκρουστικὸ τοῦ ἠθικοῦ κώδικα: θὰ σκοτώσει τὰ δυὸ της παιδιὰ ποὺ ἔχει ἀποκτήσει μὲ τὸν Ἰάσονα, πρᾶξι ποὺ «τὴν καθιστᾶ ἀρχετυπική μορφὴ τοῦ θηλυκοῦ παιδοκτόνου «δαίμονα», ὁ ὁποῖος δὲ σταματᾶ πουθενά, ἂν δὲν ἱκανοποιήσει τὴν ἐκδικητικὴ του μανία»[9].
Ὁ παράφορος ἔρωτας γιὰ τὸν Ἰάσονα ὁ ὁποῖος λειτούργησε ὡς παράλογο καὶ ἀνεξέλεγκτο πάθος- ἀστόχαστος μανία, («ὁ δ’ ἔχων μέμηνεν» τοῦ Σοφοκλῆ) - μετεστράφη καὶ προξένησε τὴν πηγὴ ὅλων τῶν δεινῶν[10]. (στίχ. 1-34) Τὸ ἐρωτικὸ της πάθος, ὅταν βίωσε μὲ τὸν πλέον σκληρὸ καὶ ἀχάριστο τρόπο τὴν προδοσία, τὴν ὁδήγησε καὶ στὴν ἀπόλυτη δυστυχία, ἀλλὰ καὶ στὸν ὀδυνηρότερο ψυχικὸ πόνο τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἀτίμωσης (στίχ. 20) Ὁ μανικός ἔρωτας εἶχε τὴν πλέον ἀνεπιθύμητη διαδρομὴ καὶ κατάληξι: τὴν ἐξόρισε ἀπὸ παντοῦ καὶ σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα: α) χωρικὰ: ἀπὸ τὴν πατρίδα της τὴν Κολχίδα, ἀπὸ τὴν Ιωλκό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν νέα της διαμονὴ στὴν Κόρινθο, ἀπὸ τὸ πατρικὸ της σπίτι (τοῦ πατέρα της Αἰήτη) καὶ τώρα ἀπὸ τὸ παλάτι τοῦ Κρέοντα, φυσικὰ καὶ ἀπὸ τοῦ μετέπειτα γαμβροῦ του Ἰάσονα· β) ἠθικὰ: πρόδωσε τὴν πατρίδα καὶ τοὺς οἰκείους της μὲ τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια θέσμια καὶ τὰ σύμβολα τους· γ) πνευματικὰ – ψυχικὰ: βιώνει τὴν ἀχαριστία, τὴν προδοσία καὶ ἐγκατάλειψι μὲ ἕναν χαοτικὸ ἐσωτερικὸ ἐκπατρισμὸ καὶ μὲ μία συναισθηματικὴ ἀποξένωσι καὶ ἐρημιά.
Ὁ Ἔρωτας ταυτίζεται μὲ καθολικὴ ψυχό-πνευματική δίνη ἡ ὁποία διαταράσσει ὅλη τὴν ὑπαρξιακὴ ὑπόστασι σὲ δράμα- τραγωδία, ὅπου κάθε ἔννοια ἐκτρέπεται στὸ ἀντίθετο της. «Ἡ ἀγάπη ἐκτρέπεται σὲ μίσος, ἡ πίστη ἐκτρέπεται σὲ προδοσία καὶ ἡ ζωὴ σημαίνεται ὡς θάνατος. Ὁ χῶρος τοῦ σπιτιοῦ καὶ ὁ χῶρος τῆς Κορίνθου εἶναι πλέον χῶρος ἀπέραντης ἐρημίας, χῶρος ποὺ φιλοξενεῖ τὴν ἀπώλεια τῆς συνείδησης της»[11].
Συνεπῶς, μὲ τοὺς ὅρους τοῦ μύθου, ἐξηγεῖται ἡ ἐξωανθρώπινη καὶ πρωτόγονη δύναμι ἑνὸς τόσο καταστρεπτικοῦ πάθους ποὺ ἕρπει στὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ κάποιου. Μὲ ψυχολογικὲς ἐκτιμήσεις δέ, τὸ πάθος αὐτὸ εἶναι ἡ γενεσιουργὸς αἰτία ὅλων τῶν συμφορῶν. Ὁ μανικός Ἔρως διαμόρφωσε τὴν Μήδεια σὲ «βάρβαρη μάγισσα τῶν κακῶν» καὶ ἡ βίωσι τοῦ προδομένου «ἐξ ὅρκων» Ἔρωτα, ἀνάφλεξε ἀνεξέλεγκτα ὅλα ἄλλα πάθη: τῆς ὀργῆς , τῆς ζήλειας καὶ τῆς ἐκδίκησης, ἀκυβέρνητα πλήρως ἀπὸ κάθε ἔλλογη ἐπιρροή.
«ὦ παγκάκιστε, τοῦτο γὰρ σ᾽ εἰπεῖν ἔχω,
γλώσσῃ μέγιστον εἰς ἀνανδρίαν κακόν·
ἦλθες πρὸς ἡμᾶς, ἦλθες ἔχθιστος γεγώς;
[θεοῖς τε κἀμοί παντὶ τ᾽ ἀνθρώπων γένει];».
οὗτοι θράσος τόδ᾽ ἐστὶν οὐδ᾽ εὐτολμία,
φίλους κακῶς δράσαντ᾽ ἐναντίον βλέπειν,
ἀλλ᾽ ἡ μεγίστη τῶν ἐν ἀνθρώποις νόσων
πασῶν, ἀναίδεια. στίχ. 465-472
«Ὦ πανάθλιε, δὲν μπορῶ νὰ βρῶ πιὸ βαριὰ βρισιὰ μὲ τὴν γλώσσα γιὰ ἕναν ἄνανδρο, ἦρθες μπροστὰ μου, ἦρθες, ἐνῶ ἔχεις γίνει ὁ πιὸ μισητὸς καὶ στοὺς θεοὺς καὶ σὲ μένα καὶ σὲ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Δὲν εἶναι θάρρος αὐτό, οὔτε παλληκαριὰ νὰ ἀντικρύζεις δικοὺς σου ἀνθρώπους ποὺ ἀγάπησες καὶ τοὺς κατέστρεψες· αὐτὸ εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἀρρώστεια τῶν ἀνθρώπων, εἶναι ξεδιαντροπιά.
