«Μα τον Κύνα, άνδρες Αθηναίοι, γιατί πρέπει να σας πω την αλήθεια…» ο όρκος του Σωκράτη στην απολογία του. Δεν είναι μόνο ο Σωκράτης που ορκίζεται στον «Κύνα», «Μα τον Κύνα, ώ Λυκόστρατε» λέει κάποιος στις «Σφήκες» του Αριστοφάνη και ο Κρατίνος, ένας από τους σημαντικότερους κωμωδιογράφοςτης αρχαίας Ελλάδας, μας λέει πως οι πρωτόγονοι (πελασγοί και προκατακλυσμιαίοι πληθυσμοί) άνθρωποι είχαν μέγιστο όρκο τον όρκο στον Κύνα.
Ποιος είναι, όμως, ο «Κύων», αυτός που απολαμβάνει του μέγιστου σεβασμού από τον Σωκράτη; Η νεοελληνική απόδοση του «κυνός» είναι «Σκύλος», αναγραμματισμός του «Λύκος». Η λέξη «κύων» είναι ετυμολογικά συγγενής λέξη του «κύω» = «γονιμοποιώ, φουσκώνω» - ὄμβρος ἔκυσε γαῖαν - μεθομηρικός τύπος του «κυέω». Εκ του «κυω» οι παράγωγες λέξεις «κυοφορώ, κύμα, κύος, κύαθος» - Λάβδα κύει, τέξει δ᾽ ὀλοοίτροχον (Ἡρόδοτος, 5, 92β) Η Λάβδα κυοφορεί και θα γεννήσει μια μυλόπετρα, τὸν δ' ἄρα δεῦρ' ἄνεμός τε φέρων καὶ κῦμα πέλασσε (Όμηρος, Οδύσσεια ε).
Οι αρχαίοι Έλληνες (Πτολεμαίος) έχουν δώσει το όνομα του «κυνός» στον «Άλφα» του «Μεγάλου Κυνός», έναν αστερισμό που αναπαριστά έναν από τους σκύλους που ακολουθούν τον κυνηγό Ωρίωνα. Ο «Μέγας Κύων» περιλαμβάνει τον Άλφα του Μεγάλου Κυνός, γνωστός και σαν Σείριος, το λαμπρότερο άστρο του νυχτερινού ουρανού, κι αυτός ο αστέρας αποτελεί μέρος του Χειμερινού Τριγώνου.
Ο αστερισμός αυτός αναπαριστούσε τον Λαέλαπο, το λαγωνικό του Ακταίωνος ή μερικές φορές το λαγωνικό της Πρόκριδος, νύμφης της Άρτεμης, ή το λαγωνικό που έδωσε η Ηώ στον Κέφαλο, τόσο ξακουστό για την ταχύτητα του ώστε ο Δίας το ανύψωνε στον ουρανό. Ο Μέγας Κύων (ή ίσως απλά ο αστέρας Σείριος) είναι το κυνηγόσκυλο του Ωρίωνα, το οποίο καταδιώκει το Λαγό ή βοηθά τον Ωρίωνα στην μάχη του κατά του Ταύρου, όπως αναφέρουν ο Άρατος, ο Όμηρος και ο Ησίοδος. Οι αρχαίοι Έλληνες αναφέρονται σ' ένα μόνο σκύλο, αλλά στα χρόνια των Ρωμαίων, ο Μικρός Κύων αναφέρεται ως ο δεύτερος σκύλος του Ωρίωνα.
Οι μύθοι των Ρωμαίων αναφέρονται στον Μέγα Κύνα ως CustosEuropae, ο σκύλος που φρουρεί την Ευρώπη αλλά που δεν καταφέρνει να αποτρέψει τη βίαιη απαγωγή της από τον Δία υπό τη μορφή ταύρου. Τον αναφέρουν και ως JanitorLethaeus, ο κέρβερος της Κόλασης.Ο Πλούταρχος, ο αρχιερέας των Δελφών, στο έργο του «Περί Ίσιδος και Οσίριδος» λέει τα πολύ ενδιαφέροντα: «… έχει ο Άνουβις τέτοια δύναμη όση η Εκάτη στους Έλληνες. Για τούτο, καθώς γεννά τα πάντα από μόνος του και κυοφορεί, επονομάζεται κύων ... Ο ίδιος ο Πλούταρχος θεωρεί τον «Κύνα», ουράνια μήτρα, μια παρθένα μεγάλη θεά, που κυοφορεί. Αυτήν την θεά οι Αιγύπτιοι την ονόμαζαν «Ίσιδα» και οι Ελληνες «Αθηνά». Αναφέρει δε ο Πλούταρχος στο ίδιο έργο του πως οι Αιγύπτιοι πήραν την λατρεία και την θρησκεία τους γενικά από τους Έλληνες, γεγονός το οποίο ομολογεί και ο Ορφέας στα «Αργοναυτικά», πράγμα το οποίο και αποδεικνύει πως η αιγυπτιακή θρησκεία διδάχθηκε στους Αιγυπτίους από τους Έλληνες της προκατακλυσμιαίας εποχής, πριν τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα (πριν δηλ. το 9.650 προ χριστιανικής χρονολόγησης). Το γεγονός αυτό μαρτυρεί ο Πλάτωνας στον «Τίμαιο», ο Διόδωρος ο Σικελιώτης καθώς και ο Μανέθων στα «Αιγυπτιακά» του. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως οι Αρχαίοι Έλληνες γιόρταζαν στις
