Άγαλμα Φειδιππίδη στην λεωφόρο Μαραθῶνος.(wikipedia)
Δημητρίου Μίχα
Βρισκόμαστε στὸ 490 π.Χ. Ὁ στόλος τῶν Περσῶν μὲ ἡγέτες τὸν Δάτη καὶ Ἀρταφέρνη κατ’ ἐντολὴ τοῦ Δαρείου, διέσχισαν τὸ Αἰγαῖο διασπείροντας τὸν τρόμο καὶ ἀφοῦ στάθμευσαν γιὰ λίγο στὴν Ἐρέτρια τὴν ὁποία κατέστρεψαν ὁλοσχερῶς, ὕστερα ἀγκυροβόλησαν στὰ παράλια τοῦ Μαραθῶνα μὲ ἀπώτερο σκοπὸ νὰ καταλάβουν τὴν Ἀθήνα.
Οἱ Ἀθηναῖοι ἔντρομοι καὶ ἐκεῖνοι ἀφοῦ ἀνέθεσαν τὴν ἀρχηγία στὸν στρατηγὸ Μιλτιάδη, στὸν σχεδιασμὸ τῆς ἄμυνας τους προέβλεψαν καὶ τὴν ἀποστολὴ ἑνὸς ἡμεροδρόμου[1] - τὸν γνωστό Φειδιππίδη – γιὰ νὰ ζητήσουν στρατιωτικὴ βοήθεια ἀπὸ τὴν Σπάρτη. Ὁ Φιδιππίδης, ἐπειδὴ ὁ χρόνος ἦταν πολὺ πιεστικός, εἶχε ἀποστολὴ νὰ διανύσει αὐτὴ τὴν ἀπόστασι Ἀθήνας – Σπάρτης 220 χιλιομέτρων καὶ ἄλλα τόσα μὲ τὴν ἐπιστροφὴ (σύνολο 440 χιλιόμ.) μόνο σὲ δύο ἡμέρες ἀνὰ διαδρομή.
Πράγματι σύμφωνα μὲ τὰ παραδεδομένα, ὅταν ἔλαβε ἀπὸ τοὺς ἐφόρους τὴν ἀρνητικὴ ἀπάντησι, μὲ τὴν αἰτιολογία ὅτι δὲν μποροῦσαν νὰ παραβοῦν ἕναν θρησκευτικὸ κανόνα ποὺ εἶχαν πρὸς τιμὴ τοῦ Καρνείου Ἀπόλλωνα καὶ ὁ ὁποῖος ἀπαγόρευε ὁποιαδήποτε ἐκστρατεία πρὶν ἀπὸ τὴν συμπλήρωσι τῆς πανσελήνου, ὁ Φιδιππίδης ἐπέστρεψε στὸν καθορισμένο χρόνο. Ὅμως ταυτόχρονα μετέφερε στοὺς Ἀθηναίους καὶ ἕνα «θεόσταλτο ἐλπιδοφόρο μήνυμα ἀπὸ τὸν θεὸ Πάνα», πού τοῦ παρουσιάστηκε ἀπροσδόκητα καὶ θαυμαστὰ ἀπὸ τὰ βουνὰ τῆς Ἀρκαδίας κατά τὴν διαδρομὴ τῆς ἐπιστροφῆς του. «Πὲς στοὺς Ἀθηναίους, ἂς μ' ἔχουν αὐτοὶ παραμελήσει, ὅμως ἐγὼ στὴ μεγάλη μάχη θὰ βρίσκουμαι στὸ πλευρὸ τους.»[2]
Ἡ λαϊκὴ παράδοσι φυσικὰ θέλει τὸν Φειδιππίδη ἀμέσως μετὰ τὴν «ἀπογοητευτικὴ ἐνημέρωσι» νὰ ἐνδύεται τὴν πανοπλία του καὶ νὰ μεταβαίνει δρομαίως στὸν Μαραθῶνα ἔχοντας συμμετοχὴ στὴν νικηφόρα μάχη.
Ἡ μυθοπλασία μάλιστα, θέλει καὶ τὸν Θεὸ Πάνα νὰ μὴν ξεχνᾶ τὴν ὑπόσχεσὶ του καὶ ἀπὸ ἕνα διπλανὸ του κατοικητήριο, τὸ «Σπήλαιο τοῦ Πανὸς», νὰ κατεβαίνει στὴν μάχη καὶ ὡς τραγοπόδαρος πού ἦταν νὰ προξενεῖ ἔντρομη σύγχυσι στοὺς ἐχθρούς. Ἀπὸ τότε κάθε σύνδρομο ἀνεξέλεγκτου τρόμου ἀποδίδεται ἀπὸ τὸ ὄνομὰ του: ὀνομάζεται «πανικός».
Ὅμως, ἡ φήμη ἀπαιτεῖ ἀμέσως μετὰ τὸν θρίαμβο, νὰ στέλνεται ξανὰ ὁ Φειδιππίδης, στοὺς ἀγωνιῶντες κατοίκους τῆς πόλης τῶν Ἀθηνῶν, γιὰ νὰ μεταφέρει πλέον τὸ ταχύτερο τὰ χαρμόσυνα τῆς μεγάλης νίκης, πού ἔμελλε νὰ εἶναι ἡ σωτηρία ὄχι μόνο γιὰ τὴν πόλι του ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλον τὸν Ἑλληνισμό. Τότε λοιπόν, καὶ ὕστερα ἀπὸ τέτοια σωματικὴ ὑπερκόπωσι, τὸ μόνο πού κατάφερε νὰ ψελλίσει ὅταν ἔφθασε στὰ πρόθυρα τῆς πόλης ἦταν «Νενικήκαμεν…» ἤ κατ’ ἄλλη παράδοσι τὸ «Χαίρετε καὶ νικῶμεν», … καὶ ἐξέπνευσε!..., ἔπεσε πάραυτα νεκρός…!
