Δημητρίου Μίχα, φιλολόγου
Τὸ κεντημένο μαντήλι ἀπασχόλησε καὶ τὴν λογοτεχνικὴ παραγωγὴ εἴτε μὲ παραστάσεις ἀπὸ τὶς ὀμορφιὲς τοῦ φυσικοῦ κόσμου, εἴτε τῆς ἀγροτικῆς ζωῆς τῆς ὑπαίθρου, εἴτε εἰκόνες ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ἀστικὴ πραγματικότητα.
Ο Ορφέας με την λύρα 4ος μ.Χ αι. Μουσείο ιστορίας Σαχμπά Συρίας,
2. Ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς
Ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς δὲν ἔχει αὐτόνομο κείμενο γιὰ τὸ «μαντήλι», ὅπως ὁ Κ. Κρυστάλλης καὶ ὁ Γρ. Ξενόπουλος. Οἱ λίγες ἀναφορὲς του ὅμως, ἀφ’ ἑνὸς ἔχουν ἀφετηρία τὴν λαϊκὴ παράδοσι καὶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι καὶ ἀφ’ ἑτέρου εἶναι ἀξιοσημείωτος ὁ τρόπος πού ἐνσωματώνονται ὡς λειτούργημα στὸ νόημα πού ἐπιθυμεῖ νὰ ἐκφράσει ὁ ποιητής, ὅταν θέλει νὰ δηλώσει συμβολισμὸ ἤ ἀνθρώπινη πρᾶξι στὴν φιλοσοφικὴ ποιητικὴ του γραμμὴ. Εἶναι γνωστὸ πώς αὐτὴ ἔχει ὡς νοηματικὴ βάσι τὴν ἐνεργὸ ἁρμονικὴ σχέσι τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν Φύσι.
Πρέπει ἴσως νὰ εἰπωθῆ ἐξ ἀρχῆς ὅτι ὁ Σικελιανὸς εἶναι δύσκολος στὴν ἀνάγνωσι, ἐπειδὴ εἶναι φιλόσοφος ποιητής. Σέ ἐντελῶς ἁδρὲς γραμμὲς μποροῦμε ὡς εἰσαγωγὴ νὰ ἐπισημάνουμε: Ὁ ποιητὴς μοιάζει μὲ ἕναν ζηλωτή πού ἀναζητᾶ μία καθολικὴ κοσμικὴ Ἀλήθεια ὡς προσωπικὴ του «αὐτοφώτισι», ὅπως μᾶς ἐνημερώνει ὁ ἴδιος στὸν «Πρόλογο στὴ ζωή». Πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτὸ θέλει νὰ κατανοήσει τὴν κοσμικὴ πραγματικότητα γιὰ νὰ ἀποκτήσει συνείδησι τῶν ὑψηλῶν νοημάτων τῆς ζωῆς. Θεωρεῖ ὅτι ἰχνηλατώντας σὲ βάθος τὴν ἀρχέγονη καὶ ὀργανικὴ σχέσι τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν Φύσι θὰ ἀνακαλύψει αἰσθαντικὰ καὶ οὐσιαστικὰ τὴν πρωταρχικὴ αἰτία τῆς ὕπαρξής του καὶ ταυτόχρονα θὰ διαισθανθῆ τὴν μυστήρια ὑπόστασι τοῦ θείου.
Ἔτσι ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴν Ὀρφικὴ διδαχή, τὴν προσωκρατικὴ φυσιοκρατία καὶ τὸν εὐρωπαϊκὸ Βιταλισμὸ κυρίως τοῦ Μπερξόν, ὁ φυσικὸς κόσμος ἀποκτᾶ μία μυθικὴ- θρησκευτικὴ διάστασι ὡς «Μητέρα – Φύσι», στὴν ὁποία ἐνυπάρχει ἡ πρωτογενὴς ζωτικὴ ἀρχὴ, ἡ ὁποία λειτουργεῖ μὲ ἕναν θαυμαστό-θεουργό τρόπο χαρίζοντας κάθε μορφὴ ζωῆς. Τήν ζωοποιὸ αὐτὴ λειτουργία ὁ ποιητὴς τὴν συλλαμβάνει ὡς τὴν πρωτογενῆ πνοὴ καὶ δύναμι, ὡς τὸ «Αἰώνιο Πνεῦμα» (τήν ἀνώτατη κυρίαρχη δύναμι) πού θέλει νὰ βιώσει καὶ νὰ ἑνωθῆ μαζὶ Του. Θὰ τὸ ἐπιτύχει ὅταν θὰ ἔχει τὴν πλέον ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τὶς κοσμογονικὲς δυνάμεις : τὸ «Ἀπολλώνειο Φῶς» καὶ τὸν «αἰσθησιασμὸ μὲ τὴν Διονυσιακὴ μέθη».
Εἶναι ὁ συμπαντικὸς δίαυλος πού θὰ τὸν προικίσει μὲ πνευματικὴ ἀνάτασι, μὲ γνῶσι τοῦ βαθύτερου νοήματος ζωῆς καὶ θανάτου, μὲ πληρότητα ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὶς χάρες πού πηγάζουν ἀπὸ τὴν «Μητέρα Φύσι»
Τότε ὁ ποιητὴς θὰ αἰσθανθῆ καὶ τὴν «ἀλάφρωσι» = μεταμόρφωσι καὶ τῆς δικῆς του ψυχῆς. Ἡ συνείδησι τῆς ἐρωτικῆς –ἐκστατικής συνύπαρξης μαζὶ της. Ἡ ἔγνοια γιὰ ἁρμονικὴ συμβίωσι καὶ ἁρμονικὴ σχέσι πρέπει νὰ γίνει διαχρονικὸ αἴτημα καὶ βίωμα (και σὲ συλλογικὸ ἐπίπεδο, μὲ ἐπίγνωσι καὶ μετοχὴ τοῦ λαοῦ), ὥστε νὰ βρῆ τὸ οὐσιαστικὸ νόημα ζωῆς, καὶ τὴν ὑπαρξιακὴ του ὑπόστασι καὶ ταυτότητὰ του.
