21 Φεβρουαρίου 1913
21 Φεβρουαρίου 2012
---
99 Χρόνια Λευτεριάς
Τα πήραμε τα Γιάννινα
Μάτια πολλά το λένε,
Μάτια πολλά το λένε,
Όπου γελούν και κλαίνε.
Το λεν πουλιά των Γρεβενών
Κι αηδόνια του Μετσόβου,
Που τα έκαψεν η παγωνιά
Κι ανατριχίλα φόβου.
Το λένε χτύποι και βροντές,
Το λένε κι οι καμπάνες,
Το λένε και χαρούμενες
Οι μαυροφόρες μάνες.
Το λένε και Γιαννιώτισσες
Που ζούσαν χρόνια βόγγου,
Το λένε κι Σουλιώτισσες
Στις ράχες του Ζαλόγγου.
Πόσες φορές δεν τραγουδήσαμε τ' όμορφο αυτό τραγούδι, κι όχι μόνο στην επέτειο της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων, σχολιαρόπαιδα τότε. Οταν παρέα όλα μαζί μας έπιανε η επιθυμία να τραγουδήσουμε, το τραγούδι αυτό όπως και άλλα παρόμοια αποτελούσε το βασικό ρεπερτόριό μας.
Κι ένα δεύτερο τραγούδι για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, που τραγουδούσαμε τότε.
Μου γράφεις μάνα μου γραφή
και με ρωτάς τι κάνω
στου Μπιζανιού την παγωνιά
στο Κρύο θα πεθάνω
Στα Πεστά και στο Μπιζάνι
μάνα μου τι κρύο κάνει
Στα Πεστά στην Μανωλιάσσα
που δεν πήραμε ανάσα.
Δεν με φοβίζουν μάννα μου
οι σφαίρες, τα κανόνια
μα με φοβίζουν μάννα μου
του Μπιζανιού τα χιόνια
«Ω πόλις, προσφιλής και πολυπικραμένη, ποιος να διηγηθεί την χαράν και τον ενθουσιασμόν σου επάνω εις τα μνήματα των νεκρών πατέρων μας, να εξυπνήσουν και αυτοί να χαρούν την αγίαν και ιεράν αυτήν χαράν;
Πεντακόσια ολόκληρα χρόνια. Πεντακόσια λυπημένα Χριστούγεννα και πεντακόσια θλιβερά Πάσχα, Ηπειρώτης δεν εχάρη το ψωμί που έτρωγε και φαρμάκι του εγίνετο το νερόν εις τα χείλη, εφ΄ όσον σε έννοιωθεν Σέναν, ω φιλτάτη και κλαμένη πόλις πόλις, φαρμακερά να δεήσαι εις το Εσταυρωμένον να σου λυπηθεί, τέλος πάντων, την αγωνίαν και τον θρήνον.
Πεντακόσια ολόκληρα χρόνια δεν έκλεισαν ειρηνικά τα μάτια του κανένας προπάππος μας και κανένας πατέρας μας δεν εχάρη πεντακόσια χρόνια τα παιδιά του...
Τώρα ελεύθερον και αγαπητόν χώμα εξύπνησε και ανάστησε τους αποθαμένους γονείς μας:
Και εις την ωραίαν και ιεράν και μεγάλη πομπήν οδήγησε ω πόλις φιλτάτη, τας ψυχάς των πατέρων μας, με δάκρυα χαράς πλέον εις τα μάτια να φιλήσουν τα χέρια του υψηλού Ελευθερωτού και να εναγκαλισθούν τον γενναίον Ελληνικόν στρατόν Σου».
«Η κυανόλευκος παίζει απαλά και υπερήφανος με τον ρασκιάν της παμβώτιδος επάνω εις το κάστρον, όπου οι Αλήδες και οι Βελήδες εσταύρωναν πεντακόσια ολόκληρα χρόνια: Και εγέλασαν, τέλος πάντων, και τα δικά σου χείλη, η πόλις αγαπητή και πολυβασανισμένη:
Στρατός Ελληνικός νικητής και ήρεμος, λέων εις την άχην και σεμνή παρθένος μετ’ αυτήν, κραδαίνων αήττητον χθές λόγχην εις το Μπιζάνι και σήμερα ευγενής και γαντοφορών πολιτισμένος στρατός περιφερόμενος ευσταλής εις του δορυαυλώτους δρόμους σας, έδιωξε και τον τελευταίον βασιβουζούκον και βάνδαλον Τούρκον Ζπτιέν, του οποίου, πέντε αιώνας τώρα, ησθάνθησαν οι πάπποι μας την αγριότητα και του οποίου επί τέσσαρα τώρα έτη από των στηλών τούτων εδιηγήθημεν εις όλον το πεπολιτισμένον κόσμος, τον βανδαλισμόν και την ωμότητα! Είσαι ελευθέρα και υπερήφανος δια την Μητέρα Σου Ελλάδα, ω κόρη βασανισθείσα και προσφιλής ο ελληνικός Στρατός είναι μέσα στα Γιάννενα τροπαιοφόρος! Τα Γιάννενα είναι ελεύθερα».
(Αρθρο του Γιώργου Χατζή, στην εφημερίδα «Ήπειρος», στις 3 Μαρτίου 1913)
Κι ο μεγάλος μας ποιητής Ι. Πολέμης έγραψε το ποίημα:
Βαθιά οι πνιγμένοι ανάσαναν κ΄ εκόχλασε το κύμα
Κ΄ εκρινοβόλησαν οι αφροί το υγρό της λίμνης μνήμα,
Κρινόσπαρτος παράδεισος την νυκτ΄ εκείνη εγίνη
Κι ανέβηκαν οι δεκαφτά με την κυρά Φροσύνη.
Σύρε, Φροσύνη, το χορό: Σφιχτά χειροπιασμένες
σ’ ακολουθούν αχώριστες η δεκαφτά Παρθένες,
λαλούν αθώρητα βιολιά κι αναγαλλιάζ’ η λίμνη
κι ο φλοίσβος της ακρολιμνιάς είναι τραγούδια κι ύμνοι.
Είναι πικρές οι ενθύμησες και στάζουνε φαρμάκι
Μα στρέψε, ιδέες, καταδιωχτοί φεύγουν οι βουλολάκοι
Ο Αλή πασάς από κοντά με μιαν οχιά για ζώνη
Τραβά τα γέρικα μαλλιά, τα γένια ξεριζώνει.
Κι αν σε ρωτησ’ η λίμνη σου: - Γιατί, Φροσύνη, νοιώθω
Στα στήθη μου αναγάλισμα στα βάθη μου χαρά;
Πες της: η γαλανόλευκη, με τον αιώνιο πόθο
Έφερε Φώτων το Στραυρό π’ αγιάζει τα νερά.
Αφιερωμένο σ΄αυτούς που έπεσαν στο πεδίο της μάχης για να γεννηθούμε εμείς ελεύθεροι.
Ι.Μότσης