Ἄν ἀφήσουμε κατὰ μέρος τὴν ἱστορικὴ μάχη μὲ τὴν ὑψίστης σημασίας νίκη τῶν έννέα χιλιάδων Ἀθηναίων καὶ τῶν χιλίων Πλαταιέων οἱ ὁποῖοι συγκινητικὰ ἐνσωματώθηκαν ὡς ὁπλίτες τῶν Ἀθηναίων, ἔναντι τῶν πολλαπλασίων Περσών[3], καὶ περιοριστοῦμε στὸν Μαραθωνοδρόμο, ἔχουμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε δύο κυρίως θέματα:
- τὸ θρυλικὸ πρόσωπο τοῦ Φειδιππίδη καὶ προπάντων
- τὸ «δέον», τὸ «πρέπον» τοῦ ἰσόχρονου θανάτου μὲ τὴν ἀναγγελία τῆς Νίκης τοῦ ἀγγελιοφόρου Μαραθωνοδρόμου!.
Α΄.
Σχετικὰ μὲ τὸ πρῶτο θέμα, μᾶς αἰφνιδιάζουν ἤδη τὰ ἴδια τὰ παραδιδόμενα χειρόγραφα τοῦ Ἡροδότου καὶ μᾶς προξενοῦν σύγχυσι γιατὶ ἄλλα ἀναφέρουν τὸ ὄνομα Φιλιππίδης καὶ ἄλλα Φειδιππίδης, ὅπου ἡ δεύτερη γραφὴ μάλιστα ἀποδίδεται πιθανὸν σὲ λάθος τῶν ἀντιγραφέων ἤ σὲ ἰδιωματικὴ γλωσσικὴ παραφθορά. Οἱ μεταγενέστεροι δὲ συγγραφεῖς ὅπως ὁ Παυσανίας[4] καὶ ὁ Πλούταρχος[5] παραδίδουν τὸ ὄνομα Φιλιππίδης. Ἐπίσης σκεπτικισμὸ προκαλεῖ καὶ ὁ Μαραθωνοδρόμος (ως ἀγγελιοφόρος τῆς νίκης) τῆς διαδρομῆς: Μαραθῶνα – Ἀθήνας, ὅπου κανεὶς δὲν κατονομάζει τὸν Φειδιππίδη ἤ Φιλιππίδη. Οὔτε καὶ ὁ Ἡρόδοτος κάνει λόγο γιὰ τέτοιον δρομαῖο κήρυκα, παρ’ ὅτι ἀπὸ αὐτὸν ἀντλοῦμε τόσες λεπτομερεῖς περιγραφὲς γιὰ τὴν μάχη.
Αἰῶνες μετά, ὁ Πλούταρχος (45 – 120 μ.Χ), ὁ ὁποῖος ἀντλεῖ πληροφορίες ἀπὸ ἕνα χαμένο ἔργο τοῦ Ἡρακλείδη τοῦ Ποντικοῦ (φιλόσοφος καὶ ἱστορικὸς τοῦ 4οὐ π. Χ.), κάνει λόγο γιὰ δρομέα, ἀλλὰ μὲ τὸ ὄνομα Θέρσιππος, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὸν δῆμο Ἐρχιέα (κοντά στὰ σημερινὰ Σπάτα)[6], γράφει δὲ ὅτι: «οἱ περισσότεροι ὅμως (αυτόν) τὸν ὀνομάζουν Εὐκλεῆ (ή Εὐκλῆ) , ὁ ὁποῖος ζεστὸς ἀκόμη ἀπὸ τὴν μάχη ἔτρεξε μὲ τὸν ὁπλισμὸ του καὶ φθάνοντας στὶς πρῶτες πύλες τῆς πόλεως πού συνάντησε, πρόλαβε νὰ πεῖ μόνο αὐτὸ: «χαρεῖτε νικήσαμε» καὶ μετὰ ἐξέπνευσεν».[7] Ἀργότερα ὁ Λουκιανὸς (125 - 180 μ.Χ.) στὸ ἔργο τοῦ «Ὑπὲρ τοῦ ἐν τῇ Προσαγορεύσει Πταίσματος» ἀναφέρει τὸ γεγονὸς: «Λέγεται ὅτι πρῶτος ὁ Φιλιππίδης, πού ἔτρεξε ὡς ἡμεροδρόμος ἀπὸ τὸν Μαραθώνα γιὰ νὰ ἀναγγείλει τὴ νίκη, στοὺς ἄρχοντες πού χρονοτριβοῦσαν ἀνήσυχοι καὶ συσκέπτονταν παρατεταμένα (ἀπὸ ἀγωνία) γιὰ τὴν ἔκβασι τῆς μάχης, καὶ νὰ πεῖ χαίρετε, νικῶμεν, καὶ μόλις εἶπε τὸ (χαρμόσυνο) νέο πέθανε ταυτόχρονα μὲ τὴν ἀγγελία καὶ ἐξέπνευσε μὲ τὸν χαιρετισμὸ …»[8]. Ἀναφορὲς γιὰ τὸν «ἡμεροδρόμο Φιλιππίδη», ἐπίσης συναντᾶ κάποιος καὶ στὸν Λιβάνιο (314- 393 μ.Χ)[9] καὶ στὰ: Scholia In Aelium Aristidem,Epigram 172,9, line 14[10] καὶ στὸ Λεξικὸ τοῦ Σουίδας[11]
Τελικῶς, ἐνῶ κανεὶς δὲν ἀναφέρει τὸν Φειδιππίδη νὰ εἶχε κάνει αὐτὴ τὴν διαδρομὴ (Μαραθώνα – Ἀθήνα) ὡς ἀγγελιοφόρος πολέμου, καὶ προπάντων, ὅποτε καὶ γιὰ ὅποιον λόγο ἀναφέρεται τὸ ὄνομὰ του, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸν Ἡρόδοτο, ὀνομάζεται Φιλιππίδης[12] καὶ ἀφορᾶ μόνο τὴν διαδρομὴ Ἀθήνας – Σπάρτης, ἐν τούτοις – ἄγνωστο πῶς - ἐπεκράτησε τὸ ὄνομα Φειδιππίδης. Ὑπάρχει, ἂν ὄχι ἄγνοια τοὐλάχιστον ἀσάφεια καὶ σύγχυσι, τὸ πῶς λειτούργησε μυθοπλαστικὰ στὸν χρόνο ἡ σύνδεσὶ του καὶ μὲ τὴν δεύτερη διαδρομὴ, καθώς καὶ γιατὶ ἐπικράτησε μέχρι τὶς ἡμέρες μας ἡ γραφὴ Φειδιππίδης. «Ὅλα αὐτὰ τὰ διαφορετικὰ καὶ συμβολικὰ ὀνόματα πού παραδίδουν οἱ ἀρχαῖες πηγὲς κάνουν τοὺς σύγχρονους ἐπιστήμονες νὰ ἀμφισβητοῦν ἔντονα τὸ γεγονὸς ὅτι κάποιος Ἀθηναῖος, καταπονημένος ἤδη ἀπὸ τὴ μάχη, ἔτρεξε φορώντας τὰ ὅπλα του μία τόσο μεγάλη ἀπόσταση γιὰ νὰ φέρει τὸ μήνυμα τῆς νίκης. Ἄλλωστε οἱ Ἀθηναῖοι θὰ μποροῦσαν νὰ εἰδοποιήσουν πολὺ πιὸ γρήγορα τὴν πόλη στέλνοντας φωτεινὰ μηνύματα μὲ μεταλλικὰ κάτοπτρα»[13].
