Δημητρίου Μίχα
Εἰσαγωγικὰ
Τὸ ἄθλημα ποὺ συγκινεῖ καὶ συνεπαίρνει ἑκατοντάδες ἑκατομμύρια ἀνθρώπους ἀνὰ τὴν ὑφήλιο ἀδιακρίτως πολιτιστικῆς παράδοσης, φυλῆς, ἱστορίας καὶ κοινωνικῶν συνθηκῶν, εἶναι τὸ ποδόσφαιρο. Εἶναι ἡ κοινὴ ἐνοποιητική συνισταμένη τῶν λαῶν, μὲ ἀποκορύφωμα τὴν ὅποια διεθνῆ ὀργάνωσι ἢ τὸν ὅποιο θεσπισμένο τελικὸ μεταξὺ ἐγχώριων ἢ ξένων ὁμάδων
Ἡ διασκέδασι ἔχει τὸν μαζικώτερο χαρακτήρα ὄχι μόνο στὴν σύγχρονη ἐποχὴ ποὺ τὰ μέσα πληροφόρησης εἶναι μαζικὰ καὶ ἄμεσα ἀλλὰ σχεδὸν ἀπὸ τὴν γέννησι τοῦ καὶ κυρίως ἀπ’ ὅταν καθορίστηκαν οἱ κανόνες τοῦ στὰ μέσα τοῦ 19οὐ αιώνα.(1863)[1] Ὕστερα ἀπὸ μικρὸ διάστημα ἔγινε ἡ πιὸ διαδεδομένη καὶ δημοφιλέστερη ἀθλοπαιδιὰ στὸν κόσμο, ξεπερνώντας σὲ μετοχὴ φιλάθλων καὶ θέασι ὁποιοδήποτε ἄλλο μαζικὸ ἄθλημα. Ἡ ἁπλότητα τῶν κανονισμῶν καὶ ἡ ἱκανότητα ποὺ πρακτικὰ διαθέτει ὁ καθένας νὰ παίξει μπάλλα, συμβάλλουν στὴ διάδοσι τοῦ ἀθλήματος στὸ εὐρὺ κοινό.
Κοινωνιολόγοι καὶ ψυχολόγοι προσπαθοῦν νὰ δώσουν ἀπαντήσεις στὴν αἰτία ἢ αἰτίες τῆς τόσο μεγάλης δημοφιλίας του καὶ ἕλξης ποὺ προκαλεῖ τὸ θέαμα του. Μία ἀπὸ τὶς διαπιστώσεις ποὺ διατυπώθηκε εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὡς ἄθλημα παρουσιάζει ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ διεγείρουν τὸ θυμικὸ καὶ τὶς ἐνορμήσεις τοῦ κοινοῦ καὶ ἱκανοποιοῦν βαθύτερα ψυχικὰ ἀπωθημένα. Χωρὶς νὰ ταυτίζουν, θεωροῦν ὅμως ἀντανάκλασι μιᾶς εἰκόνας τοῦ ρωμαϊκοῦ ἀμφιθεάτρου τῶν μονομάχων, τὸ ὁποῖο ἦταν συνυφασμένο μὲ τὸν ἀμείλικτο χαρακτῆρα τῆς ἀτομικῆς καὶ τῆς ὁμαδικῆς πάλης, ὅπου ἀφηνίαζε τὸ ἀγελαῖο πλῆθος τοῦ Κολοσσιαίου καὶ δὲν ἦταν σπάνιο τὸ φαινόμενο ποὺ συμπεριφέρονταν ὡς μαινόμενος ὄχλος ἀποζητώντας τὴν πλέον βίαιη καὶ ἀκραία σύγκρουσι μεταξὺ τῶν μαχομένων ἀπαιτώντας πολλὲς φορὲς χωρὶς κανέναν φιλεύσπλαχνο συναισθηματισμό τὸν θάνατο τοῦ ἡττημένου.
Τὸ ποδόσφαιρο τώρα καὶ στὸ πλαίσιο τῆς πολιτισμικῆς ἐξέλιξης συνδυάζει πολὺ περισσότερα ἀγγίζοντας ὅλες τὶς εὐαισθησίες τῆς ψυχῆς ὡς πρὸς τὸ λογικόν, θυμοειδὲς καὶ επιθυμητικόν. Συγκεκριμένα ἕνας φίλαθλος θαυμάζει τὴν «ὀμορφιὰ» ἰδιαίτερα ταλαντούχων παικτῶν μὲ ξεχωριστὴ τεχνικὴ στὴν «τρίπλα» καὶ τὴν ἔμπνευσι κατοχῆς καὶ μεταβίβασης τῆς μπάλλας, ἐπίσης τὸν ὁμαδικὸ συντονισμό, «αὐτοματισμὸ καὶ φαντασία» τῶν παικτῶν στὴν διάρκεια τοῦ παιχνιδιοῦ καὶ τὴν ἀποτελεσματικὴ στρατηγική, τὴν μεθοδικὴ δουλειὰ ἑνὸς προπονητοῦ καὶ τοῦ ἐπιτελείου του, οἱ περισσότεροι τῶν ὁποίων ἔχουν ἐξειδικευμένη πλέον ἐπιστημονικὴ κατάρτισι.
Ἐπίσης πέραν ἀπὸ τὴν «εὐφυΐα» τῶν ποδιῶν[2] καὶ ὁ ζηλωτὴς ὀπαδὸς θὰ βρῆ τὸν χῶρο νὰ ἐκφράσει τὴν «ἐπιθετικότητα» του μὲ ὑβριστικὰ συνθήματα καὶ παντὸς τύπου χυδαιολογία καὶ χειρονομία γιὰ τὸν ἀντίπαλο (ὡς ὁμάδα καὶ ὡς ἀντίμαχο ὀπαδό), στολίζοντας τον ἐπιπρόσθετα καὶ μὲ ἰδιότυπα ὑποτιμητικὰ προσωνύμια, ἀνάλογα τὴν ἀντίπαλη ὁμάδα καὶ ἀνάλογα συνήθως τὴν τοπικιστικὴ ἀντιζηλία γειτνιαζόντων περιοχῶν: «γαῦρος» Ὀλυμπιακός, «βάζελος» Παναθηναϊκός, «χανούμι» ΑΕΚ, «βούλγαροι» ΠΑΟΚ, «νεραντζόπουλοι» Γ.Α.Σ. Ἄρτας, παγουράδες» ΠΑΣ Γιάννινα, «Βλάχοι» Παναιτωλικός, «Φραγκολαντζέρηδες» Α.Ο.Κέρκυρα, «Πλατυποδαράδες», «Τυρόγαλα» Α.Ε. Λάρισας, «αὐστριακοὶ» Βόλος, «Σακαφλιάδες» Α.Ο. Τρίκαλα, «καβουράδες» Λεβαδειακός …κ.λπ..
