Ι. Μότσης
Αν ο χορός είναι η «ρευστή γλυπτική» με μουσική υπόκρουση τότε ποίηση είναι ο χορός των αισθήσεων με περίτεχνη λεκτική υπόκρουση, είναι τα φοβερά ή μηδαμινά γεγονότα που ωριμάζουν στην αβεβαιότητα πριν γίνουν μελετημένη έκρηξη που εκτινάσσει στα χάη, απίστευτα βίαια, την τρυφεράδα με την οποία εκκολάφτηκαν, απίστευτα τρυφερά τη βία που τα κλώσησε.
Είναι οι φαντασματικές αγάπες, τ’ αγερικά του πόθου μας, οι ασαφείς σκιαγραφίες της ελπίδας και κάποιος πεταμένος σπόρος σε χρόνια χέρσο τόπο που πάει να μπουμπουκιάσει. Είναι η αρχή του κάθε μικρού ή μεγάλου ονείρου μας και το τέλος του μικρού μας ταξιδιού.
Μέσα σ’ αυτή τη γιορτή των αισθήσεων, λέξεων και συναισθημάτων στήνει ο Τάσος Μουζάκης τον δικό του χορό, που καθώς χρησιμοποιεί περίτεχνα κι από γινάτι τα χρώματα για να φτιάξει έναν όμορφο πίνακα ζωγραφικής, έτσι συνταιριάζει και τις λέξεις για να μας φτάσει “στο καταφύγιο που φθονούμε”,
Γεννήθηκε στο Φιόρε του Λεβάντε, την 1η Ιουλίου 1944 και σε ηλικία 15 χρονών έφτασε στην Αθήνα, αναζητώντας δουλειά. Εκεί τέλειωσε το νυχτερινό γυμνάσιο κι εργάστηκε ως τεχνικός μηχανικός στη Λυρική σκηνή. Αποδιωγμένος από την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και μη δεχόμενος να συμβιβαστεί με τον παραλογισμό των συνταγματαρχών και τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων και τρομαγμένος από την μακροβιότητα παρόμοιων δικατορικών καθεστώτων στην Ευρώπη, μεταναστεύει το 1970 σε μια χώρα που μισούσε, χωρίς καν να την ξέρει, αλλά που τον γοήτευε συνάμα με τους πορτοκαλεώνες και τα λεμονοδάση της Καλιφόρνιας, που ‘χε δει μικρός σε κάποιο βιβλίο.
“Ελλάδα γη
Φωτιά στη σκέψη μου
και πέτρα στο κορμί”
Μετανάστης πλέον ο Τάσος Μουζάκης με την Ελλάδα που αφήνει πίσω του, μια πληγή και άσβεστη φλόγα να κατακαίει τα σωθικά του:
“Χώμα μου μοναδικό κι αγαπημένο
με λυτρώνουν τα βουνά σου”
Είναι η νοσταλγία, είναι ο σπαραγμός του Οδυσσέα που εγκαταλείπει την Ιθάκη του,
“Είμαι εγώ που σε μικραίνω με την απουσία μου”.
Μια πικρή αλήθεια μέσα στις τόσες άλλες απ’ “Το τραγούδι των ελεφάντων”, την δεύτερη ποιητική συλλογή του Τάσσου Μουζάκη. Τον συναντάμε στο Hudson Heights μια περιοχή που συγκέντρωνε τότε πολλούς Έλληνες μετανάστες στη Ν. Υόρκη να δουλεύει στις οικοδομές. Εκεί έφτιαξε και το πρώτο δικό του συνεργείο. Τον πληγώνει, που στην πρώτη του πατρίδα είναι ο “Αμερικάνος” και στη νέα του είναι ο μετανάστης, ξεριζωμένος - όπως κάθε μετανάστης - να πασχίζει να στεριώσει, να ρίξει ρίζες, ν’ ανθίσει. Γερό σκαρί, κουβαλώντας στην ψυχή του την ποιητική κληρονομιά και το χάρισμα της μητέρας του Μάχης Μουζάκη, ξεπερνά τα πρώτα εμπόδια, αναφωνώντας:
“Μέλλον μου κι απαντοχή μου
ξαναγεννιέμαι από Σέ:
Πρωτογενές μέταλλο.