Πάντως ἡ ἱστορία τοῦ ἀγγελιαφόρου, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἂν ἀληθεύει ἢ ὄχι, ἂν ἦταν οἱ ἀγγελιοφόροι διαφορετικὰ πρόσωπα ἤ ὄχι, προκάλεσε μεγάλη ἐντύπωσι στὸν Γάλλο ἀκαδημαϊκὸ καὶ ἔνθερμο φιλέλληνα Μισὲλ Μπρεάλ[14], ὁ ὁποῖος ἐμπνεύστηκε ἀπὸ τὸ ποίημα τοῦ Μπράουνινγκ[15] τόσο, ποὺ τὸ 1894 πρότεινε στὸ Διεθνὲς Ἀθλητικὸ Συνέδριο, ποὺ πραγματοποιήθηκε στὴν Σορβόννη τοῦ Παρισιοῦ, τὴν καθιέρωσι τοῦ Μαραθωνίου ὡς Ὀλυμπιακὸ ἀγώνισμα. Στὸν νικητή δὲ νά ἀπονέμεται κύπελλο, ἀφιερωμένο στὴν μνήμη τοῦ ἡρωικοῦ ἐκείνου ἀγγελιοφόρου». Ἔτσι καθιερώθηκε ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον δημοφιλῆ ἀθλήματα ἀπὸ τὴν πρώτη Ὀλυμπιάδα τοῦ 1896 γιὰ νά ἐκφράσει τὰ ἰδανικὰ τοῦ Ὀλυμπισμοῦ καὶ τῆς Εἰρήνης. Ἡ Ἑλλάδα δὲ εὐτύχησε νὰ ἔχει τὸν πρῶτο ὀλυμπιονίκη μαραθωνοδρόμο, τὸν Σπύρο Λούη!.
Β΄.
Σε ὅτι ἀφορᾶ μὲ τὸ θέμα τοῦ αἰφνιδίου θανάτου εἶναι ἰδιαιτέρως ξεχωριστό, γιατὶ ἀγγίζει μία οὐσιαστικὴ καὶ εὐαίσθητη ἑνότητα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης πού ἀφορᾶ τὴν ἠθικὴ ἀντίληψι γύρω ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη εὐτυχία. Ἤδη ἀπὸ τὴν Ὁμηρικὴ ἐποχὴ ἡ εὐρωστία μὲ τὴν ὀμορφιὰ καὶ ἡ ἀνδρεία μὲ τὴν σοφία συγκροτοῦσαν τὴν ὕψιστη ἀρετὴ γιὰ ἕναν ἥρωα. Ἕνα ἀγαθὸ πού ἡ τιμὴ τοῦ χάριζε τὴν ἀναγνώρισι καὶ τὴν εὐτυχία τῆς ὑστεροφημίας. Ἦταν ὁ ἀνεξίτηλος στέφανος τῆς ζωῆς … γιὰ τὴν μετὰ θάνατον εὐδαιμονία.
Ἀς θυμηθοῦμε μερικὰ παραδείγματα.
α. Ὅταν ὁ Λυδὸς Βασιλιὰς Κροῖσος μεθυσμένος ἀπὸ τὰ πλούτη του ἐπιθυμοῦσε ματαιόδοξα ἀπὸ τὸν Σόλωνα νὰ τὸν ἀναγνωρίσει ὡς τὸν πλέον εὐτυχισμένο ἄνθρωπο τῆς γῆς, πικράθηκε καὶ πληγώθηκε πολὺ ὁ ἐγωϊσμὸς του ὅταν ὁ Σόλων μετὰ τὸν Τέλλο[16] τοῦ ἀνέφερε τὸν Κλέοβι καὶ Βίτωνα· Ὁ Ἡρόδοτος διηγεῖται μὲ γλαφυρότητα ὡς ἑξῆς τὸ ἐπεισόδιο: (Ἱστορίαι][1.31.1])Έτσι μιλώντας γιὰ τὸν Τέλλο ἐρέθισε ὁ Σόλων τὸν Κροῖσο μὲ ὅσα εἶπε γιὰ τὴν εὐτυχία του, ὥστε ἐκεῖνος τώρα ρωτοῦσε ποιὸν ἔβρισκε ὁ Σόλων δεύτερο στὴ σειρὰ μετὰ τὸν Τέλλο, πιστεύοντας ἀκράδαντα πῶς τὴ δεύτερη θέση θὰ τὴν ἔπαιρνε βέβαια ὁ ἴδιος. Ὅμως ὁ Σόλων ἀποκρίθηκε: «Τον Κλέοβι καὶ τὸν Βίτωνα.[1.31.2]
Αὐτοί, πού ἦταν ἀπὸ ἀργίτικη γενιά, καὶ ἀγαθὰ ἀρκετὰ εἶχαν καὶ ἐπιπλέον σωματικὴ δύναμη τέτοιας λογῆς· καὶ οἱ δύο εἶχαν κερδίσει βραβεῖα σὲ ἀγῶνες καὶ λένε μάλιστα γι αὐτοὺς τὴν ἀκόλουθη ἱστορία: Πῶς σὲ μία γιορτὴ πού ἔκαναν οἱ Ἀργίτες πρὸς τιμὴ τῆς Ἥρας, ἔπρεπε ἡ μητέρα τους νὰ πάει ὁπωσδήποτε μὲ ζεμένο ἁμάξι στὸ ἱερό, ὅμως τὰ βόδια δὲν ἔφταναν στὴν ὥρα τους ἀπὸ τὸ χωράφι· καθὼς ὁ χρόνος δὲν τοὺς ἔπαιρνε νὰ περιμένουν, μπῆκαν οἱ ἴδιοι οἱ νέοι κάτω ἀπὸ τὸ ζυγὸ καὶ ἔσερναν τὸ ἁμάξι, ἐνῶ πάνω τοῦ πήγαινε ἡ μητέρα τους. Κι ἀφοῦ ἔσυραν τὸ φορτίο τους σαράντα πέντε στάδια, ἔφτασαν στὸ ιερό.[1.31.3]