Ἔτσι στὸν Εὐριπίδη ὁ φλογώδης Ἔρωτας ἀναδύεται ἀπὸ τὴν διαπραγμάτευσι ἑνὸς «ἡρωικοῦ μύθου» (Ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία), ὅμως τὰ «πάσχοντα» ἀπὸ τὸν ἔρωτα πρόσωπα κινοῦνται ὡς ἀντι-ήρωες τῆς καθημερινῆς ζωῆς ποὺ διακατέχονται ἀπὸ μικρότητες, ἀδυναμίες καὶ ἔντονα πάθη καὶ μάλιστα μὲ τρόπο ποὺ φαίνονται νὰ προξενοῦν περισσότερο ἀνυπόφορο πόνο παρὰ προσπάθεια καταπράυνσης. Ἡ Μήδεια ἕρμαιο τῶν παθὼν της, ποδοπάτησε κάθε ἀξιακό σύστημα καὶ κάθε ἠθικὸ κώδικα ὄχι ὡς γυναῖκα ἀστόχαστη ἢ ἀνόητη (ἦταν «μάγισσα», ποὺ σημαίνει σοφὴ μάντις, ἐξ οὗ καὶ τὸ ὄνομα τῆς Μήδεια ἐκ τοῦ μέδομαι: ἐπινοῶ, μηχανεύομαι, ἰδὲ: σημ. 7), ἀλλὰ ὡς ὑποκύψασα στὸν «μανικό ἔρωτα» ποὺ τὴν ἐξόκειλε στὴν ὀδύνη καὶ τὸν ὀδυρμὸ τῶν ἐρειπίων του [12], εἰδικὰ ὅταν ὁ Ἰάσονας καταπάτησε μὲ τὴν ἀπιστία του τοὺς ἀμοιβαίους ὅρκους ἀγάπης (στίχ.21-22), πρᾶγμα ποὺ θεωροῦνταν μεγίστη προσβολὴ καὶ ὕβρις καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ γιὰ τοὺς θεούς. Ἔτσι ὡς πρόσωπο ἀπὸ τὴν ὅλη πλοκὴ τοῦ ἔργου καὶ μὲ τὸ στόμα τῆς Μήδειας ὁ Ἰάσων δὲν εἶναι παρὰ ἕνας ἄθλιος, ἀνέντιμος, ἀνήθικος, ὠφελιμιστής, προικοθήρας, στρεψόδικος, ἀφοῦ φάνηκε καὶ ἀσεβὴς καὶ ἀγνώμων ἀπέναντι στὶς εὐεργεσίες ποὺ τοῦ προσέφερε ἡ Μήδεια.
Ἐπιπλέον, στὴν συγκεκριμένη τραγωδία ὁ Εὐριπίδης μπορεῖ νὰ παρουσιάζει τὴν Μήδεια ὡς μία βάρβαρη, παρανοϊκὴ ἐρωτοχτυπημένη, μὲ κυκλοθυμικὲς ἀντιδράσεις ποὺ στὴν παραφορὰ τους νεκρώνουν καὶ τὰ αἰσθήματα μητρότητας (καὶ καταλαβαίνω φυσικὰ τὸ κακὸ ποὺ πάω νὰ κάνω, μὰ τὸ μένος τῆς ψυχῆς μου εἶναι πιὸ δυνατὸ ἀπὸ τὰ λογικὰ μου, αὐτὸ εὐθύνεται γιὰ τὶς πιὸ μεγάλες συμφορὲς τῶν ἀνθρώπων:1078-1080) [13], ὅμως μὲ βάσι τὸν γνωστὸ στοὺς Ἀθηναίους θεατὲς μύθο, τῆς ἐκθέτει ταυτόχρονα καὶ τὴν θεϊκὴ της καταγωγὴ ἀπὸ τὸν δικαικράτορα Ἥλιο. Καὶ ὅταν προσεύχεται γιὰ τοὺς ὀλέθριους σκοποὺς της, ἀφ’ ἑνὸς σὲ αὐτὸν, ἐπικαλούμενη τὴν θεϊκὴ της καταβολή, καὶ ἀφ’ ἑτέρου στὴν Ἑκάτη, θεὰ τῆς μαγικῆς τέχνης τοῦ κάτω κόσμου, μὲ δικανικὲς καὶ θρησκευτικὲς- ἐξιλαστήριες ἰδιότητες, τότε εἶναι δυνατὸν νὰ τὴν περιμένουμε νὰ τολμᾶ καὶ τὶς πλέον ἀποτρόπαιες καὶ ἀσύλληπτες γιὰ τὸν κοινὸ θνητὸ πράξεις.
Μάλιστα, μὲ τὴν τότε θεώρησι τῶν πραγμάτων, ὁ κόσμος λειτουργεῖ καὶ μὲ τὸ «παράλογο» θυμικὸ τῶν θεῶν, ὁπότε, ὅταν ἀντιδροῦν μὲ τὰ μνησίκακα πάθη τους καὶ ἀναμειγνύονται στὴν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη, τὰ γεγονότα παίρνουν συνήθως τερατώδεις διαστάσεις, καὶ ἡ ἀπόδοσι τοῦ δικαίου συμπίπτει μὲ τὸ ἔγκλημα [14] «καὶ ὅταν κάποιος θεὸς ὀργιστεῖ μὲ κάποιο σπίτι, μεγαλύτερη συμφορὰ θὰ πέσει πάνω σ’ αὐτὸ» (129-130) [15]. Ἐδῶ μὲ τὶς σύγχρονες ἀντιστοιχίες καὶ ἀποσυμβολίζοντας τὸν μύθο, θὰ μπορούσαμε νὰ χαρακτηρίσουμε τὴν Μήδεια μία γυναίκα κατὰ συρροὴ δολοφόνο. (φόνευσε τὸν ἀδελφὸ της, τὸν Κρέοντα, τὴν κόρη του Γλαύκη καὶ τὰ δυὸ της παιδιὰ)
Παρὰ ταῦτα ὁ Εὐριπίδης βάζει τὸν Χορὸ (ἀπαρτίζεται ἀπὸ γυναῖκες τῆς Κορίνθου) ὡς ἐκφραστὴ τῆς κοινῆς γνώμης νὰ συμμερίζεται τὰ πάθη καὶ τὶς κρίσεις καὶ τὶς ἐναλλαγὲς τῶν συναισθημάτων τῆς Μήδειας καὶ νὰ συμπάσχει μὲ τοὺς φόβους, τὶς ἀγωνίες καὶ τὶς δυστυχίες της. Ἂν καὶ νοιώθει ἀποτροπιασμὸ στὸ παράλογο τῶν σκέψεων καὶ ἐνεργειῶν της, δικαιολογεῖ τὶς πράξεις της ὡς μιὰ πνευματικὴ διαταραχὴ (τρέλα) ποὺ τῆς προξένησαν οἱ θεοί, ἄρα δὲν ἔχει ἀπόλυτη εὐθύνη γιὰ αὐτές, παραθέτει μάλιστα καὶ τὸ παράδειγμα τῆς Ἰνοῦς (Ἰνώ), ἡ ὁποία καὶ ἐκείνη σὲ ἀντίστοιχη τρέλα εἶχε σκοτώσει τὰ παιδιὰ της[16]:
«Μιλώ για την Ινώ, που ο νους της εσαλεύθη από θεού, όταν η γυναίκα του Δία την έσπρωξε να φύγει από το σπίτι της και να πλανιέται αλλοπαρμένη. Σαν έπραξε των παιδιών τον φόνο τον ανίερο, τινάχθηκε από την απόκρημνη ακτή στο αλμυρό κύμα η δύσμοιρη και χάθηκε πεθαίνοντας μαζί με τα δυο της παιδιά» (1284-1289 [17] μετφ Θ. Κ. Στεφανόπουλος).
