ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Το Φεβρουάριο του 1821 ο έλληνας στρατηγός του ρώσικου στρατού, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, αναλαμβάνει την καθοδήγηση της ελληνικής μυστικής επαναστατικής οργάνωσης, της Φιλικής Εταιρείας. [Αλέξανδρος Υψηλάντης 1792-1828] Επικεφαλής ενός μικρού σώματος επίλεκτων Ελλήνων, περνά τον ποταμό Προύθο, που οριοθετούσε τότε τη Ρωσία από την τουρκοκρατούμενη Ρουμανία, παραιτείται από το στρατό του τσάρου και κηρύσει την έναρξη της Επανάστασης στο Ιάσιο.
Ο Υψηλάντης, ο οποίος ήταν υπασπιστής του αυτοκράτορα της Ρωσίας και είχε ξεκινήσει την επανάσταση από ρωσικό έδαφος, ζήτησε με επιστολή του τη συμπαράσταση της Ρωσίας στον αγώνα του για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Ο ρώσος αυτοκράτορας, όμως, αποδοκίμασε τον Υψηλάντη. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, μετά την ήττα στο Δραγατσάνι στις 7 Ιουνίου 1821, συνελήφθη στην Τρανσυλβανία από τους Αυστριακούς. Αποφυλακίστηκε το 1827 και δύο μήνες αργότερα ο Υψηλάντης πέθανε στη Βιέννη, 36 ετών. Παρά την αποτυχία της, η επαναστατική κίνηση του Υψηλάντη αποτέλεσε το έναυσμα του ξεσηκωμού.
Οι Έλληνες ξεσηκώνονται εναντίον των Τούρκων και μέχρι το Μάρτιο του 1822 επαναστατικές εξεγέρσεις έχουν ξεσπάσει από την Κρήτη έως τη Μακεδονία. Την εποχή αυτή ο πληθυσμός της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας και της Εύβοιας αποτελείτο από 705.850 Έλληνες και 63.600 Τούρκους. Στην Πελοπόννησο οι Έλληνες κυριεύουν τα φρούρια ή υποχρεώνουν τους Τούρκους να κλειστούν μέσα σε αυτά. Ο επίσκοπος Μεθώνης, Γρηγόριος Παπαθεοδώρου, στις 29 Μαρτίου 1821, μαζί με οπλαρχηγούς της περιοχής, ανάγκασε τους Τούρκους να περιοριστούν στο φρούριο της Μεθώνης και κατευθύνθηκε στην Πύλο, για να συμμετάσχει στον ξεσηκωμό που είχαν οργανώσει οι πύλιοι Φιλικοί, οι αδελφοί Οικονομίδη. Οι Έλληνες θα πολιορκήσουν το Νιόκαστρο τον Απρίλιο του 1821 και θα το καταλάβουν ύστερα από πολύμηνη πολιορκία στις 7 Αυγούστου. Το Παλιόκαστρο πέφτει στα χέρια των επαναστατών αμέσως μετά, αλλά τα φρούρια της Μεθώνης και της Κορώνης ποτέ, μέχρι το τέλος της Επανάστασης, δεν κατορθώνουν οι Έλληνες να τα καταλάβουν. Οι Έλληνες θα κρατήσουν το Νιόκαστρο, το Παλιόκαστρο και τη γύρω περιοχή μέχρι το 1825, που ήταν μια δύσκολη χρονιά, διότι οι καταξιωμένοι αρχηγοί, εξαιτίας των πολιτικών αντιθέσεων, είχαν παραγκωνιστεί ή βρίσκονταν στη φυλακή και οι υπεύθυνοι για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις ήταν ανίκανοι να κατευθύνουν τον απελευθερωτικό αγώνα.