Τὸ ποδόσφαιρο ἔτσι μεταξὺ τῶν ἔντονων κοινωνικῶν χαρακτηριστικῶν ποὺ ἀπέκτησε, συνδέθηκε ἄμεσα καὶ μὲ τὴν ἀγάπη καὶ ἀφοσίωσι τῶν φιλάθλων μὲ τὴν τοπικὴ ὁμάδα , «λατρεία» ποὺ ὁδήγησε στὴν ἀφύπνισι τῆς τοπικῆς ἰδιαιτερότητας προσδιορίζοντας ἐν πολλοῖς – λαϊκότροπα - τὴν ταυτότητας της. Εἶναι ἕνα φαινόμενο ποὺ ὁ Γ. Ζαϊμάκης τὸ ὀνομάζει «ἑτερογενοποίηση» σὲ ἀντίθεσι μὲ τὴν ὑιοθέτησι γνωρισμάτων πρακτικῶν καὶ κανόνων ἀπὸ πολιτιστικὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ παγκοσμίου ποδοσφαίρου ποὺ τὰ συμπυκνώνει στὸν ὅρο «ὁμογενοποίηση», καταλήγοντας πὼς μεταξὺ τους ὑπάρχει μία λειτουργικὴ ἀμφίδρομη σχέσι [3].
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ βάσι τῶν φιλάθλων ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, ἰδίως ὅμως ἀπὸ χώρα σὲ χώρα εἶναι τελείως διαφορετική. Στὶς περισσότερες, καὶ μάλιστα σὲ ἐκεῖνες ποὺ τὸ ἔχουν ἀναγάγει στὸ ὑψηλότερο ἐπίπεδο, ὅπως στὴν Ἱσπανία, Ἀγγλία, Ἰταλία, Γερμανία καὶ σὲ ὅλες τὶς χῶρες τῆς Λατινικῆς Ἀμερικῆς (Βραζιλία, Ἀργεντινή, Οὐρουγουάη , Χιλή, Περοῦ, κ.λπ.), τὸ ποδόσφαιρο εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ ἕνα ἄθλημα, εἶναι μέρος τῆς πολιτιστικῆς ταυτότητας αὐτῶν τῶν ἐθνῶν. Εἶναι ἕνα πάθος ποὺ μεταδίδεται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, καὶ θεωρεῖται βασικὸς φορέας ἐθνικῆς ὑπερηφάνειας καὶ αἰτία πάνδημης γιορτῆς. Ἔτσι ἡ κάθε χώρα βιώνει διαφορετικὰ τὸ ποδόσφαιρο καὶ προβάλλει τὶς δικὲς τῆς παραδόσεις, «ἐθνικὲς ἀντιπαλότητες» καὶ τοπικοὺς ἀνταγωνισμοὺς καὶ "θεοποιεῖ" τὰ δικὰ της ποδοσφαιρικὰ εἴδωλα, τροφοδοτώντας τὴν ἀγάπη, τὸ πάθος καὶ τὴν ἔξαρσι συμμετοχῆς τῶν μαζῶν στὴν μυστήρια μαγεία ποὺ ἐκπέμπει ἡ ἐπιρροὴ τῆς θεᾶς μπάλλας. [4]
Ἐπιπλέον στὸ πνεῦμα αὐτὸ καὶ τὸ ἴδιο τὸ παιχνίδι παρουσιάζει πολλὲς φορὲς μὲ τὴν «γυμνασμένη» ἀντοχὴ καὶ τὴν βίαιη σκληρότητα, τὸν χῶρο ἐκείνον ποὺ βρίσκει ὁ πρόθυμος καὶ ἔνθερμος ὀπαδὸς γιὰ νὰ ταυτισθῆ μὲ τὸ πάθος καὶ τὸν αὐτοσκοπὸ τῆς νίκης, ἱκανοποιώντας ἐσώψυχα ἔνστικτα, καὶ παρορμήσεις ἀτομικῆς καὶ μαζικῆς μετοχῆς ποὺ θυμίζουν στὴν ἀκρότητα τοὺς τὸ μαζικὸ «αἱμοσταγὲς» σύνδρομο τῆς Ρωμαϊκῆς Ἀρένας, προσφέροντας καὶ τοὺς λόγους ποὺ πιθανὸν νὰ ἐκφράζεται καὶ στὶς κερκίδες τοῦ γηπέδου περισσότερο ἡ ἀνδρικὴ ἰδιοσυγκρασία τῆς ἀπωθημένης "βίαιης συμπεριφορᾶς" .
Αὐτὸ βεβαιώνεται προπάντων ἀπὸ τὴν εἰκόνα ἑνὸς «βαμμένου» ὀπαδοῦ. Ἂν ὄχι ὅλοι, οἱ περισσότεροι ἔχουμε γνωρίσει ἄτομα ποὺ ἀναγνωρίζουν ὅτι ἡ μοναδικὴ ταυτότητα ποὺ τοὺς δίνει νόημα εἶναι μόνο ἐκείνη τοῦ ὀπαδοῦ τῆς «Ὁμάδος» τους. Εἶναι τόσο πιστοὶ καὶ ἀφοσιωμένοι σὲ αὐτήν, ποὺ κινοῦνται, ἐμπνέονται καὶ ζοῦν ἔχοντας πάνω ἀπ’ ὅλα τὴν ποδοσφαιρικὴ τους Ὁμάδα. Τὸ ὄνομα της, ἡ ἱστορία καὶ ἡ δρᾶσι της, ἔχει ἐμποτίσει τόσο βαθιὰ τὴν ψυχὴ τους ποὺ λειτουργεῖ ὡς ἐθιστικὴ ὀργανικὴ οὐσία καὶ ὡς τὸ ὑπερβατὸ «ἱεροπρεπές πνεῦμα» ποὺ τρέφει τὴν ὕπαρξι τους. Σὲ κείμενο του ὁ Γ. Γιατρομανωλάκης γράφει: «Φίλους ἀλλάζεις, καὶ μάλιστα εὔκολα. Φύλο ἀλλάζεις. Δύσκολα, ἀλλὰ μὲ λίγη θέληση γίνεται. Πατρίδα, θρησκεία, κόμμα, ὅλα τὰ ἀλλάζεις. Γυναίκα ἀλλάζεις. Πανεύκολο. Ὁμάδα δὲν ἀλλάζεις, ὅπως δὲν ἀλλάζεις τὴ μάνα σου. Ο,τι καὶ νὰ ΄ναι: στρίγκλα, μητρυιά, χαμένη καὶ πουλημένη. Ἡ Ὁμάδα εἶναι ἡ μήτρα ποὺ σὲ ξεπετᾶ κάθε Σαββατοκύριακο, σὲ τρέφει, σὲ πληγώνει καὶ σὲ πωρώνει» [5]
Ἔτσι ἡ Ὁμάδα βιώνεται ὡς κάτι τὸ ἀνώτερο, ὡς Θρησκεία. Καὶ ποιὸς δὲν ἔχει ἀκούσει: Ἡ Α.Ε.Κ, ὁ «Θρύλος», ὁ Π.Α.Ο, εἶναι : «Θρησκεία», «εἶναι Θεός», «λατρεία». π.χ. «ΠΑΟ, θρησκεία - Θύρα 13» καὶ «Θρύλε, θεὲ μοῦ, Ὀλυμπιακὲ μου!», «Ἄρης λατρεία - SUPER-3») Χωρὶς αὐτὸν τὸν προσδιορισμὸ νοιώθουν σχεδὸν «ἄθεοι», γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἔνταξι τους σὲ «ἔνθεους- προσήλυτους», ὁμοϊδεάτες, εἶναι μιὰ φυσικὴ ἀκολουθία γιατὶ ἐκεῖ αἰσθάνονται τὴν ἀναγνώρισι καὶ τὴν ἀποδοχὴ καὶ ἐκεῖ προβάλλουν μὲ ζέσι τὸ ὁπαδικό …και προσωπικὸ ἀνάστημα τοῦ ἀφοσιωμένου πιστοῦ.