Ὁ θεατὴς λοιπὸν μετέχοντας στὰ ἐπὶ σκηνῆς δρώμενα, αἰσθάνεται νὰ τὸν διαπερνᾶ ἕνα παράδοξο καὶ αἰνιγματικὸ αἴσθημα συμπάθειας γιὰ τὴν θεατρικὴ ἡρωίδα ἡ ὁποία βγάζει στὴν ἐπιφάνεια τὴν φοβερὴ δύναμι ἑνὸς πάθους ποὺ κρύβεται στὴν ψυχὴ μιᾶς γυναίκας, ὅταν πληγώνεται ἀπὸ τὴν προδοσία, τὴν ἀδικία καὶ βρίσκεται σὲ ἀπόγνωσι, καὶ ἂς νομίζει ὁ Ἰάσων- ξεχνώντας τὶς δικὲς τοῦ πράξεις - ὅτι: ὅλοι οἱ θεοὶ καὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι μὲ τὸ μέρος του (θεοῖς τε κἀμοί παντὶ τ᾽ ἀνθρώπων γένει στ'. 1324).
Ὁ Εὐριπίδης ὡς ψυχολόγος καταφέρνει νὰ μεταβιβάσει ἔντεχνα ὅλη τὴν ἀνθρώπινη ἀνεπάρκεια καὶ ἀδυναμία ποὺ θὰ βιώσει κάποιος ὅταν τοῦ προκύψουν ὀδυνηροὶ ἀστάθμητοι παράγοντες, οἱ ὁποῖοι θὰ τὸν ὑποχρεώσουν νὰ σχοινοβατήσει πάνω σὲ μιὰ ἀνελέητη σύγκρουσι τοῦ λογικοῦ καὶ τοῦ παραλόγου. Εἶναι δύο ἀντιφατικοὶ κόσμοι ποὺ λειτουργοῦν σὲ «αἰώνια» μεταξὺ τους διαμάχη στὸν ψυχισμὸ τοῦ ἀνθρώπου, στὴν ἔκρηξι τῆς ὁποίας ἡ ὕπαρξι του κλυδωνίζεται τόσο, ποὺ τήν κυριεύουν τὰ ἀφρίζοντα πάθη, καὶ ἐκμηδενίζουν κάθε ἀγαθὸ συναίσθημα καταλύοντας κάθε ἠθικὸ φραγμό.
Στὸ ἀνεξέλεγκτο (τῆς βάρβαρης φύσης) ποὺ ἡ προσωπικὴ ἐλευθερία ὑποδουλώνεται, τότε κατὰ τὸν Εὐριπίδη αὐτὴ ποδηγετεῖται ἀπὸ τὴν πανίσχυρη δύναμι τῆς Tύχης, ἡ ὁποία στὴν οὐσία κυβερνᾶ τὸν κόσμο. φεῦ./ οὐκ ἐστὶ θνητῶν ὅστις ἔστ᾽ ἐλεύθερος·/ ἢ χρημάτων γὰρ δοῦλος ἐστὶν ἢ τύχης. Ἀλοίμονο, κανεὶς θνητὸς ἐλεύθερος δὲν εἶναι· ἢ στὸ χρῆμα ἢ στὴν τύχη θὰ ὑποτάζεται. (Ἑκάβη, στίχ. 864-65, μετφ. Γεωρ. Γεραλής). Ὁ Ἰάσονας ἐδῶ ὡς συμφεροντολόγος ἐξουσιάζεται ἀπὸ τὸ χρῆμα, ἡ Μήδεια θύμα τοῦ προδομένου ἔρωτα καὶ τῶν περιστάσεων, ἄγεται καὶ φέρεται ἀπὸ τὶς ἀστάθμητες αὐτὲς δυνάμεις. Δηλαδὴ ἀπὸ τὴν Τύχη, στὴν ὁποία παρεισδύουν τὰ ἀπρόβλεπτα καὶ ἀστάθμητα ποὺ ὁριοθετοῦν τὴν κακὴ κυρίως διάστασι τοῦ ἀνθρώπινου πεπρωμένου.
Ἡ ἀντίληψι αὐτὴ μετατρέπεται ἀπὸ τὸν Εὐριπίδη σὲ καθοριστικὸ δραματικὸ στοιχεῖο καὶ στὴν Μήδεια. Πρόκειται γιὰ παράγοντα ποὺ παρ’ ὅτι δὲν ἐλέγχεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, γιατὶ τὴν κύρια εὐθύνη ἔχουν οἱ θεοὶ καὶ ὡς ἐκ τούτου μόνο αὐτοὶ μποροῦν νὰ τὸν ἀλλάξουν, ἐν τούτοις σύμφωνα μὲ τὸν ποιητὴ ὑπάρχει πιθανότητα νὰ μεταστραφεῖ μιὰ «κακὴ τύχη» σὲ καλὴ μὲ ἕναν «ἔντεχνο» χειρισμὸ[18]. Ἡ Μήδεια λοιπὸν θὰ ἐνεργήσει ἔτσι – στὴν Ἔξοδο τῆς τραγωδίας - ὥστε καὶ μὲ τὴν βοήθεια τῶν θεῶν νὰ ξεφύγει καὶ νὰ σωθῆ καὶ νὰ θέσει ἀπέναντι της σὲ θέσι ἡττημένου καὶ ἀνίσχυρου, τὸν Ἰάσονα.
Συγκεκριμένα, ἀφοῦ ὁ μύθος θέλει νὰ κρατᾶ ἡ καταγωγὴ της ἀπὸ τὸν θεὸ Ἥλιο, λειτουργεῖ τὸ καινοτόμο σκηνικὸ μοτίβο τοῦ Εὐριπίδη, δηλαδὴ «ὁ ἀπὸ μηχανῆς θεὸς» καὶ «θαυματικά», μὲ φτερωτὸ ἅρμα τοῦ Ἥλιου, δραπετεύει ἀπὸ τὴν Κόρινθο καὶ καταφεύγει μὲ τὰ νεκρὰ παιδιὰ στὸν βασιλιᾶ τῆς Ἀθήνας Αἰγέα ὡς φιλοξενουμένη του. Ἡ Μήδεια ἀπὸ «ἄπολις» ἀποκτᾶ τόπο καὶ τρόπο ἐξαγνισμοῦ καὶ εἶναι ἡ μόνη «κριματισμένη» γυναίκα μὲ τόσο ἀποτρόπαιες καὶ εἰδεχθεῖς πράξεις ποὺ ὄχι μόνο δὲν τιμωρεῖται, ἀλλὰ «ἱπτάμενη», σὰν νὰ ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανό, ἐξισώνεται μὲ τιμωρὸ θεό, περιφρονώντας τὸ θεσμικὸ δίκαιο μιᾶς ἄδικης βέβαια ἐξουσίας ποὺ ἐκπροσωποῦσε ὁ Ἰάσονας μὲ τὸν νέο πεθερὸ του Κρέοντα.
