Είχαμε θερίσει το στάρι στη Ρουπακιά, το είχαμε κουβαλήσει με τη φοράδα και στοιβάξει στο αλώνι. Καρτεράγαμε ν’ αρχινήσει να φυσάει λίγο, για να μας είναι μπορετός ο λίχνος. Κι άμα ήρθε βολικός ο αέρας, κινήσαμε ν’ αλωνίζουμε.
Πρώτα με την Άφρω, το πανύψηλο και ζαντζιάρικο, συνήθως, μουλάρι του μπάρμπα Γιάννη, του Γιαγκαρά (στα ζωτικιώτικα). Μετά με τη Μάρω, την καλοζωισμένη τη φοράδα μας (κάτι κοιλιές, να...) – και πήγαινε ρολόι η φάμπρικα.
Στα διαλείμματα, όλα τα κούτσκα που είχαμε μαζευτεί στον τόπο και θιαμαινόμασταν τη διαδικασία, παίρναμε φόρα και ριχνόμασταν μέσα στα φρούσιαλα που συγκεντρωνόντουσαν από το λίχνισμα του άχερου. Βέβαια, όλο μαυρίλες βγαίναμε, από τα άγανα που μπηγόντουσαν ολούθε στο κορμί μας, μα το παιχνίδι μας το κάναμε, -και τούτο μέτραγε.
Απογευματάκι, μας μηνύει η κυρα μάνα να πάμε να ποτίσουμε τη φοράδα, τι είναι, λέει, αποσταμένη και ιδρωμένη, και να την αφήκομε μια σταλιά να πάρει ανάσα.
Την πάμε, λοιπόν, με τον Γιάννη, θαρρώ, στο πηγάδι (έτσι λέγαμε, τότε, ένα μπουρίμι, κάτω από το σπίτι μας) και την αφήνουμε να δροσιστεί. Πιάσαμε να τρυγάμε στο μεταξύ κάτι τσάμπουρα στα παραδιπλανά βατσούνια, κι όταν γυρίσαμε δεν πιστεύαμε στα μάτια μας: μόλις ολόρθη η φοράδα πάσχιζε να ‘μάθει’ στο μόλις που είχε γεννήσει υγιέστατο πουλαράκι της την κινησιολογία της ζωής.
Φώτης Μότσης