Ἡ σύμπνοια αὐτή, πειθαρχεῖ καὶ σὲ Συλλογικοὺς κανόνες μὲ γραφεῖα, σύμβολα, σημαῖες, διακριτὲς στιλιστικές ἐπιλογὲς (π.χ. χωρὶς νὰ εἶναι ἀπαραίτητα ὅλα μαζὶ : μαλλιά, μπουφάν, μπόττες, αὐτοκόλλητα, κονκάρδες, κασκὸλ[6]), ὕμνους καὶ χρώματα, συλλαλητήρια, ἀθλητικὸς ὁπαδικός τύπος, ὁπαδικές τηλεοπτικὲς ἐκπομπές, κ.λπ. Ἡ ἐκφραζόμενη λατρεία δὲν «ὀμολογεῖται» μὲ δόγμα, ἀλλὰ μόνο μὲ τελετουργικὸ[7]. Ἱερὸς Ναὸς: εἶναι τὸ γήπεδο, πνευματικὸς κατηχητὴς – ὀδηγητὴς : ὁ προπονητής, χορεία ἱεροψαλτῶν, οἱ φανατικοὶ ὀπαδοὶ τῶν δύο πτερύγων τοῦ γηπέδου οἱ ὁποῖοι πότε «ὑμνολογοῦν» τὴν Ὁμάδα, καὶ πότε «ψαλμωδούν» μὲ … σεξουαλικὲς ὠδὲς τὸν ἀντίπαλο· ὑπάρχει καὶ ὁ «ἀποδιοπομπαῖος τράγος» ὅταν ἡ ροὴ τοῦ ἀγῶνα ὁδηγεῖ στὴν ἥττα, τὴν «πληρώνει»… ὁ «πουλημένος» διαιτητής, ἱερὸ δισκοπότηρο, τὸ κύπελο , καὶ ὅλα στὴν ὑπηρεσία τοῦ νέου εἰδωλολατρικοῦ θεοῦ, τῆς θεᾶς Μπάλλας, ἡ ὁποία ὅταν μορφοποιεῖται σὲ νίκες καὶ ἐπιτυχίες, ὁδηγεῖ τοὺς πιστοὺς της στὸν ψυχικὸ «παράδεισο»… ἐνῶ στὴν ἀπρόσμενη ἢ ταπεινωτικὴ ἥττα ἀπὸ τὸν ἀντιπαθῆ κυρίως ἀντίπαλο τοὺς βυθίζει στὴν μελαγχολική…Κόλασι. Ό,τι καὶ νὰ συμβῆ ἡ Ὁμάδα θὰ παραμείνει ἡ Μεγάλη Ἰδέα, καὶ ὁ παίκτης (ἑκατομμυρίων σὲ ἀξία) ποὺ θὰ βάλει τὸ γκόλ γίνεται στὶς κραυγὲς «ὁ Μέγας Ἥρως», ὁ «θεὸς» καὶ ὁ ἴδιος στὸ ἴδιο παιχνίδι, ἂν ἀστοχήσει, μουντζώνεται μὲ … φιλοφρονήσεις: «κούτσουρο», «βόδι», «παλτὸ» !
Κοινωνικὴ διάστασι
Παρὰ ταῦτα τὸ ποδόσφαιρο δὲν πρέπει νὰ ταυτίζεται μὲ τὴν εἰκόνα ἑνὸς «ἀφιονισμένου» ὀπαδοῦ ποὺ ἱκανοποιεῖ τὴν ἀνάγκη ὅποιας ὑπαρξιακῆς προσκόλλησης, ἢ ὅποιας «παρορμητικῆς ἐπιθετικότητας» ἢ βίαιης συμπεριφορᾶς.. Τὰ ἐπεισόδια ποὺ πολλὲς φορὲς συμβαίνουν ἐντὸς καὶ ἐκτὸς γηπέδου μὲ τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ χουλιγκανισμοῦ ἔχουν ὡς αἰτία εὐρύτερα κοινωνικὰ ὀξυμμένα προβλήματα, ὅπως τὴν κρίσι θεσμῶν (οἰκογενειακὴ κρίσι καὶ ρῆξι τοῦ ψυχικοῦ δεσμοῦ τῶν μελῶν της, κρίσι παιδείας μὲ στέγνωμα τὴν ἀνθρωπιστικὴ πλευρὰ της), ἡ ἀνεργία τῶν νέων, ἡ χρῆσι ἐθιστικῶν οὐσιῶν, ἡ ἀπουσία δημιουργικοῦ ἐλευθέρου χρόνου μὲ ψυχαγωγικὰ κίνητρα, ἡ ἀμφισβήτησι καὶ ἐπαναστατικότητα τοῦ νέου μὲ διέξοδο στὴν ἀνοιχτὴ ὁπαδική θύρα, κ. λπ.
Εἶναι θέματα ποὺ χρήζουν προβληματισμοῦ καὶ ξεχωριστῆς μελέτης γιὰ τὶς αἰτίες ποὺ πολλοὶ νέοι ταυτίζονται ψυχωτικὰ μὲ μιὰ Ὁμάδα ὡς «οἰκεῖο- οἰκογενειακὸ» χῶρο, νομίζοντας πὼς ἔτσι ἱκανοποιοῦν τὴν ἀνάγκη γιὰ συλλογικὴ ἔνταξι καὶ ζωὴ καὶ γιὰ νὰ ἐκτονώσουν μὲ τοὺς φανατικοὺς ὀπαδοὺς τὴν ὀργή, τὴν (κατά)πιεσμένη δύναμι σὲ τυφλὴ ἐκδικητικὴ βία καὶ γενικὰ σὲ ἀντικοινωνικὴ συμπεριφορά. Στὸν ἴδιο χῶρο παρατηρεῖται ὅτι βρίσκουν τὴν εὐχέρεια γιὰ νὰ ἐκδηλώσουν ὅ,τι βίαιο καὶ μὲ μένος καταστροφῆς καὶ ἄτομα τοῦ περιθωρίου μὲ ἀπωθημένα ἐκδίκησης καὶ μὲ κοινωνικοπαθολογικά αἴτια ποὺ ἀμαυρώνουν τὴν εἰκόνα τοῦ ἀθλήματος.
