«Πού είστε νισιάνια μου», ακούστηκε η φωνή της γιαγιάς – Βαρβάρας Πάσχου καθώς ξεπρόβαλε από το μονοπάτι, δίπλα στο παλιό χαγιάτι, την στάνη του χειμώνα στην ρουπακιά, τραβώντας πίσω της το μουλάρι φορτωμένο με τ’ αλέτρι και τα συνεργά του κι ακολουθούσαν τα δυο βόδια. Μόλις την είδαμε τρέξαμε καταπάνω της, να την αλαφρύνουμε από τα σύνεργα που η ίδια κουβαλούσε. Ελυσε τα βόδια και ξεφόρτωσε στη άκρη του χωραφιού. Πέρασε στο κουντούρι το υνί, χτύπησε το παράβολο για να ΄ναι πιο βαθειά και πιο πλατειά η αυλακιά που θ’ άνοιγε τ’ αλέτρι, έστησε τ’ αλέτρι όρθιο, πέρασε την σκάλη στον ζυγό κι αφού τον μανδάλωσε στ’ αλέτρι , έσυρε τα δυο βόδια μπροστά, τους πέρασε τις ζέβλες, και στους κρίκους τα λουριά και τα πιζάβλια στο σταβάρι, ανασήκωσε τ’ αλέτρι, ύψωσε τη βουκέντρα και …
αϊ-αϊιιιιι, Μελή, τραβάτε ζωντανά μου, μας πήρε η μέρα.
Η γη άνοιγε σ’ αυλάκια κι μυρωδιά φρέσκου χώματος πλημμύριζε την φύση. Για μας πλησίαζε η μεγάλη στιγμή. Σε δυό - τρεις μέρες αφού στέγνωνε το χώμα θα περνούσε η σβάρνα - ο σβωλοκόπος - κι εμείς θα γλεντούσαμε περιδιαβαίνοντας πάνω σ’ αυτήν τ΄οργωμένο χώμα.
αϊ-αϊιιιιι, Μελή, τραβάτε ζωντανά μου, μας πήρε η μέρα.
Η γη άνοιγε σ’ αυλάκια κι μυρωδιά φρέσκου χώματος πλημμύριζε την φύση. Για μας πλησίαζε η μεγάλη στιγμή. Σε δυό - τρεις μέρες αφού στέγνωνε το χώμα θα περνούσε η σβάρνα - ο σβωλοκόπος - κι εμείς θα γλεντούσαμε περιδιαβαίνοντας πάνω σ’ αυτήν τ΄οργωμένο χώμα.
Ι. Μότσης