Μέρος του δαπέδου αρχαίας οικίας στην Πάφο, όπου απεικονίζεται ο Διόνυσος ως θείον βρέφος με φωτοστέφανο.
Περισσότερο ἐξειδικευμένα λοιπὸν στὴν δεύτερη χρονικὰ συλλογὴ του μετὰ τὸν «Αλαφροΐσκιωτο», «Ραψωδίες τοῦ Ἰόνιου. Ἀπόσπασμα», γίνεται λόγος γιὰ τὸ «Μαντήλι» σὲ μία ἐνδοδιηγηματικὴ ἀφήγησι ὅπου μέσα ἀπὸ τὸ τραγούδι ἑνὸς Ἠπειρώτη γέροντα, μαθαίνουμε ὅτι μία Κόρη «ἱστορεῖ κεντώντας» (ἐξόμπλιασεν) «τὸν ἄγραφον ἀλαφρωμένο νόμο».
Τὸ διπλοπόδι ὁ γέροντας, μπροστὰ μᾶς ἐτραγούδα
τὰ λυγερὰ καὶ τὰ πλατιὰ τραγούδια τῆς Ἠπείρου.
Τὰ ἑκατὸ χρόνια δείχνονταν σοφὰ στὸ σάλεμὰ τοῦ,
ἀργὸ σὰ τὸ ξεκούρασμα τοῦ ἀϊτοῦ σὲ δυὸ φτεροῦγες.
Πλάκα τὸ χέρι τὸ ζερβὶ καὶ χάραζε μὲ τ ἄλλο,
'στορώντας πῶς ἐξόμπλιασεν ἡ κόρη τὸ μαντίλι,
ἀργὸν-ἀργό, τὸν ἄγραφον ἀλαφρωμένο νόμο,
κατὰ πῶς γράφει ἡ θάλασσα μὲ τὸ φτερὸ τ ἀνέμου
ἀπάνω σ’ ἁπλωτὸ γιαλὸ πού χει ψιλὸ τὸν ἄμμο...
Γέροντας και Κόρη, με στίχους που μας θυμίζουν το δημοτικό τραγούδι1, – ἐκπροσωποῦν τὴν ἀτομικὴ καὶ συλλογικὴ συνείδησι ἐδῶ – φαίνονται νὰ ἐκφράζουν τὴν μυστηριακή, πρωταρχικὴ καταβολὴ τοῦ προ- αἰωνίου «ἄγραφου νόμου» πού συνέχει καὶ ζωοποιεῖ τὴν Φύσι μὲ τὰ στοιχεῖα της. Τόν ἐννοεῖ ὡς τὸ συμβολικὸ ἀρχέτυπο, ὡς ἀρχέγονη θεότητα πού ἐνσαρκώνει τὸ μυστήριο τῆς δημιουργίας, τὴν ἀναγέννησὶ της καὶ τὴν συνέχεια τῆς ζωῆς σὲ ὅλες τὶς ὀργανικὲς μορφὲς της.
Μάλιστα ἡ Κόρη μὲ τὴν θηλυκὴ ἐρωτικὴ της ἐφηβικότητα, εἶναι σὲ πλεονεκτικώτερη θέσι γιὰ νὰ ἀντιληφθῆ τὸν κοσμογονικὸ ρυθμὸ τῆς Φύσης καὶ νὰ πλέξει τὴν ζωτικὴ της ὁρμὴ (κατά πῶς πετᾶ ὁ ἀετός, καὶ κατὰ πῶς γράφει ἡ θάλασσα) καὶ νὰ ἀπεικονίσει μὲ πάθος τὸν λειτουργικὸ δεσμὸ μαζὶ της, ὥστε "ἀλαφρωμένη", μεταμορφωμένη νὰ διαισθανθῆ τὴν ἀρχὴ τοῦ «ὄντως εἶναι» τῆς ὕπαρξης της. Ὅταν μάλιστα ἀπὸ λάθος ἤ ἀπερισκεψία ἔπεσε τὸ πλουμιστὸ μαντήλι, τὸ κεντημένο μὲ ὅλες τὶς φυσικὲς χάρες, «πολιστορισμένο», πληροφορούμαστε ὅτι τὸ εἶχαν κεντήσει «ἀθάνατα κοράσια» δηλαδὴ ἡ πάντα πανώρια ἀθάνατη νιότη μὲ τὴν δύναμι τῆς ζωτικότητας, τὴν εὔχαρι ψυχικὴ της διάθεσι καὶ τὸ ἄοκνο φρόνημα δημιουργίας.
…. Μοὔπεσε τὸ μαντήλι μου τὸ πολιστορισμένο
(...) ποὺ μοῦ τὸ πολιστόρησαν ἀθάνατα κοράσια.
