Δημητρίου Μίχα
Σόλων Ἐξηκεστίδου Ἀθηναῖος ἔφη· Τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου. (Ἀπὸ τὰ φανερὰ νά συμπεραίνεις τὰ ἀφανῆ)
“Οἱ περιορισμοὶ ζοῦν στὸ μυαλὸ μας. Ἐὰν δοκιμάσουμε τὴ φαντασία, οἱ πιθανότητες δὲν ἔχουν ὅρια, καὶ παρ’ ὅτι αὐτές δὲν γράφουν ἱστορία ἀνιχνεύουν ὅμως τὴν διαδρομὴ της. Jamie Paolinetti
Ἡ Ἱστορική γνῶσι τῆς γεωγραφικῆς περιφέρειας πού ἀνήκει καί τό χωριό μας τό Ζωτικό (ἡ παλαιά Λιβίκιστα ἕως τό 1928) γιά πρίν τήν Ὀθωμανική περίοδο, εἶναι ἐλλιπέστατη ἕως μηδαμινή. Ἡ προσέγγισί της παρουσιάζει ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια ἐπειδή οἱ πηγές τῆς ἱστοριογραφίας δέν παρέχουν τήν δυνατότητα ἀνεύρεσης πληροφοριῶν.
Ὁ χῶρος πού σχηματίζεται ἀνάμεσα ἀπό τά Θεσπρωτικά ὄρη, ἀπό ἐκεῖνα τῆς Παραμυθιᾶς καί του Σουλίου ἀπό τήν μία πλευρά, καί του ὄρους Τομάρου (Ολύτσικας) ἀπό τήν ἄλλη μέ συνέχεια ἐκείνων τῶν Κουρέντων, φαίνεται πῶς ἀποξένωσαν τήν περιοχή ἀπό σημαντικά στρατιωτικά ἤ πολιτικό- διοικητικά γεγονότα, μέ ἀποτέλεσμα νά παραμείνει ἐπί αἰῶνες ἀμνημόνευτος ἀπό τήν ἱστορία. Ἐξαίρεσι ἀποτελεῖ τό γειτονικό μας Σ(ε)ιστρούνι πού ἀποτέλεσε σέ κάποιες περιόδους σημεῖο ἀναφορᾶς καί πάλι ὅμως δύο ἤ τρεῖς φορές[i].
Καὶ αὐτὸ γιατὶ ἴσως κατέστη ἀνεπτυγμένο «Χωρίον» - κατὰ τὴν βυζαντινὴ ἔκφρασι - περισσότερο τῶν ἄλλων ὁμόρων οἰκισμῶν λόγω καὶ τῶν «ὑδροφόρων πηγῶν» τοῦ Ἀχέροντα καὶ πιθανὸν νὰ ἦταν σταθμὸς ἐνδο- ὁδικῆς διάβασης μεταφορῶν ἔστω καὶ ἥσσονος σημασίας, ἀνάμεσα σὲ ἡμι-ορεινά τοπία μίας φυσικῆς μορφολογικῆς καὶ γεωγραφικῆς διαίρεσης ποὺ ὁδηγοῦσε στὸν ἄξονα: Δυτικά, φθάνοντας μέχρι τὰ παράκτια Πρεβέζης καὶ Ἀνατολικά, καταλήγοντας ἕως τὴν πόλι ἢ κωμό(πολι) τῆς πρωτο-βυζαντινῆς Δωδώνης[ii].
Ἡ μεγάλη δέ ἔκτασι ἐδάφους πού σχηματίζεται ἀνάμεσα ὡς κοίλωμα σέ σχέσι μέ τίς γύρω περιοχές ὀνομάσθηκε Λάκκα[iii]. Αὐτή δέ πού ἐκτείνεται ἀπό τό Σιστρούνι ἕως τό Θεσπρωτικό (Λέλοβα) καί τήν Στεφάνη ὀνομάστηκε Κάτω Λάκκα, ἐνῶ ἐκείνη πού διαμορφώνεται Ἀνατολικά του ἕως τήν σημερινή Τύρια, ὀνομάστηκε Ἄνω Λάκκα. Εἴκοσι ἕξι χωριά καί ἐκ τῶν δύο, συναριθμοῦνται γιά νά ἀποτελέσουν ἀργότερα ἐπί Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας τήν Λάκκα Σούλι[iv].
Κατά μῆκος λοιπόν αὐτῶν τῶν Λακκῶν ὑπάρχουν καί κατακερματισμένες - μικρές συνήθως– καλλιεργήσιμες ἐκτάσεις (χωράφια), εὑρισκόμενες ἀνάμεσα σέ ὀρεινούς ὄγκους, λόφους καί ὑψίπεδα, καί κοντά σέ ὑψόμετρο τῶν 400σίων, 800σίων καί 1200σίων περίπου μέτρων. Αὐτή ἡ μορφολογία προσφερόταν γιά τήν ἀνάπτυξι καί ἑνός ἰδιότυπου οἰκιστικοῦ συστήματος, που ξεκινούσε συγκροτούμενο συνήθως ἀπό ἕναν μικρό ἀριθμό σπιτιῶν τῶν τεσσάρων ἕως καί τῶν ὀκτώ ὁμάδων (πατριῶν)[v] σχηματίζοντας μικρούς οἰκισμούς[vi], καὶ ἔφθανε μέχρι καὶ στὴν συγκρότησι κανονικῶν χωρίων ὅπου οἱ χωρικοὶ κατεῖχαν μικρὲς ἰδιοκτησίες, χωρὶς ὅμως νὰ προσδιορίζεται χρονικὰ ἡ ἀρχὴ τους σύστασι.
Σὲ αὐτοὺς κυριαρχεῖ φυσικὰ ἡ κτηνοτροφικὴ δραστηριότητα καὶ ἡ καλλιέργεια προπάντων ἐκείνων τῶν ἀγροτεμαχίων ποὺ ὑποστηρίζονταν ἀπὸ ὑδάτινες πηγὲς (κυρίως γύρω ἀπὸ τοὺς ποταμοὺς Θύαμι, Ἀχέροντα, Λοῦρο καὶ Ἄραχθο, παραποτάμους ἢ ἄλλες ὑδροφόρες πηγές).
Ἡ δυνατότητα πρωτογενοῦς παραγωγῆς πολλὲς φορὲς καὶ διττῆς, ἐξασφάλιζε καὶ μὲ τὴν ἀνταλλαγὴ ἀγαθῶν, ἀφ' ἑνὸς τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴν ἐπιβίωσι καὶ ἀφ’ ἑτέρου προσέδιδε ταυτόχρονα καὶ τὶς προϋποθέσεις μονιμώτερης ἐγκατάστασης τους, ὅπως ἴσως στὴν καλλιεργήσιμη λεκάνης τῆς Ἑλλοπίας ποὺ προσδιορίζεται γύρω ἀπὸ τὰ σημερινὰ Ἰωάννινα καὶ τὴν εὐρύτερη πρὸς τὰ Δυτικὰ περιοχὴ τῆς Δωδώνης, καὶ κυρίως ὅμως στοὺς εὔφορους λόφους τῆς Κασσωπίας, γύρω δηλαδὴ ἀπὸ τὴν Νικόπολι. Καὶ αὐτὸ γιατὶ ἦταν συχνὸ τὸ φαινόμενο τῆς ὁμαδικῆς μετεγκατάστασης ἀπὸ ἕναν τόπο στὸν ἄλλο καὶ λόγῳ τῶν φυσικῶν φαινομένων (θεομηνίες, παρατεταμένες ξηρασίες, ἀλλὰ καὶ ἐξ αἰτίας συχνῶν ἐπιδημιῶν, ἢ καὶ ἐπιδρομικῶν εἰσβολῶν ἄλλων λαῶν ὅπως συνέβη κατὰ καιροὺς (Ερούλλων, Βανδάλων, Ὀστρογότθων, Σλάβων) ποὺ τοὺς ὑποχρέωνε σὲ μετοίκησι ἀσφαλέστερων τόπων.
Στὸ πνεῦμα αὐτὸ ὅταν δὲν ἔχουμε κειμενικές ἢ ἄλλες πηγές, ἡ προσφυγὴ σὲ τοπωνύμια μπορεῖ νὰ μὴ παρέχει τὴν ἀλάθητη πληροφορία καὶ νὰ προβληματίζει γιὰ τὸ ἀμφίβολο τῆς ἀκρίβειας, ὅμως δίνει τὸ δικαίωμα μέσα ἀπὸ τὶς γλωσσικὲς «μαρτυρίες» νὰ ρίχνουμε – ἔστω καὶ θαμπὸ – φῶς στὴν δραστηριότητα κατοίκων μὲ τὴν ἐθνοτικὴ τους προέλευσι καὶ νὰ παράγουμε «πιθανὴ» ἱστορικὴ γνῶσι.
Ἔτσι ἡ ἀναφορὰ ποὺ κάνει ὁ καθηγητὴς τοῦ πανεπιστημίου Βιέννης Στέργιος Λάϊτσος σὲ μελέτη του γιὰ τὸν οἰκισμὸ Ἀσπροποτάμου Θεσσαλίας[vii], πιθανόν νά ἰσχύει καί γιά τήν περιοχή μας. Δηλαδή ἡ ἐμφάνισι τῶν τοπωνυμίων πού ἔχουν ὡς πρῶτο συνθετικό τήν λέξι «παλιό», ὅπως π.χ. στο χωριό μας: «παλιό-καστρο»[viii] «παλιο-χώρης»[ix], «παλιό-λαγκα»[x], «παλιό-ραγκα»[xi], «παλιά-μπελα»[xii], «παλιό-λακκα», «παλιο-καρυά», «παλιο-κορτζιά», «παλιο-μακρούσα»[xiii], «παλιο-ράχη» «παλιό-μπούφερα»[xiv], προδίδουν τόν μεταβλητό χαρακτῆρα τῶν ἐγκαταστάσεων κατοίκων σέ τέτοιους οἰκισμούς, μιᾶς καί οἱ νεώτεροι μέτοικοι τά προσδιορίζουν ὡς «παλαιότερα» ἀπό τήν δική τους παρουσία.
Τήν ὕπαρξι αὐτῶν τῶν «νέων» οἰκισμῶν ὁ Στέργιος Λάϊτσος γιὰ τὴν περίπτωσι τοῦ Ασπροποτάμου Θεσσαλίας τὴν ἀνάγει κατ’ έλλογη ἐκτίμησι στὴν (α’ ) Μέσο -Βυζαντινή εποχή, δηλαδὴ σχηματικὰ στὴν μετὰ Ἰουστινιάνειο περίοδο έως και εκείνη του Ηρακλείου και των διαδόχων του (565μ.Χ. – 717μ.Χ., απ’ όπου και αρχίζει ύστερα η εποχή των Ισαύρων.
Φαίνεται ὅμως πὼς στὴν δικὴ μας γεωγραφικὴ περιοχὴ , ἀνάμεσα δηλαδὴ στὴν εὐρύτερη ἔκτασι τῆς Δωδώνης – Θεσπρωτίας (Φωτικῆς) καὶ Νικοπόλεως … (γενικώτερα δηλαδὴ στὴν Ἤπειρο), τὰ ἱστορικὰ δρώμενα ἴσως εἶχαν διαφορετικὴ ἱστορικὴ διαδρομὴ καὶ τὸ πρόθεμα «παλιό - » σὲ τοπωνύμια νὰ εἶναι πολὺ μεταγενέστερο. Καὶ γιὰ νὰ εἴμαστε περισσότερο συγκεκριμένοι, θὰ κάνουμε ἀναφορὰ ἀρχικὰ γιὰ τὴν Πρωτο-Βυζαντινή Περίοδο, δηλαδὴ καὶ πάλι σχηματικὰ ἀπὸ τὸ 303-324 μ.Χ, τότε ποὺ ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἐπεχείρησε τὴν διοικητικὴ ἀνακατάταξι τῆς Ρωμαϊκῆς ἐπικράτειας – ἕως τὸ 565 μ.Χ., ἕως δηλ. καὶ τὴν βασιλεία τοῦ Ἰουστινιανοῦ 565μ.Χ. (4ος – 6ος αἰών.) Τότε ἡ γεωγραφικὴ μας ἱστορία, μὲ ἐπιγραμματικὴ βέβαια ἀναφορά, παρουσιάζει σχετικῶς τὴν κάτωθι εἰκόνα :
- Ἡ Ἤπειρος μετὰ τὴν πρωτοφανῆ σὲ ἔκτασι καὶ μεθοδικότητα λεηλασία, ἐξανδραποδισμὸ καὶ καταστροφὴ ποὺ ὑπέστη ἀπὸ τὸν Αἰμίλιο Παῦλο τὸ 167 π.Χ. τιμωρώντας την γιατὶ συμμάχησε μὲ τὸν Περσέα στὸν Μακεδονικὸ πόλεμο ἐναντίον τῆς Ρώμης, ἔπαψε νὰ εἶναι ἀνεξάρτητη. Τότε ὑπήχθη στὴν μεγάλη ρωμαϊκὴ ἐπαρχία τῆς Μακεδονίας ἕως τὸ 27 π.Χ., ὁπότε καὶ ἐνσωματώθηκε στὴν νεοσυσταθεῖσα ἐπαρχία τῆς Ἀχαΐας. Ἐνδιάμεσα – τὸ 48 - 31 π.Χ – ἐξ αἰτίας νέων διοικητικῶν καὶ οἰκονομικῶν ἀναγκῶν, ἱδρύθηκαν τρεῖς Ρωμαϊκὲς πόλεις: τὸ Βουθρωτόν (κοντὰ στὴν σημερινὴ πόλι τῶν Ἁγίων Σαράντα), ἡ Φωτική (κοντὰ στὴν σημερινὴ Παραμυθιά) καὶ μετὰ τὴν ναυμαχία τοῦ Ἀκτίου τὸ 31 π.Χ. καὶ τὴν νίκη τοῦ Ὀκταβιανοῦ ἐπὶ τοῦ Μάρκου Ἀντωνίου, σὲ ἀνάμνησι τῆς νίκης, ἱδρύθηκε ἡ Νικόπολι, πόλι ποὺ θὰ διαδραματίσει ζωτικὸ ρόλο τόσο γιὰ τὴν Ρωμαϊκὴ πολιτικὴ στὴν περιοχή, ὅσο καὶ γιὰ τὴν οἰκονομικὴ καὶ πολιτιστικὴ ἀνάπτυξι τοῦ τόπου. Εἰδικώτερα μάλιστα ἀπὸ τὸ 98 μ.Χ. πλέον, ὅταν ἡ Ἤπειρος (ὅπως περίπου τὴν γνωρίζουμε σήμερα) μὲ τὴν Αἰτωλία καὶ Ἀκαρνανία, συγκρότησαν μία αὐτόνομη ἐπαρχία μὲ διοικητικὴ ἀναδιάρθρωσι τοῦ Τραϊανού (98-117 μ.Χ.) καὶ τὴν Νικόπολι ὡς πρωτεύουσα, διοικητικό, οἰκονομικό, θρησκευτικὸ κέντρο καὶ ἡ ἕδρα τοῦ Ρωμαίου Ἐπιτρόπου.
