του Φώτη Μότση
(Απαγγελία του ποιητή)
ήχος μέλας του στεναγμού
από τα βάθη του έρωτα
από την κόκκινη καρδιά
του μαύρου κότσυφα
κι από το σπλάχνο του πουλιού
που λέει τα χρώματα
Θεός πελώριος αφήνει στο κατόπι δρόμο λάλο
διαβαίνει τους λυγμούς της νύχτας καβαλάρης
στήνει με κεραυνό με πάταγο
την καλυβούλα του φωτός ψηλά πίσω απ’ τον ήλιο
στα σκοτάδια
Δεν λογαριάζει σύμφωνα λαλεί λαλεί
και δεν κοντανασαίνει
παρά εκεί όπου ο αλαργινός ο φθόγγος
άϊ άϊ ουουου ουουου
αφήνει τόπο στον ψιλό λυγμό
στο μοιριολόϊ
ομολογεί την καλημέρα στο τοπίο
σε άλλον θεό χαμογελά
αγριεύει
II
α’
Στην Ήπειρο ο πόνος
νύχια αηδονιού μπηγμένα στο λιθάρι
αδράχνουν το τοπίο απ’ τον λαιμό
πνίγουν στα πέριξ τα χωριά
ως πέεεερα μακρυά δυό ντέρτια δρόμο
άϊ άϊ το ντέφι άναψε φωτιά
το σύμπαν όλο ένα κερί στο κοιμητήρι της ζωής
φωτιά και πυρκαγιά σ’ όλον τον τόπο
μέσα κι έξω
Χιόνι απόψε
Και στην εξώθυρα ο θεούλης πεινασμένος
για ψωμί κι αγάπη
Σκυλί με τα δικά του άχ να τρέμει ν’ αλυχτά
να δίνει μίτο στον λαβύρινθο εκείνης της ψυχής
που ανηφόρισε το δύσκολο των ήχων
των κραυγών της μέρας
όταν γεννάει την αυγή
το θείο
όταν γεννιέται ένας Χριστός ή
ένα τραγούδι ηπειρώτικο
όταν λαλεί κλαρίνο
β’
Η Ήπειρος
ενός ελάχιστου
και του περπατημένου από μυρμήγκια σβώλου
ο βόγκος
καθώς γεννοβολάει απλότοπα βουνά
τους λόγγους πλάθει και τα δάση
για να στολίσει το κορμί της γης
και για να δώσει διάβα στην ορμή του λάκκου
στου ποταμού τον ίμερο
όταν το ταπεινό δημιουργεί το μέγα
γ’
Όλοι διαβήκαν από ’δω
Χώμας Νερός Χειμώνας Δίψας
περάσαν έμειναν ξανά χαθήκαν
μα πάντα η φοβέρα αρσενικό
ο χωροφύλακας ο κράτος ο αφέντης
Μια δράκα οι πεινασμένοι ήσαν
λόφοι ολίγοι και γυμνοί
που δρασκελίσανε τη γέννα και πάλι εκεί εμείνανε
Στην Ήπειρο
Υπνοβατούνε τώρα
ζυμώνουν τα ηφαίστεια
Βουνό η ανημπόρια δύσβατα όρη πια
κεράσια δίδυμα στ’ αυτί της κόρης
χαλινάρια
καθώς το πετεινό κινεί τη μέρα και το φως
κι αναζητεί την άλλη όψη τους
στην ίδια πάλι την αγρύπνια
αυτός ο πόνος
σβώλος
Πόνος ει
Μεταλαβιά
IΙΙ
α’
Στην Ήπειρο ο σεισμός και η οργή της φύσης
το ξύσιμο στης γης τη ράχη από θεό
μα πάνω απ’ όλα το σημάδι του ερχομού
του φίλου του καλού
Το μήνυμα απ’ τα επέκεινα του βίου
για το χαμό για τη ζωή για το φιλί
και τη στερνή τη σιωπή
