"….τον μπελά μου, μέσα, την καταδίκη μου…" κι όλο τραβούσε τα γένια του. "Τι τύχη φάρδος είναι αυτή, θ’ ασπρίσω παράκαιρα. Η τύχη του πρωτάρη", έλεγε και ξανάλεγε.
"Αλέκα, φέρε και καμμιά μπύρα, να παν τα φαρμάκια κάτω". Κι όλο η Μαίρη του κέρδιζε τα παιχνίδια.
Πάει το φεύγα, πάνε οι πόρτες, πάει και το πλακωτό.
Αντάρτικο ξεσήκωσε ο φίλος μας, ονόματα να μην λέμε. "Καλά όλα, αλλά να με βλέπει κι ο κόσμος να χάνω απ’ το συζυγάτο...και μάλιστα στο χωριό μου, αυτό πάει πολύ", σκεφτόταν.
Ξαναφούντωσε το αντάρτικο. Στριφογύρισε τα ζάρια, σαν τις μπάλες του κανονιού, στο χέρι του. Τα ζέστανε με την ανάσα του και τ΄ άφησε να κυλήσουν πάνω απ’ τα πούλια.
"Σ΄ έπιασα κακομοίρα μου", βροντοφωνάζει, "να δω τώρα τι θα κάνεις", και κλείνει με βρόντο την πόρτα από συνήθεια, όπως τότε που ήταν μικρός και δεν είχε μείνει πόρτα για πόρτα στη θέση της στο σπίτι.
Μάταια, όμως, τι κι αν βρόντηξε την πόρτα, τι κι αν η Αλέκα του γέμισε το ποτήρι με μπύρα, έπεσε κι αυτό το κάστρο.
Ολο το απόγευμα κατσούφης ο φίλος μας. Ολο και ξανάλεγε…"δεν μπορεί, η τύχη του πρωτάρη μου πήρε τα παιγνίδια".
Εγώ πάντως στην θέση του, θα έδινα συγχαρητήρια στην συμπαίκτριά μου και θα της έλεγα. "Ετσι είναι οι Ζωτικιώτες. Πραγματικοί κύριοι. Παραχωρούν το προβάδισμα στις κυρίες".
Ι.Μότσης