- Ἡ Ἤπειρος ἀπὸ τὸ 98 μ.Χ. ἕως τὸ 235 μ.Χ γνώρισε τὴν μεγαλύτερη ἀκμὴ της. Μὲ τὴν κυριαρχία τῆς Ρώμης διαμορφώθηκαν συνθῆκες ἀσφάλειας μὲ τὸ περιρρέον κλίμα τῆς pax romana, βρίσκουμε τὴν παρουσία πολλῶν ρωμαίων ἀποίκων κυρίως
στὶς παράκτιες περιοχές. Ἔγιναν σημαντικὰ ἔργα ὑποδομῆς (ὑδραγωγεῖα, ἀγορά, ὁδικὸ δίκτυο μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἐπικοινωνία, παραγωγὴ καὶ διακίνησι ἐμπορίου. Ἡ εἰκόνα τῆς εὐημερίας διακόπηκε γύρω στὸ 235 μ.Χ. ὅταν σὲ ὅλον σχεδὸν τὸν γ' αἰῶνα, ἡ διαλυτική πολύμορφη κρίσι τῆς αὐτοκρατορίας καὶ ἡ ἐμφάνισι βαρβαρικῶν επιδρομών ὅπως τῶν Ἐρούλλων τό 267μ.Χ, διέκοψε τὴν ὅποια πρόοδο καὶ ἀνάπτυξι.
Στὴν περίοδο ὅμως τοῦ Διοκλητιανοῦ (ἀνέλαβε αὐτοκράτωρ τὸ 285 μ.Χ.) μὲ τὸ πνεῦμα μιᾶς εὐρείας μεταρρύθμισης τοῦ διοικητικοῦ συστήματος τῶν ἐπαρχιῶν, ποὺ εἰσήγαγε ὁ αὐτοκράτορας αὐτὸς, σὲ ὅλους σχεδὸν τοὺς τομεῖς: διοίκησι, στρατό, οἰκονομία, ἐξωτερική πολιτική, ἡ Ἤπειρος ὀργανώθηκε σὲ δύο Ἐπαρχίες τὴν Παλαιά, (Epirus Vetus), καὶ τὴ Νέα, (Epirus Nova) με πιθανώτερη ημερομηνία κοντινή στο μεσοδιάστημα του 295 - 304 μ.Χ..
Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος (306 – 337 μ.Χ.) συνέχισε καὶ ὁλοκλήρωσε τὸ ἀνορθωτικὸ πρόγραμμα τοῦ Διοκλητιανοῦ μὲ κύριο στόχο τὸν διαχωρισμὸ τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας ἀπὸ τὴν στρατιωτική, παραμένοντας σταθερὸς καὶ ὁ ἀνωτέρω διαχωρισμὸς τῆς Ἠπείρου σὲ: Epirus Vetus [xv] καὶ Epirus Nova, ὑπαγομένη ἀρχικὰ στὴν εὐρύτερη «Διοίκησι Μοισιῶν». Ἀργότερα ἴσως κοντὰ στὸ 327 μ.Χ[xvi]., ὑπάγεται στὴν Διοίκησι τῆς Μακεδονίας καὶ τελικὰ στὰ μέσα τοῦ 6ου αἰῶνα ἡ Ἐπαρχία τῆς Παλαιᾶς Ἠπείρου ἐντάσσεται στὴν Διοίκησι τοῦ Ἰλλυρικοῦ. Ὅπως δέ, θὰ δείξει ἡ ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἠπείρου ἡ ἀρχικὴ διαίρεσι τοῦ Διοκλητιανοῦ σὲ Παλαιὰ καὶ Νέα Ἤπειρο θὰ ἀποβῆ πολὺ σημαντικὴ γιατὶ ὅλη ἡ μεσαιωνικὴ πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ ἱστορία της θὰ ἐκτυλίσσεται πλέον μὲ αὐτὴ τὴν διαίρεσι.
Ἐδῶ πρέπει νὰ ληφθοῦν ὑπ’ ὄψιν καὶ τὰ ἑξῆς:
- Γιὰ τὴν Κωνσταντίνεια περίοδο ἡ βασικώτερη πηγὴ εἶναι ἕνα ἀνώνυμο χειρόγραφο κείμενο τοῦ 7οὐ αἰῶνος ποὺ φυλάσσεται στὴν Βιβλιοθήκη τοῦ Συλλόγου τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Βερόνας. τὸ ὁποῖο ὀνομάζεται Laterculus Veronensis[xvii]. Εἶναι ἕνας Κατάλογος μὲ τὰ ὀνόματα ὅλων τῶν ἐπαρχιῶν τῆς Αὐτοκρατορίας (117 συνολικά), ὀργανωμένες σύμφωνα μὲ τὶς δώδεκα ἀρχικὰ καὶ μετὰ δεκαπέντε νεοσύστατες περιφερειακὲς ὁμάδες, ποὺ ὀνομάζονται διοικήσεις. Ἡ θέσπισι τῶν διοικήσεων οἱ ὁποῖες διοικοῦνταν κάθε μία ἀπὸ ἕναν Βικάριο = (πολιτικὸ διοικητή), φαίνεται πὼς ἦταν μιὰ συνέχεια τῶν μεταρρυθμίσεων τοῦ Διοκλητιανοῦ (293-298), καὶ μᾶλλον σύμφωνα μὲ νεώτερους ἐρευνητὲς αὐτὲς ἔλαβαν χώρα καὶ μετὰ τὸ 314 μ.Χ. ἐπὶ Κωνσταντίνου Α’ (Μέγας), ἔχοντας ὡς βασικὸ στόχο τὸν διαχωρισμὸ τῆς πολιτικῆς ἀπὸ τὴ στρατιωτικὴ ἐξουσία σὲ κάθε διοικητικὴ βαθμίδα.
Μάλιστα οἱ ὅσες μέχρι τότε Διοικήσεις ἑνώθηκαν σὲ τέσσερις (4) εὐρύτερες Διοικητικὲς περιφέρειες, τὶς λεγόμενες Ὑπαρχίες ἢ Έπαρχότητες μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Praefectus Praetorio (Ἔπαρχον τῶν πραιτωρίων) ἢ Ὕπαρχον. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ τοῦ Ἰλλυρικοῦ, ἐνῶ οἱ ἄλλες ἦταν : ἐκείνη τῆς Ἀνατολῆς, Ἰταλίας -Ἀφρικῆς καὶ Γαλλιῶν.
Ἐντύπωσι δέ, προξενεῖ τὸ ἔντονο ἐνδιαφέρον καὶ ἡ κύρια συμβολὴ στὴν ὀργάνωσι τους, ἀπὸ τὸν Ἰουλιανὸ τὸν παραβάτη – ὅπως εἶναι γνωστὸς - παρὰ τὸ σύντομον τῆς θητείας του. (ὡς Αὔγουστος, ἀπὸ τὸ 361μ.Χ ὡς τὸ 363 μ.Χ.). Ἔδειξε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν Ἤπειρο - μὲ ἀλλαγὲς σκληρῶν διοικητῶν, περιορισμὸ παρασιτικῶν δημοσίων λειτουργῶν, εὐεργετικῶν μέτρων μὲ ἵδρυσι καὶ συντήρησι δημοσίων ἔργων, μὲ οἰκονομικὲς ἀνακουφίσεις τῶν κατοίκων τῶν ἐπαρχιῶν, μὲ θέσπισι ψυχαγωγικῶν ἑορτῶν κ.λπ.. Εἶναι στοιχεῖα ποὺ πληροφορούμαστε καὶ ἀπὸ ἕναν πανηγυρικὸ λόγο τοῦ τότε Ἐπάρχου τοῦ Ἰλλυρικοῦ Μαμερτίνου [xviii], ποὺ φανερώνει ὅτι τὴν χρονικὴ αὐτὴ περίοδο ἡ Ἤπειρος μὲ πρωτεύουσα τὴν Νικόπολι «ζοῦσε μιὰ περίοδο σημαντικῆς πολιτικῆς, οἰκονομικῆς καὶ πολιτιστικῆς ἀκμῆς. Τὸ συμπέρασμα αὐτὸ (σύμφωνα μὲ τὸν Εὐ. Χρυσὸ) ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ ἄλλα στοιχεῖα ποὺ ἔχουμε στὴ διάθεσή μας ἀπὸ διάφορες πηγὲς»[xix].
- Ἐπίσης βασικὴ πηγὴ εἶναι καὶ τὸ ἔργο : Notitia Dignitatum ποὺ σημαίνει στὰ λατινικὰ "Ὁ Κατάλογος τῶν Ἀξιωμάτων" . Εἶναι «ἕνα ἔγγραφο τῆς ὕστερης Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ποὺ περιγράφει λεπτομερῶς τὴ διοικητικὴ διαίρεσι καὶ ὀργάνωσι τῆς Δυτικῆς καὶ τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας γιὰ τὸν 5ον αἰῶνα, ἀναφέροντας καὶ τὴν ὑποδιαίρεσι τῆς αὐτοκρατορίας σὲ Ὑπαρχίες, Διοικήσεις, καταγράφοντας με αὐτές καὶ τὶς 120 κατανεμημένες Ἐπαρχίες.
Ἡ εἰκόνα αὐτὴ παραπέμπει στὴν διαίρεσι τῆς Αὐτοκρατορίας σὲ Δυτικὴ καὶ Ἀνατολικὴ Ὑπαρχία (μεγάλη περιφέρεια) ἀπὸ τὸν Θεοδόσιο Α’ τὸ 395 μ.Χ. Στὴν Ὑπαρχία τῆς Ἀνατολῆς ἀνήκει καὶ ἡ Διοίκησι τοῦ Ἰλλυρικοῦ. Τὸ Notitia Dignitatum θεωρεῖται μοναδικὸ καὶ ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ ἐλάχιστα σωζόμενα ἔγγραφα τῆς ρωμαϊκῆς διοίκησης καταγράφοντας ἀρκετὲς χιλιάδες ἀξιώματα ἀπὸ τὴν αὐτοκρατορικὴ Αὐλὴ ἕως τὶς ἐπαρχιακὲς κυβερνήσεις, τὶς διπλωματικὲς ἀποστολὲς καὶ τὶς μονάδες τοῦ στρατοῦ.
Τὸ σπουδαιότερο ἔγγραφο ὅμως, ἐπειδὴ ἀναφέρεται περισσότερο συγκεκριμένα γιὰ τὴν περιοχὴ μας, εἶναι ὁ «Συνέκδημος τοῦ Ιεροκλῆ»[xx]. Εἶναι ἕνας Γεωγραφικὸς Κατάλογος χρονολογούμενος πρὶν ἀπὸ τὸ 535 μ. Χ., σύμφωνα δὲ μὲ τὸν φιλόλογο Ernst Honigmann χρονολογεῖται στὸ 527- 28, δηλαδὴ ἔργο συνταχθέν κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ. Τὸ ἔργο παρουσιάζει τὴ διοικητικὴ διάρθρωσι τοῦ Ἀνατολικοῦ τμήματος τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας στὸν 6ον μ.Χ. αἰῶνα, ὅπως εἶχε κατανεμηθῆ ἀπὸ τὸν Θεοδόσιο τὸν Α’ τὸ 395 μ.Χ. Περιλαμβάνει τὴν γεωγραφικὴ κατάτμησι ἕξι (6) μεγάλων περιφερειῶν -Διοικήσεων, ἑξήντα τεσσάρων (64) Ἐπαρχιῶν, καὶ ἐννιακοσίων τριάντα πέντε (935) πόλεων[xxi]
Γιὰ τὴν Ἐπαρχία τῆς Παλαιᾶς Ἠπείρου[xxii] στὸν Συνέκδημο καταγράφονται ἕνδεκα (11) πόλεις, ποὺ κυβερνῶνται ἀπὸ ἡγεμόνα ἔχοντας διοικητικὴ πρωτεύουσα καὶ ἐκκλησιαστικὴ μητρόπολι τὴν Νικόπολι. Ἀναφέρει ἐπίσης τὶς πόλεις ποὺ ἔχουν ἕδρα ἐπισκόπου: Δωδώνη [2],
Εὔροια Ἀκνίου [3], Ἀδριανούπολις (Β. Ηπείρου)[4], Άππων [5] (μὴ χωροθετημένη), Φοινίκη [6], Ἀγχιασμός [7], Βουθρωτός [8], Φωτική [9], Κέρκυρα [10] καὶ Ἰθάκη [11][xxiii] (οἱ ἀγκύλες δηλώνουν τὸν ἐγγεγραμμένο ἀριθμὸ μητρώου).
Ἐπιπλέον περιλαμβάνει ὀκτὼ (8) ἐνδο- ἐπαρχιακές περιοχὲς ποὺ χωρίζονται πάλι σὲ εἴκοσι 20 οἰκο-γεωγραφικές ὑπὸ -περιοχές[xxiv], ἐνῶ ἀναφέρονται καὶ 30 κῶμες καὶ «χωρία» (οἱ μικρότεροι οἰκισμοὶ)
Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ μᾶς ἐνδιαφέρει πολὺ ἡ Περιοχὴ ΙΙΙ. ποὺ προσδιορίζει τὰ ὅρια τῆς ἀρχαίας Θεσπρωτίας καὶ ἡ ὁποία διαιρεῖται σὲ τρεῖς ὑπὸ- περιοχὲς:
Απόσπασμα από την Tabula Peutingeriana με το οδικό δίκτυο και τους οικισμούς της Ηπείρου από την facsimile έκδοση του Κ. Miller 1887_88, απόσπασμα VIII (Πηγή: http://www.hscaugsburg.de/harsch /Chronologia/ Lspost03/ Tabula /tab,/ pe08. html, / 10_11_2008).