Ἐπίσης τὸ μαντήλι στὸν Σικελιανὸ καθίσταται τὸ λειτουργικὸ μέσο γιὰ μιὰ διαισθητικὴ ἐπικοινωνία μετοχῆς–συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ κατὰ τὴν μυστηριακὴ τρόπον τινά τέλεσι τοῦ χοροῦ (ὡς συλλογικὴ ἔκφρασι δύναμης, λεβεντιᾶς, χαρᾶς καὶ χάρης) μὲ τὸ ἀκέραιο, αὐθεντικὸ καὶ ζωογόνο κόσμο τῆς Φύσης.2
Γιὰ νὰ σᾶς σύρω ἕνα χορό,
τ’ ὡραῖο μαντίλι δίνοντας
στὸν πιὸ ἀλαφρωμένο
- κι ἔχω τῆς νύφης τ’ ὄνομα
στὸν κόμπο του δεμένο –
γιὰ νὰ σᾶς σύρω ἕνα χορὸ
πάνω στὰ κρύα τ’ ἀμπέλια,
νὰ σᾶς ἀκούσω μιὰ φορά,
τῆς λεβεντιᾶς τὰ γέλια! (ΙΙΙ 770-778)
Ἡ νοηματικὴ τῶν στίχων μᾶς ὁδηγεῖ καὶ στὰ ἑξῆς: Ἀρχικὰ ἡ διατύπωσι τους ἀγγίζει τοὺς τρόπους τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ καὶ αὐτὸ γιὰ νὰ τονισθῆ ἡ προσπάθεια τοῦ ποιητοῦ νὰ βρῆ καταφυγὴ στὶς πρωταρχὲς ἀνάδυσης τῆς λαϊκῆς ψυχῆς γιὰ νὰ ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὶς πολιτιστικὲς του ρίζες. Ἡ ζῶσα λαϊκὴ γλωσσικὴ ἐπένδυσι θὰ προβάλλει μὲ τὸ γνήσιο καὶ ἀνόθευτο ἦθος της, τὰ βάθη νοημάτων, συναισθημάτων καὶ ἐρώτων, καὶ θὰ ἀποκαλύψει τὴν πρωτόρριζα ἐθίμων καὶ παράδοσης ἀλλὰ καὶ τὰ πάθη καὶ τὰ δρώμενα τοῦ τόπου καὶ τῆς ἱστορίας του μέσα στὴν διαχρονία τῶν ἐποχῶν. «Ἡ παρουσία δὲ τοῦ ποιητοῦ ἀνάμεσα στὸ λαὸ σημαίνει κάθοδο στὶς ρίζες, στὶς ἀρχετυπικὲς μορφὲς ζωῆς πού ὁ λαὸς πραγματώνει καὶ οἱ ὁποῖες εἶναι ἀπόρροια τῆς ὀργανικῆς του σχέσης μὲ τὴ Μάνα-Φύση»3
Ὕστερα, παρατηρεῖ κάποιος ὅτι τὸ συγκεκριμένο ποιητικὸ τμῆμα παρουσιάζει τὴν εἰκόνα μιᾶς τελετῆς, ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς γιὰ τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, αὐτῆς τοῦ γάμου. (ἀναφορὰ στὴν νύφη) Συνειρμικὰ τὸ ἴδιο τὸ μυστήριο παραπέμπει στὴν εὐλογία τῆς νέας ζωῆς, ἡ ὁποία ὅμως συνυφαίνεται μὲ τὴν φυσικὴ – ἀγροτικὴ ζωὴ (ἀμπέλια, μεταφορὰ καὶ στὸν Διονυσιακὸ ἐρωτισμὸ) καὶ μὲ ἀναγωγὴ, στὴν αὐθεντικὴ «ἱερὴ - μυσταγωγικὴ ἔνταξι» στὸ θαῦμα, στὴν ἐρωτικὴ μέθη μὲ τὴν Φύσι.
Ὁ χορὸς δέ, πέραν ὅτι ἐκφράζει τὴν συλλογικὴ μετοχὴ σὲ αὐτὴ τὴν ἔκδηλη πανήγυρι χαρᾶς, μοιάζει μὲ τελετουργικὴ μίμησι θρησκευτικῆς λατρείας πού θυμίζει ἀρχαῖο δρώμενο πού συνδέει τὸν χορὸ μὲ ἀρχέτυπη ἱερὴ πρᾶξι4
Τά χορευτικὰ στοιχεῖα: τραγούδι, μελωδία, ρυθμικὴ κίνησι λειτουργοῦν καὶ ὡς ἀναπόσπαστο τμῆμα τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ, πού ἡ γνῶσι του σὲ φθάνει στὶς πρωταρχὲς τῆς κοινωνικῆς ὀργάνωσης, ἀλλὰ καὶ σὲ ἐκείνη τὴν ἐθιμικὴ παράδοσι πού ἐκφράζει ὅλον τὸν ἑόρτιο κύκλο τοῦ ἐνιαυτοῦ πού εἶναι συνδεδεμένος μὲ τὴν «ἱερὰ ἐπίκλησι» γιὰ εὐγονία -γέννησι, βλάστησι – καρποφορία. Εἶναι μία μυσταγωγικὴ σύνδεσι μὲ πανάρχαιες καταβολὲς - μὲ τὴν «Μητέρα-Φύσι» - πού γίνεται παραστατικώτερη μὲ εἰκονικὲς παραστάσεις (τοπικές ἐνδυμασίες, μάσκες, κουδούνια, κρότους, φωτιὲς τῆς Ἄνοιξης , εἰρεσιώνη (κάλαντα), φυτά , καρποὺς κ.λπ.).
Ἔτσι στὸ μαντήλι τοῦ Σικελιανοῦ εἶναι κεντημένη ἡ ἐμφανὴς διαμορφωμένη πραγματικότητα μὲ τὰ πολιτιστικὰ στοιχεῖα τῶν ἐθίμων καὶ τοῦ χοροῦ τῆς ὑπαίθρου, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀφανὴς ἐκείνη τῆς ψυχῆς, τῆς ἑκούσιας μετοχῆς στὴν τελετουργικὴ σύνδεσι μὲ τὸν σύμμετρο, ἁρμονικό, κυκλικὸ ρυθμὸ τῆς ζωοφόρου Φύσης.