Τότε, ο Μωχάμετ Αλη, πασάς της Αιγύπτου, ενισχύει τους Τούρκους στην προσπάθειά τους να καταπνίξουν την επανάσταση στέλνοντας το γιό του Ιμπραήμ σε εκστρατεία στην Πελοπόννησο (1824-1827). Ως ανταμοιβή θα του παραχωρηθούν η Κρήτη, την οποία κράτησε ως το 1841, και η Θάσος η οποία παρέμεινε στην κυριαρχία της Αιγύπτου έως το 1908. Ο Ιμπραήμ αποβιβάστηκε το Φεβρουάριο με τα πρώτα στρατιωτικά του τμήματα στη Μεθώνη, αρχίζοντας την εκστρατεία του στην Πελοπόννησο. [Ιμπραήμ πασάς 1789-1848] Η επαναστατική κυβέρνηση που έδρευε στο Ναύπλιο ολιγώρησε και έτσι ο Ιμπραήμ συνέχιζε να αποβιβάζει στη Μεθώνη όλο και περισσότερα στρατεύματα από την Αίγυπτο. Η Μεθώνη και η Κορώνη, στην οποία έσπευσε να διαλύσει το σώμα των Ελλήνων που την πολιορκούσε δεν θα μπορούσαν, όμως να γινουν βάσεις του στόλου του. Ο κόλπος του Ναβαρίνου ήταν ιδανικός και, για να προωθηθεί σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, έβαλε ως πρώτους στόχους την κατάληψη των δύο φρουρίων του κόλπου, της Σφακτηρίας, καθώς και την εξασφάλιση της επικοινωνίας του Νιόκαστρου με τη Μεθώνη. Η επαναστατική κυβέρνηση κινητοποιήθηκε πολύ αργά, στέλνοντας στην περιοχή πλοία και στρατό για την ενίσχυση των φρουρίων. Ο κόλπος του Ναβαρίνου έγινε πολύ γρήγορα το επίκεντρο των επαναστατικών επιχειρήσεων. Ο Ιμπραήμ, πριν ακόμη φτάσουν οι πρώτες ενισχύσεις του, βομβάρδισε ανελέητα το Νιόκαστρο, προμήνυμα της μεγάλης επιχείρησης που οργάνωσε για την κατάληψη της Σφακτηρίας και του Ναβαρίνου. Στις 15 Μαρτίου οι Αιγύπτιοι επιτίθενται στον Σχοινόλακκα, αλλά απωθούνται με μεγάλες απώλειες και στις 7 Απριλίου σε σύγκρουση στο Κρεμμύδι 3.250 Έλληνες νικήθηκαν αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 600 νεκρούς.
Ο Μακρυγιάννης, ένας από τους σημαντικότερους αρχηγούς της Επανάστασης, με δύναμη Ρουμελιωτών κατέβηκε από τους Γαργαλιάνους στο εγκαταλελειμμένο και αφρούρητο Παλιόκαστρο όπου, πριν μεταβεί στο Νιόκαστρο, οργάνωσε την αντίσταση κατά των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ. [Ιωάννης Μακρυγιάννης 1797-1864] Στη Σφακτηρία αποβιβάστηκαν τουρκοαιγυπτιακά πληρώματα, που κατάφεραν, ύστερα από σκληρό αγώνα, να νικήσουν τους Έλληνες που την υπεράσπιζαν. Συντελέστηκε τότε μια από τις μεγαλύτερες σφαγές της Επανάστασης. Σκοτώθηκαν 350 Έλληνες, και ανάμεσα τους ο Αναγνωσταράς, ο Γιάννης Μαυρομιχάλης, ο Τσαμαδός και ο Σαχίνης αλλά και ο ιταλός κόμης Σανταρόζα. Τα οκτώ ελληνικά πλοία που είχε αφήσει στο Ναβαρίνο ο υδραίος ναύαρχος Μιαούλης, για να ανεφοδιάσουν τους πολιορκημένους του Νιόκαστρου, κατάφεραν να διασπάσουν τον κλοιό των αιγυπτιακών πλοίων και να σωθούν. Στην έξοδο από τον κόλπο, ο «¶ρης», το πλοίο του υδραίου ναυτικού Τσαμαδού, που είχε λάβει μέρος στις περισσότερες ναυμαχίες της Επανάστασης, ύστερα από τιτάνιο αγώνα κατόρθωσε, μόνο του, να σωθεί, με πλοίαρχο όχι τον ίδιο τον Τσαμαδό, ο οποίος σκοτώθηκε πολεμώντας στη Σφακτηρία, αλλά τον Νικόλαο Βότση, κυβερνήτη ενός άλλου πλοίου, το οποίο με άλλο καπετάνιο, λίγο πριν, είχε προλάβει να βγει από τον κόλπο.