Αντέχω.”
“Το τραγούδι των ελεφάντων ̈ είναι το ράπισμα σε μια κατάρα που χτυπά την
“πληγωμένη γη,
την απέριττη ομορφιά
σε χρόνους εύπορους”.
Εύποροι χρόνοι για
“την άρχουσα τάξη
συνωστισμένη πίσω από τις ελβετικές θυρίδες.
Με τον εθνικισμό της εξαργυρωμένο
σε νόμισμα προτίμησης”
κι εκείθεν...ο κόσμος του ιδρώτα, η ομορφιά του μόχθου και της δημιουργίας.
“Το χωριό μου είναι
το γκρεμισμένο χιλαδες φορές
το χτισμένο χιλιάδες φορές
τ’ αθάνατο.”
Ο δικός του κόσμος μετουσιώνεται στις μυλόπετρες της νοσταλγίας. Η πείναι, ο ιδρώτας γίνονται γάργαρο νερό του πόθου, το χαμόγελο της ζωής, εικόνα ανείπωτης ομορφιάς.
“Δεν είναι η πείνα που με μεγάλωσε.
Ο ιδρώτας σου αποσταγμένος
σε νερό γάργαρο είναι.
Οι πηγές σου που αναβρύζουν φιλότιμο.
Ακέραιες οι πηγές σου εντός μου:
Μίσχοι λουλουδιών σ’ εδάφη άγονα.”
Ο Τάσος Μουζάκης φεύγοντας αφήνει δυο κόσμους σε σύγκρουση πίσω του και βρίσκει έναν κόσμο της “αφθονίας”
“Ω, αφθονία!
Στα γρανάζια σου κομματιαζόμαστε.
Με σάρκες ταΐζουμε τις οθόνες
με προγραμματισμούς και τεθλασμένες
πιστοποιούμε την υπερτροφία”
Για τον Τάσσο Μουζάκη, όμως. που δεν βολεύεται στις δικές του μόνο πεθυμιές, αλλά και του διπλανού του, του γείτονα, του ανθρώπου, ραπίζει την καταδίκη του ανθρώπου στην ανέλπιδη απομόνωσή του, την απογυμνωμένη από τον άνθρωπο, την ανθρωπιά και τις αρετές του.
“Μόνος
με τα εκκολαπτήρια του πλούτου
χωρίς διάρκεια
και το αύριο παραμελημένο
ν’ αυτοκτονεί στο Σέντραλ Παρκ.
Εδώ πεθαίνει η ελπίδα
κι αναβιώνουν οι Σάτυροι.
Προπαθώ να είμαι διαλλαχτικός
μα η καρδιά μου δεν συμβιβάζεται.”
Στην ποιητική του συλλογή “Υπεραφθονίες” ο κόσμος της “αφθονίας” είναι οι σάρκες της Αιθιοπίας, της κάθε Αιθιοπίας, του κάθε ανθρώπου, που γεννήθηκε....
“όταν όλα τ’ αστρα είχανε πέσει στη γη
και σκοτεινιάσαν τη γέννα.”
Η Μέγαιρα ανάμεσα στην Αληκτώ και την Τισιφόνη, οι Ερινύες, ταράζουν στον ύπνο του τη χαμένη μας συνείδηση
...”Ομως τις νύχτες με βασανίζουν παιδικές φωνές
μου ροκανίζουν τα κόκκαλα τρομαχτικές οδοντοστοιχίες,
ματωμένα σεντόνια, λυωμένες σάρκες.
Τότε αδελφέ μου Μπεγκίν καταλαβαίνω τη συγγένεια:
Η μάνα μας δεν μας γέννησε ποτέ!