Ἐδῶ πρωταγωνιστεῖ ὁ ἴδιος ὁ ποιητής, μετέχοντας ἐνθουσιωδῶς στὸν αὐθεντικὸ τρόπο τῆς συλλογικῆς ζωῆς, (τοῦ λαοῦ), καὶ μάλιστα ὡς πρωτοχορευτὴς δεικνύει τὸν βηματισμὸ καὶ τὸν τελεστικὸ χορευτικὸ ρυθμό, δίνοντας «τὸ μαντήλι ὑπαρξιακῆς ἑνότητας», στὸν πλέον ὁμόφρονα, στὸν πλέον ἔνθερμο, ὁμόθυμο ἀκόλουθο (τό ὡραῖο μαντήλι δίνοντας στὸν πιόν ἀλαφρωμένο), στὸν συλλειτουργὸ τῆς μυστήριας κοινωνίας μὲ τὴν θεϊκότητα τῆς Φύσης.
Ἀξίζει νὰ γίνει λόγος ἐπίσης γιὰ τὸν Ἀργαλειὸ καὶ τὴν Ἀνυφάντρα καὶ ὡς ἀγαπημένο μοτίβο τοῦ Αγ. Σικελιανοῦ ἀλλὰ καὶ ὡς ἄμεση ἤ ἔμμεση ἀναφορὰ στὸ κέντημα καὶ τὸ μαντήλι πού μᾶς ἐνδιαφέρει.
ρίχτει σαΐτα μάλαμα, σαΐτα τὸ μετάξι
ρίχτει καὶ τὸ χρυσόγνεμα νὰ ὑφάνει τὸ μαντήλι
Στόν «Ἀλαφροΐσκιωτο» ἡ «ἀνυφάνδρα κόρη» γίνεται τὸ μυθοπλαστικὸ σύμβολο ποὺ ἐνσαρκώνει κατὰ μία ἑρμηνευτικὴ ἐκδοχὴ τὴν Μάννα – Φύσι μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία ὁ ποιητὴς συνειδητοποιεῖ τὴν ἀρχέγονη καταγωγὴ του ἀπὸ αὐτὴ (βασική φιλοσοφικὴ του γραμμή) καὶ «κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, ἡ ταύτιση του μὲ τὰ φυσικὰ στοιχεῖα ἀποκτᾶ ἕνα ὀντολογικὸ νόημα, ποὺ καθιστᾶ τὴν ἑνότητα μὲ τὴ φύση θεμελιώδη ἀξία, ταυτόσημη μὲ τὴ ζωϊκὴ πληρότητα καὶ τὴν ἀληθινὴ εὐδαιμονία».5
Ἔτσι καὶ ἡ «γαληνομέτωπη», «γερή», «μεγαλομάτα», γλυκομέτωπη, «λιανοκόκκαλη» (λυγερή), Ἀνυφάντρα τοῦ ἀργαλειοῦ, ὑφαίνοντας τὴν Φυσικὴ ὀμορφιά, ξυπνᾶ καὶ μεταμορφώνει (ἀλαφρώνει) μέσα της ὅλες τὶς πνευματικὲς καὶ ψυχικὲς δυνάμεις σὲ ἕναν ἐρωτικὸ – μυσταγωγικὸ δεσμὸ μὲ τὴν Μάννα Φύσι, πού μοιάζει μὲ ἕνα πηγαῖο ἐγκώμιο στὴν ὅλη νοηματικὴ δομή καὶ οὐσία τῆς εἰρηνικῆς ζωῆς. Συμπαρασύρει δὲ σὲ αὐτὴ τὴν ἐπίγνωσι καὶ ἄλλους σ' αὐτήν τήν τρόπο τινά μυητική «Συν– φωνία», προσφέροντας «τ’ ὡραῖο κέντημα» γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὴν ὁμόθυμη σχέσι καὶ μετοχή τους6
’Ἐσύ, ἀνυφάντρα, ἐσύ γαληνομέτωπη
γερή, μεγαλομάτα, πού ἦταν ἁδρά τὰ νιάτα σου
κι ἄγρυπνα, τὰ βουνήσια σου τὰ νιάτα!
Γυναίκα γλυκομέτωπη μὲ τὰ γαλήνια στήθια,
τό χαραμέρι ὡς άκουγες…
Ὁ ποιητὴς θαμπωμένος καθὼς θεᾶται ἕνα εὐφάνταστο καλλιτέχνημα (κέντημα) νὰ περιλαμβάνει σὲ σκοῦρο πανὶ καὶ σὲ κύκλο τὸ φεγγάρι, ἐνθουσιασμένος τὴν προτρέπει :
… στὸν ἀργαλειὸ νὰ θρονιαστεῖς
καθημερνὴ καὶ σχόλη
καὶ σιάζοντας τὰ γνέματα
τὸ χέρι σου ν' ἁπλώνει
ἕνα φεγγάρι - τὸ πανὶ
μὲς σὲ θαμπὸν ἁλώνι ('Αλαφροΐσκιωτος στίχ. 1041- 1046)
Καὶ ὄχι μόνο αὐτό! Τό ἀποτέλεσμα τῆς ὀμορφιᾶς καὶ κυρίως ὁ ἔντονος, «συνθέμελος ἀχὸς» τοῦ ἀργαλειοῦ πού ἀκούγεται σάν αντίλαλος από τα σπήλαια κοσμογενίας και μυστηρίων της Φύσης, τοῦ διεγείρει τὶς ἐνδόμυχες σκέψεις του καὶ τοὺς βαθεῖς προβληματισμοὺς του:
Καὶ ὁ ἀργαλειὸς συθέμελος ἐβρόντα
καὶ τὸ σπίτι ἐχτύπα...