24 Ιουλίου την γέννηση της Αθηνάς, ημέρα κατά την οποία ευθυγραμμίζεται ο Σείριος με τον σηκό του Παρθενώνα. Ένας προσανατολισμός, τον οποίον δανείστηκαν μετέπειτα και οι χριστιανοί στο κτίσιμο των ναών τους. Σε όλες τις αιγυπτιακές παραστάσεις ο Άνουβις και η Εκάτη είναι κυνόμορφοι (έχουν μορφή σκύλου). Κυνόμορφος ήταν και ο Άγιος Χριστόφορος, σε μια προσπάθεια προσαρμογής της νέας θρησκείας στις λατρευτικές συνήθειες των Ελλήνων. Γεγονός πάντως είναι πως στην Αρχαία Ελληνικής Γραμματεία» η θεά Αθηνά αντιπροσωπεύει την γένεσι, η οποία συντελείται στο «Άστρο του Κυνός», τον σείριο. Για να υπάρχει η Γένεσις πρέπει να υπάρχει η συμπαντική μήτρα απ’ όπου ξεκινούν όλες οι δημιουργίες στον Γαλαξία. Αυτή η συμπαντική μήτρα στην αρχαία Ελληνική μυθιστορία είναι ο Υπερίωνας, γυιός του Ουρανού και της Γαίας και αδελφός του Κρόνου. Γύρω και πάνω από τον Υπερίωνα περιστρέφονται οι «Ιωνες» (Όχι το ελληνικό φύλο των Ιώνων), Σύνθετη κατά τον Όμηρο λέξη από την «Ηώη» ( ενεργειακό φως, ενεργειακή φωτιά) και το «ναός», και συμβολίζει τον τόπο συγκέντρωση της ενέργειας, η οποία δημιουργεί και κινεί τους πλανήτες στον γαλαξία μας. Ο «Εύδοξος ο Κνίδιος» και ο «Αριστοτέλης» προσπάθησαν να ερμηνεύσουν την κίνηση των πλανητών με την θεωρία της φαινόμενης κίνησης και της σπειροειδούς γραμμής (κίνησης), της λεγόμενης «ιπποπέδης».
Η σημερινή κριτική παραδέχεται την κίνηση των ομόκεντρων σφαιρών του Ευδόξου ως τέλειο γεωμετρικό σύστημα. Η ερμηνεία όμως της τροχιάς των πλανητών έχει σήμερον λάβει άλλην μορφή στη βάση της θεωρίας του Νεύτωνα. Το σύστημα του Ευδόξου έλυε σχεδόν πλήρως τις φαινόμενες κινήσεις των πλανητών, παρέμεινε δε περίφημος η φράση του «διασώσαι τα φαινόμενα».
Ο Εύδοξος χαρτογράφησε τους αστερισμούς του Ισημερινού και των Τροπικών κύκλων, και ονομάτισε τους σχηματισμούς τους (Ίππαρχος).
Απέδειξε τη σφαιρικότητα της γης, και μέτρησε για πρώτη φορά την περίμετρό της.
Μέτρησε τας περιόδους των πέντε πλανητών, δίδοντας τας τιμάς: Άρης 2 έτη (πραγμ. 1,88), Δίας 12 έτη (11,86) και Κρόνος 30 έτη (29,46).
Ο Εύδοξος είναι ο ιδρυτής της θεωρητικής αστρονομίας και ουρανίου μηχανικής. Επί του έργου του δε οικοδόμησε βραδύτερον ο περίφημος Σάμιος αστρονόμος Αρίσταρχος. Σήμερα αρκετοί αστρονόμοι εγκαταλείπουν την Νευτώνια Μηχανική και προσεγγίζουν την ουράνια μηχανική του Ευδόξου, σε μια προσπάθεια πληρέστερης ερμηνείας των κινήσεων των πλανητών.
Ο Σείριος είναι ένα ενεργειακό νεφέλωμα και το όνομά του σημαίνει "φωτεινός". Αν και με γυμνό οφθαλμό διακρίνεται ένα αστέρι, στην πραγματικότητα είναι διπλό άστρο, αποτελούμενο από ένα λευκό αστέρα και ένα λευκό νάνο. Η απόσταση ποικίλει από 8,2 μέχρι 31,5 Αστρονομικέ Μονάδες. Βρίσκεται 8,6 έτη φωτός από την Γη, όπως προσδιορίστηκε από τον δορυφόρο «Ίππαρχος», και είναι ένα από τα κοντινότερα αστέρια. Ο Σείριος πλησιάζει σταδιακά το Ηλιακό μας Σύστημα, και έτσι η λαμπρότητά του θα αυξάνει για τα επόμενα 60.000 χρόνια. Μετά η απόσταση θα αρχίσει να μεγαλώνει, αλλά ο Σείριος θα συνεχίσει να είναι το λαμπρότερο αστέρι στον γήινο ουρανό για τα επόμενα 210.000 χρόνια.
