ἐρωτοχτυπημένες μὲ τὸν Ἰωσήφ, τὸν Βελλεροφόντη καὶ τὸν Ἱππόλυτο ἀντίστοιχα.
“Τὸ Μοτίβο τῆς ἄνομης «γυναικείας Βακχείας» μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἔντονου, καὶ ἀνεξέλεγκτου ἐρωτικοῦ παροξυσμοῦ καὶ τῆς ἀσυγκράτητης ἐπιθυμίας ἡδονικῆς ἱκανοποίησης, τὸ συναντᾶ κανεὶς εὐρύτατα καὶ στὴν Ἑλληνικὴ μυθολογία μὲ πιθανὴ ἀρχέτυπη διήγησι ἐκείνης τῆς Βίβλου ὡς πολὺ ἀρχαιότερη”.
Δημητρίου Μίχα
Μέρος Α'
Τρεῖς ἀπὸ τὶς πιὸ γνωστὲς γυναῖκες τὶς ὁποῖες ἡ μυθοπλασία τιμᾶ γιατὶ περιπλέκει τὴν ζωὴ τους μὲ μιὰ παθιασμένη ἐρωτικὴ παρεκτροπή. Ἡ περίπτωσι τοὺς βασίζεται σὲ ἕναν κοινὸ θεματικὸ τόπο κατὰ τὸν ὁποῖο μία ὥριμη, λάγνα παντρεμένη γυναῖκα, ἐρωτεύεται ἕναν νεαρώτερο, εὔρωστο καὶ ὄμορφο ἄνδρα, τὸν ὁποῖο παρενοχλεῖ γιὰ ἐρωτικὴ συνεύρεσι. Ἐπειδὴ ὅμως στὴν πρόσκλησι- πρόκλησι δὲν βρίσκει ἀνταπόκρισι στὸ ἀνόσιο, λόγῳ τῆς μοιχείας1, πάθος της, μὲ θιγμένο ἐγωϊσμὸ ἀπὸ τὴν ἀπόρριψι καὶ παίρνοντας ἐκδίκησι τὸν κατηγορεῖ ψευδῶς στὸν ἄνδρα της γιὰ ἀπόπειρα βιασμοῦ ἢ ἔστω προσπάθεια ἀποπλάνησής της. Ἡ κατάληξι τοῦ δρωμένου δικαιώνει τὸν παθόντα καὶ τιμωρεῖ σκληρὰ τὴν συκοφάντιδα. Κατατίθενται τρεῖς παραλλαγὲς αὐτοῦ τοῦ μοτίβου.
- Ἡ πρώτη καὶ ἡ ἀρχαιότερη εἶναι γνωστὴ ἀπὸ τὴν διήγησι ποὺ ἀπαντᾶται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη (Γένεσι 39, 7-10) ἤδη ἀπὸ τὸν 19ὂν – 18ὂν αἰώνα π.Χ.2, ὅταν ἡ γυναῖκα τοῦ Πετεφρῆ - αὐλικοῦ τοῦ Φαραώ, ἐρωτεύτηκε τὸν πωληθέντα ἀπὸ τὰ ζηλόφθονα ἀδέρφια του στὴν Αἴγυπτο Ἰωσήφ, ἐξαιτίας τῆς ὀμορφιᾶς καὶ τοῦ ὡραίου ἀναστήματος του3, ζητώντας του ἐπίμονα ἐρωτικὴ συνεύρεσι: «...καὶ ἐπέβαλεν ἡ γυνὴ τοῦ κυρίου αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς ἐπὶ Ἰωσὴφ καὶ εἶπε· κοιμήθητι μετ᾿ ἐμοῦ.» ἔστρεψε μὲ ἐπιμονὴν καὶ μὲ πόθον τὰ βλέμματα τῆς στὸν Ἰωσὴφ καὶ τοῦ εἶπε· “κοιμήσου μαζὶ μου”.
Ἡ γυναῖκα ἐπεδίωκε ἐμμονικά καὶ κάθε ἡμέρα4 νὰ τὸν συναντήσει ἀλλὰ εἰσέπραττε διαρκῶς τὴν ἄρνησι του, ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἤθελε νὰ τιμᾶ τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ ἄνδρα της ποὺ τὸν εἶχε ἀξιοποιήσει ἀπὸ δοῦλο ὡς γενικὸ οἰκονόμο (ἐπιστάτην), ὥσπου μιὰ ἡμέρα, κυριευμένη ἀπὸ τὸ πάθος της, τοῦ σκίζει βίαια τὰ ροῦχα του καὶ ὁ Ἰωσὴφ στὴν προσπάθεια του νὰ ξεφύγει, ἄφησε ἕνα κομμάτι τοῦ χιτῶνα στὰ χέρια τῆς ἐρωτευμένης γυναίκας. Τότε ἐκείνη μὴ ἀντέχοντας ἄλλο τὴν ἀπόρριψι καὶ γιὰ νὰ τὸν ἐκδικηθῆ χρησιμοποιεῖ τὸ ἐναπομεῖναν τμῆμα τοῦ ρούχου ὡς ἐνοχοποιητικὸ καὶ ἀποδεικτικὸ στοιχεῖο. Μὲ κραυγὲς ἀπειλουμένης γυναίκας φωνάζει τοὺς ὑπηρέτες τοῦ σπιτιοῦ ὡς μάρτυρες, ἐπιδεικνύοντας τὸ ἔνδυμα καὶ κατηγορώντας τὸν Ἰωσὴφ γιὰ ἀπόπειρα βιασμοῦ. Τὰ ἴδια φυσικὰ ἱστόρησε καὶ στὸν σύζυγο τῆς τὸν Πετεφρή5.
Ὁ Πετεφρής, ὀργισμένος φυλακίζει τὸν Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος ὡς γνωστὸν ἀπὸ τὴν Βιβλικὴ ἀφήγησι μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀποκτώντας τὸ χάρισμα τῆς ἑρμηνείας τῶν ὀνείρων δικαιώθηκε φθάνοντας στὰ ὕπατα ἀξιώματα (ἀντιβασιλέας): «εἶπε δὲ Φαραὼ τῷ Ἰωσὴφ- ἐγὼ Φαραώ, ἄνευ σοῦ οὐκ ἐξάρει οὐδεὶς τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ πάσης γῆς Αἰγύπτου, καὶ ἐκάλεσε Φαραὼ τὸ ὄνομα Ἰωσήφ, Ψονθομφανήχ- καὶ ἔδωκεν αὐτῷ τὴν Ἀσενέθ6 θυγατέρα Πε(ν)τεφρή (ἄλλος αὐτὸς ὁ Πετεφρής) ἱερέως Ἡλιουπόλεως αὐτῷ εἰς γυναίκα…, (Γένεσις, 41.44-45), ἐνῶ ἡ γυναίκα τοῦ ἐπιστάτη Πετεφρή χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζουμε ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὴν πλοκὴ αὐτῶν τῶν διηγήσεων ὅταν ἀποκαλύπτεται ἡ πλεκτάνη καὶ ἡ ἀλήθεια, ἀκολουθεῖ ἡ σκληρὴ τιμωρία: καταδίκη θανάτου ἢ αὐτοχειρία. Πάντως «ἐξαφανίστηκε» ἀφοῦ οὔτε τὸ ὄνομα της μνημονεύτηκε ποτέ…
Παραλλαγὴ τοῦ θέματος συναντᾶται στὴν Αἴγυπτο καὶ ἀργότερα, στὴν «Διήγησις τῶν δύο Ἀδελφῶν» ποὺ διασώζεται σὲ πάπυρο καὶ χρονολογεῖται κατὰ τὴ βασιλεία τοῦ Σεθ Β’), δηλαδὴ κατὰ τὸ 1200-1194 π.Χ., κατὰ τὴ 19η δυναστεία τῆς Νέας Βασιλείας. Προέρχεται ἀπὸ τὴν Αἰγυπτιακὴ μυθολογία καὶ ἀναφέρεται στὶς θεότητες Βάτα (Bata) καὶ Ἄνουβι (Anubis) ποὺ ἦταν ἀδέλφια. Ὁ Βάτα ἦταν εὔρωστος, μυώδης καὶ πολὺ ὄμορφος καὶ εἶχε τὴν ἀτυχία νὰ τὸν ἐρωτευθῆ παράφορα ἡ γυναίκα τοῦ ζωόμορφου Ἄνουβι (μὲ μαύρη κεφαλὴ τσακαλιοῦ7) καὶ τοῦ ζητοῦσε ἐρωτικὴ συνεύρεσι. Στὴν ἄρνησι τοῦ λάγνου πάθους της, ἐκείνη συκοφάντησε στὸν ἄνδρα της πὼς δῆθεν ὁ Βάτα τὴν ἐπιθύμησε σφοδρὰ καὶ προσπάθησε νὰ τὴν βιάσει. Ὅταν ὁ Ἄνουβις ζήτησε ἐξηγήσεις, ὁ Βάτα σεβόμενος τὸν ἀδελφὸ του, δὲν ἀρκέστηκε νὰ τὸν πείσει γιὰ τὴν αλήθειά του μόνο μὲ τὰ λόγια, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξει καμμία ὑπόνοια σὲ αὐτὸν γιὰ τὴν ἐντιμότητα του, ἔκοψε τὰ γεννητικὰ του ὄργανα μπροστὰ του. Τότε ὁ Ἄνουβις δολοφόνησε τὴν γυναῖκα του καὶ θρηνοῦσε - γιὰ τὴν τόσο μεγάλη θυσία - τὸν ἀδελφὸ του.