Ἡ γυναίκα καὶ τὸ ἄθλημα
Βέβαια, ὁ «βασιλιὰς τῶν σπὸρ» μπορεῖ νὰ ἰδωθῆ καὶ ὡς ἕνα πολιτισμικὸ κάτοπτρο μιᾶς κοινωνίας ποὺ βρίσκεται σὲ διαρκῆ μετασχηματισμό, συμπυκνώνοντας σύνθετες οἰκονομικές, κοινωνικὲς καὶ πολιτισμικὲς λειτουργίες, ἐνῶ ταυτόχρονα συγκροτεῖ καὶ ἕναν ἰδιαίτερο χῶρο νοηματικῆς διαπραγμάτευσης, συγκρότησης καὶ προσδιορισμοῦ ταυτότητας καὶ ἔκφρασης μιᾶς συλλογικῆς δράσης. Ἔτσι ἡ μέχρι πρὸ τινὸς κουλτούρα τοῦ ἀθλήματος κυριολεκτοῦσε ὡς μιὰ ἀνδρικὴ τελετουργία, ὅμως σήμερα τὸ ποδόσφαιρο μὲ ὑπέρβασι τῶν ὅποιων προκαταλήψεων ἔχει ἑλκύσει σοβαρὰ καὶ τὸ γυναικεῖο φύλο μὲ ὀργανωμένες ποδοσφαιρικὲς ὁμάδες σὲ παγκόσμια κλίμακα,, μὲ ὀργάνωσι πρωταθλημάτων, μὲ φανατικὸ κοινὸ καὶ ἀντίστοιχο σὲ ἅμιλλα καὶ τεχνικὴ ποὺ δὲν ἔχει νὰ ζηλέψει τίποτε ἀπὸ τὸ διαδεδομένο ἀνδρικό.
Ἡ θετικὴ ὄψι
Παρὰ τὴν ὅποια ἀρνητικὴ συσχέτισι ἡ ὁποία ἀδικεῖ τὸ ἄθλημα, τὸ ποδόσφαιρο μέσα ἀπὸ συγκεκριμένους ἀθλητικοὺς χώρους, ἐνέχει μία παράδοξη ψυχολογικὸ-κοινωνικὴ ἐνοποιητικὴ δύναμι, ἡ ὁποία ἑνώνει κατ’ ἀρχὰς σὲ μιὰ ὁμάδα- σύλλογο παῖκτες χωρὶς διακριτικὰ πέραν τῆς ποιοτικῆς ἱκανότητας σχετικὰ μὲ τὰ συστήματα τοῦ παιχνιδιοῦ (ταχύτητα, δεξιοτεχνία, ἀντίληψι, ὁμαδικότητα, προσαρμοστικότητα, ἀντοχή, κ.λπ.), χωρὶς νὰ ἐνδιαφέρει: ἡ καταγωγὴ αἵματος καὶ ἡ ἐθνικὴ πολιτιστικὴ του ταυτότητα, τὸ χρῶμα, ἡ κοινωνικὴ διαστρωμάτωσι ἢ ἡ οἰκονομικὴ (φτωχή, πλούσια, πλουσιώτερη) κατάστασι του.
Κατὰ δεύτερον εἶναι τὸ μόνο ὁμαδικὸ ἄθλημα ποὺ ἀποκαλύπτει τὴν μαγεία ἐκείνη ἡ ὁποία (συν)κινεί ἑκατομμύρια ἀνθρώπους ἀνὰ τὴν ὑφήλιο, - ἀκόμη καὶ τοὺς ἀδαεῖς καὶ ἀνέντακτους σὲ συγκεκριμένη ὁμάδα - , ἐνῶ ἡ κερκίδα φιλοξενεῖ θεατὲς (θεωρεῖται ὁ 12Ὃς παίχτης τῶν ὁμάδων) καταργώντας σχεδὸν ὅλες τὶς διακρίσεις μεταξὺ τους γιὰ νὰ ἐκδηλώσουν μὲ ὁμόθυμη ἔκφρασι, τὸ ἐνδιαφέρον, τὴν ἀγάπη καὶ τὸ πάθος, τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὸ ρίγος ποὺ προξενεῖ ἡ ἀτμόσφαιρα ἑνὸς ἀγῶνα μαζὶ μὲ τὸ ἄγχος καὶ τὴν ἀγωνία γιὰ τὴν νικηφόρα ἔκβασι του, ἀνεξαρτήτως παιδείας, κουλτούρας, πολιτικῆς ἀπόκλισης καὶ κοινωνικῆς τάξης….
Μοιάζει μὲ ἕνα φαινόμενο ποὺ ξεφεύγει τοῦ ὅρου «παιχνίδι» καὶ ὑποβάλλει τὸν θαυμασμὸ χωρὶς καμμιὰ διαλεκτικὴ προϋπόθεσι παρὰ μόνο μέσα ἀπὸ τὸν ἀνταγωνισμὸ 22 παικτῶν στοὺς ὁποίους ἀναγνωρίζεται ἡ ἀθλητικὴ διάστασι τῆς φαινομενικὰ «ποδο-δεξιοτεχνίας». Καὶ γι’ αὐτὸ τὸ ποδόσφαιρο θεωρεῖται ἕνα παγκόσμιο κοινωνικὸ φαινόμενο καὶ ἀναγνωρίζεται ὡς τὸ δημοφιλέστερο ἄθλημα στὸν κόσμο, ἀντικατοπτρίζοντας ταυτόχρονα προτεραιότητες, πολιτιστικὴ εἰκόνα, λαϊκὴ κουλτούρα, πολιτικὲς ἀξίες, εὐαισθησίες, ἀκόμη καὶ νευρώσεις ποὺ προαναφέρθηκαν.