Α) Ἡ ὑπο-περιοχή μὲ κωδ. αρ. 6 ὁριοθετεῖ τὴν περιοχὴ τῆς Ἀρχαίας Κεστρίνης καὶ περιλαμβάνει τὴν πόλη Βουθρωτόν (ἀνήκει σήμερα στὴν Β. Ἤπειρο)
Β) Ἡ ὑπο-περιοχή μὲ κωδ. αρ. 9 , περιλαμβάνει τὴν πόλη Φωτική [9] καὶ πέντε οἰκισμοὺς - χωρία στὶς σημερινὲς θέσεις Ἡγουμενίτσα[24], Κασνέτσι [26], Κλισιά [28], Παραμυθιά [35] καὶ Παραπόταμος [36]
Γ) Ἡ ὑπο-περιοχή μὲ κωδικὸ 12 , ὁριοθετεῖ τὴν Ἀρχαία Ἑλληνία καὶ Ἐλαιάτιδα, ὅπου ἐντάσσονται : ὁ ποταμὸς Ἀχέρων, ἡ Ἀχερουσία λίμνη, ἡ κώμη Εὔροια[22] (ἡ σημερινὴ δηλαδὴ Γλυκή) καὶ τὸ χωρίον Ἐλέα{21}.
πηγή χάρτου: ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΡΑΚΟΥΛΗ, Ο ΣΥΝΕΚΔΗΜΟΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΚΛΕΟΥΣ ΚΑΙ Η ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ- ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΗΠΕΙΡΟΥ, (το έγχρωμο διάγραμμα είναι δική μας προσθήκη)
Ὅμως ἡ Περιοχὴ IV. ποὺ βρίσκεται ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς ἀρχαίας Ἑλλοπίας, (ἡ Δωδώνη δηλαδή μὲ τὴν εὐρύτερη γύρω περιοχὴ, τὰ Γιάννενα εἶναι ἀκόμη ἄγνωστα, ἀνίδρυτα), εἶναι ὁ γεωγραφικὸς χῶρος ποὺ δημιουργήθηκαν τὰ χωριὰ μας.
Χαρτογραφεῖ :
Α') τήν ὑπὸ-περιοχή μὲ κωδ. αρ. 10. ποὺ βρίσκεται ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς ἀρχαίας Ἑλλοπίας καὶ περιλαμβάνει τὴν πόλι Δωδώνη [2] καὶ ἕνα "χωρίον" (ἀνώνυμο) στὴν θέσι ποὺ σήμερα εἶναι ἡ κοινότητα τοῦ Σιστρουνίου μὲ ἀριθμὸ μητρώου [38].
Εἶναι ἡ μόνη ἀναφορὰ ποὺ γίνεται ἔστω καὶ μὲ αὐτὸν τὸν «ἀπροσδιόριστο» τρόπο γιὰ κάποια γεωγραφικὴ -τοποθεσία τῆς Λάκκας, παρ’ ὅτι ὁ Προκόπιος περιγράφοντας τὴν επιδρομική λεηλασία τῶν Οστρογόνθων ἀναφέρει πολλά χωρία μεταξύ των οποίων και τα Σύβοτα: «αὑτὴν (τὴν Κέρκυραν) τε ἦγον καὶ ἔφερον (λαηλατοῦσαν) ἐξ ἐπιδρομῆς καὶ ὅσαι ἄλλαι αὐτῇ νῆσοι ἐπίκεινται, αἳ Συβόται καλοῦνται, διαβάντες δὲ καὶ εἰς τὴν ἤπειρον ἐξαπιναίως ἅπαντα ἐλῄζοντο τὰ ἀμφὶ Δωδώνην χωρία" [xxv]
Β) τήν ὑπὸ-περιοχή μὲ κωδ. ἀρ. 11 περιλαμβάνει τὴν πόλι Εὔροια Ἀκνίου [3] [xxvi] καὶ τὸ χωρίον Εὐρυμεναί (ἡ σημερινὴ Καστρίτσα)
Συμπληρωματικὰ για τήν Ὑπὸ -περιοχή 10.: Ἡ Δωδώνη [2] (ὁριοθετημένη μὲ τὴν σύγχρονη τεχνολογία καὶ τὶς ψηφιακὲς ἀναλύσεις) εἶναι χωροθετημένη σὲ κοιλάδα στὶς ΒΑ παρειὲς τοῦ ὄρους Τόμαρος καὶ βρίσκεται σὲ ἀπόστασι 15 χλμ. Ν-ΝΔ τῶν Ἰωαννίνων. Ἐπὶ πλέον οἱ πηγὲς καὶ ἡ ἀρχαιολογία μᾶς βεβαιοῦν ὅτι ἐντὸς τοῦ ἀρχαίου χώρου ὑπῆρχε Ναὸς στὸν τύπο τῆς βασιλικὴ μὲ ἐγκάρσιο κλίτος τοῦ 5οὐ αἰῶνα (σὲ α' φάση), ἐνῶ σὲ β’ φάσι ἔγινε ἀνακατασκευὴ του τὸν 6ον αἰῶνα , πράγμα ποὺ φανερώνει ὀργανωμένη χριστιανικὴ κοινότητα μὲ διάρκεια καὶ μάλιστα μὲ τὸ νομικὸ καθεστὼς τῆς πόλης ποὺ σημαίνει ὕπαρξι βουλῆς, ἀγορᾶς, δημοσίων λειτουργιῶν καὶ φυσικὰ ἕδρας Ἐπισκόπου[xxvii]. Ἤδη ἡ Δωδώνη ἦταν ἕδρα ἐπισκοπῆς ἀπὸ τὸ 431 τοὐλάχιστον, καθὼς μνημονεύεται στὰ Πρακτικὰ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Ἐφέσου.
Γενικές Εκτιμήσεις
Τὸ ὄνομα (ἐπωνυμία), εἶναι τὸ «σημεῖον» ἀναγνώρισης, προσδιορισμοῦ καὶ τὸ οὐσιαστικὸ στοιχεῖο ταυτότητας μιᾶς τοποθεσίας, χωριοῦ ἢ πόλης, τὸ γνώρισμα ποὺ τὸ ἐντάσσει στὸν ἱστορικὸ καὶ πολιτιστικὸ χρόνο καὶ χάρτη. Ἀπὸ ὅτι δείχνουν οἱ μελέτες τοῦ Δημ. Δρακούλη ὅλες οἱ πόλεις, κῶμες καὶ «χωρία» ποὺ ἀναφέρονται στοὺς ἀνωτέρω γεωγραφικοὺς χάρτες- καταλόγους διατηροῦν τὴν «ἱδρυτικὴ», παλαιά τους ὀνομασία. Αὐτὸ ποὺ διαπιστώνει δηλαδὴ κάποιος καὶ γιὰ τὴν περιοχὴ μας εἶναι ὅτι τὰ τοπωνύμια διατηροῦν τὴν αὐτούσια - αὐθεντική ὀνομασία τους χωρὶς δηλαδὴ τον «εκσλαβισμό» τους ποὺ θὰ προκύψει ἀργότερα : (Τόμαρος- ὄχι Ὀλύτσικα, Ἀλισσός - ὄχι Βρυτζάχα, Δωδώνη -καὶ ὄχι Τσαρκοβίστα, Νικόπολις καὶ ὄχι Πρέβεζα, Τέκμον καὶ ὄχι Καστρίτσα κ.λπ.) Ἐπίσης ὀνομαστὰ σημερινὰ τοπωνύμια γιὰ τὴν τότε ἐποχὴ ἦταν φυσικὰ ἀνύπαρκτα ἀκόμη: Ἰωάννινα, Ἡγουμενίτσα, Παραμυθιά.
Γιὰ νὰ ἑρμηνεύσουμε σωστὰ τὸ περιεχόμενο τῆς λέξης «Χωρίον» (χωριὸ) ὀφείλουμε νὰ λάβουμε ὑπ’ ὄψιν καὶ τὰ ἑξῆς: Σύμφωνα μὲ τὸν βυζαντινολόγο Ἰωάννη Καραγιαννόπουλο[xxviii], κυρίαρχο στοιχεῖο τῆς Πρωτοβυζαντινῆς περιόδου (4ος - 6ος αἱ.) εἶναι ἡ μεγάλη ἰδιοκτησία (latifundia), ἐνῶ ὁ ρόλος τῆς μικρῆς ἰδιοκτησίας εἶναι ἀσήμαντος χωρίς να σημαίνει ότι έχει εξαφανισθή. Παράλληλα πρὸς τὴν μεγάλη ἰδιοκτησία, ((ἡ ὁποία δὲν ἀποτελεῖτο πάντοτε ἀπὸ συνεχόμενες μεγάλες ἐκτάσεις γῆς) ἀκολουθοῦσε σχεδὸν ὡς ἀναγκαστικὴ συνέπειά τῆς, ἡ ὕπαρξι δούλων σὲ μεγάλο ἀριθμό, ἢ σχεδὸν ἐξομοιούμενων πρὸς τοὺς δούλους, οἱ λεγόμενοι «ἐναπόγραφοι» (adscriptici = οἱ ἐγγραφόμενοι σὲ κατάλογο κάποιου δυνατοῦ) ποὺ εἶναι οἱ ἐξαρτημένοι καλλιεργητὲς γῆς (οἱ δουλοπάροικοι).
Εἶναι «οἱ ἀγρότες οἱ ὁποῖοι γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὰ δυσβάστακτα φορολογικὰ βάρη ἐγκαταλείπουν τὴ γῆ τοὺς καὶ καταφεύγουν στοὺς «δυνατοὺς» (γαιοκτήμονες), στοὺς όποίους προσφέρουν τὴν ἐργασία τοὺς καὶ συχνὰ τὴ γῆ τοὺς - μὲ τὴ μέθοδο τῶν εἰκονικῶν πωλήσεων ἢ τῶν δωρεῶν -, ζητώντας ὡς ἀντάλλαγμα προστασία ἀπέναντι τῶν φορολογῶν», ἐνῶ ἡ ὅποια προσπάθεια νομοθετικῆς προστασίας τῶν μικροϊδιοκτητῶν κατέστη ἀτελέσφορη.[[xxix]
Συμπληρωματικά, σύμφωνα και με τὸν Δ. Δρακούλη, ἡ λέξι «Χωρίον» δὲν εἶναι ἕνας περιοδικὸς ἢ ἐποχιακὸς οἰκισμὸς, ἀλλὰ ὅταν ἀναφέρεται στοὺς γεωγραφικοὺς χάρτες κυριολεκτεῖ μὲ τὸ νόημα τῆς τότε ἐποχῆς, ὡς ἑξῆς:
Ø πρόκειται γιὰ περιοχὴ μὲ καθορισμένα ὅρια καὶ ἀποτελεῖ οἰκονομικὴ καὶ νομικὴ μονάδα.
Ø κατοικεῖται ἀπὸ διαφόρους κατόχους καὶ περιβάλλεται:
α) εκτός από τα μεγαλύτερα κτήματα ποὺ κατοικοῦνται ἀπὸ δούλους, καλλιεργητὲς ἐπὶ μισθῷ καὶ δουλοπάροικους (ἐξαρτημένους χωρικοὺς) ποὺ δὲν διαθέτουν γῆ, όπως προαναφέρθηκε, και
β) ἀπὸ μεμονωμένα κτήματα (κτήσεις) ποὺ ἀνήκουν σὲ μεγάλους κτηματίες,
γ) ἀπὸ μικρὲς ἰδιοκτησίες (μικρὰ χωράφια ποὺ λέγονταν ἀγρίδια) οἱ ὁποῖες θεωροῦνταν τὸ τμῆμα τῶν καλλιεργήσιμων ἐκτάσεων ἑνὸς μεγαλύτερου χωριοῦ, ποὺ ὑπέκειτο μάλιστα στὴν ἔγγειον κρατικὴ φορολογία.[xxx].
Ἄρα τὸ «Χωρίον» τὸ εὑρισκόμενο στὴν θέσι τοῦ σημερινοῦ Σιστρουνίου - κατὰ τὴν πρωτο-βυζαντινή περίοδο (304- 565 μ.Χ) - πρέπει νὰ θεωρήσουμε, λόγω της κατάτμησής του σε μικρά και μη συνεχόμενα αγροτεμάχια, ὅτι συγκροτεῖται (τὸ πιθανότερον) ἀπὸ τὴν β’ ή γ’ περίπτωσι. Νὰ εἶναι δηλαδὴ μία γαιοκτησία ἑνὸς μεγαλοκτηματία ὁ ὁποῖος φυσικὰ θὰ ὅριζε ὡς ἰδιοκτησία ἕνα μεγάλο τμῆμα τῆς περιoχῆς – ἂν ὄχι ὅλη την Λάκκα και ότι ἡ λέξι δὲν ἐκφράζει παρὰ τὰ συγκεκριμένα ὅρια ἑνὸς τέτοιου «ἀγροτεμαχίου»[xxxi]. Συνηγορεῖ νὰ ἀσπασθῆ κανεὶς αὐτὴ τὴν ἄποψι (χωρὶς νὰ ἀποκλείεται καὶ ἡ α’ περίπτωσι) γιατὶ εἶναι ἀνώνυμο καὶ ἑπομένως χωρὶς συγρότησι αὐτονόμου συλλογικῆς ὑπόστασης.