μη και φανούμε ατοίμαστοι
χωρίς φασκιά και λάκκο κι αγκαλιά χωρίς
Και ο σεισμός γιορτή στο σπίτι
όταν η πέτρα η μια χοροπηδάει στην άλλη απάνω
με τη χαρά της γνωριμιάς
της καλημέρας
καθώς εκείνο ολάκερο ανασαλεύει
αναστενάζει κάνα δυό
σέρνει τα νύχια του αυλακιά
Στάζει η πέτρα το αίμα της
το μοιριολόι φτιάχνει του χωριού
και το τραγούδι
Σεισμός γίγας στα θέμελα
ανασκουμπώθηκε
ησύχασε
σαν χθεσινή ημέρα
Σαν πάντα η θλίψη
Σαν άγριος έρωτας
β’
Στην Ήπειρο
τα σπίτια η μια σταλιά ουρανός
Ο τράχηλος του ορίζοντα
Τα σπίτια
ένα πελώριο τσιμπούκι
πάππου προς πάππου να καπνίζει τον καημό
μέχρι να τον φυράνει να κάνει τόπο ύστερο
στην περιφρονημένη αγάπη
να παιδευτεί το μοιρολόγι
ν’ απλώσει τα σκουτιά του όλα σε γιορτάσι
στις χωραφιές και στα προσήλια
και στα συμβάντα του τοπίου
ν’ αρχινήσει
γ’
Στην Ήπειρο τα σπίτια
είναι αδειανά κοχύλια σε βουνό
Όσα δεν χώραγε η θάλασσα
αντάρτεψαν
Ορθώνονται παντού
όπου θολά η λαμπερά κινά η μέρα
κι όπου ευλαβικά εσπερίζει
Κινούνται δώθε κείθε σαν
σαν ήμερα θεριά σε δάσος αγριεμένο
και συλλέγουν
Ασπάζονται τον χθόνιο ήχο
το ντέφι το βιολί και το κλαρίνο
και του κλαριού τους ψίθυρους
Του ξύλου τον τριγμό αφουγκράζονται
βαθιά μες στη δεσιά τους
καθώς αρμολογεί τα χρόνια τους
με το σαράκι
IV
α’
Ορμούν απ’ τα πολύ ψηλά τα χιόνια
και σέρνουν βράχους λόφους κουβαλούν
ακούνητους απ’ τον καιρό της πλάσης
Λιώνουν τ’ αστέρια στη χούφτα στο νερό
Ο διακονιάρης ξεδιψά από ζωή σιγάζει ο πόθος
του έρωτα
κι από τα βάθη του ζεστού του κόρφου
ανηφορίζει ένα σκασμένο χείλι
Ηύραν τα πάθη δρόμο
Ολημερίς στον κάτω ίσκιο
στο κυδώνι
Στο τρύπιο μήλο με τον ήλιο
β’
Ιδού οι μαυροφορεμένες σκέψεις άλλες
μια αγκαλιά ξερόχορτα σκόρπια στο αλώνι
η πυρκαγιά στο νου και να ξανά
το στήθος το στητό
νεράντζι στην τραχιά απαλάμη
σαν όνειρο γλυκό
χείλη στο πάθος ζέοντα αρρώστια από τον αφαλό
και κάτω
λίβας που καίει ολούθε
απ’ άκρου εις άκρον
πυρκαγιά και πάλι απ’ την αρχή
Ίδια η γεύση της ελιάς στην παιδεμένη γλώσσα
στη μια μπουκιά και στις δεκάξι
γ’
Τρεις κρεμασμένες στον φτελιά
και μια στον πλάτανο
Ο θάνατος ο έρωτας ο ο ο
θάνατος άναψε τα μακριά δαυλιά για να φεγγίζει η νύχτα
να φαίνεται καλά η κρεμασμένη
και τα φουστάνια της ίσα που σκέπαζαν ψηλά ως τα κρυφά