Τὸ Μοτίβο τῆς ἄνομης «γυναικείας Βακχείας» μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἔντονου, καὶ ἀνεξέλεγκτου ἐρωτικοῦ παροξυσμοῦ καὶ τῆς ἀσυγκράτητης ἐπιθυμίας, ἡδονικῆς ἱκανοποίησης, τὸ συναντᾶ κανεὶς εὐρύτατα καὶ στὴν Ἑλληνικὴ μυθολογία μὲ πιθανὴ ἀρχέτυπη διήγησι ἐκείνης τῆς Βίβλου ὡς πολὺ ἀρχαιότερη. Μερικὲς τέτοιες ἀφηγήσεις εἶναι: Ἡ Ἱπποδάμεια γυναῖκα τοῦ Πέλοπα ἐπιθύμησε τὸν νεαρὸ ἡνίοχο Μύρτιλο, ἡ Φιλονόμη, ἐρωτεύτηκε τὸν Τένη, τὸν θετὸ της γιό, ἡ Δαμασίππη ἐρωτεύτηκε τὸν προγονὸ της Ἕβρο γιὸ τοῦ Κάσσανδρου, ἡ Δημονίκη ἐρωτεύτηκε τὸν Φρῖξο, ἡ Ὄχνη ἐρωτεύτηκε τὸν ἐξάδελφο της Εὔνοστο, ἡ Δημαινήτη ἐρωτεύτηκε τὸν θετὸ της γιό. κ.λπ.- κ.λπ8.
- Στὴν Ἰλιάδα ἐπίσης βρίσκομε μιὰ παραστατικὴ τέτοια διήγησι (Ζ, 155-205, 116-226) στὴν ὁποία παρουσιάζεται ὁ Βελλεροφόντης, ὁ ἐγγονὸς τοῦ τραγικοῦ Σίσυφου καὶ γιὸς τοῦ Γλαύκου γεννημένος στὴν Κόρινθο, ὡς ἕνας ἀθλητικός, ὄμορφος καὶ γεροδεμένος νέος – γνωστὸς καὶ γιὰ τὸ ἐπίτευγμα τοῦ νὰ τιθασεύσει τὸν Πήγασο καὶ νὰ σκοτώσει μὲ τὴν βοήθεια τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς τὴν τρομακτικὴ Χίμαιρα, νὰ ἔχει ὑποστῆ τὶς πλοκὲς ἑνὸς τέτοιου παθολογικοῦ ἔρωτα. Ἡ ἀρχὴ ἔχει νὰ κάνει μὲ ἕναν φόνο, ὅταν σκότωσε ἄθελά του τὸν ἀδελφὸ του, καὶ γιὰ νὰ ἐξαγνισθῆ ὑποχρεώθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Κόρινθο καὶ νὰ γίνει ἱκέτης – φιλοξενούμενος ἀπὸ τὸν βασιλιά Προῖτο τῆς διπλανῆς πόλης τῆς Τίρυνθας. Ὅμως ἡ θεϊκὴ του ὀμορφιὰ συγκίνησε παράφορα τὴν Ἄντεια (ἡ Σθενέβοια κατ’ ἄλλη ἐκδοχή), τὴν γυναῖκα τοῦ Προίτου, ἡ ὁποία σὲ κάθε εὐκαιρία τὸν παρενοχλοῦσε φορτικὰ γιὰ κρυφὴ ἐρωτικὴ ἱκανοποίησι9. Ἐκεῖνος ἀρνεῖτο καὶ ἔδειχνε ἕναν ἐνάρετο χαρακτῆρα γιατὶ δὲν ἤθελε νὰ προδώσει τὴν φιλία καὶ τὴν εὐεργετικὴ φιλοξενία τοῦ Προίτου.
Ἡ βασίλισσα τυφλωμένη... , τὸ ἐρωτικὸ πάθος τὸ μετατρέπει σὲ μίσος γιὰ ἐκδίκησι καὶ μὲ πονηριὰ καὶ πανουργία συκοφαντεῖ τὸν Βελλεροφόντη στὸν ἄνδρα της: «Καλύτερα νὰ πεθάνεις ἐσὺ Προῖτε (διασυρμένος), εἰδάλλως σκότωσε τὸν Βελλεροφόντη, ποὺ ἤθελε νὰ σμίξει ἐρωτικὰ μαζὶ μου, χωρὶς τὴν θέλησι μου» (Ζ, 164-165)10 ] Ὁ Προῖτος παρ’ ὅτι ἐξεμάνη, δὲν ἤθελε καὶ νὰ παραβιάσει τὸν ἱερὸ θεσμὸ τῆς φιλοξενίας τοῦ ἐξαγνισμοῦ προξενώντας τὴν μῆνιν τῶν θεῶν, καὶ σοφίστηκε: ἀντὶ νὰ σκοτώσει ὁ ἴδιος τὸν Βελλεροφόντη … ἂς τὸ κάνει ὁ πεθερὸς του ὁ Ἰοβάτης στὴν Λυκία! Στέλνει λοιπὸν τὸν φιλοξενούμενον του στὸν πεθερὸ μὲ ἕνα κωδικοποιημένο πίνακα γραφῆς11 σὰν νὰ τοῦ ἔγραφε : « Νὰ σκοτώσεις αὐτὸν ποὺ θὰ σοῦ παραδώσει τὸ γράμμα»12.
Ὁ Βελλεροφόντης ὅμως … τὸ ξεχνᾶ, καὶ τὸ παραδίδει μετὰ ἀπὸ δέκα ἡμέρες, ἱκανὸς χρόνος νὰ κερδίσει καὶ συμπάθειες καὶ νὰ τύχει τῶν ἀπαραβάτων ἀρχῶν τῆς φιλοξενίας. Ἔτσι ἀντίστοιχα καὶ ὁ πεθερὸς γιὰ νὰ βγῆ ἀπὸ τὴν δύσκολη θέσι τῶν διλημμάτων, ἀναθέτει στὸν «μελλοθάνατο» … νὰ σκοτωθῆ μόνος του, ὑλοποιώντας ἀκατόρθωτα ἀνδραγαθήματα ποὺ τοῦ ἀνατίθενται, ὅπως π.χ. νὰ σκοτώσει τὸ τρομερὸ τέρας, τὴν Χίμαιρα μὲ τὰ τρία φοβερὰ κεφάλια, θεωρώντας πὼς δὲν θὰ ἐπέστρεφε ποτὲ ζωντανός!
Οἱ θεοὶ ὅμως βλέποντας τὸ δίκαιο μὲ τὸ μέρος του, διαρκῶς τὸν προστάτευαν μὲ τὴν εὔνοια τοὺς καὶ ἔτσι ἔφερε σὲ πέρας ὅλες τὶς θανάσιμες δοκιμασίες ποὺ τοῦ ἀνέθετε ὁ Ἰοβάτης. Τιθάσευσε τὸν Πήγασο, σκότωσε τὴν Χίμαιρα ποὺ εἰπώθηκε , νίκησε τοὺς αἱμοχαρεῖς Σολύμους, τὶς πολεμοχαρεῖς Ἀμαζόνες καὶ δύο φορὲς τοὺς ὕπουλους Λυκίους, ἐπιδεικνύοντας ἀκαταμάχητη ἀνδρεία, τέτοια ποὺ ἐν τέλει μετανοιωμένος ὁ Ἰοβάτης, πιστεύοντας πὼς μόνο ἀπὸ τοὺς θεοὺς κατέχει αὐτὴ τὴν δύναμι, ὄχι μόνο τὸν σώζει, ἀλλὰ καὶ τὸν παντρεύει μὲ τὴν ἄλλη κόρη του τὴν Φιλονόη καὶ τοῦ προσφέρει τὸ μισὸ του Βασίλειο. Κοντὰ σὲ αὐτὰ - σὲ ἔμπιστο πλέον φίλο - τοῦ ἀποκαλύπτει καὶ τὸ μυστικό «θανάσιμο» γράμμα τοῦ Προίτου.