Το κατόρθωμὰ τους, πού τὸ εἶδε ὅλος ὁ μαζεμένος κόσμος στὸ πανηγύρι, τὸ ἐπισφράγισε λαμπρὰ τὸ τέλος τῆς ζωῆς τους, καὶ ἔδειξε στὴν περίσταση αὐτὴ ὁ θεὸς πόσο εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο καλύτερο νὰ πεθαίνει παρὰ νὰ ζεῖ. Γιατὶ οἱ Ἀργεῖοι τοὺς περικύκλωσαν καὶ μακάριζαν τὰ παλικάρια γιὰ τὴ ρώμη τους, ἐνῶ οἱ Ἀργίτισσες μακάριζαν τὴ μάνα τους, πού τῆς ἔτυχαν τέτοια παιδιά.[1.31.4] Καὶ ἡ μητέρα τους γεμάτη χαρὰ γιὰ τὸ ἔργο καὶ τοὺς ἐπαίνους τῶν παιδιῶν της, στάθηκε ἀντίκρυ στὸ ἄγαλμα τῆς θεᾶς καὶ εὐχόταν γιὰ τὸν Κλέοβι καὶ τὸ Βίτωνα, τὰ παιδιὰ της, πού τόσο πολὺ τὴν τίμησαν, νὰ τοὺς δώσει ἡ θεὰ ό,τι καλύτερο μπορεῖ νὰ τύχει σὲ ἄνθρωπο.[1.31.5]
Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴ τὴν εὐχὴ ἔκαναν θυσίες κι ἔφαγαν, καὶ σὰν κοιμήθηκαν τὰ παλικάρια στὸ ἴδιο τὸ ἱερό, δὲν μεταξύπνησαν πιά, ἀλλὰ ἡ ζωὴ τοὺς τέλειωσε ἔτσι. Καὶ οἱ Ἀργεῖοι τοὺς ἔφτιαξαν ἀγάλματα καὶ τὰ ἀφιέρωσαν στοὺς Δελφούς, νὰ τοὺς τιμήσουν ποὺ στάθηκαν ἄριστοι ἄνδρες» (από το Σχολικό βιβλίο).
Τὸ κείμενο ἀναφέρεται στὸ οὐσιαστικὸ νόημα τῆς Εὐτυχίας, ὅπως τὴν πίστευαν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς αὐτῆς. Ὁ ἔνδοξος θάνατος ποῦ χάριζε τὴν αἰώνια ὑστεροφημία. Σε ἐτούτη τὴν σύντομη ἐπίγεια ζωὴ δὲν θὰ μποροῦσαν ποτὲ νὰ κερδίσουν κάτι ὑψηλότερο τὰ ἀδέλφια αὐτὰ. Ἦταν ἡ στιγμὴ τῆς ὑπέρτατης εὐδαιμονίας. Ἡ θεὰ ἔκρινε ὅτι ἦταν ὁ «εὖ- κάλλος χρόνος» τοῦ θανάτου τους, μέσω τοῦ ὁποίου θὰ κέρδιζαν τὴν ἀθανασία καὶ τὴν αἰώνια ὑστεροφημία. Καὶ μὲ αὐτὴ τοὺς τίμησε αἰώνια.
β. Ὁ Διαγόρας ἀπὸ τὴν Ἰάλυσο τῆς Ρόδου ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς διασημότερους πύκτες (πυγμάχους) τῆς ἀρχαιότητας. Ἔζησε τὸν 5ὁ π.Χ. αἰώνα (πέθανε, πιθανὸν τὸ 448 στὴν Ὀλυμπία), καὶ ὁ Πίνδαρος τὸν ἐξύμνησε μὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπινίκιες ὠδὲς του, χαρακτηρίζοντὰς τὸν «πελώριο» καὶ «εὐθυμάχα». Πελώριος λόγῳ τῆς σωματικῆς του διάπλασης καὶ «εὐθυμάχας» λόγω τοῦ ἀγωνιστικοῦ του τρόπου ποὺ ἐπετίθετο· κατ’ εὐθείαν ἐναντίον τοῦ ἀντιπάλου του. Τὰ κατορθώματα καὶ οἱ νίκες του σὲ ὅλες τὶς Πανελλήνιες γιορτὲς (Πύθια, Ἴσθια, Νέμεα, Τληπολέμια Ρόδου, Ὀλύμπια) ἀλλὰ καὶ στὶς μεγαλύτερες τότε πόλεις (Ἀθήνα , Μέγαρα, Θήβα, Κόρινθος, Ἄργος, Αἴγινα κ.λπ.) ἔγιναν Θρύλος.
Στὴν 83ἡ Ὀλυμπία τὸ 448 π.Χ, οἱ γιοὶ τοῦ Δαμάγητος καὶ Ἀκουσίλαος νίκησαν στὰ ἀγωνίσματα τους καὶ στέφθηκαν τὴν ἴδια μέρα Ὀλυμπιονίκες. Ὁ Διαγόρας παρακολουθοῦσε τοὺς ἀγῶνες ἀπὸ τὶς κερκίδες. Ὅταν ὁ πρῶτος του γιὸς ἀνακηρύχτηκε ὀλυμπιονίκης πῆγε στὸ πλῆθος ὅπου καθόταν ὁ πατέρας του, τὸν ἀγκάλιασε καὶ τοῦ ἔβαλε στὸ κεφάλι τὸ στεφάνι τοῦ ὀλυμπιονίκη. Το ἴδιο ἔκανε καὶ ὁ δεύτερος γιός. Ὅταν τὸ συγκινημένο πλῆθος τοὺς κάλεσε νὰ κάνουν τὸν γύρο τοῦ θριάμβου, οἱ γιοὶ του τὸν πῆραν στοὺς ὤμους τους καὶ τὸν περιέφεραν στὸ στάδιο τῆς Ὀλυμπίας. Ὁ κόσμος ἀποθέωσε τὴν οἰκογένεια τοῦ Διαγόρα ποὺ ἔζησε μία πρωτόγνωρη ἀναγνώρισι. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ περηφάνια τοῦ πατέρα ἦταν ἀπερίγραπτη. Τότε οἱ θεατὲς τῶν κερκίδων μὲ τὸ χειροκρότημα φώναζαν ἐν χορῷ «ὡς ὕμνο καὶ εὐχὴ» : «Κάτθανε Διαγόρα, Κάτθανε…!» «Πέθανε Διαγόρα ,…πέθανε!»