Ἐπίσης δὲν ἔχουμε καμμία ἔνδειξι – οὔτε καθ’ ὑπόνοιαν – γιὰ τὴν ὕπαρξι τῶν χωριῶν μας μὲ κάποια ἱεραρχημένη διοίκησι αὐτόνομης «κοινότητας» μὲ ἱερὸ Ναὸ κ.λπ. που θα δείκνυε τοὐλάχιστον ὅτι θὰ ἦταν μέρος μιᾶς μητροκωμίας. Μιὰ μορφὴ δηλαδὴ «Χωρίου», ποὺ τὸ ἀποτελοῦσαν ὁμάδες μικροϊδιοκτητῶν ἀγροτῶν (κωμητών) ποὺ συγκροτοῦνταν σὲ κοινότητα γιὰ τὴ καλλιέργεια τῆς γῆς στὴ περιοχὴ τους. Οἱ μητροκωμίες ὅμως ἄρχισαν ν΄ ἀκμάζουν ἀπὸ τὸν 9ον αἰώνα πρὸς ἀντιμετώπιση τῶν μεγάλων τότε ἰδιοκτητῶν γῆς. Φυσικὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἡ περιοχὴ δὲν κατοικεῖται ἀλλὰ οἱ διαμένοντες βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὶς προαναφερθεῖσες συνθῆκες.
Διὰ τῆς «εἰς ἄτοπον ἀπαγωγῆς»[xxxii] μποροῦμε νὰ θεωρήσουμε ὡς πιθανότερη ἐκδοχὴ ὅτι ἀκόμη τὰ χωριὰ μας – στὴν γεωγραφικὴ ἑνότητα τῆς Λάκκας - εἶναι ἀνίδρυτα, μὴ ὑπάρχοντα, τοὐλάχιστον στὸ μέγεθος καὶ στὴν ὀντότητα γιὰ νὰ ἀποκτήσουν νομικὴ ὑπόστασι. Ἑπομένως καὶ τὸ πρόθημα «παλιό-» σὲ ὑπάρχουσα ὀνομασία … θὰ περιμένει σὲ μεταγενέστερη ἐποχή!
- Ἀλλὰ καὶ στὴν ἑπομένη «Μεσοβυζαντινή περίοδο» ( 7ὃς – 8ὃς – 9ὃς - 10ὃς αἰώνας) στὴν χρονικὴ διάρκεια τῆς ὁποίας τὰ πράγματα ἀλλάζουν ριζικὰ καὶ ἀντίστροφα γιὰ τὴν ἀγροτικὴ πολιτικὴ τοῦ κράτους, ἔχουμε μηδενικὴ πληροφόρησι καὶ χωρὶς καμμία εὐδιάκριτη καὶ σαφῆ εἰκόνα γιὰ τὴν συγκρότησι καὶ «ἐπώνυμη» ὕπαρξι τῶν χωριῶν μᾶς. Βέβαια ἀπὸ τὸν 7ὂν αἰώνα ἡ μεγάλη ἰδιοκτησία παύει πλέον νὰ ἰσχύει καὶ στὴν θέση τῆς ἐμφανίζεται μιὰ πολυάριθμη τάξη μικροϊδιοκτητῶν, οἱ ὁποῖοι ἀρχίζουν νὰ καλλιεργοῦν τὶς ἐγκαταλειμμένες γαῖες τῶν τέως μεγάλο-ἰδιοκτητῶν ὡς ἐλεύθεροι, χωρὶς δηλαδὴ κανένα περιορισμὸ τῆς ἐλευθερίας τους.[xxxiii]
Τότε οἱ γεωργοὶ φαίνεται νὰ «ἦταν ὀργανωμένοι σὲ "κοινότητες" καὶ συλλογικὰ ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν καταβολὴ τοῦ ὁμαδικοῦ φόρου ποὺ εἶχε ὁριστεῖ γιὰ τὴν "κοινότητα", ἐνῶ ὑποχρεούνταν νὰ καταβάλουν καὶ τὰ ποσὰ ποὺ ἀντιστοιχοῦσαν σὲ μέλη ποὺ χρωστοῦσαν», πρᾶγμα ποὺ μᾶς πληροφορεῖ ἕνα μεταγενέστερο κείμενο, ὁ «Γεωργικὸς νόμος»,[xxxiv]. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς λοιπὸν τοῦ 7οὐ αἰώνα ἦταν δυνατὸν μέσα σὲ συγκεκριμένα ὅρια ἑνὸς ἀγροτικο -κτηνοτροφικοῦ τοπίου νὰ ὀργανωθῆ οἰκισμὸς μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ σημερινοῦ χωριοῦ. Καμμία ὅμως τοπωνυμία γιὰ συγκεκριμένο χωριὸ τῆς γεωγραφικῆς μας περιφέρειας δὲν ἀναφέρεται σὲ γραπτὴ πηγή, ἐκτὸς τοῦ ὅτι μὲ τὴν διοικητικὴ διαίρεσι τοῦ Ἡρακλείου γεωγραφικὰ ἡ περιοχὴ ἀνήκει στὸ «Θέμα Ἰλλυρικοῦ» καὶ ὅτι ὑπῆρχε ἕνας «ἀδιάσπαστος ἱστορικὸς βίος μὲ συνεχῆ καὶ ἰσχυρὴ πληθυσμιακή, οἰκονομική, γλωσσικὴ καὶ πολιτιστικὴ παρουσία τοῦ ἑλληνικοῦ ἢ ἑλληνόφωνου στοιχείου»[xxxv].
Σὲ αὐτὸ ὅμως πρέπει νὰ συνυπολογίσουμε ὅτι οἱ συνθῆκες δὲν συμβάλλουν σὲ τέτοια προοπτική, διότι:
Ἡ βασικὴ αἰτία αὐτῆς τῆς μεγάλης ἀγροτικῆς ἀλλαγῆς ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν εἰσβολὴ σειρᾶς ἐπιδρομῶν βαρβαρικῶν φύλων κατὰ τὶς ὁποῖες, ἀδιακρίτως λεηλατοῦνταν καταστρεφόνταν ὁποιαδήποτε ἰδιοκτησία χωρὶς νὰ ὑπολογίζονται φυσικὰ κοινωνικὲς θέσεις, τάξεις καὶ φύλα, μὲ συνέπεια τὴν φυγὴ γιὰ προστασία τῶν πλουσίων γαιοκτημόνων καὶ τὴν ἐγκατάλειψι συνήθως τῶν καλλιεργήσιμων ἐδαφῶν. Ἡ Πολιτεία πάντως ἀλλάζει ριζικὰ τὶς ἀγροτικὲς σχέσεις μὲ νέες ρυθμιστικὲς νομικὲς διατάξεις. Ἡ περιοχὴ τῆς Ἠπείρου ἀπὸ τὸν 4ὂν αἰώνα ἔζησε λεηλασίες καὶ καταστροφὲς (Βησιγότθοι μὲ τὸν Αλάριχο 395-397- ἔμειναν ὡς τὸ 401μ.Χ)[xxxvi], καταστροφὴ καὶ ἐξανδραποδισμὸς τῆς Νικόπολης ἀπὸ τὸν Γιζέριχο τῶν Βανδάλων (474 μ.Χ.) μεταξὺ τῶν συλληφθέντων καὶ ὁ φωτισμένος ἐπίσκοπος ὁ Διάδοχος Φωτικῆς, ποὺ σημαίνει ὅτι λήστεψαν καὶ κατέστρεψαν καὶ τὴν πόλι αὐτή.
Τὸ 517 λεηλατήθηκε καὶ ἡ Παλαιὰ Ἤπειρος ἀπὸ ἀταύτιστο βαρβαρικὸ φύλο (πιθανόν οι Γέτες;), μάλιστα γιὰ τὴν ἐξαγορὰ πολλῶν χιλιάδων συλληφθέντων αἰχμαλώτων ὁ αὐτοκράτορας Ἀναστάσιος ἔστειλε χίλιες λίτρες χρυσοῦ (72000 χρυσὰ νομίσματα), ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἔφθασε γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσι ὅλων τῶν αἰχμαλώτων, ποὺ στὸ μεταξὺ εἶχαν αὐξηθῆ, εἶχε "ὡς ἀποτέλεσμα οἱ βάρβαροι νὰ κάψουν τοὺς γεωργοὺς μέσα στὶς ἀγροικίες τους καὶ νὰ σκοτώσουν τοὺς πολίτες μπροστὰ στὰ τείχη τῶν πόλεων»[xxxvii]
Ἐπίσης τὸ 551 οἱ Οστρογότθοι μὲ τὸν ἀρχηγὸ τους τὸν Τοτίλα ὁδήγησαν τὸν στόλο τους ἀπὸ τὴν Ἰταλία πρὸς τὰ Ἠπειρωτικὰ παράλια καὶ ἀφοῦ λεηλάτησαν πρῶτα τὴν Κέρκυρα ἐπιτέθηκαν αἰφνιδιαστικὰ καὶ λεηλάτησαν (ὅπως εἰπώθηκε προηγουμένως) τὰ Σύβοτα, τὴν Νικόπολι καὶ «ἅπαντα ἐληίζετο τὰ ἀμφὶ Δωδώνην χωρία» (καὶ ὅλα τὰ χωριὰ γύρω ἀπὸ τὴν Δωδώνη)[xxxviii]. Εἶναι ὅμως δυσδιάκριτο ἂν ὁ Προκόπιος ὑπονοεῖ μὲ τὴν λέξι "χωρίον" ὀργανωμένη κοινότητα ἢ ἀγροτεμάχιον
Διαπιστώνεται ὅτι στὴν περίοδο τοῦ 5ου 6ου κα 7ου αιώνα ἡ Ἤπειρος, ἡ «Δύσις» τῆς αὐτοκρατορίας, ἦταν ἰδιαιτέρως εὐάλωτη σὲ ἐπιθέσεις ἐχθρῶν, καὶ μὲ ἐξαίρεσι τὸν Ἰουστινιανὸ ποὺ ἐτείχισε πόλεις καὶ ἔκτισε φρούρια γιὰ προστασία αὐτῶν τῶν ἐπαρχιῶν, κανεὶς ἄλλος δὲν μερίμνησε μὲ συστηματικὸ τρόπο νὰ τὶς προστατεύσει ἀπὸ τὴν ἐπιβολὴ ληστρικῶν ἐπιδρομῶν. Καὶ ὅποιες προσπάθειες, μὲ ὅποια προληπτικὰ μέτρα ἐπιχειρήθηκαν, φάνηκαν μᾶλλον ἀνεπαρκῆ, ἀφοῦ ἕως τὰ τέλη τοῦ 6ου αἰώνα καὶ τὰ μέσα τοῦ 7ου αἰώνα ὅλες σχεδὸν οἱ πόλεις τῆς Θράκης, τῆς Μυσίας, τῆς Δαρδανίας, τοῦ Ἰλλυρικοῦ καὶ τῆς Ἠπείρου ἁλώθηκαν ἀπὸ τοὺς ἐπιδρομεῖς, Οὔννους, Ἀβαρους ἢ Σλάβους, καὶ κατὰ τὸ πλεῖστον καταστράφηκαν.[xxxix] μὲ βαριὲς συνέπειες γιὰ τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν οἰκονομία τῆς ἀστικῆς καὶ ὑπαίθρου χώρας τῆς Ἠπείρου, ὅταν μάλιστα ἐρημώνονταν καὶ περιοχὲς μὲ αἰχμαλωσία καὶ ἐξανδραποδισμὸ τῶν κατοίκων.
- Ἐκτὸς ἀπὸ ὅσα ἀναφέρθηκαν, γνωρίζουμε ὅτι οἱ Σλάβοι ἀπὸ τὸ 582 εἶχαν «εἰσχωρήσει» στὴν Ἤπειρο καὶ ὅτι, ἕνα ἀπὸ τὰ φύλα τους οἱ Βαϊουνῆτες, μὲ βάσιμη πιθανότητα, εἶχαν δημιουργήσει «Σκλαβηνία»[xl] μὲ τὸ ὄνομα «Βαγενητία[xli]» στὴν γεωγραφικὴ ἔκτασι τῆς Θεσπρωτίας καὶ στὴν εὐρύτερη περιοχὴ της. Στὴν ἀρχικὴ τους ἐπέλασι ἦταν ἰδιαιτέρως βίαιοι, ἅρπαγες καὶ καταστροφεῖς, ὑποχρεώνοντας τούς ντόπιους κατοίκους τῆς Θεσπρωτίας, ἰδίᾳ τῶν πόλεων Εὐροίας, Φωτικῆς καὶ Νέας Εὐροίας νὰ καταφύγουν μεταξὺ τῶν ἐτῶν (591-604) κυρίως στην Κασσιώπη τῆς Κέρκυρας παίρνοντας μαζὶ τους καὶ τὸ σκήνωμα τοῦ πολιούχου τους, Ἁγίου Δονάτου, και άλλοι στην Καλαβρία .
Μία ἐπιδρομὴ τους τὸ 587 μ.Χ. «ἔχει ἰδιαίτερη ἱστορικὴ σημασία γιατί, σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ Χρονικοῦ τῆς Μονεμβασίας καὶ τοῦ σχολίου τοῦ Άρέθα, οἱ εἰσβολεῖς δὲν περιορίστηκαν μόνο σὲ λεηλασίες, ἀλλὰ ἐκδίωξαν τοὺς κατοίκους καὶ ἐγκαταστάθηκαν οἱ ἴδιοι στὶς ἑστίες τους»[xlii] Ἐνῶ σύμφωνα με τὴν μαρτυρία τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου Δημητρίου κατὰ τὴν τρίτη πολιορκία τῆς Θεσσαλονίκης (περὶ τὸ 614-15): «τὸ τῶν Σκλαβίνων ἐπαρθῆναι ἔθνος (ξεσηκώθηκε), πλῆθος ἄπειρον συναχθὲν (ἀφοῦ συγκεντρώθηκε) ἀπὸ τε τῶν Δρογουβιτῶν, Σαγουδατῶν, Βελεγεζητῶν, Βαϊουνητῶν, Βερζητῶν καὶ λοιπῶν ἐθνῶν (τους)….(ἀπέπλευσαν) κατὰ θάλασσαν ὁπλισαμένους (ὁπλισμένοι) καὶ πᾶσαν τὴν Θεσσαλίαν …. πᾶσαν, τὴν τε Ἤπειρον καὶ τὸ πλεῖστον τοῦ Ἰλλυρικοῦ καὶ μέρος τῆς Ἀσίας έκπορθήσαι (ἐντελῶς κατέστρεφαν, λεηλατοῦσαν)». Σύμφωνα μάλιστα με τον F. Barisic, η αποφασιστική και μαζική σλαβική εγκατάσταση στη νότια Βαλκανική πραγματοποιήθηκε τότε, δηλαδή γύρω στα 614-618», και απ’ ότι η σύγχρονη έρευνα αποδέχεται, πράγματι ο 7ος αι. υπήρξε η εποχή της μόνιμης εγκατάστασης των σλαβικών φύλων στο εσωτερικό των Βαλκανίων [xliii]
Ἡ εγκατάστασί τους μάλιστα στήν Ήπειρο φανερώνει καὶ τὸν μεγάλο ἀριθμό τῶν σλαβικῶν τοπωνυμίων (412 τὰ χαρακτηριστικώτερα, ἀλλά παρά τὴν ὅποια ἀμφισβητήσί τους[xliv], ἡ ἐκτίμησι εἶναι πῶς μέ τά μικρό- τοπικά καί ἥσσονος σημασίας ἐνδιάμεσα τοπωνύμια, υδρωνύμια, φυτώνυμα, εθνωνύμια, δάνεια προσηγορικά, ὁ ἀριθμός εἶναι πολλαπλάσιος καί …. ὄχι μικρότερος) πρᾶγμα πού μαρτυρεῖ καὶ τὸ μεγάλο χρονικὸ διάστημα ἐγκατάστασής τους, ἔχοντας ὡς πρώτη ἀπασχόλησι προπάντων τὴν γεωργία καὶ δευτερευόντως τὴν κτηνοτροφία[xlv].