Ὁ Βελεροφόντης παρ’ ὅτι μὲ τὴν χάρι τῶν θεῶν ὡς θνητὸς βιώνει πλέον τὴν κορύφωσι τῆς ἐπίγειας εὐτυχίας, μαθαίνοντας ὅμως ὅλη τὴν εἰς βάρος του πλεκτάνη, ἡ φωλιασμένη ἀδικία ποὺ εἶχε βιώσει, φουντώνει τώρα σὲ ἀφρίζουσα ἐκδίκησι γιὰ τὸν Προῖτο καὶ τὴν Ἄντεια. Ταξιδεύει στὴν Τίρυνθα πείθει τὴν Ἄντεια πὼς ἐνδίδει στὸν ἔρωτά της, καὶ μὲ τὸν Πήγασο τῆς ὑπόσχεται ὅτι θα τὴν μεταφέρει στοὺς οἰκείους της στὴν Λυκία. Ὅμως εὑρισκόμενοι πάνω ἀπὸ τὴν θάλασσα τὴν ρίχνει κάτω καὶ ἐκείνη πνίγεται.
Οἱ θεοὶ ὅμως ἀγανακτοῦν γιὰ τὴν ὑπέρβασι τῆς δικαιοδοσίας του, δηλαδὴ τὴν παραβίασι τοῦ ἠθικοῦ «μέτρου» ποὺ ὁδηγεῖ στὴν «ὕβρι», … καὶ αὐτὸ προαναγγέλλει τὴν βαρύτατη τιμωρία του. Πράγματι μετὰ ἀπὸ λίγο χρόνο, ὅταν ὁ Βελεροφόντης χρειάστηκε νὰ πετάξει μὲ τὸν Πήγασο πάλι, ὁ Δίας ἀφηνίασε τὸ φτερωτὸ ἄλογο γκρεμίζοντας τὸν ἥρωα, χωρὶς ὅμως νὰ τὸν σκοτώσει. Ἔμεινε τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του σὲ τιμωρητική ἀναπηρία (χωλός), ταπεινὸς καὶ ἀνώνυμος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, πεθαίνοντας ἐγκαταλελειμμένος καὶ ἀνυπόληπτος. Γιὰ ἕναν ἥρωα ποὺ ἄγγιζε τὰ οὐράνια καὶ τὴν θωπεία τῶν θεῶν, αὐτὴ του ἡ κατάντια ἦταν ὀδυνηρότερη τιμωρία καὶ ἀπὸ τὸν θάνατο.
Ἡ ἐρωτικὴ ἀπογοήτευσι τῆς Φαίδρας. Απουλικός καλυκωτός κρατήρας τοῦ Ζωγράφου τῆς Λαοδάμειας, περίπου 350-40 π.Χ. Στὴν πάνω ζώνη, στὰ ἀριστερά, ἡ Φαίδρα κάθεται λυπημένη. Μπροστὰ της ἵπταται ὁ Ἔρως. Πίσω της μιὰ συνοδός. Λονδίνο, Βρετανικὸ Μουσεῖο, www.greek-language.gr
- Ἕνα τέτοιο στερεότυπο μοτίβο δραματοποιεῖ καὶ ὁ Εὐριπίδης μὲ τὴν τραγωδία του «Ἱππόλυτος». Ὁ Ἱππόλυτος διδάχθηκε τὸ 428 π.Χ στὶς ἀρχὲς τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου. Ἀποτελεῖται ἀπὸ 1.466 στίχους καὶ ἀνῆκε σὲ τετραλογία ποὺ τιμήθηκε μὲ τὸ πρῶτο βραβεῖο. Τὸ περιεχόμενο βασίζεται στὸν μύθο σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Θησέας, ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀθήνας, εἶχε ἐρωτικὸ δεσμὸ μὲ τὴν ἀμαζόνα Ἀντιόπη ἀποκτώντας μαζὶ της ἕναν γιό, τὸν Ἱππόλυτο. Ἀργότερα ἐρωτεύτηκε τὴν κόρη τοῦ Μίνωα καὶ τῆς Πασιφάης, τὴν Φαίδρα, καὶ τὴν παντρεύτηκε ἐγκαταλείποντας ὄχι μόνο τὴν ἀμαζόνα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀδελφὴ τῆς Φαίδρας τὴν Ἀριάδνη, στὴν Νάξο τὴν ὥρα ποὺ κοιμόταν, ὅταν γύριζαν ἀπὸ τὴν Κρήτη μετὰ τὸν φόνο τοῦ Μινώταυρου. Καὶ ἐνῶ ζοῦσε εὐτυχής, σὲ μιὰ διένεξι μὲ ἕναν συγγενὴ τοῦ ὀνόματι Παλλήντα, τὸν σκοτώνει καὶ γιὰ νὰ ἐξαγνισθῆ καταφεύγει ὡς ἱκέτης στὴν Τροιζήνα, στὴν αὐλὴ τοῦ Πιτθέα. Ἐδῶ βρίσκεται ὁ τόπος καὶ ὁ χρόνος τῶν δρωμένων τῆς τραγωδίας.
Ὁ πρόλογος περιέχει τὸν λόγο τῆς θεᾶς Ἀφροδίτης ἡ ὁποία θυμωμένη ἀναφέρεται στὴν περιφρόνησι ποὺ τῆς δείχνει ὁ Ἱππόλυτος καὶ στὴν πρόθεσι της νὰ τὸν τιμωρήσει μέσω τοῦ ἔρωτα πρὸς αὐτὸν ποὺ θὰ προκαλέσει στὴν μητρυιὰ του, τὴν Φαίδρα. Ἔτσι ξεδιπλώνει τὰ μελλούμενα ποὺ θὰ συμβοῦν προεξαγγέλλοντας τὸν θάνατο τοῦ ἀνέραστου Ἱππολύτου, ποὺ τῆς ἀντιστέκεται, ἀφοσιωμένος στὴν παρθένα Ἄρτεμι, ἀλλὰ καὶ τὸ κακὸ τέλος ἐπίσης τῆς ἐρωτοπληγείσας μητρυιᾶς του.
Λεπτομερέστερα: Ὁ γιὸς τοῦ Θησέα- ὁ Ἱππόλυτος - ἔχει γίνει ἕνας πολὺ εὔρωστος καὶ καθ’ ὅλα εὐειδὴς ἄνδρας, ὁ ὁποῖος ὅμως - παρὰ τὰ σωματικὰ του κάλλη - περιφρονεῖ τὶς ἐρωτικὲς δωρεὲς καὶ σεξουαλικὲς ἀπολαύσεις ποὺ χαρίζει ἡ θεὰ Ἀφροδίτη καὶ ἐπιλέγει μιὰ ζωὴ ἐγκράτειας καὶ σεμνότητας, λατρεύοντας τὴν θεὰ τῆς παρθενίας Ἄρτεμι. (ὁ Ἱππόλυτος, μονάχα/ ἐτοῦτος μέσα σ᾽ ὅλην τὴν Τροιζήνα,/ λέει πὼς εἶμαι ἡ κατώτερη θεὰ / κι' ἀρνιέται ζευγαρώματα καὶ γάμο. Στχ. 6-10, μετφ. Κ. Βάρναλη)
Ἡ Ἀφροδίτη θεωρώντας ὅτι αὐτὴ ἡ ἐπιλογὴ τοῦ Ἱππολύτου εἶναι «ὕβρις» καὶ τὴν προσβάλλει βάναυσα, ἐξοργίζεται καὶ μηχανεύεται σειρὰ γεγονότων γιὰ νὰ πάρει ἐκδίκησι. Ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν Φαίδρα τὴν ὁποία χειραγωγεῖ· τῆς ἐμβάλλει ἐμμονικό, παθολογικὸ ἔρωτα γιὰ τὸν προγονὸ της. Ἔτσι μόλις αὐτὴ ἀντικρύζει τὸν ὄμορφο νεαρὸ ἄνδρα, σαγηνεύεται τόσο πολὺ καὶ ἐρωτεύεται μὲ τέτοιο «ἀνόσιο» πάθος τὸν ἀνυποψίαστο καὶ πάναγνο Ἱππόλυτο, ποὺ χάνει ἐντελῶς τὸ μυαλὸ της.
Ἡ Ἀφροδίτη μάλιστα βλέποντας τὸν Ἱππόλυτο μὲ ἕναν ὅμιλο κυνηγῶν καθὼς μπαίνει στὴν σκηνὴ μὲ τὰ δύο ἀγάλματα τῶν θεαινῶν, νὰ προσκυνᾶ καὶ νὰ στεφανώνει μόνο τὸ περιποιημένο Ἄγαλμα τῆς ἀγαπημένης του θεᾶς Ἄρτεμης13 και να περιφρονεί το δικό της (αφρόντιστο και εγκαταλελειμμένο) και να ακούει, - παρά τις παραινέσεις που του γίνονται από τον θεράποντα ακόλουθό του να σέβεται και το δικό της άγαλμα, την ατιμωτική φράσι: «την Κύπρι σου, (Αφροδίτη σου) εγώ σου τη χαρίζω», ο πληγωμένος εγωϊσμός και η ζήλεια της εξάπτονται ανυπόφορα και την παρορμούν να γίνει περισσότερο αποφασιστική ώστε να οδηγήσει τα πράγματα σε εκδίκησι και τραγωδία.