Σύσσωμος ὁ λαὸς αἰσθάνονταν πὼς ἦταν ἡ κορύφωσι τῆς εὐτυχίας ἑνός μεγάλου ἀνδρὸς καὶ ἑνὸς περήφανου πατέρα. Ἔτσι «πρέπει» νὰ πεθαίνουν οἱ μεγάλοι, ὅταν πρόκειται νὰ μείνουν ἀληθινὰ ἀθάνατοι στὶς ψυχὲς τῶν λαῶν. Δὲν ὑπάρχει γι αὐτοὺς Ὄλυμπος. Δὲν ὑπάρχει οὔτε περιθώριο ζωῆς[17]. Εἶναι ἡ «εὖ -καιρὸς» (ἡ κατάλληλη στιγμή) τῆς «Εὐθανασίας», τοῦ πιὸ ὄμορφου καὶ τοῦ πιὸ εὐτυχισμένου δηλαδὴ θανάτου. Καὶ πράγματι, ὁ Διαγόρας ἄφησε στὸ στάδιο – σύμφωνα μὲ τὴν θρυλούμενη παράδοσι - τὴν τελευταῖα του πνοὴ εὐτυχισμένος στὰ χέρια τῶν νικηφόρων παιδιῶν του. Αὐτὴ εἶναι ἡ στιγμὴ τῆς ὑπέρτατης εὐδαιμονίας, πού «ἔπρεπε ὁ Διαγόρας νὰ πεθάνει.: εἶναι τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ ἰδανικὸ τῆς Εὐτυχίας.
Ἔτσι καὶ ἐδῶ στὴν περίπτωσι τοῦ Φειδιππίδη. Ὁ λαὸς δὲν χρειάζεται λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ του. Συμπύκνωσε τὰ πάντα στὸ λυτρωτικὸ του μήνυμα. Χάρισε ἀνείπωτη χαρὰ καὶ εὐτυχία στὸν λαὸ του ποὺ ζοῦσε ἔντρομη ἀγωνία γιὰ τὴν τύχη του καὶ γιὰ τὴν τύχη τῆς πατρίδας του. Ἔγινε ὁ ἥρωας τῆς εὐάγγελης ἐλευθερίας καὶ λύτρωσης εἰσχωρώντας στὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς ἑνὸς λαοῦ, μεγαλύνοντας μὲ τὸν λόγο του ὅ,τι εὐτυχέστερο ἤθελε νὰ ἀκούσει ἀπὸ ἕναν γεροδεμένο ὁπλίτη μὲ ἀπίστευτη δύναμι, ἀντοχὴ καὶ ταχύτητα. Ἦταν τὸ πρόσωπο ποὺ ἐμπιστεύτηκε ὁ θεὸς Πᾶν καὶ συνομίλησε ἐλπιδοφόρα μαζὶ του γιὰ τὴν πόλι του. Εὐτύχησε νὰ βιώσει μία θεοφάνεια, εὐτύχησε νὰ προσφέρει τὴν ὡραιότερη – χαρμόσυνη Ἀνάτασι στὸν ψυχισμὸ τοῦ λαοῦ του. Θὰ ἦταν ἀδύνατον πλέον νὰ ζήσει στὸ ἑξῆς κάτι ἀνώτερο σὲ τιμὴ καὶ ἀναγνώρισι στὸν ἐπίγειο κόσμο. «Ἔπρεπε» νὰ πεθάνει! καὶ ἡ μυθοπλασία τοῦ χάρισε τὴν αἰωνιότητα στὸ «ἡδύλαλον ἄκουσμα», ἀκριβῶς στὸ «Νενικήκαμεν….!», … τὸν πέθανε… τὸν «εὖ - θανατοποίησε…»
Την ἴδια παράδοσι ἀκολούθησε καὶ ἡ δημοτικὴ μας μοῦσα. Ἂς θυμηθοῦμε πῶς τελειώνει τὸ δημοτικὸ ποίημα «Του νεκροῦ ἀδελφοῦ». (πριν ἀπὸ τὸν 9ον μ.Χ. αἰώνα στὴν περιοχὴ τῆς Μ. Ασίας.)[18] Παραθέτουμε μία ἀνούσια - σὲ σχέσι μὲ τὸ μεγαλειῶδες ποίημα- περίληψι, μὲ τὴν σκέψι πώς θὰ φανῆ χρήσιμη γιὰ ὅσους δὲν θυμοῦνται τὸ περιεχόμενὸ του.