Πόσα βαθιὰ νοήματα μὲ τὸν ἀχό του ἐταίριαξα
καὶ μὲ τὰ στήθια μοῦ εἶπα. ('Αλαφροΐσκιωτος στίχ. 1077- 1081)
Τά λαογραφικὰ λοιπόν στοιχεῖα βρίσκουν καὶ τὴν βάσι γιὰ νὰ ἐκθέσει ὁ ποιητὴς τὰ «βαθιὰ νοήματα», τὸν βαθύτερο στοχασμὸ του. Προέχει βέβαια – ὅπως εἰπώθηκε - ἡ διαλεκτική, ὑπαρξιακὴ σχέσι του μὲ τὴν «Μητέρα Φύσι» καὶ ἡ ἀναζήτησι τῶν ἀρχέγονων πηγῶν της. Ὁ ποιητὴς προσπαθεῖ μέσα ἀπὸ τὴν «ὠδινόμενη κοσμογονικὴ αἰσθαντικὴ Ψυχὴ της» νὰ προσδιορίσει καὶ τὸ νόημα τῆς δικιᾶς του ζωῆς7.
Καὶ ἂν ὅλα τὰ παραπάνω τὰ γνωρίσαμε σχεδὸν ἀπὸ τὸν «Αλαφροΐσκιωτο», στὸ «Πρόλογο στὴ Ζωὴ» θὰ ἀναπτύξει τὰ θέματα μὲ τὰ οὐσιώδη, «βαθιὰ νοήματα» πού τὸν ἀπασχόλησαν. Καὶ αὐτὰ εἶναι: «Συνείδηση τῆς Γῆς μου», «Συνείδηση τῆς Φυλῆς μου», «Συνείδηση τῆς γυναίκας», «Συνείδηση τῆς Πίστης», «Συνείδηση τῆς προσωπικῆς δημιουργίας». Μέσα ἀπὸ τὶς ἑνότητες αὐτὲς μαθαίνουμε:
1. Ὁ Θεὸς τοῦ Σικελιανοῦ δὲν εἶναι ὁ Χριστιανικὸς οὔτε καὶ ὁ εἰδωλολατρικὸς Δίας. Εἶναι μία ἰδιότυπη μορφὴ πού συνδυάζει τὸν Διόνυσο καὶ τὸν «Ἀπόλλωνα - Ἰησοῦ (πότε σὲ ἑνιαία μορφὴ καὶ πότε πολυπρόσωπη) πού συνέχει τὴν Φυσικὴ Νομοτέλεια καὶ τὸν Ἠθικὸ νόμο.
Ὦ! Ἴακχε!
Ἀπόλλωνα!
Ἰησοῦ!» (Συνείδηση τῆς Πίστης, στίχ. 242-244)
«Ὦ! Ἴακχε! (ἐπίθετο τοῦ θεοῦ Διονύσου, θεότητα ποὺ ὁδηγεῖ τὴν πορεία τῶν μυημένων πρὸς τὰ Ἐλευσίνια Μυστήρια), «Ἀπόλλωνα !» (θεός τοῦ Φωτός, τῶν Μουσῶν, τῆς πνευματικῆς καλλιέργειας), «Ἰησοῦ!» (ἐκφράζει τὸν ἐκχριστιανισμένο Ἀπόλλωνα. Εἶναι ὁ 12ετής Ἰησοῦς τῶν «ἀποκρύφων εὐαγγελίων» ὁ συγκριτιστικὸς «Διονυσόδοτος Χριστός»8, χωρὶς τὴν θεϊκὴ του φύσι. Τό πνεῦμα του ἐκφράζει τὴν ἐνοποιητικὴ δύναμι πού συνέχει τὸν κόσμο.
2. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος δὲν σέβεται καὶ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν Φύσι τόσο πτωτικός, ἀσεβής καὶ ἀνήθικος γίνεται. Χωρὶς τὴν ἑνοποιητικὴ μέθεξι μαζὶ της δὲν θὰ διαισθανθῆ ποτὲ τὴν οὐσία τῆς ὀμορφιᾶς της καὶ τὴν πνοὴ τοῦ Δημιουργοῦ.
3. Βασικὴ Ἰδέα πού ὑπηρετεῖ εἶναι ὁ Ἑλληνισμὸς: ἀδιαίρετος σὲ ὅλη τὴν διαχρονικὴ ἱστορικὴ καὶ πολιτιστικὴ του διαδρομή. Ὁ λαὸς εἶναι «πανταχοῦ παρὼν» ὡς δημιουργὸς καὶ φορέας τῆς Ἑλληνικότητας, τῆς Παράδοσης (ἐθνικῆς κληρονομιᾶς), ἀδάμαστος στὶς συμφορές, καὶ ἡ συνείδησης τῆς Φυλῆς.
Θὰ κάνουμε μιά προσπάθεια διευκρινιστικῆς παρέκβασης ἐδῶ, γιατὶ φαίνεται νοηματικὰ νὰ ὑπάρχει ταύτισι μεταξὺ τοῦ Κ. Κρυστάλλη καὶ τοῦ Α. Σικελιανοῦ γιὰ τὸ θέμα. Ὅμως ὡς πρὸς τὴν ἀφετηρία καὶ τὸ μέσον λειτουργοῦν ἐντελῶς διαφορετικά. Ὁ Κρυστάλλης ἐκφράζει ὡς στάσι ζωῆς τὴν βιωματικὴ του σχέσι μὲ τὸ φυσικὸ περιβάλλον - «τοῦ Βουνοῦ τῆς στάνης καὶ (ἰσχνότερα) τοῦ κάμπου» καὶ νιώθει νὰ συνυπάρχει μὲ τὶς δωρεὲς καὶ τὶς ὀμορφιὲς τους θεωρώντας τες ὡς κυρίαρχη ἀξία γιὰ τὴν ζωὴ του μακριά ἀπό μεταφυσικό προβληματισμό.