Ετσι βλέπουμε την Φαίδρα, να μπαίνει στην σκηνή και να ομοιάζει με ένα σωματικό, πνευματικό και ψυχικό ερείπιο, «μανίας και νόσου κατειλημμένη» από τον δαιμονικό φλογώδη έρωτα, «ασθενεί βαρέως»14 (στχ. 38-39):
ἐνταῦθα δὴ στένουσα κἀκπεπληγμένη κέντροις
ἔρωτος ἡ τάλαιν᾽ ἀπόλλυται
(μαραζώνει καὶ πληγωμένη ἀπ᾽ τὶς σαγίτες τοῦ ἔρωτα βογκάει καὶ δὲ μιλάει), ἀφοῦ οὔτε τρώει καὶ οὔτε ἔχει τὰ λογικὰ της15. Ἡ σωματικὴ κατάρρευσι καθρεφτίζει τὸν πνευματικὸ καὶ ψυχικὸ σπαραγμὸ κινούμενος μεταξὺ τοῦ κρυφοῦ ἐρωτικοῦ πάθους καὶ τῆς «ἔντρομης ντροπῆς».
Ἐπειδὴ ὅμως ἀντιλαμβάνεται τὸ ἀνήθικο καὶ ἀνόσιο τοῦ πράγματος, βιώνει τὸν έρωτά της «ἀνομολόγητα», " ἐν σιωπῇ ", μυστικὰ16, καὶ κυριευμένη ἀπὸ ἐνοχὲς καὶ ντροπὴ βρίσκεται σὲ ἀπελπισία μὲ ἕναν ἐσωτερικὸ πόνο ποὺ τὴν συντρίβει, τὴν διαλύει, νοιώθοντας ἐντελῶς ἀδύναμη νὰ τὸν ἀντέξει, ὅταν ὑποκινεῖται μάλιστα αὐτὸς ἀπὸ τὴν παντοδυναμία τῆς Ἀφροδίτης. (στχ.503-506) Γι’ αὐτὸ στὴν ἔντονη ἀνησυχία τῆς Τροφοῦ , καὶ σὲ ἕνα παραλήρημα της, τῆς ξεφεύγει ἐμμέσως ὁ ὁρμητικὸς της πόθος γιὰ τὸν βασιλόπαιδα Ἱππόλυτο. Στὴν ἀνήκουστη ἀποκάλυψι: ἡ Φαίδρα, ἡ Τροφὸς καὶ ὁ παρευρισκόμενος χορὸς (ὁ ὁποῖος ἐκφράζει τὴν κοινωνικὴ συνείδησι) ὀλοφύρονται ὅλοι γιὰ τὴν διαταραχὴ καὶ ὑπέρβασι τῆς ἠθικῆς καὶ κοινωνικῆς τάξης: «Ὕβρις». Τὰ πράγματα πλέον θὰ ἀκολουθήσουν τὴν φυσικὴ φορὰ τῆς «Τίσεως» (τιμωρίας) καὶ τῆς «Νεμέσεως» (θάνατος)
Ἡ τροφὸς γιὰ νὰ … λυτρώσει ἀπὸ τὴν «κατάρα τοῦ Ἔρωτα» τὴν Φαίδρα καὶ φυσικά, ὅπως ἀφελῶς ὑπολόγιζε καὶ τὴν ζωὴ της, σκέφτηκε (πέρα ἀπὸ τὰ βοτάνια καὶ τὰ μάγια), πὼς ἡ μόνη λύσι ἦταν νὰ "προδώσει" τὴν φίλη της γιὰ νὰ λάβει «γνῶσι» τοῦ τρομεροῦ μυστικοῦ ὁ ἴδιος ὁ Ἱππόλυτος, ὁ ὁποῖος ὅμως πιστὸς στὴν ἄκαμπτη ἁγνότητα του καὶ στὴν προστάτιδα θεὰ Ἄρτεμι, ἐκρήγνυται καὶ μὲ πολὺ ἔντονο τρόπο τὴν κατηγορεῖ γιὰ ἀτιμία καὶ φαυλότητα, ἀρνούμενος νὰ "σιωπήσει στὰ φοβερὰ" ἐπιτιθέμενος στὴν Τροφὸ («ἄθλια προξενήτρα, ποὺ ἔρχεσαι νὰ προδώσεις τὸ κρεββάτι τοῦ κυρίου σου»(Θησέα) (στ.589-590), ἐνῶ γενικεύει τὴν ὀργίλη ἀντίδρασι του γιὰ ὅλες τὶς γυναῖκες (καταδικάζοντας βέβαια συλλήβδην τὸν ἔρωτα περιφρονεῖ καὶ ἀσεβεῖ ἄ-μετρα σὲ ὅ,τι εἶναι ἱερὸ γιὰ τὴν Ἀφροδίτη ἐπιδεινώνοντας τὴν θέσι του). Παρὰ ταῦτα δεσμεύεται μὲ ὅρκο στὴν Τροφὸ ὅτι δὲν θὰ ἀποκαλύψει «τὰ αἴσχιστα» στὸν πατέρα του.
Γιὰ τὴν Φαίδρα δέ, ποὺ κρυφάκουγε, ὁ ἀνεκπλήρωτος ἔρωτας της δὲν εἶναι μόνο μὴ ἀνταποκρινόμενος, ἀλλὰ καὶ ἀθεράπευτη πληγὴ «ἥτις οἰδάνεται» (πρήζεται, φουσκώνει) καὶ τὴν κάνει νὰ νοιώθει τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀτίμωσι, εἰδικὰ ὅταν ἡ "βαριαμάρτητη" στήν κοινὴ γνώμη περίπτωσι της θὰ μαθευτῆ ἀπὸ τοὺς οἰκείους της. Ὁ κορυφαῖος τοῦ χοροῦ ἀδιάκριτα τῆς τὸ τονίζει: Μὲ τὸ μυστικὸ σου νὰ ἔχει ἀποκαλυφθῆ, εἶσαι χαμένη» (στ.591-593)
Ἡ ἐπίγνωσι τῆς «βδελυρῆς ἕλξης – (κατά)πτώσης» της, τὴν ὁδηγεῖ ὡς λύσι λυτρωτικὴ στὴν αὐτοκτονία17. (στχ.715-723) Ὅμως πιστεύοντας ὅτι θὰ διασώσει τὴν τιμὴ της, (τὴν εὔκλεια, τὸ καλὸ ὄνομα) τοὐλάχιστον στὴν σκέψι τῶν παιδιῶν της, ἀφήνει καὶ ἕνα σημείωμα κρυμμένο (δέλτος)18, δικαιολογώντας τὴν ἀπονενοημένη πρᾶξι της ἀντιστρέφοντας ψευδῶς τὸ "μανικό πάθος": δηλαδή, ἡ αὐτοκτονία της ὀφείλεται δῆθεν στὴν ἄκρατη ἐρωτικὴ ἐπιθυμία ποὺ ἐξέφρασε ὁ Ἱππόλυτος πρὸς αὐτὴν «ἁπλώνοντας τὸ χέρι του πάνω της γιὰ νὰ τὴν ἀποπλανήσει».
Ὅταν ὁ Θησέας πληροφορεῖται τὸν θάνατο τῆς καὶ βρίσκοντας τὸ «μήνυμα» της, στὴν ἀναπάντεχη «εἴδησι τῆς δέλτου» ποὺ βλέπει, καὶ μέσα στὴν θρηνώδη θλῖψι, μὲ ἀσυγκράτητη ὀργὴ καὶ ἀσύνηθες μίσος κατὰ τοῦ γιοῦ του, τὸ ὁποῖο οὔτε ἡ παρέμβασι τοῦ χοροῦ μπορεῖ νὰ ἡμερέψει, δίνει καὶ αὐτὸς ἀνάλγητη κατάρα, καλώντας τὸν θεὸ Ποσειδῶνα νὰ σκοτώσει τὸν γιὸ του Ἱππόλυτο.
Στὴν συνάντησι μάλιστα ποὺ ἀκολουθεῖ παρὰ τὴν σκληρὴ σύγκρουσι πατέρα καὶ γιοῦ, ὁ τελευταῖος πιστὸς στὸν ὅρκο καὶ στὶς πεποιθήσεις του κυρίως: δὲν τὸν ἐνδιαφέρουν ἔρωτες καὶ ἐξουσίες (προτιμᾶ νὰ εἶναι δεύτερος στὴν πόλι), ἀλλὰ μόνο οἱ ἀθλητικὲς ἐνασχολήσεις καὶ τὸ κυνήγι, καὶ ἀφοῦ ὁρκίζεται γιὰ τὴν ἀθωότητα του στὸν Δία, ἀποκρούει κάθε κατηγορία. Ὁ λόγος του παρ’ ὅτι συγκρουσιακός καὶ παρὰ τὸν ψυχικὸ πόνο καὶ τὴν ἔντασι, ἐν τούτοις καὶ δομημένος εἶναι καὶ δείχνει παράλληλα πὼς δὲν ἔχει χάσει τὸν ἀπαιτούμενο σεβασμὸ στὸν πατέρα τοῦ. Ὁ Θησέας ὅμως θολωμένος θεωρεῖ τὰ λόγια καὶ τὶς πράξεις τοῦ ὑποκριτικὲς ὑπεκφυγὲς καὶ μάλιστα ἀπὸ ἕναν γιὸ «ἐπωδὸ καὶ γόη» (μάγο κι' ἀπατεῶνα στχ. 1038) καὶ ὀργισμένος, τὸν ἐξορίζει βίαια.
Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ὁ ἀγγελιοφόρος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι πράγματι ὁ Ποσειδώνας μὲ ἕναν ἀφηνιασμένο ταῦρο ἀνατρέπει τὸ ἅρμα τοῦ Ἱππολύτου καὶ τὸν ἀφήνει ἡμιθανῆ. Ὁ Θησέας ὑποχωρεῖ καὶ δέχεται νὰ φέρουν τὸν βαριὰ πληγωμένο γιὸ μὲ σκοπὸ καὶ μόνο νὰ ἐξηγήσει … τὴν ἐνοχὴ του. Ἀντὶ γιὰ αὐτὸν ὅμως ἀναλαμβάνει ἡ θεὰ Ἄρτεμι, ὡς ὁ ἀπὸ μηχανῆς θεὸς, νὰ ἀποκαλύψει, μὲ ξεχωριστὴ τρυφερότητα, τὴν ὅλη πλεκτάνη τῆς ἀντιζήλου θεᾶς Ἀφροδίτης. Ὁ Ἱππόλυτος «θαυματουργικὰ» παύει νὰ πονᾶ καὶ μαθαίνει ἀπὸ τὴν θεὰ προστάτιδα του – ὅπως καὶ ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι- τὴν ἐκδικητικὴ παρέμβασι καὶ τὴν ἰδιότροπη κακία ποὺ ἐκφράζει ἡ Ἀφροδίτη, ὅταν ἀγνοεῖται ἡ τιμὴ της. Ὁ ἴδιος αἰσθάνεται τὴν δικαίωσι, ἀφήνει ὅμως τὰ ἐγκόσμια γιὰ τὸν Ἄδη στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ συντετριμμένου πατέρα του, μὲ ὑπόσχεσι τῆς Ἄρτεμης γιὰ μεταθανάτιες θεσπισμένες λατρευτικὲς τιμές, ποὺ θὰ ἀναγνωρίζουν αἰώνια τὴν ἀρετὴ του.
Θὰ παρατηρήσει κανεὶς ὅτι οἱ ἀφηγήσεις αὐτὲς ἔχουν μία στερεότυπη φόρμα μὲ κοινὰ χαρακτηριστικὰ. Ἡ πλοκὴ ἀποκτᾶ νοηματικὸ ἐνδιαφέρον ὅταν τὸ μοιχὸ βλέμμα μιᾶς παντρεμένης γυναίκας διογκώνεται σὲ ἀνεξέλεγκτο ἐρωτικὸ πάθος πρὸς ἕνα νεαρώτερο, ἀθλητικὸ καὶ ὄμορφο ἄνδρα. Τὸ «ἁμάρτημα»19 ἀποκτᾶ ἰδιαιτέρως ἀνόσια βαρύτητα ἐπειδὴ ὁ ἐν δυνάμει ἐραστὴς εἶναι μέλος συγγενικῆς σχέσης: κουνιάδος, θετὸς γιός, προγονὸς δηλ. γιὸς ἀπὸ προηγούμενο γάμο τοῦ συζύγου, ἐξάδελφος, ἢ ὅταν διέπεται ἀπὸ ἱερούς, ἀπαράβατους καὶ ἄγραφους ἠθικοὺς κανόνες: ἱκέτης, φιλοξενούμενος, ἢ ἀδελφικὸς φίλος. Μιὰ τέτοια παραβατικότητα δὲν θὰ διαταράξει μόνο τὴν συζυγικὴ – οἰκογενειακὴ εὖ–ταξία, ἀλλὰ θὰ προξενήσει καὶ κοινωνικὴ καὶ πολιτικὴ ἀναταραχὴ ἀνάλογα βέβαια μὲ τὴν θέσι καὶ τὸ ἀξίωμα ποὺ ἔχουν οἱ διαπλεκόμενοι στὰ κοινὰ τῆς πόλης.
Ὁ παθὼν σκιαγραφεῖται μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ἀρχαϊκῆς ἡρωικῆς ἐποχῆς, ὁ ὁποῖος μὲ «σοφία καὶ ἀνδρεία», θὰ ἀντέξει μὲ «ἐνάρετες» ἀρνήσεις ὄχι μόνο τὴν ἐρωτοπαθῆ ἐπίθεσι, ἀλλὰ καὶ τὶς μειωτικὲς ψευδεῖς κατηγορίες ποὺ θὰ τὶς συνοδεύσουν ἐνίοτε καὶ πολὺ σκληρὲς δοκιμασίες-τιμωρίες (φυλάκισι (Ἰωσήφ), ἐξορία, ἀτίμωσι, πορεία πρὸς τὸν θάνατο.) Αὐτὲς φυσικὰ θὰ ἰσχύσουν ἕως ὅτου θὰ ἀποκαλυφθῆ ἡ συκοφαντικὴ πλεκτάνη καὶ λάμψει ἡ ἀλήθεια καὶ τὸ δίκαιο.
Στὴν δικαίωσι τοῦ συκοφαντηθέντος, οὐσιαστικὸ ρόλο ἐνέχει ἡ θεϊκὴ παρουσία (θεοφάνεια), ἡ ὁποία παρεμβαίνει εὐνοϊκὰ γιὰ τὸν «πάσχοντα» ὅταν εἰσπράττει ὁ(ἡ) θεός(ά) καὶ τὴν δέουσα τιμή. Οἱ θεοὶ τοῦ μύθου ἐργαλειοποιοῦν τὰ δρώμενα «ὡς καὶ οἱ ἴδιοι ἀνθρωπίνως πάσχοντες», γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὸν δικὸ τους ἐγωισμὸ καὶ τὶς δικὲς τους «ἀνθρωπομορφικὲς» ἐπιθυμίες, εἰδικὰ ὅταν στὴν περίπτωσι τοῦ ὀλισθήματος ἑνὸς θνητοῦ ἡ περικύλισι τῶν γεγονότων ἀγγίξει τὴν ὑπέρβασι τῶν ὁρίων ἀλαζονικοῦ ἤθους καὶ περιπέσει στὴν «ὕβριν». Τότε ἡ φυσικὴ ροὴ τῶν δρωμένων ὁδηγεῖ στὸν θάνατο ἢ στὴν ἀπόλυτη ἀπαξίωσι τοῦ πρωταγωνιστοῦ.
Ἐπίσης, σὲ κάποιες γνωστὲς παραλλαγὲς τοῦ μύθου, ὁ περίτρανα δικαιωθεὶς «εὐειδὴς ἥρως» ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἠθικὴ συγγνώμη ποὺ εἰσπράττει, ἀξιώνεται τιμητικῆς ἀποδοχῆς στὴν οἰκογένεια, ἡ ὁποία ἐπισφραγίζεται μὲ γάμο συνήθως μὲ τὴν κόρη τοῦ «ἀπατηθέντος» συζύγου (Ἰωσήφ, Βελεροφόντης). Καὶ ἂν αὐτὸς συμβαίνει νὰ εἶναι ὁ βασιλιάς, τότε ἢ συμβασιλεύει ἢ μοιράζει τὸ βασίλειο μὲ τὸν φίλο καὶ ἔμπιστο πλέον γαμπρὸ του.