Μία πολυμελὴς οἰκογένεια μὲ στενοὺς δεσμοὺς γύρω ἀπὸ τὴν Μάννα (ὁ πατέρας ἔχει πεθάνει) ἀποφασίζει ὕστερα ἀπὸ ἔντονη διαβούλευσι καὶ τῶν ἐννιὰ ἀδελφῶν νὰ παντρέψουν μακριὰ στὴν Βαβυλῶνα τὴν δωδεκάχρονη καὶ μονάκριβη ἀδελφὴ τους. Αὐτὸ ἐπετεύχθη, κυρίως μὲ τὴν πίεσι τοῦ μεγαλύτερου, τοῦ Κωνσταντῆ, ποὺ ἔπεισε μὲ ὑποσχέσεις ὅρκου τὴν ἀνήσυχη Μάννα, πῶς σὲ ἀκραῖες συνθῆκες θὰ φέρει πίσω τὴν πολυαγαπημένη Κόρη. Ἦρθαν ὅμως πολὺ σκληρὰ καὶ πονεμένα χρόνια ποὺ πέθαναν καὶ τὰ ἐννιὰ ἀδέλφια καὶ ἡ Μάννα μόνη, ἔρημη καὶ ὀδυρόμενη ἀναθεμάτιζε τὸν Κωνσταντῆ ποὺ πέθανε χωρὶς νὰ τηρήσει τὸν ὅρκο του. Ὁ ἀφόρητος ψυχικὸς πόνος καὶ τὰ δάκρυα τῆς μάννας «συγκίνησαν» τὸν Κωνσταντῆ , νεκραναστήθηκε καὶ μὲ «ἀφύσικο» τρόπο καὶ ταχύτητα, καβάλα σὲ ἄλογο, ἔφερε τὴν ἀδελφὴ του στὸ σπίτι ἀποφεύγοντας τὶς καχύποπτες ἐρωτήσεις της κατὰ τὴν διαδρομή. Σὰν ἐκπλήρωσε τὸν ὅρκο, «ἀφύσικα» ξανὰ ἐπέστρεψε στὸν «τόπο» του. …Ἡ Ἀρετή ὅταν βρέθηκε στὸ σπίτι, τὸ εἶδε μὲ εἰκόνα ἀπόλυτης ἐγκατάλειψης καὶ ἐντελῶς ἐρημωμένο. Ἡ μάννα της μάλιστα, τόσα χρόνια στὴν θλῖψι καὶ ἀπογοήτευσι, ἀρνήθηκε ἀρχικὰ νὰ δεχτεῖ τὸν ἀπρόσμενο καὶ ἀνέλπιστο ἐπισκέπτη. Ὅταν ὅμως ἄκουσε ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν Ἀρετή, τῆς ἄνοιξε, ἀγκαλιάστηκαν καὶ πέθαναν καὶ οἱ δύο.
Οἱ δραματικοὶ στίχοι μὲ τὴν ἀντίδρασι τῆς Μάννας καὶ ὁ τελευταῖος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν Κάθαρσι καὶ λύτρωσι ἔχουν ὡς ἑξῆς:
«κτυπᾶ τὴν πόρτα δυνατά, τὰ παραθύρια τρίζουν.
«Ἄν εἶσαι φίλος διάβαινε, κι ἂν εἶσαι ἐχτρὸς μου φύγε,
κι ἂν εἶσαι ὁ Πικροχάροντας, ἄλλα παιδιὰ δὲν ἔχω,
κι ἡ δόλια ἡ Ἀρετούλα μου λείπει μακριὰ στὰ ξένα.
- Σήκω, μανούλα μου, ἄνοιξε, σήκω, γλυκιὰ μου μάνα.
- Ποιός εἶν' αὐτὸς ποὺ μοῦ χτυπάει καὶ μὲ φωνάζει μάνα;
- Ἄνοιξε, μάνα μου, ἄνοιξε κι ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἀρετὴ σου».
Κατέβηκε, ἀγκαλιάστηκαν κι ἀπέθαναν κι οἱ δύο».
Ἐδῶ ἔχουμε μετατώπισι τοῦ χώρου δράσης. Ἀπὸ τὴν πόλι καὶ τὴν κοινότητα μεταβαίνουμε στὴν κοινωνία σχέσης οἰκογένειας καὶ προσώπων. Δὲν ἔχουμε τὴν φρίκη ἀγωνίας ἀπὸ τὴν ἔκβασι μίας ὑπέρτατης μάχης, ἀλλὰ τὴν πλημμυρίδα μίας ἀνείπωτης δυστυχίας καὶ ψυχικῆς ἀβάσταχτης ὀδύνης ποὺ ἔφερε ὁ θάνατος καὶ ἡ μοναξιά, τὸ κλάμα καὶ ἡ κατάθλιψι μίας Μάννας.
Ὁ χρόνος τώρα σὲ ἕνα τόσο δύσμοιρο οἰκογενειακὸ πλαίσιο, λειτουργεῖ ἀντίστροφα: μὲ ἀνέλπιστη χαρά, μὲ ἄφατη, ἄρρητη ψυχικὴ καὶ συναισθηματικὴ πληρότητα ποὺ φέρνει στὴν συνάντησι ἡ στοργὴ καὶ ἡ ἀγάπη μεταξὺ Μάννας καὶ Κόρης. Ἡ «νέκρωσι» τρόπον τινὰ ὅλου τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου τους, μεταμορφώθηκε σὲ ἀνάστασι ὑπέρτατου βιώματος εὐδαιμονίας, σὲ κορύφωσι εὐτυχίας ποὺ ἄλλη σὲ ὕψος καὶ ποιότητα δὲν ἐπρόκειτο νὰ ζήσουν ἐπίγεια. Το μέτρον αὐτῆς τῆς εὐλογίας τῆς συνάντησης, στὴν ἀπόλυτη ψυχικὴ της ἔκφρασι, ἄγγιξε τὰ ὅρια τῆς ὑπερβατικῆς μακαριότητας.
Δὲν θὰ ὑπάρξει πλέον ὀμορφότερη ἡμέρα, τελειότερο ζωογόνο φῶς εὐτυχίας ποὺ θὰ γλύκανε τόσο, ὁποιαδήποτε ἄλλη στιγμή. Σὰν νὰ ἀκούγονταν μυστήρια καὶ ἐδῶ, ἡ «εὖ -καιρος» ἠχὼ τοῦ «εὐδαίμονος κάλλους», ἡ ἐξώκοσμη φωνὴ τῆς κερκίδας πρὸς τὸν Διαγόρα : «Κάτθανε Διαγόρα…». Σὰν νὰ ἔφθανε τὸ ψέλλισμα τοῦ ἡμεροδρόμου - Μαραθωνοδρόμου: «Χαίρετε, Νικῶμεν» …», … καὶ οἱ δύο ἐξέπνευσαν! Ὁ ποιητὴς λαὸς τὶς «πέθανε» στὴν ἀπόλυτη Εὐτυχία τους! : «…ἀγκαλιάστηκαν κι ἀπέθαναν κι οἱ δύο».
Σημειώσεις!