Μὲ τὴν εὐκαιρία καὶ γιὰ πρόσθετη σκέψι, ἂς θυμηθοῦμε καὶ τὸ τέλος τῆς Φραγκογιαννοῦς στὴν «Φόνισσα» τοῦ Αλ. Παπαδιαμάντη: Ἡ γραῖα Χαδούλα εὗρε τὸν θάνατο εἰς τὸ πέραμα τοῦ Ἁγίου Σώστη, εἰς τὸν λαιμὸν τὸν ἑνώνοντα τὸν βράχον τοῦ ἐρημητηρίου μὲ τὴν ξηράν, εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου, μεταξὺ τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης[19].
Ὁ Ἔρωτας τῆς Φαίδρας στὸν Ἱππόλυτος
Ὁ Εὐριπίδης, ὅπως εἴδαμε, περιγράγει τὸν ἔρωτα ὄχι ὡς διαλεκτική, εὐγενικὴ σύνδεσι μελιτόβρυτων αἰσθημάτων μεταξὺ δύο προσώπων, ἀλλὰ ὡς μανιῶδες ἐρωτικὸ πάθος - ἀπὸ τὴν πλευρὰ προπάντων τῶν γυναικῶν -, τὸ ὁποῖο ἐκφράζεται μὲ καταλυτικὴ δύναμι καταδυναστεύοντας τὴν ψυχὴ τῶν ἡρωίδων του καὶ ὁδηγεῖ μέσω τῆς ζήλειας, τῆς ἀπόγνωσης ἢ τῆς ἐκδίκησης σὲ τραγικὴ κατάληξι.
Ἔχοντας ὑπ' ὄψιν καὶ τὸ Α’ μέρος καταλαβαίνουμε ὅτι τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὴν τραγωδία «Ἱππόλυτος», ὅπου ἡ Φαίδρα παρουσιάζεται μὲ τὴν σκοτεινή, ἄλογη ὄψι τοῦ Ἔρωτα, ἡ μανική παρόρμησι τοῦ ὁποίου ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὴν ἡρωίδα κάθε δύναμι ἀντίστασης καὶ ἔλλογης ἔκφρασης, σὲ σημεῖο ποὺ χάνει τὴν σωματική-πνευματική καὶ ψυχικὴ ἰσορροπία καὶ ὑπόστασι της. Καθίσταται ἕνα τραγικὸ πρόσωπο γιατὶ γίνεται ἄθυρμα ἀνάμεσα στὴ προσωπικὴ ἐλευθερία βούλησης καὶ στὴν «θεϊκὴ ἐγωπάθεια» τῆς Ἀφροδίτης, στὴν ἐπίγνωσι τῆς ἠθικῆς εὐθύνης καὶ στὴν ἐσωτερικὴ ὀδύνη ἐξ αἰτίας τοῦ ἀνεξέλεγκτου ἐρωτικοῦ πάθους, ἀνάμεσα στὴν δύναμι τῆς σιωπῆς τῶν αἰσθημάτων καὶ τῆς «αἰδοῦς»[20] ἀπὸ τὴν μιά, καὶ τῆς δημόσιας ταπεινωτικῆς κατακραυγῆς ἀπὸ τὴν ἄλλη. Διχάζεται μεταξὺ τῆς συζυγικῆς – οἰκογενειακῆς τιμῆς (ἀσχέτως ἂν δὲν ἀνταποκρίνεται ὁ ἀνέραστος Ἱππόλυτος), ἡ ὁποία στεφανώνει τὴν «Εὔκλεια» καὶ τὴν ὑστεροφημία καὶ τοῦ ἀναποστρέπτου (λόγῳ τῆς ὕβρεως) «ἀτίμου τέλους». Τὸ φλογῶδες πάθος ὅμως γιὰ τὸν προγονὸ της, ποὺ γίνεται ἡ αἰτία τῆς ἀτίμωσής της, μετατρέπεται σὲ μίσος καὶ τὰ κάτωθι πικρόχολα λόγια της πρὶν αὐτοκτονήσει, θυμίζουν κατάρα.:
«ἀτάρ κακὸν γε χἀτέρωι γενήσομαι / θανοῦσʹ, ἵνʹ εἰδῆι μὴ ʹπί τοῖς ἐμοῖς κακοῖς ὑψηλὸς εἶναι∙ τῆς νόσου δὲ τῆσδέ μοι / κοινῆι μετασχὼν σωφρονεῖν μαθήσεται» (στίχ: 728-731).
(Μὰ ὁ θάνατος μου θὰ γίνει συμφορὰ καὶ γιὰ ἄλλον γιὰ νὰ μάθει νὰ μὴ περηφανεύεται μὲ τὰ δικὰ μου πάθη. Ὅταν καὶ αὐτὸς μετάσχει στὴν κατάντια μου θὰ βάλλει μυαλό).
Ἡ Φαίδρα κατέστη τὸ σύμβολο τῆς ὥριμης γυναίκας ποὺ ἐρωτεύεται τὸν πρόγονό της. Μιὰ γυναίκα βουβὰ καὶ βαθιὰ ἐρωτευμένη ποὺ ἡ ἐπαναλαμβανόμενη, ἀνεπιθύμητη σκέψι ὡς ἐρωτοληψία τὴν ἀρρωσταίνει, (δὲν τρώει καὶ χάνει τὸ μυαλὸ της) ποὺ ἐπηρεάζει σοβαρὰ καὶ τὴν καθημερινὴ λειτουργικότητα καὶ τὴν ποιότητα τῆς ζωῆς της. Ἀγωνιᾶ καὶ γιὰ τὴν τυχὸν ἀποκάλυψι αὐτοῦ τοῦ μύχιου, παθολογικοῦ ἔρωτά της, μιὰ ἔγνοια ποὺ τὴν κατατρώγει καὶ τὴν κάνει νὰ (πρὸ)- αἰσθάνεται τὴν μέγιστη ντροπή. Ὁ ἔρωτας εἰσβάλλει ἐντελῶς ἀπροσδόκητα καὶ ἀθέλητα στὴ ζωὴ της γιὰ τὸν ὄμορφο παρθένο προγονὸ της σὰν μιὰ εἰσβολὴ ἐξώκοσμης ἐξουσίας (Ἀφροδίτη) ἡ ὁποία τὴν κάνει νὰ διαισθάνεται ἐντελῶς ἀνίκανη νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν ἑαυτὸ της, καθὼς τὴν ἔχει διαλύσει σωματικὰ καὶ ψυχικὰ γι’ αὐτὸ καὶ πικραμένα θυμώνει στὴν θεὰ ὡς ἐπιλεγμένο θύμα της πρὸς θυσία. ( ἐγὼ δὲ Κύπριν, ἥπερ ἐξόλλυσί με, ψυχῆς ἀπαλλαχθεῖσα τῆιδ᾽ ἐν ἡμέραι τέρψω· στίχ. 725-27/ Κι' ἐγὼ σήμερα κιόλας θὰ δώσω στὴν Ἀφροδίτη, ἡ ὁποία θέλει νὰ μὲ ἐξοντώσει, τὴν μεγάλη χαρὰ ἀφαιρώντας τὴν ζωὴ μου)
Ἡ Φαίδρα παρουσιάζεται νὰ βιώνει ἕνα παρά-λογο, ἄσβεστο καὶ ἀχαλίνωτο, καταστροφικὸ πάθος ποὺ λειτουργεῖ ὡς ἐσωτερικὸ ψυχόδραμα, ἀφοῦ τὴν διχοτομεῖ ἀνάμεσα στὴν πυρωμένη ἐνέργεια τοῦ καὶ στὸν ἔγκρυο φόβο (ἡ ἐν ἐπιγνώσει αἰδὼς) τῆς παραπαίουσας – στὸ ἑξῆς – εὐτυχίας: τῆς ἴδιας, τοῦ συζύγου καὶ τοῦ οἴκου της. Ἡ ὑποστατική ἰσορροπία της κινδυνεύει ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἐρωτικὸ μαρτύριο ποὺ τὴν μετατρέπει ἐργαλεῖο καὶ ἄβουλο πρόσωπο τῶν θεϊκῶν ἐπιθυμιῶν καὶ … παθῶν ἀπὸ τὴν μιά, καὶ τῆς εὐνόμου ἠθικῆς ποὺ τῆς χαρίζει τὴν ἀξιοπρέπεια καὶ τὴν εὔκλεια ἀπὸ τὴν ἄλλη.
