ο Σαμουήλ στο Κούγκι (Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)
Καλόγερε, τι καρτερείς κλεισμένος μες στο Κούγκι; Πέντε νομάτοι σου 'μειναν κ' εκείνοι λαβωμένοι! Κι είναι χιλιάδες οι εχθροί που σ' έχουνε ζωσμένον! Έλα να δώσεις τα κλειδιά, πέσε να προσκυνήσεις, κι αφέντης ο Βελή Πασάς δεσπότη θα σε κάμει! Έτσι ψηλά απ' το βουνό φωνάζει ο Πήλιος Γούσης.
Κλεισμένος μες στην εκκλησιά βρίσκετ' ο Σαμουήλης, κι αγέρας παίρνει τη φωνή του Πήλιου του προδότη.
Χωρίς ψαλμούς και θυμιατά, χωρίς φωτοχυσία, γονατισμένοι, σκυθρωποί, μπρος στην Ωραία Πύλη, πέντε Σουλιώτες στέκονται με το κεφάλι κάτου. Βουβοί, δεν ανασαίνουνε, και βλέπεις κάπου-κάπου όπου ένα χέρι σκώνεται και κάνει το σταυρό του. Ακίνητα στο μάρμαρο σέρνονται τα σπαθιά τους, σπαθιά που τόσο εδούλεψαν για το γλυκό τους Σούλι!
Δε φαίνετ' ο καλόγερος, μόνος του στ' άγιο Βήμα προσεύχετο κ'ετοίμαζε τη μυστική θυσία. Σφιχτά-σφιχτά στα χέρια του εβάστα το Ποτήρι και μύρια λογι' απόκρυφα έλεγε του Θεού του. Τα μάτια κατακόκκινα απ' τες πολλές αγρύπνιες εκοίταζαν ακίνητα το Σώμα και το Αίμα. Τι θάλασσα, που κύματα έχει κρυφές ελπίδες! Σιγάτε βρόντοι τουφεκιών, πάψτε φωνές πολέμου, Κι ο Σαμουήλ την ύστερη την κοινωνιά θα πάρει! Κ' εκεί που κοίταζ' ο παπάς τη Σάρκα τού Θεού του, εκύλησ' απ' τα μάτια του στου ποτηριού τα σπλάχνα σαν τη δροσούλα διάφανο κρυφά-κρυφά ένα δάκρυ.
- Θεέ μου και πατέρα μου, θαμμένος εδώ μέσα εδίψασα... Χωρίς νερό η θεία κοινωνιά σου θα έμεν' ατελείωτη... Δέξου, γλυκέ μου Πλάστη, αυτό το μαύρο δάκρυ μου, μη το καταφρονέσεις. αμόλυντο και καθαρό βγαίν' απ' τα φυλλοκάρδια. δέξου το, Πλάστη, δέξου το, άλλο νερό δεν έχω.
Ήτανε ήλιος κ' έλαμψε το ιερό το σκεύος. Το αίμα εζεστάθηκε, άχνισε, ζωντανεύει. Αναγαλλιάζει ο Σαμουήλ που είδε τη Θεία Χάρη και τρέμοντας αγκάλιασε το θεϊκό ποτήρι και το 'σφιξε στα χείλη του κι άκουσε που χτυπούσε σαν νάτανε λαχταριστή καρδιά, ζωή γιομάτη.
Ανοίγ' η Πύλη του Ιερού, σκύφτουν τα παλικάρια. τ' ανδρειωμένα μέτωπα το μάρμαρο χτυπάνε και καρτερούν ακίνητα του γέροντα τα λόγια. Επρόβαλ' ο καλόγερος. Το πρόσωπό του φέγγει σα χιονισμένη κορυφή στου φεγγαριού τη λάμψη. Στα λαβωμένα χέρια του βαστούσ' ένα βαρέλι που 'κλειε μέσα θάνατο, φωτιά κι απελπισία.