Συνεχίζεται
Σημειώσεις
- Στὰ κείμενα τῆς κλασσικῆς περιόδου ἡ λέξι μοιχεία ἀντιστοιχεῖ μὲ τὸ εἶδος τῆς ἀθέμιτης ἐξωσυζυγικῆς σεξουαλικῆς πράξης, ὅπως τὴν χαρακτηρίζουμε καὶ σήμερα. Ἡ λέξι μοιχὸς ἀφοροῦσε στὸν ἄνδρα ποὺ εἶχε μιὰ ἐξωσυζυγικὴ σχέσι, ὅμως δὲν ὑπῆρχε ἀντίστοιχος ὅρος γιὰ νὰ δηλώσει τὴν γυναίκα ὡς «μοιχαλίδα». Μιὰ γυναίκα ἀποτελοῦσε πάντα τὸ ἀντικείμενο τῆς μοιχείας, ποτὲ τὸν ἐνεργὸ δράστη. Ἔτσι, οἱ Ἀθηναῖοι ἀναγκάζονταν νὰ χρησιμοποιοῦν περιφράσεις ὅπως «ἡ γυναίκα μὲ τὴν ὁποία ὁ μοιχὸς συνελήφθη». Ἔτσι ὅπως καὶ στὴν Ὁμηρικὴ κοινωνία μοιχεία διαπραττόταν μόνο ἐκ μέρους τῆς γυναίκας. Τὸ ὅτι στὸ ζήτημα τοῦτο ἐφαρμόζονταν δύο μέτρα ὀφειλόταν στὴν κοινωνικὴ θέσι τῆς συζύγου, ἡ ὁποία ἦταν ὑποχρεωμένη νὰ γεννήσει γνήσια παιδιὰ γιὰ λογαριασμὸ τοῦ κυρίου τοῦ «οἴκου», ἀφοῦ ἡ νομιμότητα τῶν παιδιῶν βασιζόταν στὴ φυσικὴ πατρότητα τοῦ ἄνδρα. Ἐπειδὴ ἡ σύζυγος ἔπρεπε νὰ εἶναι ἐγγυήτρια νόμιμων κληρονόμων, δὲν ἐπιτρεπόταν γι' αὐτὴν ἡ ἐξωσυζυγικὴ γενετήσια ἐπικοινωνία, ὅπως αὐτὸ συνέβαινε γιὰ τὸν σύζυγο τῆς, ὁ ὁποῖος μποροῦσε νὰ ἔχει νόμιμα … μόνιμη παλλακίδα. Ἡ θέσι τῆς κοινωνίας στὴν κλασσικὴ ἐποχὴ ἀπέναντι στὴ συζυγικὴ ἀπιστία τοῦ ἄνδρα ἦταν ἀδιάφορη. Ἡ ἀπιστία τοῦ δὲν ἐξισωνόταν μὲ τὴ μοιχεία τῆς γυναίκας. Ἡ Reinsberg προχωρᾶ σὲ διάκρισι μεταξὺ τῆς ἀνεπίτρεπτης ἂπιστίας τῆς συζύγου καὶ τῆς ἀποδεκτῆς ἀπιστίας τοῦ συζύγου, χαρακτηρίζοντας τὴν πρώτη ὡς μοιχεία, διότι ὁδηγοῦσε ἀναγκαστικὰ στὴ διάλυσι τοῦ γάμου, ἐνῶ τὴ δεύτερη ὡς ἀκιστία. Οἱ λέξεις μοιχὸς καὶ μοιχεία ἀπαντοῦν συχνὰ στὸν Ἀριστοφάνη, τὸν Πλάτωνα, τὸν Ἀριστοτέλη, τὸν Ξενοφώντα καὶ τοὺς ρήτορες Λυσία καὶ Δημοσθένη. ∆εν ἀπαντοῦν σχεδὸν καθόλου στὶς τραγωδίες ἢ τὸ Θουκυδίδη. Ἡ συντριπτικὴ πλειονότητα τῶν χρήσεων ἀναφέρεται ρητὰ στὴν συνουσία μὲ τὴ σύζυγο κάποιου ἄλλου, ἡ ὁποία δὲν εἶναι μόνο αἰτία διαζυγίου ἢ ἐκδίωξης τῆς γυναίκας ἀπὸ τὸ συζυγικὸ σπίτι ἀλλὰ τυγχάνει καὶ ἀθωωτικῆς νομικῆς κάλυψης στὴν περίπτωσι ποὺ φονεύσει τὸν μοιχὸ ἂν τὸν συλλάβει ἐπ’ αὐτοφώρῳ. ΙΩΑΝΝΗ ΡΑΛΛΗ-ΚΑΔΑΛΑ, Ἡ ἱστορικὴ ἐξέλιξη τοῦ ἐγκλήματος τῆς μοιχείας. Ἀπὸ τοὺς ὁμηρικοὺς χρόνους μέχρι τὸ τέλος τῆς Βυζαντινῆς περιόδου, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010
2. Ἡ διήγηση τοῦ ἑβραίου Ἰωσὴφ καὶ τῆς γυναίκα τοῦ Πετεφρή, ἀπαντᾶται ἐπίσης στὴ Διαθήκη τοῦ Ἰωσήφ, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μέρος τῆς Διαθήκης τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων, στὰ Ἀπόκρυφα τῆς Π.Δ. (2ὃς π.Χ. - 1ὃς μ.Χ. αἰώνας): Διόνυσος Αλεξίου, Ὁ μύθος τῆς Φαίδρας καὶ τοῦ Ιππόλυτου στὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ καὶ ρωμαϊκὸ δράμα, καὶ ἡ πρόσληψη τοῦ στὴ νεότερη δραματουργία, Θεσσαλονίκη 2015, σελ.11
3. «Καὶ ἣν Ἰωσὴφ καλὸς τῷ εἴδει καὶ ὡραῖος τῇ ὄψει σφόδρα»: Γένεσις: 39,6 (Εἶχε δὲ ὁ Ἰωσὴφ καλὴ καὶ ἑλκυστικὴ ἐμφάνισι, ὡραιότατο δὲ τὸ πρόσωπο τοῦ)
4. «ἡνίκα δὲ ἐλάλει τῷ Ἰωσὴφ ἡμέραν ἐξ ἡμέρας, καὶ οὐχ ὑπήκουεν αὐτὴ καθεύδειν μετ᾿ αὐτῆς τοῦ συγγενέσθαι αὐτή». Γέν. 39,10/ ( Μολονότι δὲ ἐκείνη κάθε ἡμέρα μιλοῦσε δελεαστικὰ στὸν Ἰωσὴφ καὶ προσπαθοῦσε νὰ τὸν παρασύρει, ἐκεῖνος δὲν ὑποχωροῦσε γιὰ νὰ κοιμηθῆ καὶ νὰ ἔλθει σὲ συνουσία μαζὶ τῆς).
5. «εἰσῆλθε πρὸς μὲ ὁ παῖς ὁ Ἑβραῖος, ὃν εἰσήγαγες πρὸς ἡμᾶς, ἐμπαῖξαί μοι καὶ εἶπέ μοι· κοιμηθήσομαι μετὰ σοῦ· ὡς δὲ ἤκουσεν ὅτι ὕψωσα τὴν φωνὴν μοῦ καὶ ἐβόησα, καταλιπὼν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ παρ᾿ ἐμοὶ ἔφυγε καὶ ἐξῆλθεν ἔξω.// “Ὁ Ἑβραῖος αὐτός, τὸν ὁποῖον σὺ διόρισες γενικὸ ἐπόπτη στὸν οἶκον μᾶς, μπῆκε στὸν κοιτώνα μοῦ, γιὰ νὰ μὲ ἐξευτελίσει καὶ μοῦ εἶπε· θὰ κοιμηθῶ μαζὶ σοῦ. Ἀλλὰ ἐγὼ φώναξα μὲ ὅλην μοῦ τὴν δύναμι, καὶ ἐκεῖνος ὅταν ἄκουσε τὶς κραυγὲς μοῦ, ἄφησε τὸ σκισμένο ροῦχο δίπλα μοῦ καὶ ἔφυγε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι”.