Ἄρα ἡ θεότητα (Ἀφροδίτη) τῆς στερεῖ καὶ τὴν ἐλευθερία βούλησης (εὐκρασία πρὸς εὐπραξία) καὶ τὴν τιμὴ (τὴν τωρινὴ κοινωνικὴ ἀναγνώρισι καὶ τὴν μεταφυσική, μεταθανάτια ὑστεροφημία). Μὲ ψυχαναλυτικοὺς ὅρους ἐδῶ , στὴν Ἀφροδίτη προσωποποιοῦνται οἱ ἀνεξιχνίαστες δυνάμεις ποὺ ἀναδύονται ἀπὸ τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τῶν δραματικῶν προσώπων καὶ ὑψώνονται σὰν ἀνεξέλεγκτες μορφὲς ἐξουσίας ποὺ ὁδηγεῖ τὸ πάσχον πρόσωπο στὴν καταστροφὴ[21].
Ὁ ἔρωτας ἔτσι ἑρμηνεύεται ὡς ἕνα «συμπαντικὸ πάθος» τὸ ὁποῖο λεηλατεῖ καὶ διαταράσσει - στὴν παθογόνο ἀήθη μορφὴ του (νόσος καὶ ἄγριον θηρίον) - τὴν ἁρμονία τοῦ λογιστικοῦ – θυμοειδοῦς καὶ ἐπιθυμητικοῦ τοῦ ἀνθρώπου δηλ. τὸ ἔλλογο καὶ σῶφρον ἦθος του.
Ὁ χορὸς παρὰ ταῦτα, βλέποντας μὲ συμπάθεια τὴν βασίλισσα του, προβάλλει τὴν θεϊκὴ προέλευσι τοῦ Ἔρωτα, ἑπομένως καὶ τοὺς φόβους του γιὰ τὴν ἀκατανίκητηκαταλυτική καὶ καταστροφικὴ του δύναμι, ἐναντίον ἐκείνου ποὺ ἀλαζονικὰ θὰ τὸν ἀγνοήσει, προαναγγέλλοντας στὴν οὐσία τὴν ὀλέθρια στάσι τοῦ Ἱππολύτου ἔναντι τῆς θεᾶς Ἀφροδίτης, ποὺ θὰ ἔχει «νομοτελειακὴ» κατάληξι … τὸν δικὸ του θάνατο.
Ὁ Ἱππόλυτος παρουσιάζεται μὲ μία ἐγκρατητική ἀσκητικὴ τῆς παρθενίας, ἡ ὁποία κατὰ τὸν Εὐριπίδη, ἐνῶ τύποις δὲν παραβιάζει τὴν «αἰδὼ καὶ Δίκη» τῶν θεσμίων (τὰ ἁρμόζοντα σύμφωνα μὲ τοὺς θεσμοὺς) τῆς πόλης, οὐσία ὅμως ἐνεργεῖ καὶ πράττει ὡς ἀσεβὴς καὶ «ἄπολις». Ἀπὸ τὴν μία, μὴ τιμώντας τὴν θεὰ τοῦ Ἔρωτα, ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν τιμᾶ τὸν θεοϊδρυτο θεσμὸ τῆς οἰκογένειας καὶ τὴν πρώτη ὀργανωμένη συλλογικότητα τῆς κοινωνίας, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ νὰ τὸν χαροποιεῖ ἀνώριμα, μόνο ἡ ἐνασχόλησι ὡς παιδιὰ (παιχνίδι, τρόπος ψυχαγωγίας) τὸ κυνήγι καὶ οἱ ἀθλοπαιδιὲς καὶ ὄχι ἡ ἐνεργὸς συμμετοχὴ στὸ «ἄθλημα τοῦ πολίτου» στὰ κοινὰ τῆς πόλης, ἀποστασιοποιεῖται ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ ἡρωικὸ ἰδανικὸ τῆς ἀνδρείας καὶ σοφίας τῶν μαχῶν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν θεσπισμένη «ἀτιμία» τῆς δημοκρατικῆς Ἀθήνας τοῦ Εὐριπίδη.
Στὴν οὐσία δηλ. μὲ τὴν ἑκούσια ἀποχὴ ἀπὸ τὰ πολιτικὰ δέοντα τοῦ «ἄρχειν καὶ ἄρχεσθαι μετὰ Δίκης» προκαλεῖ τὴν περιφρόνησι «τῆς εὐδαίμονος πόλεως», ἐξοστρακιζόμενος αὐτόβουλα ἀπὸ τὶς ἀξίες της. Τὸ νὰ ἐπιθυμεῖ νὰ εἶναι «δεύτερος στὴν πόλι» ἐπειδὴ θέλει νὰ εἶναι συνεπὴς ὡς "εὐάδνης" μόνο (ὄμορφος καὶ ἁγνὸς παρθένος τιμώντας τὴν θεὰ Ἄρτεμι), περιθωριοποιεῖται ἀγνοώντας ἢ ἀρνούμενος τὸ εὖ- νομον, εὖ- λογον καὶ εὖ- ρυθμον τῆς δημοκρατίας.
Αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ του, ποὺ ἐκφράζει τὴν μονομερῆ «ἱεροπρέπεια» τῆς Ἄρτεμης περιφρονώντας τὰ «ἀξιοσέβαστα» τῆς Ἀφροδίτης, ὁδηγεῖ μέσω τῶν συμβολισμῶν τῶν θεαινῶν στὴν ἄλογη ἐσωτερικὴ σύγκρουσι δύο διαφορετικῶν δυνάμεων, οἱ ὁποῖες ἀντὶ νὰ φωτίζουν τὴν κάθαρσι καὶ λύτρωσι τοῦ πρωταγωνιστοῦ κατὰ τὸ ἀσκητικό μοναχικὸ ἰδεῶδες τοῦ Χριστιανισμοῦ, τὸν παραπέμπει σὲ "βέβηλον ἦθος" πράττοντας διακρίσεις θεοσέβειας, "ἀτιμία" στὴν πόλι περιφρονώντας τὴν λειτουργία της, ὑπερβαίνοντας μὲ τὶς ἀντιλήψεις καὶ τοὺς τρόπους του καὶ τὰ «θεϊκὰ δέοντα» καὶ τὰ «ἀνθρώπινα» μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὑποστῆ τὶς συνέπειες τῆς «Ὕβρεως». [22] Γι’ αὐτὸ ἐν τέλει … παρὰ τὶς φιλοφρονήσεις τῆς Ἄρτεμης, πεθαίνει καὶ αὐτὸς πάνω στὴν ἀκμὴ τῆς νεαρῆς τοῦ ἡλικίας.