Η επιτυχία του Ιμπραήμ στη Σφακτηρία ήταν η αρχή της ήττας των Ελλήνων. Στις 30 Απριλίου 1825 οι υπερασπιστές του Παλιόκαστρου συνθηκολόγησαν. Τότε αιχμαλωτίστηκε ο επίσκοπος Γρηγόριος και φυλακίστηκε στον οχυρό πύργο της Μεθώνης, στο Μπούρτζι, όπου πέθανε ύστερα από φρικτά βασανιστήρια. Στις 11 Μαΐου παραδόθηκε και το Νιόκαστρο. ‘Ετσι, τα φρούρια της Μεθώνης, της Κορώνης και του Νιόκαστρου προσέφεραν μια πανίσχυρη βάση εκκίνησης για τις επιδρομές του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, καθώς και της επικοινωνίας του με την Αίγυπτο για ανεφοδιασμό και ενισχύσεις. Ο Ιμπραήμ, σκοτώνοντας, λεηλατώντας και καταστρέφοντας, κατέλαβε την Τρίπολη και το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου. Το Δεκέμβριο του 1825 ο στόλος του Ιμπραήμ ξεκίνησε από τον κόλπο του Ναβαρίνου, για να δώσει το θανατηφόρο χτύπημα στο Μεσολόγγι. Οι Τουρκοαιγύπτιοι κράτησαν τα φρούρια της Μεσσηνίας, όπως και όλες τις περιοχές που κατέλαβαν το 1825.
Οι Έλληνες ξεσηκώνονται εναντίον των Τούρκων και μέχρι το Μάρτιο του 1822 επαναστατικές εξεγέρσεις έχουν ξεσπάσει από την Κρήτη έως τη Μακεδονία. Την εποχή αυτή ο πληθυσμός της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας και της Εύβοιας αποτελείτο από 705.850 Έλληνες και 63.600 Τούρκους. Στην Πελοπόννησο οι Έλληνες κυριεύουν τα φρούρια ή υποχρεώνουν τους Τούρκους να κλειστούν μέσα σε αυτά. Ο επίσκοπος Μεθώνης, Γρηγόριος Παπαθεοδώρου, στις 29 Μαρτίου 1821, μαζί με οπλαρχηγούς της περιοχής, ανάγκασε τους Τούρκους να περιοριστούν στο φρούριο της Μεθώνης και κατευθύνθηκε στην Πύλο, για να συμμετάσχει στον ξεσηκωμό που είχαν οργανώσει οι πύλιοι Φιλικοί, οι αδελφοί Οικονομίδη. Οι Έλληνες θα πολιορκήσουν το Νιόκαστρο τον Απρίλιο του 1821 και θα το καταλάβουν ύστερα από πολύμηνη πολιορκία στις 7 Αυγούστου. Το Παλιόκαστρο πέφτει στα χέρια των επαναστατών αμέσως μετά, αλλά τα φρούρια της Μεθώνης και της Κορώνης ποτέ, μέχρι το τέλος της Επανάστασης, δεν κατορθώνουν οι Έλληνες να τα καταλάβουν. Οι Έλληνες θα κρατήσουν το Νιόκαστρο, το Παλιόκαστρο και τη γύρω περιοχή μέχρι το 1825, που ήταν μια δύσκολη χρονιά, διότι οι καταξιωμένοι αρχηγοί, εξαιτίας των πολιτικών αντιθέσεων, είχαν παραγκωνιστεί ή βρίσκονταν στη φυλακή και οι υπεύθυνοι για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις ήταν ανίκανοι να κατευθύνουν τον απελευθερωτικό αγώνα.
Τότε, ο Μωχάμετ Αλη, πασάς της Αιγύπτου, ενισχύει τους Τούρκους στην προσπάθειά τους να καταπνίξουν την επανάσταση στέλνοντας το γιό του Ιμπραήμ σε εκστρατεία στην Πελοπόννησο (1824-1827). Ως ανταμοιβή θα του παραχωρηθούν η Κρήτη, την οποία κράτησε ως το 1841, και η Θάσος η οποία παρέμεινε στην κυριαρχία της Αιγύπτου έως το 1908. Ο Ιμπραήμ αποβιβάστηκε το Φεβρουάριο με τα πρώτα στρατιωτικά του τμήματα στη Μεθώνη, αρχίζοντας την εκστρατεία του στην Πελοπόννησο. [Ιμπραήμ πασάς 1789-1848] Η επαναστατική κυβέρνηση που έδρευε στο Ναύπλιο ολιγώρησε και έτσι ο Ιμπραήμ συνέχιζε να αποβιβάζει στη Μεθώνη όλο και περισσότερα στρατεύματα από την Αίγυπτο. Η Μεθώνη και η Κορώνη, στην οποία έσπευσε να διαλύσει το σώμα των Ελλήνων που την πολιορκούσε δεν θα μπορούσαν, όμως να γινουν βάσεις του στόλου του. Ο κόλπος του Ναβαρίνου ήταν ιδανικός και, για να προωθηθεί σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, έβαλε ως πρώτους στόχους την κατάληψη των δύο φρουρίων του κόλπου, της Σφακτηρίας, καθώς και την εξασφάλιση της επικοινωνίας του Νιόκαστρου με τη Μεθώνη. Η επαναστατική κυβέρνηση κινητοποιήθηκε πολύ αργά, στέλνοντας στην περιοχή πλοία και στρατό για την ενίσχυση των φρουρίων. Ο κόλπος του Ναβαρίνου έγινε πολύ γρήγορα το επίκεντρο των επαναστατικών επιχειρήσεων. Ο Ιμπραήμ, πριν ακόμη φτάσουν οι πρώτες ενισχύσεις του, βομβάρδισε ανελέητα το Νιόκαστρο, προμήνυμα της μεγάλης επιχείρησης που οργάνωσε για την κατάληψη της Σφακτηρίας και του Ναβαρίνου. Στις 15 Μαρτίου οι Αιγύπτιοι επιτίθενται στον Σχοινόλακκα, αλλά απωθούνται με μεγάλες απώλειες και στις 7 Απριλίου σε σύγκρουση στο Κρεμμύδι 3.250 Έλληνες νικήθηκαν αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 600 νεκρούς.