- Ἦταν μορφὴ ἐπαγγελματία ταχυδρόμου, ἀγγελιοφόρου τῆς ἐποχῆς. Ἔτσι περιγράφει καὶ τὸν Φειδιππίδη ὁ Ἡρόδοτος: «Ὅταν, ἐξάλλου, ἦταν παρόντες ἀκόμη στὴν Ἀθήνα οἱ στρατηγοί, στέλνουν ὡς κήρυκα στὴ Σπάρτη τὸν Φειδιππίδη, Ἀθηναῖο βέβαια πολίτη, παράλληλα ὅμως καὶ ἀγγελιοφόρο, τοῦ ὁποίου ἀκριβῶς αὐτὸ ἦταν καὶ τὸ ἐπάγγελμὰ του». (Ἱστορίαι, 6.105.1-6.117.3, www.greek-language.gr) Σύμφωνα μὲ τὸν Φιλόστρατο (Γυμναστικός, 4,) οἱ ταχυδρόμοι τῆς ἐποχῆς όνομάζονταν δρομοκήρυκες καὶ συναντῶνται σὲ κάθε στράτευμα στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ὡς μεταφορεῖς εἰδήσεων σὲ μεγάλες ἀποστάσεις, ἰδίως σὲ περιόδους πολέμου. Συγκεκριμένα τονίζει: «Οἱ ἀγῶνες δρόμου μεγάλων ἀποστάσεων ξεκίνησαν ὡς ἑξῆς. Ἀπὸ τὴν Ἀρκαδία πήγαιναν συχνὰ σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα ἀγγελιαφόροι δρομεῖς γιὰ νὰ μεταφέρουν τὶς πολεμικὲς εἰδήσεις. Ἀπαγορευόταν νὰ χρησιμοποιοῦν ἄλογα καὶ ἔπρεπε νὰ καλύπτουν τὶς ἀποστάσεις μὲ τὰ πόδια. Ἐπειδὴ λοιπὸν σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα κάλυπταν τόσο μεγάλες ἀποστάσεις, οἱ ἀγγελιαφόροι δρομεῖς ἔγιναν ἀθλητὲς δρομεῖς μεγάλων ἀποστάσεων καὶ ἔτσι ἐξασκοῦνταν καὶ γιὰ τὸν πόλεμο». ΣΤΑΥΡΟΥ Α. ΤΣΟΝΙΑ, «Α' ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ 1896: ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΣ ΔΡΟΜΟΣ - Ἡ γένεση καὶ τὸ χρονικό», ΣΕΡΡΕΣ 2016, σελ. 124
- Κ. Ρωμαῖος, Κοντὰ στὶς Ρίζες, εκδ. Ἑστία, Ἀθήνα 1980, σελ. 241-45
- «Μετά την Ερέτρια, οι Πέρσες αποβιβάστηκαν στον Μαραθώνα με 20.000- 25.000 άνδρες. Μαζί τους ήταν και ο πρώην τύραννος της Αθήνας, ο Ιππίας. Ο ελληνικός στρατός αποτελούνταν από 9.000 Αθηναίους και 1.000 Πλαταιείς. Οι δύο στρατοί έμειναν άπραγοι, στρατοπεδευμένοι στον Μαραθώνα, για μία εβδομάδα περίπου». ῾Ελλήνων προμαχούντες ᾿Αθηναι̃οι Μαραθώνι...,Εκπαιδευτικό πρόγραμμα στο Μουσείο του Μαραθώνα, Αθήνα, 2010,σελ.10
- . Παυσανίας: Ελλάδος περιήγησης τόμος 1, Αττικά, 28.4. […]«ὡς πεμφθείη Φιλιππίδης ἐς Λακεδαίμονα ἄγγελος ἀποβεβηκότων Μήδων ἐς τὴν γῆν, ἐπανήκων δὲ Λακεδαιμονίους ὑπερβαλέσθαι φαίη τὴν ἔξοδον, εἶναι γὰρ δὴ νόμον αὐτοῖς μὴ πρότερον μαχουμένους ἐξιέναι πρὶν ἢ πλήρη τὸν κύκλον τῆς σελήνης γενέσθαι· τὸν δὲ Πᾶνα ὁ Φιλιππίδης ἔλεγε περὶ τὸ ὄρος ἐντυχόντα οἱ τὸ Παρθένιον φάναι τε ὡς εὔνους Ἀθηναίοις εἴη καὶ ὅτι ἐς Μαραθῶνα ἥξει συμμαχήσων. οὗτος μὲν οὖν ὁ θεὸς ἐπὶ ταύτῃ τῇ ἀγγελίᾳ τετίμηται·» el.wikisource.org/wiki/Ελλάδος_περιήγησις/Αττικά
- Πλούταρχος: Περί της Ηροδότου κακοήθειας, 862,Β. «Εἰ γὰρ ἀνέγνω ταῦτ´ Ἀθηναίοις, οὐκ ἂν εἴασαν οὐδὲ περιεῖδον ἐνάτῃ τὸν Φιλιππίδην παρακαλοῦντα Λακεδαιμονίους (862b) ἐπὶ τὴν μάχην ἐκ τῆς μάχης γεγενημένον, καὶ ταῦτα δευτεραῖον εἰς Σπάρτην ἐξ Ἀθηνῶν, ὡς αὐτός φησιν, ἀφιγμένον…»
- ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΪΝΧΑΟΥΕΡ, Ο Μ Α Ρ Α Θ Ω N ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ, σελ. 112. Ο Ι.Χ.ΠΟΥΛΛΟΣ τον αναφέρει ως «καταγόμενος ίσως άπο μικρόν δήμον τής Αττικής».
- [1]. «οἱ δὲ πλεῖστοι λέγουσιν Εὐκλέα, δραμόντα σὺν τοῖς ὅπλοις θερμὸν ἀπὸ τῆς μάχης καὶ ταῖς θύραις ἐμπεσόντα τῶν πρώτων, τοσοῦτο μόνον εἰπεῖν, "χαίρετε νικῶμεν," εἶτ εὐθὺς ἐκπνεῦσαι». Πλούταρχος, Ἠθικά, 347 C. Ἀπὸ penelope.uchicago.edu/Thayer/H/Roman/Texts/Plutarch
- Πρῶτος δ αὐτὸ Φιλιππίδης ὁ ἡμεροδρομήσας λέγεται ἀπὸ Μαραθῶνος ἀγγέλλων τὴν νίκην εἰπεῖν πρὸς τοὺς ἄρχοντας καθημένους καὶ πεφροντικότας ὑπὲρ τοῦ τέλους τῆς μάχης, Χαίρετε, νικῶμεν, καὶ τοῦτο εἰπὼν συναποθανεῖν τῇ ἀγγελία καὶ τῷ χαίρειν συνεκπνεῦσαι. Λουκιανὸς: Ὑπὲρ τοῦ ἐν τῇ Προσαγορεύσει Πταίσματος, 3.: el.wikisource.org/wiki/Υπέρ τοῦ ἐν τὴ προσαγορεύσει πταίσματος.