Σημειώσεις
1. Από το: www.typosthes.gr/politismos διαβάζουμε: «Πρωτοποριακή παράσταση της Αντιγόνης του Σοφοκλή υπό την αιγίδα της UNESCO. Μία μοναδική παράσταση που όμοιά της δεν έχει υπάρξει εδώ και 111 χρόνια πραγματοποιήθηκε χθες: Για πρώτη φορά μετά από έναν αιώνα και πλέον (από το 1904) αρχαιοελληνική τραγωδία αποδόθηκε από στήθους από το πρωτότυπο (όχι από μετάφραση) στην Αρχαία Ελληνική, αλλά και παράλληλα στην Νοηματική! Συγκεκριμένα, χθες βράδυ στο Χαλάνδρι, στον προαύλιο χώρο του Εκκλησιαστικού Λυκείου της Ριζαρείου Σχολής πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία η παγκοσμίως πρωτοποριακή (δίγλωσση) παράσταση της Αντιγόνης του Σοφοκλέους υπό την αιγίδα της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής για την UNESCO….»
- Οὐ γάρ τί μοι Ζεὺς ἦν ὁ κηρύξας τάδε,
οὐδ’ ἡ ξύνοικος τῶν κάτω θεῶν Δίκη
τοιούσδ’ ἐν ἀνθρώποισιν ὥρισαν νόμους·,
οὐδὲ σθένειν τοσοῦτον ᾠόμην τὰ σὰ
κηρύγμαθ’ ὥστ’ ἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν
νόμιμα δύνασθαι θνητὸν ὄνθ’ ὑπερδραμεῖν.
Οὐ γάρ τι νῦν γε κἀχθές, ἀλλ’ ἀεί ποτε
ζῇ ταῦτα, κοὐδεὶς οἶδεν ἐξ ὅτου ’φάνη.
- Ο Σοφοκλής δίδαξε την τραγωδία το 442 π.Χ., κερδίζοντας την πρώτη νίκη.
- Στέφος Αναστάσιος, ´Η διδασκαλία των χορικών της Αντιγόνης του Σοφοκλή, Σεµινάριο, 10, Π.Ε.Φ., Αθήνα 1988, σσ. 91-105.
- ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΣ, ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗ. ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ, GUTENBERG, AΘΗΝΑ 1984, σελ.234
- ΕΛΕΝΗ Β.ΧΑΤΖΗΖΗΣΗ, ΜΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΡΙΓΜΕΝΗ ΣΤΙΣ ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ: ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΙ ΤΡΑΧΙΝΙΑΙ ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΗ ΚΑΙ ΜΗΔΕΙΑ, ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ, ΑΛΚΗΣΤΗ, ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ» ΡΟΔΟΣ 2020, σελ.10
- Στέφος Αναστάσιος , ´Η διδασκαλία των χορικών της Αντιγόνης…
- [1] «Το όνομα Μήδεια προέρχεται από το ρήμα μέδομαι, το οποίο σημαίνει προνοώ, μελετώ, διαλογίζομαι και φροντίζω, καθώς και επινοώ, μηχανεύομαι. Στη ενεργητική του διάθεση, μέδω, το ρήμα αποκτά τη σημασία του εξουσιάζω, προστατεύω. Ετυμολογικά το όνομα Μήδεια είναι συγγενές με το όνομα Μέδουσα, αυτό της θαλάσσιας γοργόνας». ehw.gr/ Λεπτομερέστερα για το θέμα της ετυμολογίας (Μήδειας- Ιάσωνος) ιδέ και την διπλωματική εργασία της Φλόκας Ευτέρπης, Μήδεια και Ιάσων: Μύθος και ετυμολογία στην Αρχαία Ελληνική ποίηση, Θεσσαλονίκη 2011, σελ. 13, 17 και εξής.
9. www.ehw.gr, Μήδεια.
10. Με τον εισαγωγικό λόγο της τροφού μαθαίνουμε: Στίχ. 8: ἔρωτι θυμὸν ἐκπλαγεῖσ᾽ Ἰάσονος με την ψυχή συγκλονισμένη από έρωτα για τον Ιάσονα· / στίχ. 16-19 νῦν δ᾽ ἐχθρὰ πάντα καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα. προδοὺς γὰρ αὑτοῦ τέκνα δεσπότιν τ᾽ ἐμὴν γάμοις Ἰάσων βασιλικοῖς εὐνάζεται, γήμας Κρέοντος παῖδα, Τώρα βασιλεύει παντού το μίσος και ό,τι αγαπήθηκε με πάθος δοκιμάζεται. Ο Ιάσων πρόδωσε τα παιδιά του και τη δέσποινά μου για την κόρη του Κρέοντα, / Στίχ.20-23: Μήδεια δ᾽ ἡ δύστηνος ἠτιμασμένη βοᾷ μὲν ὅρκους, ἀνακαλεῖ δὲ δεξιᾶς, πίστιν μεγίστην, καὶ θεοὺς μαρτύρεται οἵας ἀμοιβῆς ἐξ Ἰάσονος κυρεῖ. Ο Ιάσων πρόδωσε τα παιδιά του και τη δέσποινά μου για την κόρη του Κρέοντα, του δυνάστη της χώρας, και τώρα μοιράζεται γαμπρός βασιλικό κρεβάτι. Και η Μήδεια η δύσμοιρη, ατιμασμένη, ωρύεται για τους όρκους, επικαλείται την ύψιστη πίστη που αυτός εκύρωσε με το δεξί του χέρι και καλεί τους θεούς να είναι μάρτυρες, να δούνε πώς την ανταμείβει ο Ιάσονας. Στίχ.34-35: ἔγνωκε δ᾽ ἡ τάλαινα συμφορᾶς ὕπο οἷον πατρῴας μὴ ἀπολείπεσθαι χθονός. Τη δίδαξε τη δύσμοιρη η συμφορά τί θα πει να μην αφήνεις τη γη των πατέρων σου. (μετφ. Θ.Κ.Στεφανόπουλος, εκδ. Κίχλη, 2012)
- Ελένη Καράμπελα, Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΛΓΟΥΣ ΣΤΗ ΜΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ, LOGEION Α. Journal of Ancient Theatre, 4 , 2014, σελ.158-59
ἐγὼ δ’ ἔρημος ἄπολις οὖσ’ ὑβρίζομαι /πρὸς ἀνδρός, ἐκ γῆς βαρβάρου λελῃσμένη, / οὐ μητέρ’, οὐκ ἀδελφόν, οὐχὶ συγγενῆ /μεθορμίσασθαι τῆσδ’ ἔχουσα συμφορᾶς (στ. 255-58).