Μας απόβαλε προτού δέσει η καρδιά μας
εσένα κι εμένα που σε ανέχομαι.”
Ένοχος η ανοχή μας, μια ανοχή που μας κάνει συνένοχους για τα εγκλήματα που με δική μας εξουσιοδότηση διαπράτονται σε βάρος του ανθρώπου.
Καθώς καθένας ζωγραφίζει τον έρωτα στην μορφή της πρώτης του αγάπης, είτε αυτή έδωσε την πρώτη πνοή, είτε μας περπάτησε στα “Ηλιοτρόποια της Ανδρομέδας” με τις “χοάνες του ιλίγγου”, για να συνθλιβεί στην αγκαλιά του θανάτου, έτσι και ο ποιητής Τάσος Μουζάκης βλέπει στην πρώτη του ποιητική συλλογή δημιουργό του κόσμου και πρώτον στο Πάνθεο τον έρωτα, την γυναίκα-έρωτα, τον έρωτα γυναίκα. Γυναίκα, επειδή αυτή δημιουργεί σώματα και ψυχές, ο έρωτας πλάθει σώματα και ψυχές. Τα “Ηλιοτρόποια της Ανδρομέδας” είναι μια ομολογία ψυχής γι’ αυτό είναι το πρώτο του βιβλίο. Είναι ταυτόχρονα και μια απολογία “για τα σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν”. “Εγώ και ο άλλος”, μα ποιος είναι αυτός ο ”άλλος”, που είναι σύντροφος και τιμωρός; Είναι όλοι οι ανεκπλήρωτοι πόθοι και έρωτες, ό,τι κρυφοκαίει τη ζήση μας, που για τον Τάσο Μουζάκη παίρνουν σάρκα και οστά, γίνονται το ανάστροφο είδωλό του, Είναι το χαμόγελο που σκάει καθώς νοιώθει δική του την πίκρα του κόσμου, αλλά και την ομορφιά του. Η τέταρτη ποιητική του συλλογή είναι μια πάλη να φιλιώσει ο ποιητής με τον χρόνο που χάθηκε, είναι
“τα ηλιοτρόπια, που γέρνουν ταπεινά τα φωτεινά τους κεφάλια! ̈
Είναι “η λαχτάρα για φως που έχει η καρδιά μας.
Είναι η αυταπάτη
“που όμως με αυτή,
εμείς τυλίγουμε τόσο τρυφερά,
την μοναδική μας καρδιά”.
Αυτό ο “άλλος” είναι η Αδράστεια, ως νόμος της ευάρμονης κοσμικής δημιουργίας, που όποια μορφή Θεού κι αν παίρνει, γίνεται της κάθε χρονιάς η άνοιξη
“ σαν γιορτή από ευωδιά και προσδοκία
κι εμείς θα περιπλέουμε
αναζητώντας το χέρι του αδελφού μας
αυτού που μας γέννησε
κι αυτού που μας γεννήσαμε...
Του καθενός ο “άλλος” είναι δικό μας γέννημα κι εμείς γεννήματά του
Και κάπως έτσι θ’ αποκτήσουμε
δικαιώματα κληρονομιάς του κόσμου...
Λίγο απ’ το περίσευμα και λίγο απ’ το υστέρημα
θα διασώσουμε τα προσχήματα τηε ελπίδας και της ζωής.
Και τότε στην ξεχωριστή μας τσέπη θα φουσκώνει η καλοσύνη
τωνμπουμπουκιών που θ’ ανθίζει στα χαμόγελα των πεινασμένων.
Ο “άλλος” είναι το ήθος που χάσαμε σκοτώνοντας
την συνείδησή μας την συνείδηση του κόσμου και δεν απομένει πια παρά να βρει καθένας την δική του Ιθάκη:
“Κι γώ παραμένω απλός μετανάστης,
ένας ταξιδευτής
που αναζητώ καινούργια γη
για ν’ αγαπάω
όλο και περισσότερο
εκείνη που με γέννησε!”