Στὸ κλίμα, βέβαια, τῆς ἀμφισβήτησης μπορεῖ νὰ εἰπωθῆ ὅτι τὰ τοπωνύμια ποὺ ἔχουν σλαβικὴ ἐτυμολογικὴ ρίζα φυσικὰ καὶ ἀποτελοῦν σημαντικὴ πηγὴ γιὰ τὴ μελέτη τῶν σλαβικῶν ἐγκαταστάσεων στὴν περιοχὴ μας, ὅμως δὲν πρέπει νὰ λογίζονται ὅτι εἶναι πάντα ἀδιάψευστο τεκμήριο ἱστορικῶν συμπερασμάτων. Τὸ πρόβλημα παρουσιάζεται διττὸ: ἀφ’ ἑνὸς γιατὶ ἀπαιτεῖται ἐξειδικευμένη γλωσσικὴ κατάρτισι καὶ μελέτη γιὰ νὰ χαρακτηρισθῆ ἕνα τοπωνύμιο σλαβικῆς ἐτυμολογίας, ὡς πραγματικὰ σλαβικό, καὶ ἀφ’ ἑτέρου δυσκολεύει ἡ ἀκριβὴς χρονολόγησι του, κατὰ πόσον δηλαδὴ αὐτὸ ἐκφράζει τὴν μιὰ συγκεκριμένη μετανάστευσι τῶν σλάβων π.χ. τοῦ 6ου -7ου αἰῶνα ἢ μιᾶς μεταγενέστερης π.χ. ἐκείνης τοῦ 11ου-12ου, ἢ τοῦ 13ου– 14ου., ὁπότε καὶ ἡ χρονολόγησι ἑνὸς τοπωνυμίου παρέχει ἀμφιβολία καὶ ἀνασφαλῆ ἀξιοπιστία γιὰ τὴν τοπικὴ προπάντων κοινωνικὴ καὶ πολιτιστικὴ ἱστορία.
Μεταξὺ βέβαια μιᾶς γλωσσικῆς ἐτυμολογίας καὶ ἑνὸς χρονικοῦ προσδιορισμοῦ πρέπει νὰ ληφθῆ ὑπ’ ὄψιν ἡ ἐξελικτικὴ διαδρομὴ τῆς σλαβικῆς γλώσσας καὶ βεβαίως ἡ «ποιοτικὴ» καὶ «ποσοτικὴ» μετάβασι ἀπὸ τὴν πρώιμη – πρωτοσλαβική τοῦ 6οὐ – 7οὐ αἰῶνος στὴν ὕστερη πρωτοσλαβική τοῦ 8οὐ – 9οὐ αἰῶνος μὲ τὶς φωνολογικὲς- γλωσσολογικὲς μεταβολές, τὴν τροπὴ π.χ. τῶν μακρῶν φωνηέντων σὲ βραχέα (α σὲ ο, i σὲ u), καὶ μετάθεσι (grad σὲ gard: π.χ. Γραδίκι - Γαρδίκι), ἀποβολή, διατήρησι ἢ τροπὴ τῶν φθόγγων (-iki- ici – ίκι, σὲ -ίτσα, - ίκεια: π.χ. Καρδίτσα, Γρανίτσα) καὶ φυσικὰ τὸν τρόπο μετεγγραφῆς τοὺς στὴν Ἑλληνικὴ (τὸ b π.χ. μπ, καταλήξεις καὶ ἐπιθήματα -ista, -ovo, –ani, -jani, (Λιβίκιστα, Λιβιάχοβο, Γράσδενη, … Γιάννινα μᾶλλον τοῦ 9οὐ αἰῶνος).
Ἔτσι ὁ Φ. Μαλιγκούδης γιὰ παράδειγμα ἀσκεῖ ἔντονη κριτικὴ στὸν Μαξ Φάσμερ (Max Vasmer)[xlvi] γιατὶ στὸ βιβλίο τοῦ «Die Slaven in Griechenland», («Οἱ Σλάβοι στὴν Ἑλλάδα», Βερολίνο 1941), εἶχε ἐκλάβει ὡς σλαβικὰ ὅλα τὰ σλαβικῆς ἐτυμολογίας τοπωνύμια [xlvii] χωρὶς νὰ ἀναγνωρίζει τὶς δάνειες λέξεις ποὺ εἶχαν ἐνσωματωθῆ ἀπὸ τὴν Σλαβικὴ στὴν Ἑλληνικὴ γλῶσσα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ φτάσει σὲ αὐθαίρετα συμπεράσματα γιὰ τὸ μέγεθος τῶν σλαβικῶν ἐγκαταστάσεων στὸν ἑλλαδικὴ χερσόνησο[xlviii] καὶ κυρίως στὸν Ἠπειρωτικὸ χῶρο ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει.
Ἐπίσης ὑπάρχουν τοπωνύμια καὶ ἄλλες λέξεις (μικρο-τοπωνυμίων, φυτῶν, δένδρων, καὶ λέξεις καθημερινῆς πρακτικῆς χρησιμότητας) ποὺ ὄντως βασίζονται σὲ σλαβικὴ ρίζα, ὅμως εἶναι πιθανὸν νὰ καθιερώθηκαν ἀργότερα, ὑφιστάμενα χρονικὴ ἐπικάλυψι ἀπὸ τὴν χρῆσι νέων ἐπηλύδων Βλάχων, Ἀλβανῶν ἢ Βουλγάρων μεταναστῶν ἢ ἐπιδρομέων καὶ μὲ τὸν χρόνο, ὡς φυσικὴ συνέπεια, νὰ ἐνσωματώθηκαν στὴν ἑλληνικὴ γλωσσικὴ πραγματικότητα καὶ αὐτὰ νὰ διαιωνίζονται πλέον ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες κατοίκους.
Ἑπομένως πολλὰ τοπωνύμια «δὲν ἀποτελοῦν πρωτογενεῖς σλαβικὲς ὀνοματοθεσίες ἀλλὰ δευτερογενεῖς σχηματισμούς, καθὼς εἰσήχθησαν ὄχι ἀπὸ τὸ ἀρχικὸ ἐποικιστικὸ στοιχεῖο τῶν 7οὐ - 8οὐ αἱ. τῶν Σλάβων, ἀλλὰ πολὺ ἀργότερα, ἀπὸ ἑλληνόφωνους, λατινόφωνους (βλαχόφωνους) ἢ ἀλβανόφωνους ἢ Βουλγαρόφωνους πληθυσμοὺς»[xlix], λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν φυσικὰ ὅτι καὶ ὁ γλωσσικὸς ἐξελληνισμὸς τῶν σλάβων θεωρεῖται πὼς ἔχει συντελεστεῖ σὲ μεγάλο ποσοστὸ ἤδη ἀπὸ τὸν δέκατο αἰώνα, ἀκολουθώντας τὸν ἐκχριστιανισμὸ τους λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν φυσικὰ ὅτι καὶ ὁ γλωσσικὸς ἐξελληνισμὸς τῶν σλάβων θεωρεῖται πὼς ἔχει συντελεστεῖ σὲ μεγάλο ποσοστὸ ἤδη ἀπὸ τὸν δέκατο αἰώνα, ἀκολουθώντας τὸν ἐκχριστιανισμὸ τους.
Τελικώς σύμφωνα μὲ τοὺς ἐνισταμένους τοῦ Μ. Φάσμερ, πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ τοπωνύμια, ὑδρονύμια κ.λπ., μὲ τύπο σλαβικῆς ἢ μεικτῆς δομικῆς ὑπόστασης (θέμα, κατάληξι), δὲν εἶναι κἂν σλαβικά, ἀλλὰ ὀνοματικοὶ προσηγορικοὶ τύποι ποὺ σημαίνουν ἕνα σύνολο ὁμοειδῶν πραγμάτων, προσώπων, ζώων φυτῶν, πράξεων ἢ καταστάσεων, οἱ ὁποῖοι ἐν πολλοῖς σχηματίζουν καὶ διάφορα τοπωνύμια: π.χ. βάλτος, λόγγος, τσέρος, γρανίτσα, λίπα. τσίπα, στάβλος, κ.λπ.
Πάντως σύμφωνα μὲ τὶς βυζαντινὲς πηγὲς[l] τοὺς Σλάβους τοῦ 6οὐ 7οὐ αἰώνα τοὺς χαρακτήριζε ἡ ἔλλειψι κεντρικῆς ἐξουσίας καὶ ἡ συνήθεια νὰ κατοικοῦν σὲ μικρές, διάσπαρτες κοινότητες ἀνάμεσα στὸ παλαιότερο ἑλληνόφωνο πληθυσμιακὸ ὑπόστρωμα, χωρὶς νὰ δημιουργήσουν ποτὲ πόλι. Διατήρησαν καθὼς φαίνεται καὶ τὴν γλωσσικὴ τοὺς ταυτότητα – ἕνα γλωσσικὸ ὑπόστρωμα τῆς Πρωτοσλαβικής ἢ Κοινῆς Σλαβικῆς, τὸ λεγόμενο Ἀνατολικὸ κλάδο τῆς Νοτιοσλαβικής (750-850)[li], μετονομάζοντας καὶ πολλὰ τοπωνύμια ὅπου διέμεναν. Γι’ αὐτὸ παρὰ τὶς ὅποιες ἀμφισβητήσεις ἡ γλωσσικὴ μαρτυρία – εἴτε τῆς πρώιμης Βαλτοσλαβικῆς εἴτε τῆς ὕστερης (ἰδίωμα τοῦ 8οὐ – 9οὐ αἰών.) παρουσιάζεται ὡς τὸ μόνο σημαντικὸ δεδομένο ποὺ μπορεῖ νὰ ληφθῆ ὑπ’ ὄψιν γιὰ – ἔστω καὶ ἀμυδρὴ - ἱστορικὴ ἔρευνα , μιᾶς καὶ δὲν ὑπάρχουν γραπτὲς πηγὲς νὰ διαφωτίσουν τὴν χρονικὴ ἐποχὴ τῆς γεωγραφικῆς περιοχῆς μας.
Τότε ἀκόμη καὶ ἡ ἀρχαιότατη Δωδώνη ἔγινε Τσαρκοβίστα, ὅπως καὶ τὰ περισσότερα, ἂν ὄχι ὅλα τὰ γύρω μας καὶ τὰ πέριξ ἀπὸ τὴν Δωδώνη τοπωνύμια καὶ ὄχι μόνο, πρᾶγμα ποὺ μαρτυρεῖ τὴν μακρόβια παρουσία τῶν Σλάβων στὴν εὐρύτερη γεωγραφικὴ μας περιοχή. π.χ :. Λιβίκιστα[1] (πιθανόν: ὁ τόπος ποὺ ἀναβλύζει νερό, (με μικρό-τοπωνύμια και υδρονύμια του χωριού: Βέλεβο, Μοτσάλα (ὑδρότοπος, γληνότοπος), τσίπα, (από το τζίπα- τσίπα- μαντήλι, σιούρος που ξεχωρίζει σαν την ἀφρόκρεμα γάλατος) τσουμποκερασιά = κορυφή, λόφος με κερασιές), Γράζδενη, Λιβιάχοβο (βοσκότοπος), Μουκοβίνα (τόπος τῆς ὀξιᾶς), Ἄρδοση, Βερβερίτσα (τόπος μὲ ἰτιὲς), Πόποβο, Τέροβο, Γκρίμποβο, Σενίκο, Δερβίζιανα, Γλαβίτσα, Πραδαλίτσα, Γρανίτσα (σύνορο), Ζίτσα, Ντραμπάτοβα (καλό, καθαρό νερό), Γαρδίκι (μικρό κάστρο), Πετούσι, Κόπρα, Τσερίτσανα, Γρατσανά, Ζαγόρτσα, Πλέσια, Μελιγγοί (σλαβικό φύλο), Δολιανὰ (κάτοικος κοιλάδος), Βοδενά (νερομάνα), Συρράκο, Μαγούλα (λόφος), Κεράσοβο, Βελλᾶ, Λέλοβα (ὁ καταραμένος τόπος γιὰ βοσκή)[2], Ζαγόρι, Ζάλογγο (λόγγος) , Πρέβεζα (πέρασμα, διάβασι), Μέτσοβο (ἀρκουδότοπος), Κοζάνη (κάτοικος του δάσους), Γρεβενά (ὑψωμα βράχου), Ζητούνι (σιταρότοπος), … ὁ Τόμαρος ἔγινε Ὀλύτσικα, ὁ Αλισσός,- Βρυτζάχα (πηγή που ἀναβλύζει), κ.λπ., κ.λπ.), ἐκτὸς ἀπὸ ἑκατοντάδες λέξεις δένδρων, φυτῶν, ἐπωνύμων (Σιῶζος, Στάϊκος, Γκολέμης (μεγάλος), Γρανίτσας, Κούγιας (πεταλωτής), Μαγούλας, Δραγώνας (ἀγαπητός), Γκόρας (ὀρεινός) Μπόγδανος, Μπογιάνος (πολεμιστής), Μποζάνης (θεϊκός, ὀμορφος) κ.λπ.), καὶ ἄλλα φυσικά καθημερινῆς χρήσης[3].