τους άσπρους τους μηρούς της κορασίδας
Κοντόκλαρα είχε κρεμαστεί και σάλευε
θεόρατα ψηλά
πανύψηλα στα παιδικά μου μάτια
καθώς να προσπαθεί να πάρει ανάσα στα κλεφτά
μες απ’ τις τσέπες μας
απ’ τα ξεκάλτσωτα όνειρα και τα πατούμενά μας
απ’ την καρδιά μας να ρουφήξει
απ’ των σκυλιών το αλύχτισμα
να πάρει αέρα
σκυλιών ήχοι απ’ την αγρύπνια
του βουνού
κι ανήφορος με Αηλιά όι όι και με το χάρο παραμάσχαλα
η αγάπη
δ’
Εδώ ο τόπος
από καιρό σβησμένη ασβεσταριά
τρύπες ολούθε άδεια φιδορούτια η πλάση μας
Το βλέμμα ένα βαθύ χαντάκι ως την άβυσσο
Οι κόρες ορφανές δίχως τα μάτια
τα σαράντα του έρωτα
Η ίριδα στο πλάι πλάτανος
μετά από αστροπελέκι
και κάτι σαν βιολί θλιμμένο
απ’ τα πολύ τα μακρινά
του αύριο
σαν από συναχωμένο ακορντεόν
φθόγγος απ’ τη σημερινή απόγνωση
σαν
το γυμνό ποδάρι που αφήνει ήχο και τραγούδι
καθώς ακροβατεί στο μόλις που 'κοψαν τριφύλλι
Δες το βυζί της κόρης που δεν χωρεί σε χώρο η σε τόπο
κι ανοίγει τριαντάφυλλο
ανοίγει ο πόθος
V
α’
Στην Ήπειρο είναι οι γυναίκες όρθιες
Σκυμμένοι γίγαντες
Μαύρες στημένες με το πλάι πυροστιές
καταμεσίς στη ράχη η στον λίγο κάμπο του βουνού
Ακουμπημένες ’πα στο χνώτο του
για να στερέψουν την ανάσα του
να πάρουν γης να δώκουν γης
ν’ ανηφορίσουν τον Ιούνιο με πείσμα
ίσαμε τον στερνό του εσπερινό
ίσαμε τα πρώτα του Αλωνάρη
Να πάρουν την ανάσα του
ώς το στερνό φιλί πριν τη θηλιά
και πριν τον πλάτανο
για θρήνο έτοιμες
και για χαρά
έτοιμες όμοια
β’
Σε στρώμα δεν πλαγιάζουν
δεν ακουμπάνε
Ψηλά έξω από χώρο ονειρεύονται
Και το καλύβι ένας χαλκάς και δόσιμο για βέρα
Μισό το σώμα τους εδώ
σε ξενιτιά το άλλο
Χωροφυλάκοι πάλι στο κατώφλι
με τον σταυρό της Πασχαλιάς και την πιστόλα
με πέντε τάφους παραμάσχαλα
τέσσερα τρίμματα ψωμιού στη τσέπη
τρεις αποφάσεις στο χαρτί δυό χειροπέδες
κι ο πόνος
πόνος
Με άδεια χέρια βγαίνουν
Χαρτιά γραμμάτια φοβέρες υποθήκες
Να
Δες τη μαραζωμένη η κυδωνιά
το μαύρο το κεράσι
χαλασμένο
Γιόκα μου εγώ το αλέτρι σέρνω και τη σκιά του αφέντη
στο χωράφι απά στη σβάρνα
Σαν θα μου πάρεις απ’ το τίποτα πεθαίνω
Με άδεια χέρια βγαίνουν
ορμηνεμένα βλοσυροί γινατεμένοι
Στα χέρια τους φυτρώνουν
φίδια φυτρώνουν
αχαμνά κονάκια στην ψυχή τους
Ωστόσο
ημερεύουν
κι εκείνη φέρνει το καλό το πιάτο
