του Φώτη Μότση
επιμένω στην αναγκαιότητα εγκαθίδρυσης
καινούργιων αναπνευστικών συσκευών
και στην κατάργηση της ανευθυνότητας
των τρύπιων στεγών
και των αεροσωλήνων
επιμένω στην ανάληψη των αισθημάτων
από τις τράπεζες ασφαλών καταθέσεων
και στην ταρίχευση των λέξεων
αδιαμαρτύρητα άγνοια υποταγή
επιμένω να μιλάμε πιο συχνά για τη χαρά
που τουφεκίζουν κάθε αυγή
κάτω απ' τους προβολείς των οχημάτων
της ειρηνευτικής αποστολής
πιο συχνά
για τα δάκρυα
των γέρικων δέντρων του ντιεν μπιεν φου
...
μέσα απ' τους χρωματιστούς καπνούς
και τη σκόρπια στάχτη
της υπόστασής σας
στέλνω τις πρώτες συλλαβές
που αυτοσχεδίασα
για τα τραγούδια των αυριανών
παιδιών μας
στέλνω
μέσα από τον ρόγχο
της ερειπωμένης ύπαρξής σας
χαριστική βολή στο θάνατό σας
μια παπαρούνα ολάνοιχτη
κι έναν προς έναν
τους όρκους των θυμάτων σας
σας στέλνω
κι ένα καλοακονισμένο μαχαίρι
για να σώσετε τουλάχιστον
την ιστορία σας
...
Πώς να σου εξομολογηθώ
το τελευταίο μου όνειρο
πώς να σου εξηγήσω
αυτά τα λευκά σεντόνια
και τις στύσεις τους
Στραγγίζομαι σε καταιγίδες
κι σε αιώνες
...
θ' αντέξω
μέχρι την ταφή όλων των κανόνων
μέχρι τη διαλεύκανση όλων των ύποπτων πεζόδρομων
μέχρι να μη χρειάζεται να σε γυρεύω πια
αφού θα σ' έχω μέσα μου ησυχασμένο
και θα ‘χει διασταλεί το σύμπαν σε μια τόση δα καρδούλα
μέσα στην απεραντοσύνη των ποιημάτων
και τότε πια
δεν θα διστάσω να κρατήσω την πνοή μου
ίσαμε τον ύστατο σπασμό
των λέξεων
...
ενεξιχνίαστα
έντιμος
και διάφανα ύποπτος για κάθε καλό φίλο
οδεύω τώρα
πάντα ανύποπτος
για το συμβάν
...
τελευταία σύσπαση στη μήτρα της γης
κάτω απ' τον οίκτο των δρυών
ένα κουβάρι γαλαξίες
τιναχτήκαμε στη μέρα
ατυχές γεγονός
...
εξερράγης
μέσα στην ερμητική σιγή της μοναξιάς σου
κυνηγημένος από λίγο φως
που ξέφυγε απ' τα ερειπωμένα πεζοδρόμια
και τους θαλάμους με τις σκοτεινές
φιγούρες
ήσουν κι εχάθης ένα τίποτα
τα όνειρα σε μνημονεύουν
όλο και πιο αραιά
...
θα σε ξαναβρώ
όταν θα ‘χεις ξεπεράσει
τα ποιήματα
δρασκελώντας τα με μεγάλες μαχαιριές
...
κι όταν θα μοιράζεσαι
φωνήεν προς φωνήεν
στους διαβάτες
θα ‘χει διαβεί η ιστορία
σε μια νύχτα
θα ‘χει ισοπεδώσει τη σιωπή
θα ‘χει βάλει κουστούμι και γραβάτα
και θα σεργιανάει στους δρόμους
αλητεύοντας
τότε
πια
θα ‘χεις χωνευτεί στα όνειρα
ανεπανόρθωτα
...
τα δέντρα ταξιδεύουν με ταχύτητα εκατό χιλιομέτρων την ώρα
κι εσύ καθισμένος σταυροπόδι πάνω στην καθημερινή αναφορά σου
αρμολογείς τις κομματιασμένες φλέβες σου
θα πετάξεις το σχοινί ψηλά να θηλιάσεις τον ήλιο
και θα κρεμαστείς αιρούμενος πάνω
πάνω απ' τις συνεστιάσεις των ποιητικών σωματείων βουλιαγμένος
βουλιαγμένος στον πόνο των ανθρώπων
η μέρα θα σε βρει σε πλήρη αποσύνθεση να βρωμάς ανθρωπίλα
να κάνεις εμμετό πάνω στην ανυποψίαστη ησυχία του κόσμου
και δεν θα υπάρχουν πια οι λέξεις
να ξεπλύνουν το πρόσωπο της γης
και να το σώσουν
αν καταφέρω ν' αναπνεύσω θα ‘ρθω
να σου σφίξω το χέρι
...
τι νόμισες πως ανασαίνουν
τα λουλούδια
ό,τι κι αν πεις
θα σε διεκδικούν αυθαίρετα
σαν θα ξεπροβάλεις μίσος και μίζερος
απ' τον ατέλειωτο λαιμό
των καπνοδόχων
...
ευτυχώς
υπάρχουν
τα ημερολόγια της μνήμης
και τα ηφαίστεια
που δεν νικήθηκαν ακόμα
ακριβέ μου
...
καταμεσίς στο κατάμεστο στάδιο
καρφωμένος στο σκληρό σανίδι
μιας καρέκλας
ένοιωσα για πρώτη φορά
τη δυστυχία
των προβολέων
...
από παντού σιμώνουν οι οροφές
όταν κάθε βράδυ
αφήνεις να φεύγουν οι τοίχοι
από τα χέρια σου
είναι που δεν ξέρεις αν θ' αναρριχηθείς κι εσύ
η κάτι τέτοιο
αλοίμονο
αποφάσισε πια
γύρνα τη ζωή μπροστά
να εκτιναχτούμε παντού
απεριόριστοι
...
οι ευχές σου εξόκειλαν
στα μακρυνά σκέλια της νύχτας
οι απουσίες
απαγχονίστηκαν εκ περιτροπής
παρουσία
συντρόφων και
συντρόφων
χορδές και νότες
διυλίστηκαν σε χάη
να σε σκεπάζουν στοργικά
σαν κιθάρα με ανοιχτή κοιλία
που μόλις γεννοβόλησε