Εκείνο μόνο το 'μεινε, εκείνο μόνο φθάνει! Εμπρός στην Πύλη του Ιερού μονάχος του το στένει και τρεις φορές το βλόγησε και τρεις φορές το φχέται. Σαν να 'ταν ΄Αγια Τράπεζα, σαν να 'ταν Αρτοφόρι επίθωσ' ο καλόγηρος επάνω το ποτήρι, και σιωπηλός κι ατάραχος άναψε θειαφοκέρι... Τα γόνατά του εχτύπησαν ορμητικά την πλάκα, εσήκωσε τα χέρια του, το πρόσωπό του ανάφτει κι οι πέντε τον εκοίταζαν βουβοί μέσα στα μάτια:
Η δέησις
- Πατέρα μου, σ'εδούλεψα πιστά σαράντα χρόνια, και τώρα στά γεράματα μου δίνεις κατηφρόνια! Το θέλημά σου ας γενεί! Λυπήσου μας, σπλαχνίσου και πάψε την οργή σου! Σ' εσένα, σαν ορφάνεψα, έδωκα την ψυχή μου, το Σούλι μου τ' αγκάλιασα στον κόσμο για παιδί μου. Τώρα το Σούλι τόχασα... Ήλθ' η στερνή μου μέρα, θάλθω σ' εσέ, Πατέρα...
Μέτρησε πόσοι εμείναμε! Οι άλλοι πεθαμένοι μες στα λαγκάδια σέρνονται νεκροί και λαβωμένοι! άταφ' αμοιρολόητα σέπονται τα κουφάρια στου λόγγου τα χορτάρια. Όρνια και λύκοι εχόρτασαν τα μαύρα κρέατα μας. Συγχώρεσε, συγχώρεσε, Πλάστη, τα κρίματά μας! Και τώρα που θα να 'λθωμε κ' ημείς στην αγκαλιά σου, δέξου μας σαν παιδιά σου!
Και κοίταξε τα χέρια μας τώρα σ' εσέ σκωμένα πώς είν' από το άπιστο το αίμα λερωμένα, κ' ευχαριστήσου, Πλάστη μου, και πες: «Ευλογημένοι, πιστοί μου ανδρειωμένοι!» Τώρα το Σούλι απέθανε. δεν έμειν' ένα χέρι που να μπορεί στα δάχτυλα να σφίξη το μαχαίρι... Πατέρα παντοδύναμε, γενού σ' εμάς πατρίδα, άλλη δεν έχω ελπίδα.
Εκεί ψηλά στο θρόνο σου, στην τόση βασιλεία, δώσε σ' εμάς τους δύστυχους μικρή μια κατοικία, να μοιάζει με το Σούλι μας και δώσε μου ένα βράχο κ' εκεί το Κούγκι να 'χω. Χώμα στο Σούλι ελεύθερο για να ταφώ δε μένει. ελέησον με, Πλάστη μου, συγχώρεσε να γένη το Κούγκι μου η εκκλησιά, το Ιερό σου Βήμα του Σαμουήλ το μνήμα.
Εδώ ποδάρι άπιστο ποτέ δε θα τολμήσει (ποτέ! το είπα, τ' όρκισα) το Κούγκι να πατήσει. Μαζί μου παίρνω τα κλειδιά, Πλάστη μου, δεν τ' αφήνω, ούτε σ' εσέ τα δίνω! Εκεί ψηλά στον ουρανό να τα φορεί στη μέση ο Σαμουήλ ο δούλος σου θα σε παρακαλέσει... Πατέρα μου, μη πειραχθείς, κάμε μου αυτή τη χάρη: άλλος να μη τα πάρει!
Και τώρα-τώρα π' άκουσες τον πόνο, τον καημό μας, δέξου μας και αφήσομε το Σούλι το γλυκό μας... Το Σούλι (αχ! πως το 'χασα!) ψυχή μου, μη δακρύσεις, ειν' ώρα να τ' αφήσεις!