το τσίπουρο στο γυαλικό
και το ζεστό καλαμπολόψωμο για να τους ματαξαναπεί
πως χάθηκε ο άντρας της
και δεν χρωστάει στην ψυχή του η έρμη άλλο
απ’ την κοτσίδα τα μαλλιά
στο εικονοστάσι με τα στέφανα
γ’
Δυο μήλα δυο μπουκιές ψωμί
που είχε αφήσει η μάνα πάνω στο τραπέζι
με μιαν ελιά
Τα φουστανάκια μας καλά στεγνά στην άκρη
για το σχολειό
και το καυσόξυλο για τη δασκάλα
έτοιμα
Μα λείπει η μάνα
Α τι να την κάνω την κορδέλα
σαν με πνίγει
Τη μάνα θέλω
Τη μάνα θέλω
να τη λύσει
δ’
Η μάνα στο κρεβάτι
δεν παίρνει ανάσα
ένα ποτάμι ορθός καημός ώς τη εξώθυρα
ώς πέρα στον γκρεμό
ε’
Μια στο μποστάνι με τα ξέπλεκα μαλλιά της
μια χλόη
ένα ποτάμι μια βροχή ολούθε γύρω από τον κήπο
Την άλλη ένα κοπάδι πρόβατα
πίσω απ’ τον φράχτη
Ήταν σου λέω
ήταν η μέρα όλη μια στιγμή
ο λόγγος τα πολιορκημένα σιτηρά στ' αμπάρια
η ωραία Ερμιόνη στα κατάλευκά της
τα χίλια άλογα που σύρανε βουνά
τα χίλια άλογα που πήραν τον πατέρα πεθαμένο
για να τον παν στα Γιάννενα
VI
α’
Στην Ήπειρο
Βουνά ψηλά
σκυλιά στους ίσκιους της βελανιδιάς
κάτω απ’ το σύννεφο την έγνοια
το φαρδύ το μητρικό φουστάνι
και τη γενειάδα του παπα Κοσμά
φυλάνε
αφουγκράζονται
Και λύκοι ήμεροι να περπατούν παντού
Ένα μακρύ ποτάμι πεθαμένων που ξεδιψάει στέρνες
ποτίζει σύμπαντα και θρέφει παραμύθια
Βρέχει τα όνειρα
βρέχει τη δίψα της παρθένας
συνθέτει μουσική από τα χείλη της
Μια πυρκαγιά με το ζευγάρι δάκρυα
που καρφιτσώνονται συνήθως στο χαρτί
ως το αυτό επιθυμώ και δι’ υμάς
Λύκοι τσακάλια απαντοχή χειμώνα
Λύκοι μαγάρισαν το χιόνι
του καλού η προσμονή
οι λύκοι τα μαραζωμένα μήλα
Πίσω από την παλιά κασέλα
πεντακάθαρα
ο ξενιτεμένος
β’
Μες απ’ την τρύπια στέγη
κι απ’ τα λαγούμια της απαντοχής
ορμητικός βοριάς το χνώτο
αυτού που μίσεψε
αυτού που γνέφει απ’ τα πολύ μακριά
πρόσωπο βαθιά μέσα στο λαγαρό νερό
όταν απεγνωσμένα προσπαθεί να ειπεί
να μολογήσει
Ο πεθαμένος που βαθιά απ’ το χώμα
πασχίζει να μεριάσει τόπο να σαλέψει
να ‘βρει τον δρόμο για την πεθαμένη μάνα
την κορασίδα
Την καλή του
αγέρας νότος και βορράς
αγερικά
VIΙ
α’
Ήπειρος
Βρέχει εδώ
Δακρύζει ο ουρανός όλη τη μέρα
Ωραία περίεργα όνειρα στάζουν τα σύννεφα
Κολλάνε ευθύς στης γης τη σάρκα
Μέσα στο βράχο της καρδιάς της κάνουν μπαμ
εκρήγνυνται
σκορπίζονται στης Πρέβεζας την αμμουδιά