Ἡ ἀρνητικὴ πλευρὰ τοῦ ἀθλήματος
Τὸ ποδόσφαιρο, κατὰ τὴν δεκαετία κυρίως τοῦ 1950[8] καὶ ὕστερα, μετασχηματίσθηκε σὲ ἀθλητικὴ βιομηχανία καὶ ἐμπορευματοποιήθηκε μέσα ἀπὸ ἰσχυροὺς οἰκονομικὰ συλλόγους ἀποκτώντας παρόμοια χαρακτηριστικὰ μὲ τὶς ὑπερεθνικές ἐπιχειρήσεις τῆς παγκόσμιας οἰκονομίας, μετατρέποντας τὸ ποδόσφαιρο καὶ ὅ,τι ἔχει σχέσι μὲ αὐτό, σὲ καταναλωτικὸ προϊόν, γεγονὸς ποὺ ὁδήγησε σὲ ἐπανιεράρχησι τῶν στόχων του, μὲ τὸ κέρδος νὰ καταλαμβάνει τὴν πρώτη θέσι καί... νὰ ἀκολουθεῖ ἡ ἀγωνιστικὴ ἐπιτυχία[9]. Εἶναι φυσικὰ φορὲς ποὺ ὁ πρῶτος στόχος δὲν πραγματοποιεῖται χωρὶς τὸν δεύτερο, γι' αὐτὸ καὶ πρὸς χάριν του ἔχουν κατηγορηθἢ πολλάκις παράγοντές του γιὰ διαπλοκὲς καὶ συμφεροντολογικὲς παρεκτροπές, οἱ ὁποῖες τοὐλάχιστον δηλητηριάζουν ἠθικὰ καὶ ὄζουν καχυποψίας. Ἂς θυμηθοῦμε τὴν Ἑλληνικὴ πατέντα τῶν "ὑπόγειων" - παράνομων δηλαδὴ - στοιχημάτων καὶ τῆς πασίγνωστης "Παράγκας", ἡ ὁποία κατηγοροῦνταν ὅτι ἤλεγχε τὴν διαιτησία και καθόριζε ἀποτελέσματα ἀγώνων.
Πέραν ἀπὸ αὐτὰ, τὸ ποδόσφαιρο εἶναι πλέον εἰκόνα καὶ ἔκφρασι τῆς ἀγορᾶς καὶ τοῦ ἐμπορίου. Οἱ σύλλογοι λειτουργοῦν στὰ πρότυπα μιᾶς οἰκονομικῆς ἐπιχείρησης μέσα στὴν ὁποία διακινοῦνται τεράστια ποσὰ : ἐπενδύσεις παραγόντων, κατασκευὴ πολυπληθῶν γηπέδων μὲ ἐνσωμάτωσι ἐμπορικῶν πολυκαταστημάτων, ἱστορικὸ μουσεῖο τῶν ὁμάδων, ἀνάπτυξι πολύμορφων στοιχημάτων, διαφημίσεις, ὀργάνωσι τοπικῶν, ἐθνικῶν, διεθνῶν πρωταθλημάτων μὲ «ἐπιβράβευσι» ἑκατομμυρίων.
Ὅσο οἰκονομικὰ ὑγιὴς δέ καθίσταται ὁ σύλλογος- ὁμάδα, τόσο περισσότερο ὀργανωμένη φαίνεται μὲ ἰδιοκτήτη καὶ διοικητικὴ ἱεραρχία καὶ μὲ ἰδιαίτερα ἐξειδικευμένο προσωπικὸ (προπονητές, βοηθοί, γυμναστές, ἰατροί, ψυχολόγοι, μασέρ, οἰκονομολόγοι- λογιστές, μεταφραστές, γεωπόνοι, τεχνικοί, σκάουτερς ταλέντων, μάνατζερς), ἀλλὰ καὶ μὲ ἁπλὸ ἐργατικὸ δυναμικὸ (καθαριστές, συντηρητές, ὁδηγοί, τὸ ὁποῖο ἀνάλογα τὸ ἐπίπεδο τῆς ὁμάδας μαζὶ μὲ ποδοσφαιριστὲς α’ , β’, γ, δ’… ἐνσωματωμένων ὁμάδων ἀνάλογα τὴν ἡλικία τους (προεφηβικῆς, ἐφήβων, νέων, β’ ὁμάδας) συνολικὰ μπορεῖ νὰ ἀριθμοὶ ἀπὸ 30 άτομα… ἕως 500-600), ἐνῶ ἄμεσα ζοῦν ἀπὸ τὴν ὁμάδα – ἀνάλογα πάλι τὸ ἐπίπεδο της καὶ τὴν κατηγορία ποὺ ἀγωνίζεται – πάνω ἀπὸ 100 οἰκογένειες ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἔμμεσα συμβαλλόμενες (ἀεροπορικὲς ἑταιρεῖες, ξενοδοχεῖα, ἑστιατόρια, βιοτεχνίες ρούχων, σημαιῶν, συμβόλων[10] κ.λπ.
Ἔτσι «τὸ ποδόσφαιρο μετασχηματίστηκε ἀπὸ ἰδιαίτερη δραστηριότητα ἀναψυχῆς τοῦ ἀπογεύματος τῆς Κυριακῆς σὲ «καθημερινὸ ἄρτο» ποὺ συνοδεύει τὴν κοινωνικὴ μας συμβίωση … γιὰ νὰ γνωρίσει σημαντικοὺς μετασχηματισμοὺς στὶς τελευταῖες δεκαετίες, στὶς ὁποῖες ἐξελίχτηκε στὴ ναυαρχίδα τῆς «ἀθλητικῆς βιομηχανίας».[11]
Ἑπομένως τὸ ποδόσφαιρο δὲν εἶναι μόνο τὸ περίτεχνο παιχνίδι ποὺ φανερώνεται σὲ ἕνα γήπεδο καὶ συγκινεῖ τὸν φίλαθλο ἢ ὀπαδὸ, ἀλλὰ ἕνα πολύφερνο ἐμπόρευμα μιᾶς παγκοσμιοποιημένης ἀγορᾶς μὲ τοὺς πλέον σκληροὺς ἐπαγγελματικοὺς ὅρους ἐπιχείρησης- μὲ διεθνεῖς ὀργανισμοὺς (ΦΙΦΑ[12], ΟΥΕΦΑ[13]) οἱ ὁποῖοι χαίρουν πλήρους νομικῆς αὐτονομίας τὴν ὁποία μάλιστα ἐπιβάλλουν σὲ ὅλα τὰ «ἀνεξάρτητα» κράτη τοῦ κόσμου μέσω τῆς δικῆς τους ΕΠΟ, οἱ κυβερνήσεις τῶν ὁποίων ὀφείλουν (καὶ μάλιστα κατὰ … συνταγματικὴ παρέκλισι) νὰ πειθαρχοῦν!!.