Ὁ Σικελιανὸς ἔχει τὴν ἀρχέγονη, ἀρχετυπική ἀφετηρία ἀπὸ τὴν «Μητέρα- Φύσι» μὲ ἕναν μυθολογικό, καὶ ἐν πολλοῖς, μὲ ὑπέρλογο καὶ ἐσχατολογικὸ προσανατολισμό. Ἔχει περιπάτους στὸν «μύθο» τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, ἀλλὰ μὲ φιλοσοφικὴ βακτηρία καὶ ματιὰ πρὸς τοὺς ὀρφικοὺς και προσωκρατικοὺς γιὰ τὴν ἔκφρασι τῶν σκέψεὼν του. «Ο Άνθρωπος κατά τον Σικελιανό, καλείται να συνειδητοποιήσει την μυστηριακή πρωταρχική καταβολή που είναι το «άπειρο», ο βιολογικός Θεός βαθιά μας, για να αντλήσει όλη τη δύναμη που χρειάζεται και να ανυψώσει τα παγκόσμια σύμβολα της κοσμικής του συνοχής και με τους όμοιους του και με το Σύμπαν»9.
Θέλει ἔτσι νὰ δώσει νόημα στὴν καταγωγὴ τοῦ ανθρώπου, στὸν λειτουργικὸ σκοπὸ του στὴν Φύσι, καὶ ἀφοῦ περάσει ἀπὸ διάφορα στάδια αὐτογνωσίας: τοῦ Ἀπολλωνείου φωτὸς, τοῦ Διονύσου μέθη , δηλαδὴ τὴν μὲ ἐρωτικὸ πάθος σύνδεσι μαζὶ της καὶ στὸν ἀμφίδρομο ἐναγκαλισμὸ γιὰ νὰ «ὑποστασιοποιηθῆ» ἡ ζῶσα πνοὴ της μέσα του, καὶ μετὰ τὸ στάδιο τῆς εὐφορίας καὶ πληρότητας, ὅταν ἐν τέλει αἰσθανθῆ τὴν ἄμεση ἐπικοινωνία καὶ βιώσει τὴν οἰκεῖα, καὶ πλήρη ἁρμονικὴ σχέσι μαζὶ της.
Ἀντίθετα ὁ Κρυστάλλης «βρίσκει» τὸν περιβάλλοντα κόσμο του a priori (δεδομένον ἐκ τῶν προτέρων καὶ ἀδιαφορώντας γιὰ τὴν πρωτογενῆ αἰτία) - περιορισμένον στὸ τόπο του - καὶ κινεῖται στὸ ἀγαπημένο ρετιρὲ τοῦ βουνοῦ - ἀπ' ὅπου διαπιστώνει, θαυμάζει και χαίρεται τὴν ὀμορφιὰ τῆς γήϊνης ἐμπειρίας. Ἐκεῖ ὑμνολογεῖ τὴν εὐδαιμονία καὶ τὴν σωτηρία ἀλλὰ καὶ τὸ "ἐξιδανικευμένο όνειρο" του, ἐκφράζοντας το μὲ τὸν ρυθμὸ καὶ τὴν μορφὴ τοῦ στίχου τῆς δημοτικῆς παράδοσης. Εἶναι ὁ τόπος ποῦ ἀναπνέει, τὸν συγκινεῖ καὶ ἀναδύεται ὁ λυρισμός τῶν αἰσθημάτων πού προκαλοῦνται στὴν τελετουργία τοῦ κύκλου τῆς φυσικῆς ζωῆς καὶ τῶν δρωμένων τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας μαζὶ του, ἀφοῦ Φύσι καί ζωή δένονται σφιχτά στήν ποιητική του έκφρασι , ἀκόμη καὶ στὸν λυγμὸ τοῦ πόνου : ξενιτιὰ, σκλαβιὰ, ἤ τοῦ πικραμένου ἔρωτα.
Ὁ Σικελιανὸς ὡστόσο, προσπαθεῖ νὰ «πείσει» μὲ ὑπαρξιακὴ ἐνατένισι καὶ μὲ κρυπτική πολλὲς φορὲς λέξι, μὲ «μυστικὸ λόγο» (μυσταγωγικό) γιὰ τὸν ζωοδόχο , σωτηριολογικὸ ρόλο τῆς Φύσης μὲ μία υἱική σύνδεσι μαζὶ της. Τὸ ὑποκείμενο τοῦ Κρυστάλλη εἶναι «ὁ ἑαυτός», πρῶτα - παρ' ὅτι ἔχει τριτοπρόσωπη ἀφήγηση παρατηρητοῦ ὡς ἄτυπος ἐκπρόσωπος τῆς συλλογικῆς ἔκφρασης - καὶ μετέχει μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ψυχή του ποὺ κινεῖται μὲ ἐπίγνωσι στὸ «φυσικὸ θαῦμα», ἀναφωνώντας κατὰ τὸν Παλαμᾶ: «ὦ! φύση, ὁλάκερη ζωή, κι ὁλάκερη σοφία!»10.