στα σκέλια του Αχέροντα
βρίσκουν φωλιά και φως και χρώμα χώμα
στις χιονισμένες γειτονιές και στις ανθοφορούσες
Στου γάμου τα καμπαναριά κουρνιάζουν
στην αμασχάλη της αυγής
βρίσκουν φωλιά
στο μαύρο χώμα και στο άσπρο το λιθάρι
στο φαλακρό το σώμα του βουνού
στο δάκρυ τ’ ουρανού στους κεραυνούς και στα ποτάμια
στον κόρφο της καλής με τις ωραίες γαλάζιες φλέβες
τη ρόγα τη στητή και τη μοσκοβολιά του μωβ
Βρίσκουν τόπο τα όνειρα
και την καρδιά του τόπου
βρίσκουν
β’
Τα όνειρα στην Ήπειρο
τα δένουνε γερά με αγράμπελη
απ’ το κότσι
και τα κρεμάνε αψηλά στο σύννεφο
να μην τα πιάνει πυρετός και μύγα
τα δένουν με αλογότριχες και με γερή θηλιά
το ένα στο κατόπι του άλλου
και τ’ αμολάνε απ’ τα ψηλά τα όρη
μηνύματα στον άλλο κόσμο
τον χρόνους δρόμο μακρινό
μια κούνια για το λίκνισμα του αγέρα
και μονοπάτι για του λύκου τη φωνή
προς το φεγγάρι
VIII
α’
Βροχή αχαμνή κατρακυλάει απ’ τα ψηλά
Χαλάει τον κόσμο ο θεός
και το βουνό
και το βουνό βγάζει καπνό
και πυρκαγιά
δείχνει τα σκέλια του άγρια αναμμένα
φορεί τον ατιθάσευτο άνεμο
κι ευθύς ετούτος δεν σφυρίζει πια
μήτε βογκά
μήτε ανακουνιέται καν στοιχειό
το σώμα του πλαγιάζει ηδονικά με το βουνό
στις άγριες ράχες του πλάθεται αεράκι
σφυγμός γαλήνιος γίνεται
αναπνοή σε ήσυχο ύπνο
σιμώνει πρόθυμος γιατρεύεται
γιατρεύει
β’
Ήπειρος
Καθεύδουν Μολοσσοί
Δίχως χωράφια χωρίς έλεος
για τα σπαρτά
Απέραντο τοπίο η δεσιά τους
άγριο κι αδιάβατο κορμί του Άδη
στην έμβαση προς τον απάνω κόσμο
Η ανάσα τους ξετρελαμένο χιόνι
Ανταριασμένες ράχες η ειδή τους
Τρεις μέρες δρόμο
και οι νύχτες πάλι με περπάτημα
η πατούσα τους
Καπνός και σίδερο
κι από φωτιά τα πανωφόρια τους
Νύχτα σκουπίζουν μ’ ένα πελώριο σάρωθρο
ό,τι έχει καμωθεί στη μέρα
και με το φως πλαγιάζουν καταγής
σαν τον σεισμό που απόκαμε
Αναζητούν της πέτρας τον σφυγμό
Βυζαίνουν το νερό του Αχέροντα όλο
γ’
Στο έβγα από το σπίτι το πηγάδι
Βαθύ βαθύ σαν της ψυχής της πονεμένης
το λαγούμι
Μονάχα αετοί ψηλά απ’ τον γαλαξία
κι από τα νέφη πάνω
καθρεφτίζονται
πετάνε τα κλειδιά του ουρανού στον πάτο του
ρίχνουν βουτιά θανάσιμη
καίνε φτερό στη λαγαρή κορφή του
και σύναυτα ανασταίνονται
ψηλά πανύψηλα
με τη φλογέρα του παπά Κοσμά να σπαρταράει
στα νύχια τους
Ένα φιλί στην άνοιξη
