Δημητρίου Μίχα, φιλολόγου
Μέρος Πρῶτο
1. Ἡ θρησκευτικὴ πολιτικὴ τῶν αὐτοκρατόρων τοῦ 4ου αἰῶνος καὶ ἀρχὲς τοῦ 5ου
Ι. Ἐποχὴ Μεγάλου Κωνσταντίνου
Ἡ ἐποχὴ τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας καὶ τῆς πρώιμης βυζαντινῆς περιόδου (287 μ.Χ- 565 δηλ. ἀπὸ τὸν Διοκλητιανό ἕως τὸ τέλος τῆς δυναστείας Ἰουστινιανοῦ) ἀποτελεῖ ἀναμφίβολα μία μεταβατικὴ περίοδο, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας δρομολογοῦνται βαθιὲς ἀλλαγὲς στὶς πολιτικές, θρησκευτικὲς καὶ οἰκονομικὲς δομὲς τοῦ νεοσύστατου Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους ἢ Βυζαντινοῦ κράτους, ὅπως λαθεμένα καταγράφηκε ἀπὸ τὸν 17ὂν αἰῶνα.
Θὰ βρεθοῦμε στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας του, σὲ μία ἀπὸ τὶς πλέον σημαντικὲς χρονικὰ ἐποχή, σὲ ἐκείνη τοῦ 4οὐ αἰῶνα καὶ συγκεκριμένα στὴν περίοδο βασιλείας τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου (306- 337) ὁ ὁποῖος μετὰ ἀπὸ τὸ 313 μ.Χ. μὲ τὸ διάταγμα τῶν Μεδιολάνων περὶ ἀνεξιθρησκίας καὶ τὴν κατάργησι τῶν διωγμῶν προσανατόλισε ὅλες τὶς πολιτικὲς του ἐνέργειες καὶ ἀποφάσεις σὲ βαθιὲς ἀλλαγὲς σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τοῦ κράτους μὲ βάσι τὴν «νέα πίστι» τῶν χριστιανῶν, οἱ ὁποῖες μετέβαλαν τὴ ροὴ τῆς ἱστορίας γιὰ τὴν αὐτοκρατορία, διαμορφώνοντας σταδιακὰ τὴν μορφὴ της ἀπὸ ἑλληνορωμαϊκὴ σὲ ἑλληνορθόδοξη.
Ἀπὸ τὴν περίοδο τῆς πλήρους διακυβέρνησης τοῦ Κωνσταντίνου , οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὸ 324 μ.Χ., ἕως καὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Β' (ἀρχὲς 5ου αι.), μιὰ μεγάλη σύγκρουσι ἔλαβε χώρα μεταξὺ τῆς εἰδωλολατρίας καὶ τῆς νέας πίστης τοῦ Σταυρωθέντος καὶ Ἀναστάντος Χριστοῦ, μὲ τοὺς πιστοὺς Χριστιανοὺς – παρὰ τοὺς ἀπηνεῖς διωγμοὺς - νὰ ἀναδεικνύονται νικητές, ἀφοῦ στὰ τέλη τοῦ 4ου αι. – παρ’ ὅτι παραμένει ἀκόμη ἐπίσημη θρησκεία ἡ «τῶν ἑλλήνων ἐθνικὴ»- κατέστη ὅμως προστατευομένη καὶ ἰσότιμη θρησκεία τοῦ κράτους μὲ ἰσχυρὸ διοικητικὸ μηχανισμὸ καὶ μὲ μεγάλη κοινωνικὴ ἐπιρροὴ καὶ πνευματικὴ ἀκτινοβολία. Μεγάλο ρόλο γιὰ τὸν μετασχηματισμὸ τῆς ὕστερης Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (τέλη 3ου – ἀρχὲς 4ου αι.) καὶ τὴν ἀπαρχὴ τῆς λεγόμενης «πρώιμης βυζαντινῆς περιόδου» διαδραμάτισαν καὶ τὰ κάτωθι:
Ἡ ἵδρυσι τῆς Κωνσταντινούπολης στὴν Ἀνατολὴ στὴν ἀρχαία πόλι «Βυζάντιον», ὡς νέα διοικητικὴ ἕδρα καὶ κέντρο βάρους τοῦ ἐκχριστιανισμένου ἐπὶ τὸ πλεῖστον κράτους, ἐξωραϊσμένη μὲ νέα τείχη, δημόσια οἰκοδομήματα καὶ μὲ χριστιανικοὺς καὶ μὲ ἐθνικοὺς ἀκόμη ναούς. Στὰ ἐγκαίνια τοῦ 330 μ.Χ. συμμετεῖχαν ἐνεργὰ καὶ ἐθνικοὶ ἱεροφάντες καὶ τελεστές κατὰ τὰ εἰωθότα τῆς ρωμαϊκῆς θρησκευτικῆς παράδοσης, στὸ πνεῦμα φυσικὰ τῆς ἀνεξιθρησκείας καὶ τῆς ἰσότιμης μεταχείρισης τῶν θρησκειῶν σύμφωνα μὲ τὸ διάταγμα τοῦ 313 μ.Χ. Συνεπῶς, ἡ πληροφορία τοῦ βιογράφου τοῦ Κων/νου, Εὐσεβίου Καισαρείας, ὅτι ἡ Κων/πολι «δὲν εἶχε κηλιδωθεῖ ἀπὸ τὸ βδέλυγμα τῆς εἰδωλολατρίας» δὲν εὐσταθῆ[1], ὅταν μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας ἐπέτρεψε καὶ τὸ κτίσιμο εἰδωλολατρικῶν ναῶν : τῆς Ἤρας καὶ τῆς θεᾶς Τύχης.