Ὁ Ἐπαγγελματισμὸς ἀποστέγνωσε τὴν χαρὰ τῆς «παιδιᾶς», τῆς ψυχαγωγίας καὶ χαρᾶς τοῦ παιχνιδιοῦ. Ὁ παίκτης μοιάζει μὲ ἀλλοτριωμένο ἐργαλεῖο, ἐξάρτημα μιᾶς μεθοδικῆς – συλλογικῆς προσπάθειας ποὺ στοχεύει μὲ σκληρὸ ἀνταγωνιστικὸ πνεῦμα στὴν νικηφόρα ἔκβασι τοῦ παιχνιδιοῦ[14] γιὰ πρωταθλητισμὸ ἢ γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ὁμάδας του δηλ. στὴν ἀποφυγὴ ὑποβιβασμοῦ σὲ μικρότερη κατηγορία, πράγμα ποὺ ἔχει ὡς φυσικὸ ἐπακόλουθο τὴν ὑπογραφὴ μικροτέρων ἐπαγγελματικῶν συμβολαίων καὶ ἀπὸ κάθε πλευρὰ θὰ ἀγωνίζονται σὲ πολὺ ὑποδεέστερες συνθῆκες ἀγώνων – τοὐλάχιστον γιὰ τὰ ἑλληνικὰ δεδομένα.
Καὶ αὐτὸ - γιὰ ἕναν καλοπροαίρετο ὀπαδὸ ὁμάδας - εἶναι τὸ λιγότερο ὀδυνηρὸ τοῦ ἐπαγγελματισμοῦ, γιατὶ ἡ ἐπιδίωξι καλυτέρων συμβολαίων καὶ ἡ δυνατότητα μεταγραφῆς ἀπὸ ὁμάδα σὲ ὁμάδα καὶ ἡ «ἀγορὰ» παικτῶν ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς, ποὺ παρομοιάζεται μὲ μιὰ ἐκτροπὴ ἰδιότυπης «πολυγαμίας», ἀκύρωσε μεταξὺ τῶν παικτῶν, κυρίως, κάθε ἠθικὴ – συναισθηματικὴ δέσμευσι μὲ συγκεκριμένη ὁμάδα (πέραν τῆς ἔντιμης ἐπαγγελματικῆς συνέπειας), ἐνῶ ἄμβλυνε τοὺς «τοπικιστικοὺς» συλλογικοὺς κώδικες περηφάνιας καὶ τιμῆς καὶ τῶν φαντασιακῶν ἀγωνιστικῶν «ἄθλων», ποὺ ὅριζαν ἀντίπαλα ἢ ὅμορα ἀθλητικὰ σωματεῖα μὲ τὸν ἰδεολογικὸ σωματειακὸ πολιτισμὸ ποὺ κουβαλοῦσαν. Ἡ διείσδυσι σὲ εὐρύτερο κοινὸ – πέραν τῆς τοπικότητας - εἶναι πλέον δεδομένη, χωρὶς ὅμως νὰ ξεθωριάσει καὶ ἡ συναισθηματικὴ τοποφιλία.
Ἂς ἀναφέρουμε ὡς παράδειγμα τὸν «ΠΑΣ-ΓΙΑΝΝΙΝΑ». Τὴν δεκαετία τοῦ 70 πρωτοπόρησε στὴν μεταγραφὴ καὶ «ελληνοποίησι» (!) Ἀργεντινῶν ποιοτικῶν παικτῶν ποὺ ἄλλαξε τὴν ποδοσφαιρικὴ τοῦ ἱστορία καὶ ταυτότητα. Καθιερώθηκε τότε … (καὶ στὴν συνέχεια) μὲ ξένους προπονητὲς καὶ παῖκτες ποὺ ἔφεραν τὴν δικὴ τους φιλοσοφία, ὡς μιὰ μεγάλη καὶ ἡ πλέον ὑπολογίσιμη ἐπαρχιακὴ ποδοσφαιρικὴ δύναμι, ὑπολογιζόμενη μεταξὺ τῶν μεγάλων ὁμάδων Ἀθηνῶν καὶ Θεσσαλονίκης, ἐνῶ οἱ περήφανοι ὀπαδοὶ της προέρχονταν ἀπὸ κάθε Ἠπειρώτικο στέκι ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα, ἐνῶ τὴν συνόδευαν καὶ τὴν ἀκολουθοῦν ἀκόμη ἀφοσιωμένα ὀπαδοὶ προερχόμενοι ἔξω ἀπὸ τὰ στενὰ τοπικὰ ὅρια τῆς πόλης.
Τὴν σύμπλευσι αὐτὴ «τοπικότητας» καὶ «παγκοσμιότητας» ποὺ ἀναπλάθει τὴν πολιτιστικὴ παραδοσιακὴ ταυτότητα τῆς ὁμάδας καὶ ἐπαναπροσδιορίζει (ὑβριδικές) διατοπικές ἀξίες καὶ στόχους, δηλαδὴ μὲ τὴν «ετερογενοποίησι» τὴν ὁποία ὁ Ζαϊμάκης τὴν νοηματοδοτεί καὶ μὲ τὸ ὄνομα τῆς «παγκόσμιας τοπικοποίησης» ἢ «τοπικοπαγκοσμιοποίησης» [15]
Εἶναι φαινόμενο ποὺ χαρακτηρίζει πλέον ὅλο τὸ ἐπαγγελματικὸ ποδόσφαιρο καὶ γεγονὸς ποὺ ὁδήγησε σὲ ἀντίστοιχη δουλικὴ σχεδὸν προσαρμογὴ καὶ τοὺς ὀπαδούς, οἱ ὁποῖοι στὴν περίοδο τῶν μεταγραφῶν ὀνειρεύονται τὸν δικὸ τοὺς Κρόϊφ, Πελέ, Μαραντόνα ἢ Μέσι ἢ ὅποιον ποιοτικὸ «ἀστέρα τῆς μπάλλας» νὰ φανῆ στὴν σύνθεσι τῆς ὁμάδος τους. Ἡ κοσμοπολίτικη ἐπένδυσι μπορεῖ νὰ μὴν ἄλλαξε τὴν φανέλλα σύμβολο τῆς ὁμάδας, μετασχημάτισε ὅμως στὴν συγχρονία τῶν καιρῶν τὴν παράδοσι καὶ τὴν φυσιογνωμία της. Ὁ Ὀλυμπιακὸς π.χ. ἐκπροσωποῦσε τὴν Πειραιώτικη φτωχολογιά, σήμερα τὴν κατέχουν ἐφοπλιστές. Ἡ ΑΕΚ, ὁ ΠΑΟΚ, παλαιότερα καὶ ὁ ΠΑΝΙΩΝΙΟΣ ἦταν ὁμάδες ἱδρυμένες ἀπὸ προέχοντα μέλη τῶν προσφύγων τοῦ 1922-23, τῶν νέων τότε τοπικῶν κοινωνιῶν, προβάλλοντας ἱστορία καὶ μνῆμες, σήμερα τὶς κατέχουν ἐπιχειρηματίες.