Κι απλώνοντας τα χέρια του στους πέντε του συντρόφους: Θεέ μου, πολυέλεε, τώρα που θα ν' αφήσω τον κόσμο και στον ίσκιο σου θάλθ' ο φτωχός να ζήσω, μια χάρη θέλω, Πλάστη μου: τα πέντε τα παιδιά μου να τάχω συντροφιά μου! Τ' ανάθρεψα στον κόρφο μου, για ειδέ τα, τα καημένα, άλλονε δεν αγάπησαν παρά εσέ κ' εμένα. Παιδιά μου, μη δειλιάζετε, να 'χετε την ευχή μου, Θα ζήσετε μαζί μου!
Σταλαματιά-σταλαματιά τα δάκρυά τους πέφτουν κι η πλάκα που τα δέχεται ραγίζεται και τρίζει. Παράπονο τους έπιασεν, όχι θανάτου φόβος, και κλαίοντας ο Σαμουήλ, εις το 'να του το χέρι το ιερό ποτήρι του και στ' άλλο τη λαβίδα, αρχίνησε την κοινωνιά του Πλάστη να μεράζει... Ο πρώτος εμετάλαβε - μεταλαβαίνει κι άλλος, την έδωσε στον τρίτονε - κι ο τέταρτος την παίρνει, και φθάνει ως τον ύστερο και του τηνε προσφέρει.
Κι εκεί που έψαλλ' ο παπάς με τη γλυκιά φωνή του του δείπνου σου του μυστικού: "σήμερον Υιέ Θεού..." φωνές ακούονται, χτυπιές, αλαλαγμός, αντάρα. Πλακώσανε οι άπιστοι: "καλόγερε, τι κάνεις;" Εσήκωσε τα μάτια του ο Σαμουήλ στον κρότο, και σταζ' απ' τη λαβίδα του επάνω στο βαρέλι μια φλογερή σταλαματιά απ' του Θεού το αίμα... Αστροπελέκια επέσανε, βροντάει ο κόσμος όλος, λάμπει στα γνέφ' η εκκλησιά, λάμπει το μαύρο Κούγκι! Τι φοβερή κεροδοσά πόλαβε στη θανή του το Σούλι το κακότυχο και τι καπνό λιβάνι!
Ανέβαινε στον ουρανό και του παπά το ράσο κι απλώθηκε κι απλώθηκε σαν τρομερή μαυρίλα, σα σύννεφο κατάμαυρο κ' εθόλωσε τον ήλιο. Κι ενώ τ' ανέβαζ' ο καπνός κι ενώ το συνεπαίρνει, το ράσο παντ' αρμένιζε κ' εδιάβαινε σα Χάρος. κ' εκείθεν οπού διάβηκε ο φλογερός του ίσκιος, σαν να 'ταν μυστική φωτιά ερόγισε το λόγγο. Και με τες πρώτες αστραπές και με τα πρωτοβρόχια χλωρό χορτάρι φύτρωσε, δάφνες, ελιές, μυρτούλες, ελπίδες, νίκες και σφαγές - χαρές κ' ελευθερία!
Η ανατίναξη της Αγίας Παρασκευής (Κούγκι - 1803) Στη νοτιοανατολική πλευρά της Παραμυθιάς, πάνω σε βραχότοπο, ήταν τα Σουλιοτοχώρια (Σούλι, Κιάφα, Σαμονίβα και Αβαρίκος). Στα δυτικά της Σαμονίβας, υψώνεται ο βράχος του Κουγκίου, με το κάστρο του και την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Μια δυναμική μορφή της Προεπανάστασης, είναι και αυτή του κοσμοκαλόγερου Σαμουήλ. Σφράγισε τον τόπο με την θυσία του. Για να μην παραδοθούν οι Σουλιώτες στον Αλή πασά - τον είχαν νικήσει πολλές φορές, ο Σαμουήλ ανατίναξε (τον Δεκέμβρη του 1803) την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, μαζί με τους πέντε νομάτους που του είχαν απομείνει. Μαζί μ' αυτούς, χάθηκε και ο ίδιος.
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824 - 1879)
|