12. “Εγώ είμαι έρημη, άπολις / και ο άντρας μου με ταπεινώνει. / Είμαι το λάφυρο που έφερε από βάρβαρη χώρα, / και δεν έχω μητέρα, ούτε αδελφό, ούτε συγγενή, / για νά βρω εκεί λιμάνι απάνεμο στη συμφορά”. / Την δε σοφία της την αναγνωρίζει και ο Κρέων όταν την εξορίζει: «σοφή πέφυκας καὶ κακῶν πολλῶν ἴδρις» Είσαι από τη φύσι σου σοφή και κατέχεις πολλούς τρόπους για να κάνεις το κακό”.
13. Στίχ.: (1078-1080) «καὶ μανθάνω μὲν οἷα δρᾶν μέλλω κακά, θυμὸς δὲ κρείσσων τῶν ἐμῶν βουλευμάτων, ὅσπερ μεγίστων αἴτιος κακῶν βροτοῖς.
14. ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΤΣΕΛΙΟΥ, Η ΦΥΣΗ ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ (ΑΙΣΧΥΛΟΣ, ΣΟΦΟΚΛΗΣ, ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ), ΑΘΗΝΑ 2021, σελ.112
15. μείζους δ᾽ ἄτας, ὅταν ὀργισθῇ δαίμων οἴκοις, ἀπέδωκεν. Μήδεια: στίχ. 129-130
16. Σύμφωνα με μια παραλλαγή του σχετικού μύθου, η Ινώ ήταν σύζυγος του Αθάμα, βασιλιά της Θεσσαλίας και είχαν αποκτήσει μαζί δύο γιους, τον Λέαρχο και τον Μελικέρτη. Αργότερα η Ινώ άφησε κρυφά το παλάτι και ανέβηκε στον Παρνασσό, για να γίνει βάκχη και να συντροφεύσει τον Διόνυσο, που τον είχε αναθρέψει. Ο Αθάμας, θεωρώντας πως η Ινώ είχε πεθάνει, παντρεύτηκε τη Θεμιστώ, την κόρη μιας Νύμφης, που του χάρισε άλλα δύο αγόρια δίδυμα, το Σφίγγιο και τον Ορχομενό. Η Ινώ όμως μετά από λίγο καιρό επέστρεψε μεταμφιεσμένη σε δούλη και μπήκε στην υπηρεσία της Θεμιστούς. Η Θεμιστώ είχε αποφασίσει να σκοτώσει τα παιδιά της Ινούς, και κάποιο βράδυ διέταξε να ντυθούν τα παιδιά της Ινούς με μαύρα φορέματα και τα δικά της με λευκά, ώστε να μπορεί μέσα στη νύχτα να τα ξεχωρίσει. Η Ινώ για να σώσει τα αγόρια της έπραξε το αντίθετο και η Θεμιστώ σκότωσε ακούσια μέσα στο σκοτάδι τα δικά της παιδιά. Όταν το άλλο πρωί κατάλαβε τι είχε κάνει, αυτοκτόνησε. Ο Ευριπίδης όμως, στο πέμπτο στάσιμο της «Μήδειας» παρουσιάζει μια διασκευή του μύθου στην οποία η Ινώ είναι αυτή που σκοτώνει τα δύο παιδιά της ύστερα από τρέλα που της ενέβαλε η Ήρα για να την εκδικηθή, εξ αιτίας των φροντίδων που παρείχε προς τον Διόνυσο τον οποίο εκείνη μισούσε, επειδή ήταν εξώγαμο τέκνο του συζύγου της Δία. Η μυθική παράδοση αναφέρει και άλλη εκδοχή, ότι τελικά η Ινώ έπεσε με τα παιδιά της από τη Μολουρίδα Πέτρα των Μεγάρων και σκοτώθηκε, ενώ άλλη πως σώθηκε από τον Ποσειδώνα και μετονομάσθη Λευκοθέα: www.greek-language.gr// ιδέ και Δημοπούλου Γεωργία, Ινώ του Ευριπίδη, Πάτρα 2008, σελ.19 και εξής.
17. Μήδ., στίχ. 1284-1289. «Ἰνὼ μανεῖσαν ἐκ θεῶν, ὅθ᾽ ἡ Διὸς / δάμαρ νιν ἐξέπεμπε δωμάτων ἄλαις· / πίτνει δ᾽ ἁ τάλαιν᾽ ἐς ἅλμαν φόνῳ τέκνων δυσσεβεῖ, / ἀκτῆς ὑπερτείνασα ποντίας πόδα, / δυοῖν τε παίδοιν ξυνθανοῦσ᾽ ἀπόλλυται.
18. Ηρώ Π. Λαδά, Οι ιδέες στην Ἑλένη του Ευριπίδη, Καλαμάτα 2016, σελ.29-30
19. http://dim-agnant.kar.sch.gr/autosch/joomla15
- Η Φαίδρα αναφέροντας «Αιδώ» την εκφράζει με διττή σημασία: ως Αρετή, και ως Αδυναμία ενώπιον του Κακού που προξενεί δυσβάσταχτο βάρος των σπιτιών. Υποφέρει βιώνοντας αυτόν τον διχασμό έτσι που βήμα- βήμα την οδηγεί στον θάνατο. «αἰδώς τε∙ δισσαὶ δʹ εἰσίν, ἡ μὲν οὐ κακή,/ ἡ δʹ ἄχθος οἴκων∙… τὸ δεύτερον δὲ τὴν ἄνοιαν εὖ φέρειν τῶι σωφρονεῖν νικῶσα προυνοησάμην. τρίτον δʹ, ἐπειδὴ τοισίδʹ οὐκ ἐξήνυτον Κύπριν κρατῆσαι, κατθανεῖν ἔδοξέ μοι, (και η Ντροπή είναι διπλή· η μια είναι καλή και η άλλη είναι θλίψη των σπιτιών… έπειτα νοιάστηκα με φρόνησι να αντέξω την τρέλα μου και όταν ήταν αδύνατον με αυτό να πολεμήσω την Αφροδίτη, μου φάνηκε πιο καλό να πεθάνω: (στίχ. 385-86, 398-402)
- Το συχνό αυτό μοτίβο του Ευριπίδη, το συναντήσαμε ήδη στις Τραχίνες του Σοφοκλή: στίχ.497-8 : «μέγα τι σθένος ἁ Κύπρις ἐκφέρεται νίκας ἀεί»·/ Αφάνταστ᾽ είναι της νίκης η δύναμη που φανερώνει πάντα η Αφροδίτη, όπου με την δύναμι του έρωτα έχει πλανέψει θεούς και ανθρώπους (Τραχ., στιχ.499-506). Η Αφροδίτη λειτουργεί ως βουβός αυτουργός και συνεργός στο μύχιο μοιραίο και αυτοκαταστροφικό Έρωτα: στην Μήδεια, στην Φαίδρα του Ιππολύτου, στον Ηρακλή στις Τραχίνιες. Αμείλικτος θεός παρουσιάζεται και ο Διόνυσος στις Βάκχες, και η Αθηνά στις Τρωάδες.
