Ετούτο κι αν ήταν: είχα να ιδώ τον tatsis από τον καιρό με τα κοντά, τα ολούθε μπαλωμένα παντελόνια, όταν τα καρκάβελα της μύτης ήσαν γεύμα γευστικό,
όταν τους μύθους φτιάχναμε με τους καλικατζάρους,
όταν σε κάθε λάκκο κρεμασμένης ακούγαμε νταούλια,
όταν δεν κατέβαζε το βουνό, μα κατεβαίναμε εμείς, μασούμια, το βουνό, και διαφεντεύαμε όλα τα γκρεμνά, τις ράχες και τις σβάρνες με τον κώλο μας, συχνά-πυκνά καβάλα στις χελώνες τις βουνίσιες,
όταν τσακίζαμε τον σβέρκο απάνω σε άγρια αλογίσια ράχη, για να το ‘παίξουμε’ Σουλιώτες και Τζιμ Άνταμς,
-όταν εσφάζαμε σκατζόχοιρους για να μας γειάνουν κυρίως την ορφάνια και τη φτώχεια μας, κι όχι αρθριτικά και ρευματοειδείς αρθρίτιδες,
όταν αρκουμένουσουν τον πόνο του αλλουνού στις δυό τις παρασάγγες,
όταν ένα δαυλί έφτανε για να ζεστάνει όλο το χωριό,
γιατί να μη βρεθεί εκείνο το δαυλί που θα το λαμπαδιάσει σύμπαν τον χωριό-
κι ολάκερη την οικουμένη;
είπα στον tatsis.
Αναμένω.