τα ρακοπότηρα που άδειασαν τον ήχο
τα ρακοπότηρα που στέρεψαν τη φλέβα
δ’
Στο έβγα από το σπίτι το πηγάδι
Στης γης το στήθος θηλασμός
σύγνεφο κάτω απ’ το χώμα
Ψηλά στο στόμα του
τα παιδιακίστικα φιλιά μας
Στον ουρανίσκο του
γεννιούνται κι αλαργεύουν οι μορφές μας
Μέσα του αρχινά και χάνεται και πάει
ο ουρανός
σε τόπια πέρα από τη θύμηση
όπου η λέξη
αρνείται να διψάσει
IX
α’
Ένα μεγάλο μήλο κόκκινο
στέκεται στον ώμο κάθε δρόμου
γίνεται τόξο ουράνιο
ίσαμε τη γειτονιά την άλλη
Στη μέση σώμα γέφυρες οι λάκκοι
Μαλλιά ριγμένα αντίπερα
Νάσος Νασούλης σήμερα ο κόπος
διαβαίνουν όλοι οι καλοί
Και για τον στεναγμό
πάλι
έχουμε τόπο
β’
Στην Ήπειρο
είναι τ’ αηδόνι
και τα σημάδια που διαβάζονται
στου αρνιού την πλάτη
και η κυρά με τα φουστάνια καταγής
σαν έτοιμα καρπό να δώσουν
είναι
Δες
Η ευλογία ενός θεού που δεν λογάριασε
το δίκιο
όταν ακούμπησε στα όρη αυτού του τόπου
ένα πελώριο κορμί
για να το ξαποστάσει
άπειρος πανήγυρις
Ετοιμάζονται να σφάξουν το βαθύ το αίμα
Να λαξοπελεκήσουν τα πλευρά του όρους
Να τ΄ αποθέσουνε στο κάρβουνο επάνω
της ψυχής τους
καθώς απ΄ το ηφαίστειο αναδεύει
για ν΄ ανασάνει λαγαρόν αυγερινό
Εδώθε εκείθε τα λιγνά πλευρά των πεθαμένων
όσων ακόμα αλυχτάν στο Σούλι
πηδάνε αϊσκιωτα από πηγάδι σε πηγάδι
Στίβουν το ελάχιστο νερό
Δένουν στον κόμπο της Ήπειρος τα σπλάχνα
Σβώλο τα κάνουν
και τα βάνουν
βίγλα στο φρύδι απά του κόσμου
Σωρός τα ξύλα στην αυλή
με τον σαπίτη
με τη δεντρογαλιά και το κονάκι
στον λήθαργο
στην τσέπη του χειμώνα
Χιόνι μεγάλο έρχεται
ασήκωτο
Κιόλας ακούγεται από τα μακρινά
ζεστό το βογγητό της αγκαλιάς
Γυρνάν στη ρίζα τους τα δέντρα
Φέρνουν τον γύρο της καρδιάς τους
αναπαριστούν χαρούμενα τον θάνατο
με ρίζα απ’ τον λυγμό κομμένη
κόσα
Σφιχταγκαλιάζουν αίμα
ανάβουν τα φυτίλια όλα
Φυσάνε στο κλαρίνο χέρια δάχτυλα λυγμούς ανήφορο
Φυσάνε σ’ όλα τα μεριά
ολούθε
Έρχονται τότες φίλοι
να πούνε την καλή κουβέντα
να πιούνε το ρακί
Φτύνουν στη χούφτα ροζιασμένη την ευχή
Και φτύνουν τρις προς όλες τις μεριές
για τα καμώματα της μυγδαλιάς στα άσπρα της
Άγαρμποι αφτιασίδωτοι
μόλις ροβολημένοι από τις λίπες
Φουμάρουν τα μουστάκια του καλαμποκιού
Φουμάρουνε της γης ολάκερης τον ίλιγγο
σε κάθε χρώμα σ΄ όλα της τα βάθη
στον κάθε στεναγμό της