Ἐνῶ ὁ Σικελιανὸς, ὡς ποιητής - ἀφηγητὴς - ἔχει καὶ τὸν ἐνεργὸ ρόλο τοῦ πρωταγωνιστοῦ, πού προσπαθεῖ νὰ αφυπνίσει την λαϊκή συνείδησι, τὸν λαὸ11, τὸν κληρονόμο τῆς ἱστορίας τοῦ τόπου του ἀρχικὰ, νὰ νοσταλγήσει τὴν ἀρχέγονη «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» δημιουργία και σχέσι· καὶ μὲ ἕναν διαρκῆ ὀρφικὸ ἐρωτισμὸ νὰ ταυτίσει τὴν ὑπαρξιακὴ συλλογική συμβίωσι μὲ τὴν ζωοδόχο ἐνέργεια της. Ἡ διαπίστωσι εἶναι πῶς ὁ λαὸς συνυπάρχει, ἔχοντας παρουσία σὲ ὅλες τὶς μορφὲς της, σὲ μία σχέσι ἀλληλοπάθειας καὶ ἀλληλοπεριχώρησης, ὅπου αὐτὴ ἡ ἀμοιβαιότητα ἐξασφαλίζει τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ὑγιῆ «οἰκονομία ἰσορροπίας» σὲ αὐτὴ τὴν ἀμφίδρομη ἀγαπητικὴ σχέσι: δὲν θὰ εἶναι ἡ φύσι - ἐν τέλει - μόνο ποὺ νοηματοδοτεῖ τὸν ἄνθρωπο (ἐν ἀρχὴ ἦν ἡ Φύσις…), ἀλλὰ καὶ ὁ ἄνθρωπος (ὡς λαὸς ἐνεργὸς, θεοποιός) ποὺ νοηματοδοτεῖ (ἀλαφρώνει =διαμορφώνει) τὴν Φύσι.
«Ψεύτικοι θεοὶ πολλοὶ σαπίσουνε τὴν πλάση
μὰ αὐτὸς ὁ θεὸς πού ‘ναι ὁ λαός,
θὰ μείνει πάντα στὴ σαπισμένη γῆ νὰ φέρνει τὴν ὑγειὰ της»
Κ. Κρυστάλλης καὶ Αγ. Σικελιανὸς μὲ βουνίσια καλύβη ὁ ἕνας καὶ βίλλα μὲ ἀρχαίους κίονες ὁ ἄλλος, στὸ ἴδιο «Μεγάλο Χωριὸ», μὲ φλογέρα καὶ ὀρφική λύρα ἀντίστοιχα, ψάλλουν σὲ διαφορετικὰ ἀναλόγια καὶ ἤχους τὴν ἴδια Δοξολογία!
Σημειώσεις:
- Ρ1ΤΣΑ ΦΡΑΓΚΟΥ-ΚΙΚΙΛΙA, ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ, σελ.312
2. «…ο λαός αντικρύζεται ως μόνιμη οντολογική μονάδα μέσα στη φύση, ένα από τα στοιχεία της που υπακούει στους δικούς της νόμους της αέναης αναπαραγωγής (γέννηση-θάνατος-γέννηση), της ανάστασης των "γνώριμων" νεκρών, ενός συνεχούς "γυρισμού". Είναι φορέας της αθάνατης μνήμης και της ασίγαστης δημιουργικής ενέργειας». ΣΟΝΙΑ ΙΛΙΝΣΚΑΓΙΑ, Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ TOΥ ΧΡΟΝΟΥ ΣΤΟΝ «ΑΛΑΦΡΟ ·Ι·ΣΚΙΩΤΟ» ΤΟΥ ΑΓ. ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ, Σύγκριση, 4, 17–25.
- Κωνσταντίνα Χαλιάσου, Το ποιητικό σύμπαν του Άγγελου Σικελιανού, ΙΩΑΝΝΝΙΝΑ 2013, σελ.100
- «Για τους αρχαίους Έλληνες οι χοροί είχαν λατρευτική αξία, ήταν άμεσα συνδεδεμένοι με το δωδεκάθεο και κατ’ επέκταση με όλες τις θρησκευτικές τελετουργίες. Οι ίδιοι πίστευαν μάλιστα ότι ο χορός δημιουργήθηκε από τους θεούς γι’ αυτό και τον συνέδεσαν με κάθε θρησκευτική και λατρευτική εκδήλωση τους…. Ο τελετουργικός-θρησκευτικός χορός χορεύονταν στα μυστήρια και στις διάφορες τελετές και βοηθούσε κατεξοχήν στη μύηση των πιστών στα μυστικά των θεών και στην ψυχική και σωματική επικοινωνία των πρώτων με το Θείο»: ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΧΡΙΣΤΙΝΑ, O ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ ΣΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ ΤΗΣ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ Θεσσαλονίκη 2009, σελ.19-20, ιδέ και Άντζακα-Βέη Ευαγγελία & Λουτζάκη Ρένα Λήμμα. «Ο χορός στην Ελλάδα». Εκπαιδευτική Εγκυκλοπαίδεια 1999 (28): 327-341 Ειδικό αφιέρωμα" “Μουσική . Χορός . Κινηματογράφος . Θέατρο” Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σελ.24., www.academia.edu, Ο παραδοσιακός χορός στην Ελλάδα
- Κωνσταντίνα Χαλιάσου, Το ποιητικό σύμπαν του Άγγελου Σικελιανού, ΙΩΑΝΝΝΙΝΑ 2013, σελ.28
6. Φ. Κωστάκου, Η κριτική του Άγγελου Σικελιανού στο σύγχρονο βιομηχανικό και τεχνικό πολιτισμό σελ. 97-99, 103
- Σοφία Μπέλλα, Σοφία Ρόκου, ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, διδακτικὸ βοήθημα τόμ. 3ος γιὰ τὴν Γ’ Γυμνασίου, εκδ. Gutenberg, σὲ.382