Ἰσχυρίζονται πολλοὶ ὅτι ἐξ αἰτίας τῆς διασπορᾶς τοπωνυμίων καὶ τὸ κατάλοιπο γλωσσολογικῶν ὀνομάτων, ἡ γενετικὴ ἀρχὴ τῶν χωριῶν μᾶς πρέπει νὰ ἀποδοθῆ αὐτὴν τὴν χρονικὴ περίοδο, ἐπειδὴ εἶναι σλαβικῆς ρίζας ἢ μὲ σλαβόγλωσσα στοιχεῖα ἡ δομὴ τῶν ὀνομάτων. Ὅμως ἡ ὀνοματοθεσία ἢ ἡ ἀλλαγὴ τῶν τοπωνυμίων, καθόλου δὲν σημαίνει καὶ ἵδρυσι νέου μόνιμου οἰκισμοῦ, ἀφοῦ οἱ πρώιμοι κυρίως σλάβοι ζοῦσαν ὡς νομάδες σὲ μικρὲς ξύλινες καλύβες (ἐν εἴδει σκηνῆς) καὶ χαρακτηριστικὸ τοὺς ἦταν ἡ συνεχὴς μετακίνησι. Βέβαια μετὰ τὸ 620 καὶ γενικῶς κατὰ τὸν 7ὂν καὶ 8ὂν αἰώνα ἐγκαθίστανται μονιμώτερα στὰ ορεινότερα μέρη καὶ μὲ διάθεσι προσαρμογῆς μὲ τὰ τοπικὰ δεδομένα καὶ ὑποτελεῖς στὸ περιφερειακὸ διοικητικὸ σύστημα τοῦ βυζαντινοῦ κράτους, τὸ ὁποῖο μάλιστα τοὺς ἔχει παραχωρήσει καὶ ἐλεύθερες γαῖες πρὸς καλλιέργεια[4].
Φαίνεται λοιπόν ότι ἡ Σλαβικὴ διείσδυσι ἀπὸ τὴν Βυζαντινὴ Ἀρχὴ ἀντιμετωπίστηκε μὲ ἐλεγχόμενη ἀνοχὴ γιατὶ ἀπέβλεπε στὸν ἐποικισμὸ τῶν ἐρημωμένων περιοχῶν, ἀφοῦ μόνο ἀπὸ τὴν ἐπαναλαμβανόμενη ἐπιδημία τῆς μαύρης πανώλης τῶν ἐτῶν : 541, 558, 560, 585, καὶ 602, εἶχε χαθῆ τὸ 33 % τοῦ πληθυσμοῦ. Γι’ αυτό και οι Σλάβοι στην δική μας γεωγραφική επαρχία ήταν προπάντων ορεσίβιοι και στὶς πολυάριθμες «παροικίες» τους είχαν ως κύρια ἐνασχόλησι τὴν κτηνοτροφία.
Ἡ ἀντιμετώπισι τους δὲ ἀπὸ τὶς Βυζαντινὲς πηγὲς [lii]: ἀφηγηματικὰ κείμενα, ἐπιστολές, ἐπίσημα διοικητικὰ ἔγγραφα, μολυβδόβουλα, χαρακτηρίζεται μὲ ἀπαξιωτικοὺς χαρακτηρισμούς, ὅπως: «ὑπήκοοι», «ἐναπόγραφοι» (δουλοπάροικοι δηλαδή), «ὑποταγμένοι δουλικῶς, δουλοπρεπῶς», ποὺ σημαίνει ὅτι σταδιακῶς ἡ ἐγκατάστασι τοὺς σὲ ὅτι ἔχει σχέσι μὲ τὴν αὐτοκρατορία κατέστη «σχέσι ὑποταγῆς» καὶ ἐνσωμάτωσης μὲ τοὺς ντόπιους ἑλληνόφωνους πληθυσμούς, ὑπολογίζοντας καὶ τὸ δεδομένο : ὅτι μέχρι τὸν 10ὂν αἰῶνα ἀφομοιώθηκαν πλήρως ἐκχριστιανισθέντες καὶ ἐξελλησθέντες. ὅπως ἤδη ὑπογραμμίστηκε, χωρὶς φυσικὰ νὰ ἦταν ἱκανοὶ ποτὲ νὰ ἀνατρέψουν ἢ νὰ διαμορφώσουν τὴν κοινωνικὴ ἢ δημογραφικὴ προϋπάρχουσα κατάστασι[liii]. Εἶναι δέ, ἀποδεδειγμένο ὅτι ποτὲ στὴν Ἤπειρο δὲν ὑπῆρξε κατάλοιπο κοινοτικοῦ συνόλου, σὲ ὁποιαδήποτε χρονικὴ περίοδο, ποὺ ὁμιλοῦσε τὴν ὅποια σλαβικὴ γλῶσσα.
Καὶ γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε στὴν μετονομασία τῶν τοπωνυμίων ὁ Σωτ. Δάκαρης ἀναφέρει ὅτι οἱ νέοι ἐπιδρομεῖς ἢ εἰρηνικοὶ πρόσφυγες, πολυαριθμότεροι τῶν ντόπιων κατοίκων σὲ κάποιες περιόδους, ἐπέβαλαν τὸ δικὸ τοὺς ὄνομα στὸν τόπο, «χωρίον» ἢ «πόλι» ποὺ ἐποίκισαν ἢ κατώκησαν στὰ περίχωρα της. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἔγινε, κατ' αὐτόν, ἀπὸ τὸ 550 ὡς τὸ 660 μ.Χ. Καὶ ἐδῶ ὅμως ἀπαιτεῖται προσεκτικὴ ἐξέτασι γιατὶ στὶς περισσότερες τοπικὲς περιοχὲς μας, τὰ Ἑλληνικὰ μικρο-τοπωνύμια (λόφοι, χωραφιές, υδρωνύμια, δασωνύμια, φυτωνύμια, κ.λπ.) εἶναι πολυπληθέστερα τῶν σλαβικῶν, γεγονὸς ποὺ ὑποδηλώνει τὴν πολύπλευρη ἀφομοιωτικὴ δυναμικὴ τοῦ γηγενοῦς στοιχείου καὶ ἐννοεῖται πὼς αὐτὸ προπάντων θὰ συνέβαινε στὶς περιπτώσεις ποὺ προέκυπτε συνύπαρξι τους.
Ἐξ ἄλλου ἡ μετονομασία στὶς περισσότερες φορὲς ἔγινε σὲ προϋπάρχοντες οἰκισμούς, λιγότερο σὲ μεταφορὰ τους σὲ ἄλλη τοποθεσία, καὶ σπάνια σὲ νέο- ἵδρυσι τους[liv].
Ἡ Σλαβικὴ επομένως …μετονομασία ἀποκαλύπτει μᾶλλον τὴν οἰκιστικὴ προϋπάρχουσα ὀντότητα και τῶν χωριῶν μας μὲ ἑλληνόφωνο πληθυσμό, παρά το αντίθετο: ἄρα καὶ με τον «νόμο της εύλογης πιθανότητας», ἡ ἀρχὴ τους - «ὡς κοινότητες» - κατὰ πᾶσαν πιθανότητα πρέπει νὰ ἀναχθῆ στὶς ἀρχὲς ἤ κατὰ τὸ μέσον τοῦ 7ου αἰῶνος.
Βιβλιογραφία:
1. Αλεκάκης Παναγιώτης, «ΕΠΙΔΡΟΜΕΣ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΛΑΒΙΚΩΝ ΦΥΛΩΝ ΣΤΟ ΒΟΡΕΙΟΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ ΑΠΟ ΤΟΝ 6Ο ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ 8Ο ΑΙΩΝΑ». ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011
2. Ευ. Χρυσός, ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ, (Δ’ – ΣΤ’ ΑΙΝ), ΤΟΜΟΣ 23, ΙΩΑΝΝΙΝΑ, 1981
3. Γεώργιος Α. Λεβενιώτης, Η ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΣΛΑΒΙΚΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΤΗ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ ΚΑΙ Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 7ον αιώνα.
4. Γεώργιος Α. Λεβενιώτης, ΤΑ ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ (ΟΙΚΩΝΥΜΙΑ,ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ, ΔΑΝΕΙΑ ΠΡΟΣΗΓΟΡΙΚΑ) Crkvene studije, Ni{ / Church Studies, Nis 15-2018, 627-679
5. ΩΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΗΓΗ ΓΙΑ TH ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΣΛΑΒΙΚΗ ΠΑ-ΡΟΥΣΙΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ
6. Μαρία Νυσταζοπούλου Πελεκίδου, «4. Η αλήθεια για την εγκατάσταση των Σλάβων στον ελληνικό χώρο», Απόσπασμα από τον βιβλίο «όψεις της Βυζαντινής Κοινωνίας», Ιδρύματος Γουλανδρή Χορν, 1993,
7. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ ΚΑΤΣΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, Η ΣΕΡΒΙΚΗ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΑ ΜΕΣΑ TOY ΙΔ' ΑΙ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1989
8. ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΔΑΠΕΡΓΟΛΑΣ, ΣΛΑΒΙΚΕΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 9ο ΑΙΩΝΑ
9. ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΛΑΪΤΣΟΣ, Τα τοπωνύμια ως πηγή της Μεσαιωνικής Ιστορίας του Ασπροποτάμου, www.vlahoi.net/istories-gegonota/toponimia-aspropotamou
1. Τὸ τοπωνύμιο μᾶλλον «ὑβριδικὸ», δηλαδὴ «μεικτό», Ἑλληνο-σλαβικό»: παράγεται ἀπὸ τὸ ρῆμα λείβω καὶ ἀπὸ τὸ ἀσθενὲς του θέμα –λιβ, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχεται τὸ λιβάδι (όπως ἡ Λειβαδιὰ ἤ Λιβαδιά), σὲ αὐτὸ προστίθενται ἡ κατάληξι – ικὸς ἡ ὁποία ἐκφράζει προέλευσι καὶ σὲ αὐτὴ προστίθεται τὸ πρωτοσλαβικό συλλογικό ἐπίθημα -ista=( ἐκεῖνος ὁ τόπος) καὶ ἔτσι καταλήγουμε: Λιβ-ικ-ιστα= ὁ τόπος ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο αναβλύζουν, λιμνάζουν νερά… ὅπως μέχρι σήμερα στὴν τοποθεσία Λιβάδι. Αν επαληθευθή, τότε η ύπαρξι του χωριού είναι σίγουρα προ της εγκατοίκησης του σλαβικού φύλου των Βεγενητών δηλ. πρό της γ’ πολιορκίας της Θεσσαλονίκης από τους σλάβους του 614-616 μ.Χ, διότι η ονομασία Λιβίκιστα βασίστηκε σε ελληνόφωνη λέξι. Να τονισθή βέβαια ότι ο Φ. Μαλιγκούδης θεωρεί τις ετυμολογικές «ακροβασίες» αυτού του τύπου απαράδεκτες, με το επιχείρημα ότι οι «απολίτιστοι» Σλάβοι και με εξαιρετικά φτωχό λεξιλόγιο αγροτικού βίου χωρίς αφηρημένη ορολογία, δεν θα μπορούσαν να ονοματοθετούν με «γραμματικές» γνώσεις. Κατά τον Ζακυνθινό όμως με «μεικτή» ετυμολογία ερμηνεύονται τοπωνύμια, όπως: Μεσολόγγι, Απρόβαλτος, Παλιοστάνη, Παραλογγοί, κ.λπ., ιδέ και Αυτόθι Γ. Λεβενιώτη, σελ.636
2. Είναι η πιθανώτερη εκδοχή λόγω της ανυδρίας του τόπου. Ιδέ όλες τις εκδοχές στην εργασία του Δράκου Χαραλάμπους, Λέλοβα: Η εξήγηση και η σημασία της λέξης
- Σύμφωνα με διακεκριμένους γλωσσολόγους: Miklosich, Hilferding, , Meyer, η νεώτερη ελληνική γλώσσα δεν έχει υποστεί βασική σλαβική επίδραση, εξαιρουμένων μεμονωμένων λέξεων που έχουν διεισδύσει στο λεξιλόγιό της. Μερικές λέξεις σλαβικής προέλευσης που ενσωματώθηκαν στην Ελληνική είναι και οι : αστρέχα [το γείσο της στέγης], ασβός, βάλτος, βερβερίτσα, βουτσέλα, βελέντζα, βάβω/μπάμπω, βρικόλακας, γκλάβα , γκλαβανή [η καταπακτή], γρεντιά [ξύλινο δοκάρι], γκορτσιά (αγριοαχλαδιά), γκουσταρίτσα (σαύρα), κοτέτσι, λακκούβα, ζε{η}λενιά (αειθαλές δένδρο), καστραβέτσι (αγγούρι), κορύτα (ποτίστρα ζώων), λόγγα (δασωμένος τόπος), μπουχός (κουνιαρχτός), μπέμπελη (ιλαρά), πέστροφα, σανός, σβάρνα, στούμπος (γουδοχέρι, μεταφ. ο κοντόχονδρος), τζόρας (ο πεισματάρης που χρειάζεται ξύλο), τσάρος, τσέλιγκας , τσίπα τσούμπα (λόφος), κοτσιούμπα (το σύνολο των ριζών ενός δένδρου), χουγιάζω (ξεφωνίζω). Πανελλαδικά το κοινό, σλαβικής προέλευσης λεξιλόγιο, δεν υπερβαίνει τις 60 λέξεις: (Λεβενιώτης σελ. 664./ Ο Φ. Μαλιγκούδης , Γ. Λεβενιώτης και η Μαρία Νυσταζοπούλου Πελεκίδου - όπως ειπώθηκε - θεωρούν ότι «ορισμένα σλαβικά τοπωνύμια δεν αποτελούν πρωτογενείς σλαβικές ονοματοθεσίες, άλλα οφείλονται σε δευτερογενείς σχηματισμούς, γιατί, παρόλο πού προέρχονται από λέξεις σλαβικές, δόθηκαν στο χώρο πιθανόν άπό τρίτους φορείς, Έλληνες, Βλάχους , Βούλγαρους η Αλβανούς, και όχι από τούς ίδιους τους Σλάβους. Έτσι λέξεις σλαβικές πού πέρασαν στο καθημερινό ελληνικό λεξιλόγιο, πού μεταπλάστηκαν σύμφωνα με τους κανόνες της ελληνικής γλώσσας, όπως π.χ. οι λέξεις λόγγος, λαγκάδι, στάνη, τζέρος, βάλτος, στάλος, οβορός κ.ά., και δόθηκαν από Έλληνες κατοίκους σε διάφορους τόπους, δέν μπορούν να θεωρηθούν τοπωνύμια σλαβικά, είναι απλώς λεξιλογικά δάνεια» Μαρία Νυσταζοπούλου Πελεκίδου, «4. Η αλήθεια για την εγκατάσταση των Σλάβων στον ελληνικό χώρο
4. Γεώργιος Α. Λεβενιώτης, ΤΑ ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ (ΟΙΚΩΝΥΜΙΑ, ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ, ΔΑΝΕΙΑ ΠΡΟΣΗΓΟΡΙΚΑ)…, σελ.659
1. Η πρώτη επίσημη ιστορική αναφορά με χρονολογία καταγράφεται στο Α΄ Χρυσόβουλον τοῦ Αὐτοκράτορα Ανδρονίκου τοῦ πρεσβυτέρου, τό ὁποῖο ἐκδόθηκε τό Φεβρουάριο τοῦ 1319. Επίσης αναφέρεται και στό Β΄ Χρυσόβουλον από τον ίδιο αὐτοκράτορα, πού ἐκδόθηκε τό 1321. πηγή: http://www.imioanninon.gr
2. Για την ακριβή και λεπτομερή Γεωμορφολογία της Ηπείρου ( της Επ. Παλαιάς Ηπείρου) ιδέ: ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΡΑΚΟΥΛΗ, ΤΟ ΔΙΚΤΥΟ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ, ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ, ΤΟΜΟΣ 29ος , σελ.202
3. Λάκκα: μεγάλη έκτασι εδάφους που σχηματίζεται ως μορφή κοιλώματος (εκτεταμένη γούβα) σε σχέσι με τις γύρω περιοχές και διαμορφωμένη ανάμεσα από οροπέδια.