Ἡ μετάλλαξι τοῦ ποδοσφαίρου ποὺ ἐπιταχύνθηκε καὶ μὲ τὸ νόμο Μπόσμαν[16], εἴτε τὸ θέλουμε εἴτε ὄχι, ἡ ἀτμόσφαιρα ἐλευθερίας, καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἀπόλαυσι τῆς ἀλάνας ἔχει ἐκφυλισθῆ πρὸ πολλοῦ…. Τὸ ποδόσφαιρο μετασχηματίσθηκε πλέον σὲ ὀργανωμένη οἰκονομικὴ μονάδα ἐπιχείρησης. Δὲν ἀπουσιάζει ὁ οπαδικός οἶστρος, οὔτε ἡ ἀπουσία τοῦ εἰδώλου ποδοσφαιριστοῦ, οὔτε οἱ στόχοι τῆς ὁμάδας ἀνάλογα τὸ ψῆλος της, ὑπάρχουν καὶ οἱ περιπτώσεις τῶν τοπικῶν ἀνταγωνισμῶν καὶ τῆς τοποφιλίας, ὅμως ἡ «ἐσωτερικὴ οὐσία» τοῦ ποδοσφαιρικοῦ μετασχηματισμοῦ κρύβεται στὴν ἀγχωτικὴ προσπάθεια τῆς κερδοφορίας ποὺ ἐκφράζεται ὡς μία ἀκριβοπληρωμένη ἐργασία τῶν ποδοσφαιριστῶν ποὺ βασίζεται ἐκτὸς ἀπὸ τὰ προγράμματα καὶ τὰ συστήματα ἑνὸς παιχνιδιοῦ κυρίως σὲ ἕναν οἰκονομικὸ ὀργανισμό».
Σημειώσεις
- «Οι πρώτοι κανόνες τέθηκαν στο περίφημο κολέγιο του Κέιμπριτζ το 1848, σε μία συνεδρίαση στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι από τα κολέγια Ίτον, Χάροου και Ράγκμπι. Εννέα χρόνια αργότερα, το πρώτο ποδοσφαιρικό σωματείο, η Σέφιλντ, προσέθεσε τους δικούς της και διαφοροποίησε κάποιους άλλους. Όλες αυτές οι προσπάθειες κορυφώθηκαν το 1863. Στις 26 Οκτωβρίου, αντιπρόσωποι ομάδων κι ενός κολεγίου συγκεντρώθηκαν στην «Ταβέρνα των Μασόνων» στο Λονδίνο, όπου συμφώνησαν στην ίδρυση της Ένωσης Ποδοσφαίρου Αγγλίας (Football Association, F.A.) και στη δημιουργία των κανονισμών που διέπουν το άθλημα έως σήμερα. Τότε γεννήθηκε και ο όρος «soccer», όπως ονομάζεται το ποδόσφαιρο στ’ αγγλικά. Η λέξη προέρχεται από τη σύντμηση δύο λέξεων: Social Ceremony, που στα ελληνικά σημαίνει «κοινωνική τελετή». H 26η Οκτωβρίου 1863 θεωρείται η επίσημη ημερομηνία γέννησης του σύγχρονου ποδοσφαίρου και η Αγγλία η πατρίδα του. Το 1888 υπήρχαν στη Μεγάλη Βρετανία 12 πλήρως επαγγελματικές ομάδες και το 1892 είχαν ανέλθει στις 28» πηγή: sansimera.gr, Η ιστορία του ποδοσφαίρου.
- Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ, Γιατί (μας) συνεπαίρνει το ποδόσφαιρο, Εκθεση-Εκφραση για τι Ενιαίο Λύκειο, τεύχ. Γ’ , Αρθρο, σελ.167
- Ζαϊμάκης, Γ., Ζαϊμάκης Γ., «Η πολιτική οικονομία του ποδοσφαίρου στην ύστερη νεωτερικότητα Εμπορευματοποίηση, παγκοσμιοποίηση, και αποικιοποίηση», στο Ζαϊμάκης, Γ., Κοταρίδης, Γ., Ν., Ποδόσφαιρο και κοινότητες οπαδών – αντιπαλότητες και πολιτικές της ταυτότητας, Πλέθρον, Αθήνα, 2013: 27-58
- Η μαγεία του ποδοσφαίρου: Ένα παγκόσμιο άθλημα που συνδέει πολιτισμούς, www.musiccorner.gr/mageia-podosfairoy,
5. Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Πωρωμένοι και ευσεβείς, ΤΟ ΒΗΜΑ- Γνώμες, 23/08/2009
- «Στους αγώνες, ο οπαδός είχε πάντα μαζί του ένα κασκόλ, συνήθως χαμηλής ποιότητας, το οποίο, ωστόσο, έχει ιερή σημασία και σε περίπτωση που έπεφτε στα χέρια αντίπαλων οπαδών πληγωνόταν η τιμή του». Αντώνιος Άγγελος Ατσικνούδας, «Απ’ εδώ πέρασαν οι βάρβαροι». Ηθικός πανικός και χουλιγκανισμός στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1980, Αθήνα, 2023, σελ. 22. Η ενότητα: 1.3 « Μακριά μαλλιά, σκουλαρίκια στα αυτιά..», περιγράφει την «εικόνα» του οπαδού.
7. Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ, Αυτόθι.
8. Η Επορευματοποίησι του Ποδοσφαίρου βέβαια είχε ξεκινήσει ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα. Στην Αγγλία π.χ. εισήχθη το 1885, στην Βραζιλία το 1917, στην Ισπανία το 1920, στην Αργεντινή 1930-31, στην Γαλλία από το 1939. Στην Ελλάδα οι πρώτες διοικητικές δομές χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1920, αφού μέχρι τότε η διοργάνωση των επίσημων ποδοσφαιρικών συναντήσεων ήταν ευθύνη του Σ.Ε.Α.Γ.Σ.2 Η πρώτη ποδοσφαιρική ομοσπονδία στη χώρα ήταν η Ένωση Ποδοσφαιρικών Σωματείων, που ιδρύθηκε το 1923 και κυοφόρησε τη δημιουργία της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (ΕΠΟ) το 1926, η οποία μέχρι και τις μέρες μας αποτελεί τον πιο σημαντικό διοικητικό θεσμό του ελληνικού ποδοσφαίρου. πηγή: Ζαϊμάκης Γ., «Η πολιτική οικονομία του ποδοσφαίρου στην ύστερη νεωτερικότητα….
9. ΠΑΝΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ, «Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ: ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΟ-ΛΟΓΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ -ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΚΕΝΑ», ΑΘΗΝΑ 2020, σελ.5
10. «Στην Ελλάδα, μολονότι η ελληνική Super League δεν έχει την αίγλη των προηγμένων ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων, εντούτοις η μελέτη της Super League σε συνεργασία με το ΙΟΒΕ και τη Στόχασις Σύμβουλοι Επιχειρήσεων ΑΕ (2014), αναδεικνύει ότι η επίδρασή της στην οικονομία της χώρας παραμένει εξαιρετικά σημαντική, δεδομένου ότι ενισχύει με 2,3 δις. ευρώ το ΑΕΠ της Ελλάδας, με άμεσα και έμμεσα έσοδα για το κράτος 550 εκατομμύρια ευρώ, απασχολώντας περίπου 40.000 εργαζόμενους», Πηγή: Η κρυφή οικονομική «συνεισφορά» του ποδοσφαίρου, Το Βήμα, 12-2¬2014, από ΠΑΝΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ, «Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ , σελ.47-48
11. Γιάννης Ζαϊμάκης, H πολιτική οικονομία του ποδοσφαίρου στην ύστερη νεωτερικότητα. Εμπορευματοποίηση, παγκοσμιοποίηση και αποικιοποίηση
12. Είναι ο οργανισμός που διοικεί παγκόσμια το ποδόσφαιρο και αποτελεί τον μεγαλύτερο αθλητικό οργανισμό στον κόσμο. Η έδρα της είναι στη Ζυρίχη της Ελβετίας)
13. Η Ένωση Ευρωπαϊκών Ποδοσφαιρικών Ομοσπονδιών, είναι η μεγαλύτερη ποδοσφαιρική ομοσπονδία στην Ευρώπη, υπεύθυνη για τη διεξαγωγή διοργανώσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
14. GERHARD VINNAI , TO ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΣΑΝ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ, εκδ. ΔΙΕΘΝΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, 1978, σελ.6-7
15. Ζαϊμάκης Γ., «Η πολιτική οικονομία του ποδοσφαίρου στην ύστερη νεωτερικότητα…
- Ο «Κανονισμός Μποσμάν» προήλθε από απόφαση του 1995 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στις 15 Δεκεμβρίου του 1995 που θα αλλάξει για πάντα τον ποδοσφαιρικό «χάρτη». Προβλέπει την ελεύθερη μετακίνηση εργαζομένων, την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και την άμεση εφαρμογή του άρθρου 48 της Συνθήκης της Ρώμης του 1957 , το οποίο προβλέπει επίσης την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διάκρισης λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόλησι, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας. Βικιπαίδεια
Βιβλιογραφία
- Αντώνιος Ἄγγελος Ατσικνούδας, «Ἀπ’ ἐδῶ πέρασαν οἱ βάρβαροι». Ἠθικὸς πανικὸς καὶ χουλιγκανισμὸς στὴν Ἑλλάδα τῆς δεκαετίας τοῦ 1980, Ἀθήνα, 2023
- Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Πωρωμένοι καὶ εὐσεβεῖς, ΤΟ ΒΗΜΑ- Γνῶμες, 23/08/2009Δ.
- ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΑΪΔΟΣ, Ἡ ἐξέλιξη τοῦ ἀθλητισμοῦ στὴν Ἤπειρο: Τὸ παράδειγμα τῆς Ἀναγέννησης Ἄρτας (1960-σήμερα), ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2023
- Γιῶργος Γάσιας., «...Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω τί αἰσθάνονται αὐτὰ τὰ παληόπαιδα 'μ’ αὐτὸ τὸ φουτ-μπωλ...». Ποδόσφαιρο καὶ Νεολαία στὴν Ἑλλάδα στὸ ἂ’ μισὸ τοῦ 20ου αἰώνα., academia.edu.
- Γιῶργος Γάσιας., Ἡ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΩΝ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ 1922-1936. ΡΕΘΥΜΝΟ 2005.
- ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ, Γιατὶ (μᾶς) συνεπαίρνει τὸ ποδόσφαιρο, Εκθεση-Εκφραση γιὰ τί Ἑνιαῖο Λύκειο, τεύχ. Γ’ , σελ.
- ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΨΑΡΑΚΗΣ, Ἡ διαμόρφωση τοῦ ἀθλητισμοῦ στὰ Ἰωάννινα τοῦ Μεσοπολέμου: οἱ «λόγοι», τὰ σωματεῖα, οἱ ἐγκαταστάσεις (1913-1936), Ἰωάννινα 2016
- Ζαϊμάκης Γ., «Τὸ φαινόμενο τῆς βίας στὸ Ἑλληνικὸ ποδόσφαιρο», Κοινωνικὴ Ἐργασία 80, 2005: 223-247
- Ζαϊμάκης Γ., «Ἡ πολιτικὴ οἰκονομία τοῦ ποδοσφαίρου στὴν ὕστερη νεωτερικότητα. Ἐμπορευματοποίηση, παγκοσμιοποίηση, καὶ αποικιοποίηση», στὸ Ζαϊμάκης, Γ., Κοταρίδης, Γ., Ν'., Ποδόσφαιρο καὶ κοινότητες ὀπαδῶν – ἀντιπαλότητες καὶ πολιτικὲς τῆς ταυτότητας, Πλέθρον, Ἀθήνα, 2013: 27-58
- Γιάννης Ζαϊμάκης καὶ Ἑλένη Φουρναράκη, Ἀθλητισμὸς καὶ κοινωνία στὴ νεώτερη Ἑλλάδα: Ἱστορικὲς καὶ κοινωνιολογικὲς προσεγγίσεις, Ἀθήνα, Ἀλεξάνδρεια, ὑπὸ ἔκδοση
- Ι. Γεωργάκης, Ἡ παγκόσμια «αρρώστια» τοῦ ποδοσφαίρου, www.e-keimena.gr
- Λυκούργος Παπαμιχαήλ, «Α.γάπη Έ.ρωτας Κ.αψούρα» : Ἀνδρικὲς Οπαδικές Κοινότητες, Πολιτικὲς Συναισθημάτων, Βίας καὶ Μνημόνευσης, Ἀθήνα 2022.
- Μανώλης Χουμεριανός, Κοινωνικὲς ἀντιλήψεις καὶ δημόσιος λόγος γιὰ τὴ λήψη μέτρων ἀντιμετώπισης τῆς βίας στὰ γήπεδα (2022), ΑΘΛΗΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ, τεύχ. 72, τόμ.2ὃς (2023) 46-49Ειδικό Ἀφιέρωμα στὸ ποδόσφαιρο
- ΠΑΝΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ, «Ἡ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ: ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ -ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΚΕΝΑ», ΑΘΗΝΑ 2020
- Π. Μπουκάλα , ἡ «γιορτὴ τοῦ ποδοσφαίρου» , (Καθημερινὴ , 11-6-2010 )
- Παναγιώτη Βλουτέλλη, Οἱ ἐργασιακὲς σχέσεις στὸ χῶρο τοῦ ποδοσφαίρου, Ἀθήνα, 2021
- Πέτρος Μηλιαράκης, «Ἡ κοινωνιολογία τοῦ ποδοσφαίρου»
- VINNAI GERHARD, ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΩΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