- «Μνημόσυνο Παπαδιαμάντη» (Νέκυια B’ [1930-1945], τόμος E’ του «Λυρικού Βίου») ενώ στον Λυρικός Βίος, τόμος A΄ , ό.π., σ. 37,διαβάζουμε: “Ο ολοκληρωτικός Χριστός δε φάνηκε στη γην ακόμα. Η θεϊκά ανθρώπινη εικόνα του έχει ανάγκη να συμπληρωθεί”
- Φ. Κωστάκου, Η κριτική του Άγγελου Σικελιανού στο σύγχρονο βιομηχανικό και τεχνικό πολιτισμό. σελ.3, http://old.ntua.gr/MIRC/5th_conference/5th_conference_ergasies.html
- Κωστή Παλαμά : «Ο πιο τρανός καημός μου», ἀνῆκε στὴ ποιητικὴ συλλογὴ, Ἡ πολιτεία καὶ ἡ μοναξιὰ (1912). greek-language.gr
- «…ο λαός αντικρύζεται ως μόνιμη οντολογική μονάδα μέσα στη φύση, ένα από τα στοιχεία της που υπακούει στους δικούς της νόμους της αέναης αναπαραγωγής (γέννηση-θάνατος-γέννηση), της ανάστασης των "γνώριμων" νεκρών, ενός συνεχούς "γυρισμού". Είναι φορέας της αθάνατης μνήμης και της ασίγαστης δημιουργικής ενέργειας». ΣΟΝΙΑ ΙΛΙΝΣΚΑΓΙΑ, Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ TOΥ ΧΡΟΝΟΥ ΣΤΟΝ «ΑΛΑΦΡΟ ·Ι·ΣΚΙΩΤΟ» ΤΟΥ ΑΓ. ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ, Σύγκριση, 4, 17–25.
Βιβλιογραφία.
- AΘΗΝΑ ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ, Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΛΥΡΙΣΜΟΥ, Μελέτη του Προλόγου στη Ζωή του Σικελιανού, ΠANEΠIΣTHMIAKEΣ EKΔOΣEIΣ KPHTHΣ, Ηράκλειο 1999
- ΑΝΤΡΕΑΣ K. ΦΥΛΑΚΤΟΥ, Ο ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΜΥΘΟΣ ΣΤΟ ΛΥΡΙΚΟ BIO, ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΠΗΓΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ, ΛΕΥΚΩΣΙΑ 1986
- ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ, ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ, Β' Περίοδος, Οκτώβριος-Λεκέμβριος 1993, αριθ. τεύχους 69
- ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΠ. ΤΣΕΡΕΣ, Σικελιανικά, Fagotbo books, 2022
- Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ, Επιλογή κριτικών κειμένων, ΠANEΠIΣTHMIAKEΣ EKΔOΣEIΣ KPHTHΣ, Ηράκλειο 2011
- Κωνσταντίνα Χαλιάσου, Το ποιητικό σύμπαν του Άγγελου Σικελιανού, ΙΩΑΝΝΝΙΝΑ 2013.
- Κώστα Ανδρουλιδάκη, Ο ‘Πρόλογος’ στον «Λυρικό Βίο» του Σικελιανού, ΧΑΡΤΗΣ 40 ΠΡΙΛΙΟΣ 2022
- Μακαρίου Αλεξάνδρα, Το σκάνδαλο του «Προλόγου» του Λυρικού Βίου του Άγγελου Σικελιανού, Ιωάννινα, 2018
- Πανταζή Κοντομίχη: Λαογραφικά Στοιχεία στόν «Άλαφροΐσκιωτο του Άγγ. Σικελιανού, ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ, τεύχ.478, 1992, και τεύχ, 479, 1992
- Παντελή Μπουκάλα , O Διόνυσος – Χριστός στη θεολογία του Σικελιανού, kathimerini.gr/culture/112919/o-dionysos-christos, 5/3/2002
- ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΔΕΚΑΤΟΥ ΕΚΤΟΥ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΠΟΙΗΣΗΣ, ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ, 1996
- Ρ1ΤΣΑ ΦΡΑΓΚΟΥ-ΚΙΚΙΛΙA, ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ
- ΣΟΝΙΑ ΙΛΙΝΣΚΑΓΙΑ, Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΤ ΧΡΟΝΟΥ ΣΤΟΝ «ΑΛΑΦΡΟΪΣΚΙΩΤΟ» ΤΟΥ ΑΓ. ΣΙΚΕΑΙΑΝΟΥ, εκδ. ΓΚΟΒΟΣΤΗ
- ΣΟΝΙΑ ΙΛΙΝΣΚΑΓΙΑ , Η ιδέα του Λαού και η δημοτική παράδοση στον Αλαφροΐσκιωτο, (Με συγκριτικές αναφορές στον Β. Ιβάνοφ), Σύγκριση, τόμ. 4, 1992
- Σοφία Μπέλλα, Σοφία Ρόκου, ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, διδακτικὸ βοήθημα τόμ. 3ος γιὰ τὴν Γ’ Γυμνασίου, εκδ. Gutenberg
- Φ. Κωστάκου, Η κριτική του Άγγελου Σικελιανού στο σύγχρονο βιομηχανικό και τεχνικό πολιτισμό. http://old.ntua.gr/MIRC/5th_conference/5th_conference_ergasies.html
- Frangou-Kikilia Ritsa, Ο Άγγελος Σικελιανός και η προαιώνια ορφική φωνή, Σύγκριση, τόμ. 11, 2000
- ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ· ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗΣ, «Τον άναρχο Έρωτα να νιώσω ακέριο», εκδ. ΠΑΤΑΚΗ, Αθήνα 2022