4. Τα είκοσι έξι χωριά είναι: Μπεστιά, Ρωμανό, Σιστρούνι, Σμυρτιά, Σερζιανά, Αλεποχώρι Μπότσαρη, Παλαιοχώρι Μπότσαρη, Πεντόλακκος, Βαργιάδες, Αρδοση, Ελαφος, Αχλαδέα, Γεωργάνοι, Δερβίζιανα, Λίππα, Ζωτικό, Καταμάχη, Αγιος Ανδρέας, Βαλανιδιά , Κουμαριά, Μπαουσιοί, Παρδαλίτσα, Ασπροχώρι, Πλατάνια, Αγιος Νικόλαος, Ανθοχώρι.
- πατριά η [patriá] : (κοινων.) 1. το σύνολο των προγόνων, το γενεαλογικό δέντρο από την πλευρά του πατέρα. 2. μορφή πρωτόγονης κοινωνικής οργάνωσης, είδος ευρύτερης οικογένειας (ή κοινωνικής ομάδας), τα μέλη της οποίας συνδέονται με δεσμούς που απορρέουν αποκλειστικά από την πατρική γενεαλογική γραμμή. [λόγ.< αρχ. πατριά] ΠΗΓΉ: http://www.greek-language.gr
6. Μικρή συνοικία (μαχαλάς) που ανάλογα με την αύξησι του πληθυσμού ή δημιουργία όμορων άλλων, συγχωνεύονταν σε «χωρίον», χωριό.
7. ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΛΑΪΤΣΟΣ, Τα τοπωνύμια ως πηγή της Μεσαιωνικής Ιστορίας του Ασπροποτάμου, www.vlahoi.net/istories-gegonota/toponimia-aspropotamou
8. «Παλαιόκαστρο». Το γνωστό και από τον Σπ. Μουσελίμη «κάστρο» που βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο της ρεματιάς στην προέκτασι της «λοφοσειράς» του Αϊ – Γιώργη. Αναφέρεται και στο πωλητήριο του τσιφλικά Αμπεντίν Πρόνιο με την φράσι: «το στεφάνι πέρα και το Παλαιόκαστρο».
9. Παλιοχώρης: Στο χωριό μας ονομάζεται ο ένας από τους δύο μεγάλους χειμάρρους· είναι ο δεύτερος που συναντά κανείς μπαίνοντας στο χωριό αφού περάσει κάτω από τους Διαμανταίους τον πρώτο χείμαρρο τον επωνομαζόμενο «Πλάτανο». «Παλιοχώρης» ονομάστηκε επειδή διαχώριζε το «παλαιό χωριό» (που σε ευθεία γραμμή μπορεί να υποθέσει κανείς να ξεκινά από τους Παπαζηκαίους και να φθάνει ως τον Αγιο Μηνά , με προσανατολισμό προς την Νότια πλευρά δηλαδή του Χωριού), από τον καινούριο οικισμό που εγκαταστάθηκε στην βόρεια μάλλον πλευρά του, προς την πλευρά δηλαδή Διαμανταίων και των Πασχαίων.
- Παλαιά τοποθεσία με πυκνούς θάμνους, κυριολεκτεί ως λαγκάδι, ρεματιά, έδαφος που σχηματίζει κοιλότητα, επικλινής δασώδης πλαγιά.
11. Παλαιά τοποθεσία η οποία: ή λειτουργούσε ως γιδότοπος (βοσκής) . Η λέξι «Ράγ(γ)κος λειτουργεί ως επωνυμία προσώπων και προέρχεται μάλλον από την Λατινική που σημαίνει «Κουρέλι», «Κουρελής»
12. Η τοποθεσία που βρίσκεται το σημερινό Δημοτικό Σχολείο. Από τα Οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα του 1551 (ΤΤ273) και από εκείνα του 1591 (ΤΤ608) μαθαίνουμε την έντονη καλλιέργεια των αμπελιών από τους κατοίκους του χωριού Λιβικίστης της εποχής εκείνης. Φυσικά δεν γνωρίζουμε από πόσο «παλαιά» διασώζεται.
13. Η λέξι «Μακρούσα» παραπέμπει σε βλάχικο, αλλά και Ποντιακό ιδιωματισμό που σημαίνει την γυναίκα υψηλού αναστήματος. Στην Κύπρο εκφράζει την μακριά πλευρά του μαξιλαριού και του κεντήματος. Πιθανόν μεταφορικά να υπονοεί την εικονική όψι της τότε τοποθεσίας.
14. Τοποθεσία κοντά στις Λίππες, στην διασταύρωσι του δρόμου Ζωτικού- Αγιος Ανδρέας (Λιβιάχοβο). Η λέξι είναι μάλλον παλαιο-σλαβική και σημαίνει με επιφύλαξι «κάδος», γι’ αυτό θεωρείται … παλαιότερη, δηλαδή του 6ου – 7ου αιώνος. Πρόκειται ή για μεγάλο ξύλινο Κάδο για οικιακή χρησιμότητα (συγκέντρωσι αγαθών, γαλακτοκομικά, ή δημητριακά. Νύξι πως η λέξι παραπέμπει στην ύπαρξι κάποιου οκισμού στον χώρο εκείνο, ίσως νομαδικού και παροδικού χαρακτήρα. Επειδή όμως υπάρχει πηγή νερού στην τοποθεσία, που διασώζεται μέχρι σήμερα, πιθανόν να σημαίνει και μεγάλη γούρνα νερού που συγκεντρώνει νερό μοιάζοντας με Κάδο. «Παλιό-καδος», «παλιό-γουρνα». Ίσως να ταιριάζει περισσότερο, αν συνδυαστεί και με το διπλανό τοπωνύμιο «Μ(ο)υτσάλα» - και αυτό μάλλον παλαιοσλαβικής προέλευσης- που σημαίνει: νερότοπος, λασπότοπος, γληνότοπος.
15. Ή έπαρχία Epirus Vetus αναφέρεται για πρώτη φορά στο ανώνυμο κείμενο Laterculus Veronensis . Περιλαμβάνει τήν περιοχή άπό τις έκβολές του ’Αχελώου ώς τά Κεραύνια ’Όρη. ’Ανατολικά τά όρια της μέ τήν έπαρχία Θεσσαλίας προσδιορίζονται με την οροσειρά τής Πίνδου, ένώ πρός δυσμάς περιλαμβάνονται τά νησιά Κέρκυρα, Λευκάδα καί ’Ιθάκη. Η Νικόπολι είναι ή πρωτεύουσα του επαρχιακού διοικητή, μέ τό άξίωμα του ήγεμόνος-praeses με προίκα όλα τά νομικά χαρακτηριστικά τής τότε πόλεως- civitas, όπως αυτά ίσχυαν κατά τούς ύστερους ρωμαϊκούς καί τούς πρωτοβυζαντινούς χρόνους (βουλή μέ άρμοδιότητες στήν τοπική διοίκησι, αγορά, υπηρεσία συλλογής των φόρων και έδρα χριστιανικής Επισκοπής.
16. Κατά τον Δημ. Δρακούλη: «ίσως ήδη πριν από το 327 μ.Χ., η Διοίκησις Μοισιών χωρίζεται στις Διοικήσεις Δακίας και Μακεδονίας και η Provincia Epirus Vetus υπάγεται στη δεύτερη, σύμφωνα με τη Notitia Dignitatum» . Δημήτρης Π. Δρακούλης, ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ, ΤΟΜΟΣ 29ος, ΤΟ ΔΙΚΤΥΟ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ, Θες/κη 2009, σελ.200
17. Laterculus Veronensis V. 9 καί 10, εκδ. Ο. Seeck, Notitia dignitatum accedunt Notitia urbis Constantino-politanae et Latercula provinciarum, Stuttgart 1876. Η πιο πρόσφατη κριτική έκδοση είναι αυτή του 1982 από τον καθηγητή κλασσικών σπουδών τον Tόμοθυ Μπαρνς. Πιστεύεται ότι απεικονίζει πιστά την έπαρχιακή διοίκηση τής τότε αύτοκρατορίας, χρονολογούμενο ύποθετικά μεταξύ των έτών 312 καί 314 μ.Χ., Είναι μια απαράμιλλη πηγή για την γεωγραφία του βυζαντινού κόσμου.
18. Από το Εγκώμιο του Έπαρχου του Ιλλυρικού Μαμερτίνου για τον Ιουλιανό: «’Ανανεώθηκαν τά τείχη, άρχισε πάλι νά τρέχει καθαρό νερό άπό τά υδραγωγεία, οί πλατείες, οί λεωφόροι καί τά γυμναστήρια ξαναγέμισαν άπό χαρούμενους πολίτες, ξανάρχισαν νά τελούνται οί παλαιές γιορτές καί εγκαινιάσθηκαν νέες πρός τιμήν τοῦ αυτοκράτορα» Ευ. Χρυσός, ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ, (Δ’ – ΣΤ’ ΑΙΝ), ΤΟΜΟΣ 23, ΙΩΑΝΝΙΝΑ, 1981, σελ.22-24
20. Ο Ιεροκλής ήταν Βυζαντινός Γραμματικός όπως μας πληροφορεί ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος στο έργο του «Περί Θεμάτων», ο οποίος φέρεται ως συγγραφέας του καταλόγου «Συνέκδημος» κατά την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού.
21. Σύμφωνα με τον Δημ. Δρακούλη οι πόλεις είναι 920.
22. Όλα τα κάτωθι στοιχεία είναι από τις μελέτες του Δημητρίου Δρακούλη. ιδέ βιβλιογραφία
23. «Οι αριθμοί μέσα στις αγκύλες δηλώνουν τον αριθμό μητρώου, που έχει ο κάθε οικισμός. Ο αριθμός αυτός εμφανίζεται και στους πίνακες, όπου και οι αντίστοιχες βιβλιογραφικές αναφορές για τους επιμέρους οικισμούς» πηγή: Δημ. Δρακούλης, ΤΟ ΔΙΚΤΥΟ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ, Βυζαντινά, τόμ. 29ος σελ.208
24. «Ως οικο-γεωγραφικές υπο-περιοχές θεωρούνται φυσικές περιοχές με κοινά φυσικο- γεωγραφικά - οικολογικά χαρακτηριστικά, όπως λεκάνες απορροής ποταμών με φυσικά όρια τους υδροκρίτες» Δημ. Δρακούλης, Αυτόθι
25. Προκόπιος, De bello Gothico IV 22, 17/18 καί 30 - 32.
26. Αναφέρεται από τον Προκόπιο όμως για την ταυτοποίησί της οι μελετητές ερίζουν χωρίς αναμφισβήτητα επιχειρήματα.
- Κατά τον Παυσανία (Ελλάδος Περιήγησις X, 4, 1) ένας οικισμός για να προσδιορίζεται ως πόλι πρέπει να περιλαμβάνει: δημόσια κτήρια, γυμνάσιο, θέατρο, κρήνες και αγορά. Στην πρωτοβυζαντινή όμως εποχή, η μορφή της αρχαίας πόλης βρίσκεται σε παρακμή, σύμφωνα με την Dr Jasna Aleksova: Τώρα «μαζί με τα θέατρα και τους άλλους θεσμούς τους, έχασαν τη λαμπρότητά τους και ο ισχυρότερος θεσμός της πόλης είναι πλέον ο Επίσκοπος».( «Αρχαίες πόλεις και κώμες» Αρχαιολογία και Τέχνες (64-4). Κατά τον Ιουστινιάνειο Κώδικα (Διάταξη I, 3, 35), για να χαρακτηριστεί ένας αστικός οικισμός ως πόλη έπρεπε: "... έχειν έκ παντός τρόπου, άχώριστον καί ίδιον Επίσκοπον”, με την διαπίστωσι ίσως ότι αυτό βοηθούσε τα μάλα στην συνοχή του επαρχιακού κυρίως πληθυσμού, όπου η εθνική ανομοιογένεια ήταν δεδομένη. Ο Επίσκοπος με την θρησκευτική ιδιότητα της δογματικής ενότητας λειτουργεί και ως πολιτικός παράγοντας της κρατικής ενότητας. Ιδέ και Σπύρο Τρωιάνο, ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, εκδ. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΚΟΜΟΤΙΝΗ 2011, σελ. 33
28. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Οι αγροτικές σχέσεις στο Βυζάντιο, www.persee.fr/doc/ista,1994_act_508
- Νικόλαος Σβορώνος, Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, Ή έγγειος κτήση: μεγάλη και μικρή ιδιοκτησία, ΙΕΕ, εκδ. Αθηνών, τόμ. Ζ’σελ.297- 303 και , του ιδίου: ΤΟ ΝΕΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ, Οικονομική Αναδιάρθρωση, Ι.Ε.Ε., τόμ. Η’ σελ.186-191.