- «Πὼς ὅμως κατέστη δυνατὸν ὁ Ἰωσήφ, υἱὸς τοῦ Ἰακώβ, νὰ παντρευτεῖ τὴν Ασενέθ, (τὴν πανέμορφη 18άχρονη ἀλλὰ καὶ ἰδιότροπη) κόρη Αἰγυπτίου ἱερέα, εἰδωλολάτρη, καὶ μάλιστα κατὰ παράβαση τῶν ἰουδαϊκῶν κανόνων ποὺ ἀπαγόρευαν ρητὰ τὴν ἐπιγαμία; Αὐτὸ τὸ κενὸ στὴ βιβλικὴ παράδοση ἦρθε νὰ τὸ καλύψει ἕνας σημαντικὸς ἀριθμὸς χειρογράφων, γραμμένων σὲ πολλὲς γλῶσσες: Ἑλληνική, ἀρμενική, σλαβονική, ρουμανική, αἰθιοπική, συριακὴ καὶ λατινικὴ» ἰδὲ τὴν φιλολογικὴ μελέτη (διατριβὴ) τοῦ Χατζημιχαήλ Χρήστου, ΙΩΣΗΦ ΚΑΙ ΑΣΕΝΕΘ, ΚΟΜΟΤΗΝΗ 2010, σελ.16, 22 καὶ ἑξῆς
7. Ὁ Άνουβις ταυτίστηκε μὲ τὸν ψυχοπομπὸ Ἑρμῆ. Σύμφωνα μὲ τὶς πεποιθήσεις τῶν ἀρχαίων Αἰγυπτίων, ἄνοιγε τὸ δρόμο τοῦ ἄλλου κόσμου γιὰ χάρι τῶν νεκρῶν. Ἀπεικονιζόταν ὡς μαῦρος θως (τσακάλι) μὲ χοντρὴ οὐρά, ἢ ὡς μελαμψός ἄνδρας μὲ κεφαλὴ τσακαλιοῦ ἢ σκύλου, ἱεροῦ τοτεμικού ζώου τοῦ Ανούβιδος. Αὐτὸς εἶναι ἄλλωστε καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν δώσει στὴ μητρόπολι τῆς λατρείας τοῦ τὸ ὄνομα Κυνόπολις, ἐνῶ ταυτίζεται καὶ μὲ τὸν σκύλο φύλακα Κέρβερο τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας.(Βικιπαίδεια)
8. Περισσότερα καὶ μὲ περιληπτικὴ κάλυψι στὴν διατριβὴ τοῦ Διονύσου Αλεξίου, Ὁ μύθος τῆς Φαίδρας καὶ τοῦ Ιππόλυτου στὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ καὶ ρωμαϊκὸ δράμα, καὶ ἡ πρόσληψη τοῦ στὴ νεότερη δραματουργία, Θεσσαλονίκη 2015
9. «Τῷ δὲ γυνὴ Προίτου έπεμήνατο, δι’ Αντεια, κρυπταδίη φιλότητι μιγήμεναι».(Ζ160-61)/ μὲ αὐτὸν (τὸν Βελλερεφόντη) ξετρελάθηκε ἡ γυναίκα τοῦ Προίτου, ἡ θεϊκὴ Αντεια, θέλοντας νὰ σμίξει μαζὶ τοῦ ἐρωτικὰ στὰ κρυφά. Μετφ. Ο.ΚΟΜΝΗΝΟΥ- ΚΑΚΡΙΔΗ
10. «Τεθναίης ὦ Προίτε, ἢ κάκτανε Βελλεροφόντην ὃς 'μ’ έθελεν φιλότητι μιγήμεναι οὐκ εθελούση.(Ζ,164)
11. «πόρεν δ’ ὃ γε σήματα λυγρά γράψας ἐν πίνακι πτυκτώ θυμοφθόρα πολλά, δεῖξαι δὲ ηνώγειν ὦ πενθερώ, όφρα απόλοιτο/ τὸν ἔστειλε (στὴν Λυκία) καὶ τοῦ ἔδωσε ἄσχημα σημάδια ἀφοῦ τὰ ἔγραψε σὲ πινακίδα ποὺ δίπλωνε, πολλὰ ποὺ θὰ τοῦ κατέστρεφαν τὴν ζωὴ»: μετφ, Ὁ. ΚΟΜΝΗΝΟΥ- ΚΚΑΚΡΙΔΗ. Τὰ λυγρά σημάδια ἐν πίνακι πτυκτώ, προβλημάτισε τοὺς σχολιαστὲς τοῦ Ὁμήρου γιὰ τὸν τύπο τῶν γραμμάτων καὶ τὸν «διπλωμένο» τρόπο γραφῆς τούς. Ἡ Μαρία Σαμαρά, Ὁμήρου Ἰλιάδα, εκδ. Gutenberg, σελ.112, σημ.6. μεταφέροντας τὴν ἄποψι τοῦ Ι. Κακριδή, γράφει: …δεν πρόκειται γιὰ συλλαβογράμματα τῆς γραμμικῆς Β’ τὴν ὁποία ἀγνοεῖ ἡ ἐποχὴ τοῦ Ομήρου… φαίνεται πιθανὸν ὁ Ὅμηρος νὰ ἐννοεῖ Ἰδεογράμματα σὰν τὰ ἱερογλυφικὰ τῶν Αἰγυπτίων ἢ ἁπλὰ σχεδιάσματα ποὺ θὰ ἔδιναν στὸν Ιοβάτη νὰ καταλάβει ὅτι ἔπρεπε νὰ σκοτώσει τὸν Βελερεφόντη.
12. Γιὰ τὸ θέμα γράφει: ὁ Σοφοκλῆς, ὁ Ασκληπιάδης, ὁ Απολλόδωρος, ὁ Διόδωρος, ὁ Οβίδιος καὶ ὁ Σενέκας. Σχετικὸ κείμενο τοῦ Απολλοδώρου :[Β 3,1] Βελεροφόντης δὲ ὁ Γλαυκοῦ τοῦ Σισύφου (γιὸς τοῦ Γλαυκοῦ καὶ ἐγγονὸς τοῦ Σισύφου), κτείνας ἀκουσίως ἀδελφὸν Δηλιάδην (ἐπειδὴ σκότωσε ἄθελα τοῦ τὸν ἀδελφὸ τοῦ Δηλιάδη), ὡς δὲ τινὲς φάσι (ὅπως ὅμως ἰσχυρίζονται μερικοὶ) Πειρῆνα, ἄλλοι δὲ Ἀλκιμένην, πρὸς Προῖτον ἐλθὼν καθαίρεται.(καὶ ἀφοῦ ἦλθε στὸν Προίτο γιὰ νὰ καθαρθῆ) καὶ αὐτοῦ Σθενέβοια ἔρωτα ἴσχει (τὸν ἐρωτεύτηκε δυνατὰ ἡ γυναίκα τοῦ Σθενέβοια), καὶ προσπέμπει λόγους περὶ συνουσίας (τοῦ διαμηνούσε ἐρωτόλογα γιὰ συνουσία). τοῦ δὲ ἀπαρνουμένου, λέγει πρὸς Προῖτον (ὅταν ἐκεῖνος τὴν ἀπαρνήθηκε τὸν κατηγορεῖ στὸν Προίτο) ὅτι Βελλεροφόντης αὐτὴ περὶ φθορᾶς προσεπέμψατο λόγους (ὅτι ὁ Βελερεφόντης τῆς μιλοῦσε ἐρωτικὰ γιὰ νὰ τὴν ἀποπλανήσει). Προῖτος δὲ πιστεύσας ἔδωκεν ἐπιστολὰς αὐτῷ πρὸς Ἰοβάτην κομίσαι, ἐν αἷς ἐνεγέγραπτο Βελλεροφόντην ἀποκτεῖναι. (στὶς ὁποῖες εἶχε γράψει νὰ σκοτώσει τὸν Βελερεφόντη).
13. Τὸ ἔργο τιτλοφορεῖται καὶ ὡς Στεφανηφόρος ἀπὸ τὸ στεφάνι ποὺ δίνει στὴν Ἄρτεμι ὁ ἥρωας
14. Ὁ ἔρωτας παρουσιάζεται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος ὡς ἀσθένεια, ὅπως συχνὰ στὶς τραγωδίες: «τειρομέναν νοσερᾶι κοῖται δέμας ἐντὸς ἔχειν [ἀντ'. ἂ]/ οἴκων, λεπτὰ δὲ φάρη ξανθάν κεφαλάν σκιάζειν·/τριτάταν δὲ νιν κλύω/ τάνδ᾽ ἀβρωσίαι/ στόματος ἁμέραν /Δάματρος ἀκτὰς δέμας ἁγνὸν ἴσχειν, /κρυπτῶι πάθει θανάτου θέλουσαν /κέλσαι πότι τέρμα δύστανον/ Μετφ. Κ. Βάρναλη : Απ᾽ αυτήνε ξέρω πὼς ἀρρώστησε ἡ κυρὰ μᾶς [ἀντ'. 1] καὶ στὴν κάμαρα κλειστὴ βολοδέρνει. Μ᾽ ἀχνὰ τούλια τὰ μαλλιὰ τῆς τὰ ξανθὰ τὰ σκεπάζει κι' εἶναι Τρίτη μέρα, καὶ μπουκιὰ δὲ βάζει στὸ θεϊκὸ τῆς στόμα, κι' ὅλην ὁ κρυφὸς καημὸς τὴ λιώνει. Θάνατο ζητάει: ν᾽ ἀράξει στὸ στερνὸ λιμάνι τοῦ Ἄδη. στχ.130-140
15. Οἱ φαντασιώσεις τῆς Φαίδρας στοὺς στχ. (208-212 καὶ 215-222, 232-238) γιὰ νὰ βρῆ: δροσερὸ νερό, λιβάδι νὰ πλαγιάσει, βουνὰ … νὰ κυνηγήσει, ἄλογα … νὰ δαμάσει, στὴν Τροφὸ φαίνονται ὡς δείγματα τρέλας., ΕΛΕΝΗ Β. ΧΑΤΖΗΖΗΣΗ , «Ἡ ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΙΚΟΥ ΠΑΘΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ.σελ.86
16. Στχ. 271 οὐ γὰρ ἐννέπειν θέλει, στχ. 273 πάντα γὰρ σιγαὶ τάδε, στχ. κοὔ φησιν νοσεῖν, στχ. 297 τί σιγᾶις; οὐκ ἐχρῆν σιγᾶν).
17. «Τὰ ζύγισα ὅλα καὶ δὲν βρῆκα παρὰ μιὰ διέξοδο ἀπὸ τὴ δυστυχία μοῦ, ἀφήνοντας στοὺς γιοὺς μοῦ μιὰ τιμημένη ζωή, ὅσο αὐτὸ εἶναι δυνατὸ / μετὰ ἀπὸ τέτοιο χτύπημα τῆς μοίρας. Δὲν θέλω νὰ ἀτιμάσω τὰ κρητικὰ παλάτια, οὔτε γιὰ νὰ σώσω μιὰ ζωή, νὰ ἀντιμετωπίσω κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ντροπῆς μοῦ τὸ βλέμμα τοῦ Θησέα» (στ.715-721).
18. πίνακας γραψίματος, τριγωνικοῦ συνήθως σχήματος, μὲ κέρινη ἐπίστρωση, τὸν ὁποῖο χάρασσαν μὲ γραφίδα. Ἐντύπωσι προκαλεῖ τὸ «ἐν πίνακι πυκτώ» δηλ. πτυσσόμενη, αναδιπλούμενη πινακίδα.