- Libanius Progymnasma 10, section 5, subsection 21, line 4, «Ἔστι μὲν οὖν εὐδαιμονέστατον θεὸν ἰδεῖν καὶ θεῷ συγγενέσθαι, τούτου δὲ ἐν ἀγρῷ τὶς ἂν μᾶλλον ἢ ἐν πόλει τύχοι, ἐπεὶ καὶ Ἡσίοδος ποιμαίνων ταῖς Μούσαις ἐνέτυχε καὶ Φιλιππίδης ὕστερον πολλοῖς χρόνοις τῷ Πανὶ περὶ τὸ Παρθένιον».
- «οὗτος ὁ Φιλιππίδης ἡμεροδρόμος ἥν, ὣς φησιν Ἡρόδοτος· εἶτα Ξέρξου ἐκστρατεύσαντος ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα Φιλιππίδης οὗτος ἀπαγγεῖλαι πορευθεὶς Λάκωσι τὴν ἔφοδον τοῦ βαρβάρου, περὶ τὸ Παρθένιον ὄρος ὁρᾷ τε φάσμα τὸ τοῦ Πανὸς πρὸς τῷ τόπῳ καὶ ἀκούει, οὗτινὸς τε εἴη δαίμονος τὸ ὁραθὲν καὶ ὅτι σύμμαχος Ἕλλησιν ἥκοι, καὶ τὸ ἀπὸ τοῦδε θεὸς Ἀθηναίοις ἐνομίσθη Πᾶν, καὶ τὸ καθύπερθεν σπήλαιον τοῦ Ἀρείου πάγου τεμενίσαντες αὐτῷ ἔνορχιν τράγον ὅσα ἔτη ἔθυον αὐτῷ.
- Σουΐδας, [Φιλιππίδης], Ἀθηναῖος, ἡμεροδρόμος· ὃς χίλια πεντακόσια στάδια ἤνυσε διὰ μιᾶς νυκτὸς καὶ ἡμέρας, πρὸς Λακεδαιμονίους ἀφικόμενος.
- «Ὅλες οἱ ἀναφορὲς ἀπὸ τὸν Ἡρόδοτο (Ιστορία 6) [105-106], τὸν Παυσανία, (Ελλάδος περιήγησης τόμος 1, Ἀττικὰ καὶ τ.7, Ἀρκαδικά, 54-6), τὸν Πλούταρχο, (Περί τῆς Ἡροδότου κακοήθειας, 862, Β.) ἕως καὶ τὸ λεξικὸ τοῦ Σουΐδα ἤ Σούδα (βλ. λήμματα Φιλιππίδης, Ἱππίας, καὶ Στάδιον) ἀφοροῦν στὸν ημεροδρόμο πού ἔτρεξε τὴν ἀπόσταση Ἀθήνα- Σπάρτη. ΣΤΑΥΡΟΥ Α. ΤΣΟΝΙΑ, «Α' ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ 1896: ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΣ ΔΡΟΜΟΣ - Ἡ γένεση καὶ τὸ χρονικό», ΣΕΡΡΕΣ 2016, σελ. 124
- Ἑλλήνων προμαχοῦντες ᾿Αθηναι̃οι Μαραθώνι...,Εκπαιδευτικό πρόγραμμα στὸ Μουσεῖο τοῦ Μαραθώνα, Ἀθήνα, 2010,σελ.14
- Γάλλος φιλόλογος καὶ ἑλληνιστὴς Μισὲλ Μπρεὰλ (Michel Bréal, 1832 - 1915)
- Ὁ Ρόμπερτ Μπράουνινγκ ἦταν Ἄγγλος ποιητὴς καὶ θεατρικὸς συγγραφέας τοῦ ὁποίου οἱ δραματικοὶ μονόλογοι τὸν τοποθέτησαν στοὺς σπουδαιότερους μεταξὺ τῶν Βικτωριανῶν ποιητῶν.
- Ὁ Τέλλος ἦταν πολίτης τῆς Ἀρχαίας Ἀθήνας πού ὑπῆρξε κατὰ τὸν Σόλωνα «ὁ πιὸ εὐτυχισμένος θνητός». Ἔζησε εὐδαίμων σὲ ὅλη τὴ ζωὴ τοῦ, ἔχοντας κοντὰ τοῦ ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ παντρεμένα καὶ εὐτυχισμένα, καὶ ἀπεβίωσε στὸ «πεδίο τῆς τιμῆς», μαχόμενος ἐναντίον τῶν Ἐλευσινίων, ἐχθρῶν τότε τῆς πατρίδας του.
- Κ. Ρωμαίος, Κοντά στις Ρίζες, εκδ. Εστία, Αθήνα 1980, σελ. 241-45
- . Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Α΄ Λυκείου) , Παραλογές- Βιβλίο Μαθητή
ΜΕΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΪΝΧΑΟΥΕΡ, Ο Μ Α Ρ Α Θ Ω N ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
- Ελλήνων προμαχούντες ᾿Αθηναι̃οι Μαραθώνι...,Εκπαιδευτικό πρόγραμμα στο Μουσείο του Μαραθώνα, Αθήνα, 2010
- I. Χ. ΠΟΥΛΛΟΥ, Ο ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΟΣ 490π.Χ.
- Κώστας Ρωμαίος, Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΝΟΣ ΛΑΟΥ, Εκδ. Δωδώνη, ΑΘΗΝΑ 1968
- Κ. Ρωμαίος, Κοντά στις Ρίζες, εκδ. Εστία, Αθήνα 1980
- Ναομή Παπαθανασίου, Ο θάνατος στις Ιστορίες του Ηροδότου, Θεσσαλονίκη 2021
- Σταμλακού Γεωργία, Δρόμοι προς την ευτυχία στο έργο του Ηροδότου, Κομοτηνή 2020
- ΣΤΑΥΡΟΥ Α. ΤΣΟΝΙΑ, «Α' ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ 1896: ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΣ ΔΡΟΜΟΣ - Η γένεση και το χρονικό», ΣΕΡΡΕΣ 2016