Ποια είναι, όμως, η σχέση του Κύνα με τον Λύκο. Θα μπορούσε να πει κανείς πως ο λύκος είναι άγριος κύων (σκύλος}, ή πως ο κύων (σκύλος) είναι ήμερος λύκος. Υπάρχει μια βαθύτερη σχέση μεταξύ των δύο αυτών ονομάτων. «Λύκη» ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες το φως του Σείριου, που το όνομά του σημαίνει «φωτεινός, λαμπερός», αλλά και λευκός.. Εκ του «λύκ-» έχουμε το λυκόφως, λύκειο, λύχνος, λύγδος, λευκός, και στα λατινικα lyceo, luna, lycna, Luxusκαι όλα τα παράγωγά τους. Έτσι ο Σείριος, που ονομαζόταν και Εωσφόρος θα πάρει στα Λατινικά το όνομα Luciferγια να καταλήξει να θεωρείται από τους χριστιανούς «ο έκπτωτος άγγελος» και ό,τι προέρχεται από τον Εωσφόρο (= αυτός που φέρει το φως) ως σατανικό. Για τους Έλληνες πάντως ο Εωσφόρος είναι αυτός που φέρνει στην γη το φως της ζωής. Έτσι ο λυκάνθρωπος, που καμμιά σχέση δεν έχει με τον χολιγουντειανό λυκάνθρωπο, είναι ο φωτεινός άνθρωπος, αυτός που μυεί στα μυστήρια του Σείριου . Ως σύμβολό του υιοθετείται ο λύκος, γι αυτό και φορά δέρμα λύκου κατά την τέλεση των ηλιακών τελετών.
Η λατρεία του λύκου (Σείριου) ξεκίνησε στην Αρκαδία από τον Λυκάωνα,, βασιλιά και πρώτο λυκάνθρωπο της Αρκαδίας, ο εγγονός του οποίου – ο Αρκάς - έδωσε το όνομά του στην Αρκαδία. Το όνομα δε Αρκαδία, όπου και το «Λύκαιον όρος» σημαίνει κατά μια ερμηνεία, την οποία προσωπικά θεωρώ και ως ορθή, «Φως του Διός» (Αρκ – δία, αρκ= φως). Τα Αρκ-, αργ- σημαίνει φως, φωτεινός και οι παράγωγες λέξεις έχουν άμεση σχέση με τις ιδιότητες του φωτός. Οι λυκάνθρωποι στην Αρκαδία και σε όλα τα αρχαιοελληνικά μυστήρια ήταν υψηλόβαθμοι μύστες των ηλιακών τελετών του αστέρα Σείριου, του αστερισμού του Κυνός. Σχετικά με τις φημολογούμενες ανθρωποθυσίες κατά τις ηλιακές τελετές σημειώνουμε πως η Κρόνια λατρεία (λατρεία του Κρόνου) απαιτούσε ανθρωποθυσίες, ενώ για τους Έλληνες ήταν αδιανόητη οι ανθρωποθυσία κατά την απόδοση τιμών στους Ολύμπιους Θεούς. Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός πως ο σύγχρονος του Λυκάωνα ο Κέκροπας, βασιλιάς των Αθηνών – γνωστός και ως διαιτητής στην διαφωνία της Θεάς Αθήνάς με τον Ποσειδώνα – είχε θεσπίσει μεταξύ άλλων την προσφορά γλυκισμάτων ως θυσία, τους αποκαλούμενους «πελάνους. Αντίθετα οι λαοί που λάτρευαν τον Κρόνο, μεταξύ των οποίων οι Φοίνικες και οι Ιουδαίοι, όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος προσέφεραν ανθρωποθυσίες στον Κρόνο ή Σεθ και τους τιτάνες που λάτρευαν.
Στην ελληνική μυθιστορία ο Εωσφόρος αποτελεί θεότητα του ουρανού. Ήταν αδερφός του Έσπερου και γεννήθηκαν από το ζευγάρωμα της Ηώς με τον Αστραίο. Αδέρφια τους θεωρούνται επίσης ο Βοράς, ο Νότος και ο Ζέφυρος. Άλλοι θεωρούν ότι η Ηώς γέννησε τον Εωσφόρο από τον Κέφαλο. Ο Εωσφόρος ήταν ο πατέρας της Τηλαύγης και του Κήυκα.
Ο Εωσφόρος παρουσιάζεται σε κείμενα του αρχαίου κόσμου να αναγγέλλει στον πατέρα του τον ερχομό της Δήμητρας προσφέροντάς της στεφάνια. Ήταν ταγμένος στην υπηρεσία της Αφροδίτης και έψαλε πρώτος τα τραγούδια του γάμου όταν ζευγάρωσαν ο Ήλιος και η Κλυμένη.
Γιάννης Μότσης