Ο Μακρυγιάννης, ένας από τους σημαντικότερους αρχηγούς της Επανάστασης, με δύναμη Ρουμελιωτών κατέβηκε από τους Γαργαλιάνους στο εγκαταλελειμμένο και αφρούρητο Παλιόκαστρο όπου, πριν μεταβεί στο Νιόκαστρο, οργάνωσε την αντίσταση κατά των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ. [Ιωάννης Μακρυγιάννης 1797-1864] Στη Σφακτηρία αποβιβάστηκαν τουρκοαιγυπτιακά πληρώματα, που κατάφεραν, ύστερα από σκληρό αγώνα, να νικήσουν τους Έλληνες που την υπεράσπιζαν. Συντελέστηκε τότε μια από τις μεγαλύτερες σφαγές της Επανάστασης. Σκοτώθηκαν 350 Έλληνες, και ανάμεσα τους ο Αναγνωσταράς, ο Γιάννης Μαυρομιχάλης, ο Τσαμαδός και ο Σαχίνης αλλά και ο ιταλός κόμης Σανταρόζα. Τα οκτώ ελληνικά πλοία που είχε αφήσει στο Ναβαρίνο ο υδραίος ναύαρχος Μιαούλης, για να ανεφοδιάσουν τους πολιορκημένους του Νιόκαστρου, κατάφεραν να διασπάσουν τον κλοιό των αιγυπτιακών πλοίων και να σωθούν. Στην έξοδο από τον κόλπο, ο «¶ρης», το πλοίο του υδραίου ναυτικού Τσαμαδού, που είχε λάβει μέρος στις περισσότερες ναυμαχίες της Επανάστασης, ύστερα από τιτάνιο αγώνα κατόρθωσε, μόνο του, να σωθεί, με πλοίαρχο όχι τον ίδιο τον Τσαμαδό, ο οποίος σκοτώθηκε πολεμώντας στη Σφακτηρία, αλλά τον Νικόλαο Βότση, κυβερνήτη ενός άλλου πλοίου, το οποίο με άλλο καπετάνιο, λίγο πριν, είχε προλάβει να βγει από τον κόλπο.
Η επιτυχία του Ιμπραήμ στη Σφακτηρία ήταν η αρχή της ήττας των Ελλήνων. Στις 30 Απριλίου 1825 οι υπερασπιστές του Παλιόκαστρου συνθηκολόγησαν. Τότε αιχμαλωτίστηκε ο επίσκοπος Γρηγόριος και φυλακίστηκε στον οχυρό πύργο της Μεθώνης, στο Μπούρτζι, όπου πέθανε ύστερα από φρικτά βασανιστήρια. Στις 11 Μαΐου παραδόθηκε και το Νιόκαστρο. ‘Ετσι, τα φρούρια της Μεθώνης, της Κορώνης και του Νιόκαστρου προσέφεραν μια πανίσχυρη βάση εκκίνησης για τις επιδρομές του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, καθώς και της επικοινωνίας του με την Αίγυπτο για ανεφοδιασμό και ενισχύσεις. Ο Ιμπραήμ, σκοτώνοντας, λεηλατώντας και καταστρέφοντας, κατέλαβε την Τρίπολη και το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου. Το Δεκέμβριο του 1825 ο στόλος του Ιμπραήμ ξεκίνησε από τον κόλπο του Ναβαρίνου, για να δώσει το θανατηφόρο χτύπημα στο Μεσολόγγι. Οι Τουρκοαιγύπτιοι κράτησαν τα φρούρια της Μεσσηνίας, όπως και όλες τις περιοχές που κατέλαβαν το 1825.