- Ἡ λέξι «ἁμαρτία» στὴν ἂρχαιότητα δὲν εἶχε τὴν νοηματικὴ βαρύτητα ποὺ προσέλαβε ἀπὸ τὴν Χριστιανικὴ ἠθική. Εἶναι παράγωγη τοῦ ρήματος: ἁμαρτάνω ποὺ σημαίνει: σφάλλω, ἀστοχῶ, ἀποτυγχάνω· συντασσόμενο μὲ γενικὴ σημαίνει: ὑποπίπτω σὲ παράπτωμα, διαπράττω ἀσέβεια. Ἡ λέξι ποὺ πλησιάζει τὸ Χριστιανικὸ νόημα (παρακοὴ καὶ ἀσυνέπεια στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ) εἶναι ἡ Σωκρατικὴ «ἀκρασία»: δηλ. ἡ ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης βούλησης νὰ κάνει τὸ καλὸ ἐνῶ τὸ θέλει, καὶ ἀντίθετα πράττει τὸ κακὸ τὸ ὁποῖο δὲν θέλει. Στὸν Πλάτωνα ἡ «ἀκρασία» ἐκφράζει τὴν δύναμι τῆς ἐπιθυμίας νὰ παραμερίζει τὸν λόγον (λογικὸν) καὶ τὸν θυμὸν (θυμικὸν = τὸ συναισθηματικὸ καὶ βουλητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, Πολιτεία 439a-441c). 'τσὃ'ν Ἀριστοτέλη ὅμως ἡ ἁμαρτία εἶναι ἐλάττωμα, ἀδυναμία (σφάλμα) ἢ ἐσφαλμένη κρίσι καὶ ἐπιλογὴ μιᾶς πράξης (ἀκρασία) ποὺ ὁδηγεῖ στὴν πτῶσι καὶ κακοτυχία (ἀπὸ τὴν εὐτυχία στὴν δυστυχία) τὸν τραγικὸ ἥρωα προκαλώντας τὸ ἔλεος καὶ τὸν φόβο, καταστάσεις ποὺ θὰ συντελέσουν στὴν κάθαρσι (Ποιητική, 1453a 9-10, 22) Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ ἄποψι συνδέει τὴν «ἁμαρτία» μὲ τὴν ἀρχαία ἰδέα τῆς θεϊκῆς παρέμβασης γιὰ τιμωρία ἐκείνων ποὺ ὁ θεὸς ἐπιθυμεῖ νὰ καταστρέψει ἀφοῦ πρῶτα τοὺς ὁδηγήσει στὴν τρέλα, ὅπως στὴν περίπτωση τῶν τριῶν τραγωδιῶν τοῦ Εὐριπίδη, Ἱππόλυτος, Βάκχαι καὶ Ἡρακλῆς, στὶς ὁποῖες ὁR. W. Dawe βλέπει τὴν ἀρχαία ἰδέα τῆς Ἄτης, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν πτῶσι καὶ καταστροφὴ τοὺς τραγικοὺς ἥρωες. ΕΛΕΝΗΣ Γ. ΛΕΟΝΤΣΙΝΗ, Ἡ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΗΘΙΚΉ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ, ΑΝΑΤΥΠΟΝ ΕΚ ΤΟΥ ΜΗ' ΤΟΜΟΥ (2006) ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» ΑΘΗΝΑΙ 2006, σελ.128-139
Βιβλιογραφία
1. Βάϊα Καραμπάτσα, Ἀπὸ τὸν Ἀρχαῖο Μύθο στὴν Αποδόμησή τοῦ: Ὁ μύθος τῆς Φαίδρας ἀπὸ τὸν Ιππόλυτο τοῦ Εὐριπίδη στὴ Μοντέρνα Φαίδρα τοῦ Γιάννη Ρίτσου καὶ στὴ Μεταμοντέρνα Φαίδρα ἢ Άλκηστη-Love Stories τῆς Έλενας Πέγκα, 2017
2. ΓΙΟΥΛΗ (ΑΓΓΕΛΙΚΗ) ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ, Ἔντεχνες καὶ ἄτεχνες πίστεις στὸν Ιππόλυτο τοῦ Εὐριπίδη – Ἡ ἀποτυχία τῆς πειθοῦς, Figura in Praesentia, Μελέτες ἀφιερωμένες στὸν καθηγητὴ Θανάση Νάκα, ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ Κώστας Ντίνας, εκδ. Πατάκη 2018, σελ.625-640
3. Διόνυσος Αλεξίου, Ὁ μύθος τῆς Φαίδρας καὶ τοῦ Ιππόλυτου στὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ καὶ ρωμαϊκὸ δράμα, καὶ ἡ πρόσληψη τοῦ στὴ νεότερη δραματουργία, Θεσσαλονίκη 2015
4. ΕΛΕΝΗΣ Γ. ΛΕΟΝΤΣΙΝΗ, Ἡ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΗΘΙΚΉ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ, ΑΝΑΤΥΠΟΝ ΕΚ ΤΟΥ ΜΗ' ΤΟΜΟΥ (2006) ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» ΑΘΗΝΑΙ 2006
5. ΕΛΕΝΗ Β. ΧΑΤΖΗΖΗΣΗ , «Ἡ ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΙΚΟΥ ΠΑΘΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ. ΜΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΡΙΓΜΕΝΗ ΣΤΙΣ ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ: ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΙ ΤΡΑΧΙΝΙΑΙ ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΗ ΚΑΙ ΜΗΔΕΙΑ, ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ, ΑΛΚΗΣΤΗ, ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ, ΡΟΔΟΣ 2020
6. Εὐαγγελία Κ. Μιμίδου, «Ἡ εἰκονογραφία τῶν ἔργων τοῦ Εὐριπίδη στὴν τέχνη μέχρι τὸν 6ο μ.Χ. αἰώνα», ΑΘΗΝΑ, 2009
7. ΙΩΑΝΝΗ ΡΑΛΛΗ-ΚΑΔΑΛΑ, Ἡ ἱστορικὴ ἐξέλιξη τοῦ ἐγκλήματος τῆς μοιχείας. Ἀπὸ τοὺς ὁμηρικοὺς χρόνους μέχρι τὸ τέλος τῆς Βυζαντινῆς περιόδου, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010
8. ΚΟΝΙΣΣΗ ΜΑΡΙΑ, «Ἡ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΠΟΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΙΠΙΔΗ: ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ, ΕΚΑΒΗ, ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ, ΜΗΔΕΙΑ» ΡΟΔΟΣ 2023
9. Κωστής Ζ. Καπελώνης, Γυναῖκες τοῦ Εὐριπίδη στὸ Θέατρο Τέχνης, www.periou.gr/ 25 Ἰουνίου 2022
10. Lesky, A. 19835. Ἱστορία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς λογοτεχνίας. Μτφρ. Α.Γ. Τσοπανάκη. Θεσσαλονίκη: ἐκδοτικὸς οἶκος ἀδελφῶν Κυριακίδη.
11. Ν'. Ξένιος, Ἡ ΒΑΚΧΕΙΑ ΩΣ ΣΤΑΣΙΣ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ, Μὲ ἀφορμὴ τὸ ἔργο τοῦ Εὐριπίδη, Ἀρχαιολογία καὶ Τέχνες, 68-8
12. Ξένια Βεληβασάκη, ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΟ ΈΡΓΟ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΊΔΗ: ΜΙΣΟΓΎΝΗΣ Ἢ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΌΣ; ΜΙΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΉ ΑΝΑΓΝΩΣΗ, Ἄρθρο 7 / Τεῦχος 19, Ὀκτώβριος 2021
13. ΞΕΝΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ, «Ἡ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΣΤΙΣ ΤΡΑΓΩΑΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ», Ἀθήνα, 1992
14. ΟΛΥΜΠΙΑ ΜΗΤΣΙΑΔΟΥ , «Ὁ ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΣΙΩΠΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟΣΙΩΠΗΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ: ΑΙΣΧΥΛΟΥΠΡΟΜΗΘΕΥΣΔΕΣΜΩΤΗΣ, ΣΟΦΟΚΛΗ ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ, ΕΥΡΙΠΙΔΗ- ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ», ΡΟΔΟΣ 2018
15. Ρεβέκκα Ρούσση, Ἡ Φαίδρα ὡς κυρίαρχος µύθος στὴν εὐρωπαϊκὴ λογοτεχνία, Πάτρα 2023
16. Σάϊμον Γκόλντχιλ, Ἔρωτας καὶ τραγωδία, Πὼς ὁ ἀρχαῖος κόσμος διαμορφώνει τὴ ζωὴ μᾶς, (μεταφρ. Κων/να Τριανταφυλλοπούλου), εκδ. Πατάκη, 2006
17. Τ. Πάσχος, Εἰσαγωγὴ στὸν Ιππόλυτο
18. Χατζημιχαήλ Χρῆστο, ΙΩΣΗΦ ΚΑΙ ΑΣΕΝΕΘ, ΚΟΜΟΤΗΝΗ 2010