για ν΄ ακουμπήσουν ύστερα απαλά στο χώμα
σε γη που ντύθηκε στ’ ανθρώπινα
και σεργιανά
τρελή χορευταρού στη σερνική τη νιότη
έμπροσθεν
Καιρός χειμώνας άπειρος
Εκειός
με κοντομάνικη φανέλα
Το στήθος δάσος κουμαριές αλλοπαρμένες
να αιμορραγούν απ’ τον καρπό κόκκινη μέθη
Δάχτυλα ίσαμε το σπυρί του αφαλού της γης
και πρόσωπο άφοβο στον ήλιο
Σταχυολογούσε της μέρας τα καμώματα
Άρμεγε βροχές απ’ το πολύ αψηλά το σύγνεφο
Μετρούσε τις ξερακιανές ρωγμές στον πάτο στο πηγάδι
οπού είχε λέει κατηφορίσει φάρες και φάρες
ώσπου να βρει το άκριντο νερό το αμίλητο
σαν πέτρινο λιοντάρι
για να το πιεί να γιάνει
ο έρωτας
Εκείνος πάλι
ελαφροπετάει από βουνό σε ράχη
Ύστερα ερωτοφιλεί τον ήλιο
Ενδύεται αγέρηδες άγριους αδόκητους
Ποδένεται όλης της θάλασσας το ρίγος
και δράμει να κουρνιάσει
στ αντραλεμένα γένεια του θεού
Στους ίσκιους που χαράζει ανάμεσο
τα φτερωτά τα άλογα
στα κυριακάτικά τους
και η βηματισιά απ΄ τίς ψυχές
όσων ο Αχέροντας αρνήθηκε να βρέξει
Ψηλόλιγνες καστανωπές γυναίκες
γνέφανε
Άλλες καμώνονταν το δέντρο
τη στιβαρή δεσιά στα άσπρα
στο απανώχειλο του λάκκου
Άλλες ήσαν ιτιές ήταν ανθοί
καθώς οδεύαν με τον πόνο τους στην κρήνη
και ίσα που φύσαγε στο διάβα τους με ψίθυρους
ο χάρος
Θώπευση τρυφερή
σαν το κρυφό φιλί
ωσάν καλοστρωμένη ατσάλα
Στα πόδια του λησμονημένος ύπνος
ο λάκκος το ποτάμι
Αλλοτινά κεράσια
το ξωτικό γυαλί το βλέμμα της
αράγιστο ακόμα
λες
της μάνας
΄Τοιμάζονται νά σφάξουν τό βαθύ τό αἷμα
Νά λαξοπελεκήσουν τά πλευρά
τοῦ ὄρους
Νά τ΄ἀποθέσουνε στήν πύρα ἐπάνω
τῆς ψυχῆς τους
καθώς ἀπ΄τό ἡφαίστειο ἀναδεύουνε ίσκιοι λαμπροί
γιά ν΄ἀνασάνουν λαγαρόν αὐγερινό
τοῦ ἀποθαμένου τήν ἀνάσα
Ἐκεῖθε τά λιγνά πλευρά τῶν πεθαμένων
Ὅσων ἀκόμα ἀλυχτᾶν στό Σούλι
Ὅσων πηδᾶνε ἀϊσκιωτα ἀπό πηγάδι σέ πηγάδι
Στίβουν τό ἀναπάντεχο νερό
Δένουν στόν κόμπο τῆς Ἤπειρος τά σπλάχνα
Σβῶλο τά κάνουν
Bίγλα στό φρύδι τοῦ ὁρίζοντα
Σωρός τά ξύλα στήν αὐλή
μέ τόν σαπίτη
μέ τή δεντρογαλιά καί τό κονάκι
στόν λήθαργο
στήν τσέπη τοῦ χειμώνα
Χιόνι μεγάλο ἔρχεται
ἀσήκωτο
Κιόλας ἀκούγεται ἀπό τά μακρινά
τραχύ τό βογγητό τῆς ἀγκαλιᾶς πού πάει
νά σμίξει
Γυρνᾶν στή ρίζα τους τά δέντρα
Χορεύουνε τόν γύρο τῆς καρδιᾶς τους
Τόν θάνατο ἀναπαριστοῦν χαρούμενα
μέ ρίζα ἀπ’ τόν λυγμό κομμένη
Σφιχταγκαλιάζουν αἷμα τά κλαριά