30. Δημ. Δρακούλης, ΤΟ ΔΙΚΤΥΟ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΗΠΕΙΡΟΥ…σελ.207
31. «ο όρος χωρίον, αφορά στα όρια αγροκτημάτων», ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Οι αγροτικές σχέσεις στο Βυζάντιο
32. Εἶναι φράσι ἀπὸ τὸν Ἀριστοτέλη: ἐν τῇ λογικὴ τοῦ Ἀριστ., «ἡ εἰς τὸ ἀδύνατον ἀπαγωγή», ἡ ἔμμεσος ἀπόδειξι. Συνιστᾶ εὐρύτερα τὴν συλλογιστικὴ μέθοδο κατὰ τὴν ὁποία ἀποδεικνύεται ἡ ἀλήθεια μιᾶς πρότασης μὲ βάσι τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀντίθετη τῆς εἶναι ψευδὴς ἢ λανθασμένη. Ὑπάρχει καὶ ἡ ἄποψι ὅτι ἡ φράσι θὰ ἔπρεπε νὰ διατυπώνεται ὀρθότερα: "ἡ εἰς ἄτοπον ἐπαγωγὴ"
33. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Οι αγροτικές σχέσεις στο Βυζάντιο…
34. ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, "Γεωργικός Νόμος"
35. Γεώργιος Α. Λεβενιώτης, Μεσαιωνική Μακεδονία και σλαβικά φύλα στην ιστοριογραφία της FYROM, σελ.88-89
36. Ο Ιστορικός Ζώσιμος στην «Νέα Ιστορία» του, 5ον βιβλίο, κεφ.26. αναφέρει: «Πάσαν δε την 'Ελλάδα λησάμενος Άλάριχος άνεχώρησεν… διατριβών δέ έν ταις Ήπείροις, ήν οίκούσι Μολοττοί τε καί Θεσπρωτοί καί όσοι τα μέχρις Έπιδάμνου καί Ταυλαντίων οίκούσι χωρία»
37. Ευ. Χρυσός, ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ, (Δ’ – ΣΤ’ ΑΙΝ), ΤΟΜΟΣ 23, ΙΩΑΝΝΙΝΑ, 1981, σελ.64
38. Προκόπιος, De bello Gothico IV 22, 17/18 καί 30 – 32. Ο Ευ. Χρυσός αμφισφητεί την επιδρομή στην Δωδώνη, μια μικρή και ανυπόληπτη πλέον πόλι , όπως και την κατάληψι της Νικόπολης γιατί ο Τοτίλας δεν είχε πολιορκητικό μηχανισμό πόλεων και εξ άλλου τον ενδιέφερε πάνω απ’ όλα να καταστρέψει τον Βυζαντινό στόλο που θα μετέφερε εφόδια στον στρατηγό Ναρσή, σελ.67-68.
39. Ν. Κ. Μουτσόπουλος, η Πόλις στην πρωτοβυζαντινή περίοδο, Αρχαιολογία και Τέχνες, 64-6
40. Νησίδα, Θύλακας σλαβικού πληθυσμού με τη μορφή αυτόνομης κοινότητας/ «Οι σκλαβηνίες ήταν γενικά «κατεσπαρμένες», ανάμεσα στο παλαιότερο πληθυσμιακό υπόστρωμα, και ενταγμένες στο ευρύτερο διοικητικό, οικονομικό και στρατιωτικό πλαίσιο της αυτοκρατορίας». Γεώργιος Α. Λεβενιώτης, Μεσαιωνική Μακεδονία και σλαβικά φύλα στην ιστοριογραφία της FYROM, ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ, Τόμος 30ος, σελ.104
41. Για το θέμα ο Μιχαήλ Μπασιάκος (πρόεδρος του Κέντρου Ιστορικών Μελετών Θεσπρωτίας), αναφέρει ότι ο Βούλγαρος ακαδημαϊκός Vladimir Georgiev παρατήρησε ότι αυτό το άπαξ λεγόμενον «Βαϊουνίτες», δεν αφορά κάποιο εθνωνύμιο. αλλά είναι το όνομα των πολεμιστών (vajъnit) με ελληνική κατάληξι, {πράγμα που υποδηλώνει είτε επίδραση της βυζαντινής διοίκησης, είτε τοπική ελληνοφωνία), ενώ ο Meyer, ο Vasmer, ο Μαλιγκούδης κι ο Κώστας Οικονόμου, θεωρούν ότι το όνομα είναι μεν σλαβικό, αλλά προέρχεται από το vagan το ξύλινο βαρέλι. Ο Αθανάσιος Πετρίδης από το 1871 πρώτος υποστήριξε ότι η ονομασία της Βαγενετίας, προέρχεται «…εκ του Αλβανοπελασγικού «βάγεβέντ» (τόπος ελαίου). Ο καθηγητής Ευάγγελος Πριώνης θεωρεί ότι προέρχεται συγκεκριμένα από την Αλβανική λέξη vaji-i πληθ. –a, «ελαιώνας», Βαγινιτία >Βαγενητία.: Μιχάλη Πασιάκου (Η ομιλία στο Διεθνές Αρχαιολογικό και Ιστορικό Συνέδριο για τη Θεσπρωτία), periodikostep.gr/ Δεκέμβριος 2016
42. Ευ. Χρυσός, ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ, (Δ’ – ΣΤ’ ΑΙΝ), ΤΟΜΟΣ 23, ΙΩΑΝΝΙΝΑ, 1981, σελ. 71
43. Γεώργιος Α. Λεβενιώτης, Η ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΣΛΑΒΙΚΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΤΗ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ ΚΑΙ Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 7ον αιώνα .σελ.260-261
44. Μαρία Νυσταζοπούλου Πελεκίδου, «4. Η αλήθεια για την εγκατάσταση των Σλάβων στον ελληνικό χώρο», Απόσπασμα από τον βιβλίο «όψεις της Βυζαντινῆς Κοινωνίας», Ιδρύματος Γουλανδρή Χορν, 1993, από : www.istorikathemata.com/201005/blog-post_22.html// Ο Vasmer τo 1942 διαπίστωσε ότι από το σύνολο των 412 σλαβικών τοπωνυμιών τα 334 υπήρχαν στον Νομό Ιωαννίνων και τα υπόλοιπα 78 βρέθηκαν στους νομούς Άρτας και Πρέβεζας.. .
45. Γεώργιος Α. Λεβενιώτης, Μεσαιωνική Μακεδονία και σλαβικά φύλα στην ιστοριογραφία της FYROM, ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ, Τόμος 30ος σελ.85, Του ιδίου: ΤΑ ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ (ΟΙΚΩΝΥΜΙΑ, ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ, ΔΑΝΕΙΑ ΠΡΟΣΗΓΟΡΙΚΑ) ΩΣ ΙΣΤΟΡΙ-ΚΗ ΠΗΓΗ ΓΙΑ TH ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΣΛΑΒΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ, Crkvene studije, Ni{ / Church Studies, Nis 15-2018, 627-679, σελ. 659
- Κριτική στον Μάξ Φάσμερ άσκησαν και οι: ο γλωσσολόγος, λεξικογράφος Δ. Ι. Γεωργακάς, ο ιστορικός Κ. Άμαντος, ο βυζαντινολόγος Δ. Ζακυθηνός, ο λαογράφος Στίλπων Κυριακίδης , κ. ά.
47. Max Vasmer, διαχώρισε τα σλαβικά τοπωνύμια ταξινομώντας τα ανάλογα με τις καταλήξεις τους. Από τις 27 που καταχώρησε διέκρινε από αυτές τις εξής τέσσερις κύριες:
α) – ίτσα: προέρχεται από την αρχική σλαβική κατάληξη – ic (-ιτς),
β) –ιστα: προέρχεται από το αρχικό σλαβικό επίρρημα –isce το οποίο έμπαινε σ’ ένα όνομα για να δηλώσει τον τόπο όπου βρισκόταν ένα πράγμα ή πρόσωπο
γ) –οβα, -οβο: προέρχεται από την αρχική σλαβική κατάληξη –οv, -ονα, -ονο, (όβ, όβα,οβο) που σήμαινε τον κτήτορα, αυτόν δηλαδή στον οποίο ανήκει κάτι
δ) –ανη, -ιανη: προέρχεται από τη σλαβική κατάληξη –ani (-jani) ή –ane, που είναι πληθυντικού αριθμού και φανερώνει εθνικά ονόματα ή ενδείξεις κοινωνικών τάξεων.
48. ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΔΑΠΕΡΓΟΛΑΣ, ΣΛΑΒΙΚΕΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 9ο ΑΙΩΝΑ, σελ. 134
49. Γεώργιος Α. Λεβενιώτης, ΤΑ ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ (ΟΙΚΩΝΥΜΙΑ, ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ, ΔΑΝΕΙΑ ΠΡΟΣΗΓΟΡΙΚΑ) ΩΣ ΙΣΤΟΡΙ-ΚΗ ΠΗΓΗ ΓΙΑ TH ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΣΛΑΒΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ, Crkvene studije, Ni{ / Church Studies, Nis 15-2018, 627-679, σελ. 636
50. γραπτές πηγές: η αγιογραφική συλλογή, γνωστή ως «Θαύματα του Αγίου Δημητρίου», Προκόπιος ( 6ος αι.), Το Στρατηγικόν του (Ψευδο) Μαυρικίου (6ος - 7ος αι.), Θεοφύλακτος Σιμοκάττης (6ος - 7ος αι.), Νικηφόρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (8ος-9ος αι.), Θεοφάνης ο Ομολογητής (9ος αι.), Ιωάννης Καμινιάτης (9ος - 10ος αι.), Κωνσταντίνος Ζ' Πορφυρογέννητος (10ος αι.), Το Χρονικό του Νέστορος, από τα παλαιότερα σλαβικά κείμενα που συντάχθηκε στο Κίεβο το 1113, Μοναχολόγια, μολυβδόβουλα και χρυσόβουλα αυτοκρατορικά που διασώθηκαν σε μονές του Αγίου Όρους
51. Γεώργιος Α. Λεβενιώτης, ΤΑ ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ (ΟΙΚΩΝΥΜΙΑ, ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ, ΔΑΝΕΙΑ ΠΡΟΣΗΓΟΡΙΚΑ)…, σελ. 630-632
52. Σχετικά με την χρονολόγησι και την αξιοπιστία των κάτωθι πηγών ιδέ: Αλεκάκης Παναγιώτης, «ΕΠΙΔΡΟΜΕΣ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΛΑΒΙΚΩΝ ΦΥΛΩΝ ΣΤΟ ΒΟΡΕΙΟΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ ΑΠΟ ΤΟΝ 6ον ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ 8ον ΑΙΩΝΑ». ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011 :Ι. η αγιογραφική συλλογή, γνωστή ως «Θαύματα του Αγίου Δημητρίου», ΙΙ. Ιστορικές πηγές: α. Προκόπιος ( 6ος αι.), β. Το Στρατηγικόν του (Ψευδο) Μαυρικίου (6ος - 7ος αι.), γ. Θεοφύλακτος Σιμοκάττης (6ος - 7ος αι.), δ. Νικηφόρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (8ος-9ος αι.), ε. Θεοφάνης ο Ομολογητής (9ος αι.), στ. Ιωάννης Καμινιάτης (9ος - 10ος αι.), ζ. Κωνσταντίνος Ζ' Πορφυρογέννητος (10ος αι.). ΙΙΙ. Το Χρονικό του Νέστορος, από τα παλαιότερα σλαβικά κείμενα που συντάχθηκε στο Κίεβο το 1113,, IV. Μοναχολόγια, μολυβδόβουλα και χρυσόβουλα αυτοκρατορικά που διασώθηκαν σε μονές του Αγίου Όρους.
53. Γεώργιος Α. Λεβενιώτης, Μεσαιωνική Μακεδονία και σλαβικά φύλα στην ιστοριογραφία της FYROM, ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ, Τόμος 30ος σελ.105, και του ιδίου, ΤΑ ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ (ΟΙΚΩΝΥΜΙΑ, ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ, ΔΑΝΕΙΑ ΠΡΟΣΗΓΟΡΙΚΑ)…, σελ..659 //Οἱ Βυζαντινοὶ δὲν εἶχαν ποτὲ πρόβλημα μὲ τὴν Ἐθνογραφικὴ σύστασι τῆς Αὐτοκρατορίας, ἀντίληψι ποὺ κληρονόμησαν καὶ ἀπὸ τὴν Ρωμαϊκὴ παράδοσι. Ἡ Ἐπικράτεια ἦταν πολυεθνικὴ μὲ Ἑλληνικὴ γλώσσα ἀπὸ τὸν 6ον αἰῶνα , καὶ μὲ Χριστιανικὴ πίστι ἐκφραζομένη ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. (Γιατί το Βυζάντιο - Ελένη Γλυκατζή Αρβελέρ)
54. Σωτ. Δάκαρη, Ἰωάννινα ἡ νεώτερη Εὔροια, Ἠπειρωτικὴ Ἑστία, 1958, τομ. 1ος, σελ. 538 – 554./ και Ν. Κ. Μουτσόπουλο, «Η Πόλις στην πρωτοβυζαντινή περίοδο», Αρχαιολογία και Τέχνες, 64-66