- Ιδέ και Σάϊμον Γκόλντχιλ, Έρωτας και τραγωδία, Πώς ο αρχαίος κόσμος διαμορφώνει τη ζωή μας , εκδ. Πατάκη
Βασική βιβλιογραφία
- Βάϊα Καραμπάτσα, Ἀπὸ τὸν Ἀρχαῖο Μύθο στὴν Αποδόμησή του: Ὁ μύθος τῆς Φαίδρας ἀπὸ τὸν Ιππόλυτο τοῦ Εὐριπίδη στὴ Μοντέρνα Φαίδρα τοῦ Γιάννη Ρίτσου καὶ στὴ Μεταμοντέρνα Φαίδρα ἢ Άλκηστη-Love Stories τῆς Έλενας Πέγκα, 2017
2. Γεωργουσόπουλος, Κ., Κλειδιά και κώδικες θεάτρου, Ι, Αρχαίο δράμα, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1990
- ΓΙΟΥΛΗ (ΑΓΓΕΛΙΚΗ) ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ, Ἔντεχνες καὶ ἄτεχνες πίστεις στὸν Ιππόλυτο τοῦ Εὐριπίδη – Ἡ ἀποτυχία τῆς πειθοῦς, Figura in Praesentia, Μελέτες ἀφιερωμένες στὸν καθηγητὴ Θανάση Νάκα, ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ Κώστας Ντίνας, εκδ. Πατάκη 2018, σελ.625-640
- Δημοπούλου Γεωργία, Ινώ του Ευριπίδη, Πάτρα 2008
- Διόνυσος Αλεξίου, Ὁ μύθος τῆς Φαίδρας καὶ τοῦ Ιππόλυτου στὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ καὶ ρωμαϊκὸ δράμα, καὶ ἡ πρόσληψη τοῦ στὴ νεότερη δραματουργία, Θεσσαλονίκη 2015
6. Dodds, Ε. R., Εισαγωγή στις Βάκχες, Μετ. Κάσδαγλη, Λ., Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα, 1977
- ΕΛΕΝΗΣ Γ. ΛΕΟΝΤΣΙΝΗ, Ἡ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΗΘΙΚΉ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ, ΑΝΑΤΥΠΟΝ ΕΚ ΤΟΥ ΜΗ' ΤΟΜΟΥ (2006) ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» ΑΘΗΝΑΙ 2006
- ΕΛΕΝΗ Β. ΧΑΤΖΗΖΗΣΗ , «Ἡ ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΙΚΟΥ ΠΑΘΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ. ΜΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΡΙΓΜΕΝΗ ΣΤΙΣ ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ: ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΙ ΤΡΑΧΙΝΙΑΙ ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΗ ΚΑΙ ΜΗΔΕΙΑ, ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ, ΑΛΚΗΣΤΗ, ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ, ΡΟΔΟΣ 2020
- Εὐαγγελία Κ. Μιμίδου, «Ἡ εἰκονογραφία τῶν ἔργων τοῦ Εὐριπίδη στὴν τέχνη μέχρι τὸν 6ο μ.Χ. αἰώνα», ΑΘΗΝΑ, 2009
- Ευάγγελος Ταταρίδης, Θεοί και θνητοί στον Ιππόλυτο του Ευριπίδη: τελετουργική επικοινωνία και διάδραση, Ρέθυμνο 2023
- Ηρώ Π. Λαδά, Οι ιδέες στην Ἑλένη του Ευριπίδη, Καλαμάτα 2016
- ΙΩΑΝΝΗ ΡΑΛΛΗ-ΚΑΔΑΛΑ, Ἡ ἱστορικὴ ἐξέλιξη τοῦ ἐγκλήματος τῆς μοιχείας. Ἀπὸ τοὺς ὁμηρικοὺς χρόνους μέχρι τὸ τέλος τῆς Βυζαντινῆς περιόδου, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010
- ΚΟΝΙΣΣΗ ΜΑΡΙΑ, «Ἡ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΠΟΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΙΠΙΔΗ: ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ, ΕΚΑΒΗ, ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ, ΜΗΔΕΙΑ» ΡΟΔΟΣ 2023
- Κωστής Ζ. Καπελώνης, Γυναῖκες τοῦ Εὐριπίδη στὸ Θέατρο Τέχνης, www.periou.gr/ 25 Ἰουνίου 2022
- Lesky, A. Ἱστορία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς λογοτεχνίας. Μτφρ. Α.Γ. Τσοπανάκη. Θεσσαλονίκη: ἐκδοτικὸς οἶκος ἀδελφῶν Κυριακίδη, Θεσ/κη, 1998.
- Μίνα Στεργιοπούλου, «Αντι-ήρωες στο έργο του Ευριπίδη», Αθήνα, 2021
- Ν. Ξένιος, Ἡ ΒΑΚΧΕΙΑ ΩΣ ΣΤΑΣΙΣ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ, Μὲ ἀφορμὴ τὸ ἔργο τοῦ Εὐριπίδη, Ἀρχαιολογία καὶ Τέχνες, 68-8
- Ξένια Βεληβασάκη, ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΟ ΈΡΓΟ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΊΔΗ: ΜΙΣΟΓΎΝΗΣ Ἢ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΌΣ; ΜΙΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΉ ΑΝΑΓΝΩΣΗ, Ἄρθρο 7 / Τεῦχος 19, Ὀκτώβριος 2021
- ΞΕΝΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ, «Ἡ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΣΤΙΣ ΤΡΑΓΩΑΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ», Ἀθήνα, 1992
- ΟΛΥΜΠΙΑ ΜΗΤΣΙΑΔΟΥ , «Ὁ ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΣΙΩΠΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟΣΙΩΠΗΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ: ΑΙΣΧΥΛΟΥΠΡΟΜΗΘΕΥΣΔΕΣΜΩΤΗΣ, ΣΟΦΟΚΛΗ ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ, ΕΥΡΙΠΙΔΗ- ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ», ΡΟΔΟΣ 2018
- Ρεβέκκα Ρούσση, Ἡ Φαίδρα ὡς κυρίαρχος µύθος στὴν εὐρωπαϊκὴ λογοτεχνία, Πάτρα 2023
- Σάϊμον Γκόλντχιλ, Έρωτας καὶ τραγωδία, Πὼς ὁ ἀρχαῖος κόσμος διαμορφώνει τὴ ζωὴ μας, (μεταφρ. Κων/να Τριανταφυλλοπούλου), εκδ. Πατάκη, 2006
- ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΤΣΕΛΙΟΥ, Η ΦΥΣΗ ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ (ΑΙΣΧΥΛΟΣ, ΣΟΦΟΚΛΗΣ, ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ), ΑΘΗΝΑ 2021
- Τ. Πάσχος, Εἰσαγωγὴ στὸν Ιππόλυτο
- Φλόκα Ευτέρπη, Μήδεια και Ιάσων: Μύθος και ετυμολογία στην Αρχαία Ελληνική ποίηση, Θεσσαλονίκη 2011
- Χατζημιχαήλ Χρῆστος, ΙΩΣΗΦ ΚΑΙ ΑΣΕΝΕΘ, ΚΟΜΟΤΗΝΗ 2010
Το πρώτο μέρος εδώ.