ἀνάβουν τά δαδιά τους ὅλα
Φυσᾶνε στό κλαρίνο χέρια δάχτυλα λυγμοί ἀνήφορος
Φυσᾶνε σ’ ὅλα τά μεριά
ὁλοῦθε
γιά νά διαβεί το ψίκι μέ τόν χάρο
Ἔρχονται τότες φίλοι κι΄ ἄλλοι
νά μολογήσουν τήν καλή κουβέντα
νά πιοῦνε τό ρακί
Φτύνουν στή χούφτα ροζιασμένη τήν εὐχή
Καί φτύνουν τρίς πρός ὅλες τίς μεριές
τοῦ κόρφου τους
να μήν μᾶς ἀνταμώσει ἐδώ πάνω ὁ Ἄδης
Και το ξορκίζουνε μέ τοῦ στανιοῦ τόν λόγο
μέ τά καμώματα τῆς μυγδαλιᾶς
στά ἄσπρα της φουστάνια καί στά ρόδινα
Ἄγαρμποι ἀφτιασίδωτοι
μόλις ροβολημένοι ἀπό τίς λίπες
φουμάρουν τά μουστάκια τοῦ καλαμποκιοῦ
φουμάρουνε τῆς γῆς ὁλάκερης τον ἴλιγγο
Σέ κάθε χῶμα σ΄ ὅλα της τά βάθη
ἀναριγούν
Σφαδάζουνε στόν κάθε στεναγμό της
Γιά ν΄ ἀκουμπήσουν ὕστερα ἀέρινα στό χῶμα
σέ γῆ πού ντύθηκε στ’ ἀνθρώπινα
καί σεργιανᾶ
τρελή χορευταρού στή σερνική τή νιότη
ἔμπροσθεν
Καιρός χειμώνας
Ἄπειρος
Ἐκειός
μέ κοντομάνικη φανέλα
Τό στῆθος δάσος κουμαριές ἀλλοπαρμένες
νά αἱμορραγοῦν ἀπ’ τόν καρπό κόκκινη μέθη
Δάχτυλα ἴσαμε τό σπυρί τοῦ ἀφαλοῦ τῆς γῆς
καί πρόσωπο ἄφοβο στόν ἥλιο
σταχυολογοῦσε τῆς μέρας τά καμώματα
Ἄρμεγε βροχές ἀπ’ τό πολύ ἀψηλά τό σύγνεφο
Μετροῦσε τίς ξερακιανές ρωγμές στόν πάτο στό πηγάδι
ὁπού εἶχε λέει κατηφορίσει φάρες καί φάρες
ὥσπου νά ΄βρεῖ τό ἄκριντο νερό τό ἀμίλητο
τό πετρωμένο αγερικό
γιά νά τό πιεῖ νά γιάνει
ὁ ἔρωτας
Καί ήταν πάλι
μέσα σέ τούτη τήν ἀχλή ὀρθός
Στο διάβα των ψυχών ξανά ὁλόρθος
Ἐλαφροπετάει τή μιά ἀπό βουνό σέ ράχη
Ὕστερα ἐρωτοφιλεῖ τόν ἥλιο
Ἐνδύεται κατάσαρκα τους δρόλαπες
Ποδένεται ὅλης τῆς θάλασσας τό ρίγος
καί δράμει νά κουρνιάσει
στ΄ ἀντραλεμένα γένεια τοῦ θεοῦ
Στούς ἴσκιους πού χαράζει ἀνάμεσο
τά φτερωτά τά ἄλογα
στά κυριακάτικά τους
καί ἡ βηματισιά ἀπ΄τίς ψυχές
ὅσων ὁ Ἀχέροντας ἀρνήθηκε νά βρέξει
Ψηλόλιγνες γυναῖκες κυπαρίσσια
γνέφανέ του
Ἄλλες καμώνονταν τό δέντρο
Τή στιβαρή δεσιά στά ἄσπρα καί μέ τά φτερά
στό ἀπανώχειλο τοῦ λάκκου
Ἄλλες ἦσαν ἰτιές ἦταν ἀνθοί
καθώς ὁδεῦαν ἄδουσες στήν κρήνη
καί ἴσα πού φύσαγε στό διάβα τους
ὁ ψίθυρος
Θώπευση τρυφερή κρυφό φιλί
καλοστρωμένη ἀτσάλα
Στά πόδια του λησμονημένος ὕπνος
ἀνάδινε ἐρωτικά τριφύλλια
Ἄ! πῶς εἶν΄ ὁ θάνατος ὅμοια ἡ ζωή
Πῶς εἶναι ἡ ζωή θανάσιμη ἐδῶ πέρα
Τό βλέμμα της
ἀράγιστο ἴσαμε τώρα
λές
τῆς μάνας πού τόν ἔκλαιγε ἀκόμα