Ἄρτι ἀφιχθεῖς ἐκ Ζωτικοῦ, θέλω νά φανερώσω στήν παρέα τό μυστικό τῆς αἰώνιας νιότης, τουλάχιστον γιά μᾶς τούς ξενιτεμένους Ζωτικῶτες: ὀρέ παιδιά, τό ἴδιο τό χωριό, ἀσάλευτο ὅπως κεῖται στήν ποδιά τῆς Βρυτζάχας, στά γιορτινά του χειμώνα – καλοκαίρι, γιομάτο ἀπό τρυφερά τραχιές φωνές, θεσπέσιους μουστακαλῆδες, πολύφερνα γερόντια, καπάτσες κυράδες, ἀτέλειωτες ἀναμνήσεις, ἤχους πού μονάχα ἐμεῖς ἀγροικᾶμε, μυρωδιές ἀποκλειστικά τῆς δικῆς μας ὄσφρησης, εἰκόνες συμβατές μόνο μέ τήν ὅρασή μας…
Καί δυό ‘ὀλοκαίνουργιες’ κουβέντες: ‘καί τό σύνορο στή γκορτσιά’, πού σημαίνει ὅτι κάτι εἶναι δεδομένο, θέσφατο.., τό εἶπε, τέλος πάντων ὁ Σωκράτης…, καθώς καί τό ‘ξέρει ἡ κάκω», ἤτοι ‘ ἔχουν γνῶσιν οἱ φύλακες’…. Τοῦτα τά χρωστῶ στόν φίλο καί συμμαθητή μου Προκόπη Μπούκα, ἀμετανόητο Λιβικστινό, ὁ ὁποῖος, παρεμπιπτόντως, ἔβγαλε φέτος ἕνα μαγικό τσίπουρο.
Δυστυχῶς, δέν δύναμαι νά σκολάσω τό σημείωμα μέ τήν καλή κουβέντα: Ἡ ὑποδοχή τοῦ μοναδικοῦ, ἱστορικοῦ βιβλίου τοῦ ξεχωριστοῦ συγχωριανοῦ μας Δημήτρη Μίχα γιά τό ἴδιο τό χωριό μας δέν ἦταν σέ καμιά περίπτωση ἡ δέουσα: μικροψυχίες, μικρο- καί μεγαλοκακίες, κακεντρέχεια καί ἀσχετοσύνη μέ ἐξόργισαν ἀφάνταστα, μέ ἀνάγκασαν νά φωνάξω, νά διαπληκτιστῶ, νά ὀργιστῶ, -ἐλπίζω μέ κάποιο ἀποτέλεσμα. Αἰδώς, αἰδώς….
Ἀναγκάζομαι νά τό φωνάξω καί ἀπό ‘δῶ: Ὁ Δημήτρης ἔγραψε ἱστορία ! –δέν κατέγραψε τήν πορεία τῶν φατριῶν καί τῶν οἰκογενειῶν τῆς Λάκκας καί τοῦ Ζωτικοῦ.
Τί δέν καταλαβαίνεις, φτωχέ κουτοπόνηρε;…
ΦωτοΜότσης