Αὐτὸ δὲν παραξενεύει γιατὶ μπορεῖ ἡ μητέρα τοῦ Κωνσταντίνου Ἂ’ τοῦ Χλωροῦ, ἡ Ἑλένη, νὰ ἦταν ἔνθερμη Χριστιανή, ὁ ἴδιος ὅμως ἀπὸ οἰκογενειακὴ παράδοσι ἦταν «ἑνοθεϊστής» μὲν (λάτρης Ἑνὸς θεοῦ), ἀλλὰ «ἐθνικός-ἡλιολάτρης». Τὴν δὲ μεταστροφὴ τοῦ πρὸς τὴν νέα χριστιανικὴ πίστι πολλοὶ τὴν ἑρμηνεύουν ὄχι ὡς ἐσωτερικὴ πνευματικὴ ἀνάγκη, ἀλλὰ σὲ πολιτικὴ σκοπιμότητα διαβλέποντας πὼς μέσω αὐτῆς θὰ ἐπιτύχει, μαζὶ μὲ τὴν ἱστορικὴ πολιτειακὴ ρωμαϊκὴ παράδοσι, τὴν ἑνότητα τῆς αὐτοκρατορίας ἔχοντας τὸν ἴδιο ὡς «ἐλέω θεοῦ» ἐκλεκτὸ ἡγεμόνα[2]· θεσμὸς βέβαια ποὺ θὰ τὸν δικαιώσει, γιατὶ θὰ λειτουργήσει κατόπιν ὡς κληρονομικὴ μοναρχία, καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς (χριστιανικῆς) αὐτοκρατορίας.
Βέβαια ὁ ἴδιος κατήργησε τὴν λατρεία τοῦ αὐτοκράτορα, ποὺ ἦταν καὶ ὁ βασικὸς πρόξενος τῶν διωγμῶν τῶν νεοπίστων χριστιανῶν, μάλιστα μετὰ τὴν μάχη τῆς Μουλβίας γέφυρας τὸ (312μ.Χ.) ἐναντίον τοῦ Μαξεντίου, ὑιοθέτησε ὡς σύμβολο τὸ Χριστόγραμμα (ΧΡ) καθὼς πίστευε ὅτι μετὰ τὴν «παραδοξοτάτη θεοσημία» ποὺ ἔζησε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ ὡς ὅραμα[3], αὐτὸ ἐνεῖχε ὑπερβατικὲς ἰδιότητες. Ἐξάλειψε ἀπὸ τὰ νομίσματα τὶς εἰδωλολατρικὲς θεότητες καὶ τὶς ἀντικατέστησε μὲ τὴν ἡλιολατρική ἐπιγραφὴ «Sol invictus» (ἀνίκητος Ἥλιος, ποὺ θύμιζε καὶ τὸν ἥλιο τοῦ θεοῦ Μίθρα) μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «victor» (= νικητής, γιὰ νὰ ἀντιστοιχεῖ μὲ τὸν νικητὴ τοῦ θανάτου, Χριστό), ἐνῶ παράλληλα διατήρησε τὸ ρωμαϊκὸ ἀξίωμα τοῦ Ὑπάτου Ἀρχιερέα (Pontifex Maximus) ὡς φύλακας τῶν κρατικῶν ἐθνικῶν θρησκειῶν. Μὲ τὴν δικαιοδοσία αὐτὴ ἄρχισε νὰ προβάλλεται ὡς ἀνώτατος διαιτητὴς καὶ στὶς σκληρὲς καὶ ἀδιέξοδες δογματικὲς διαμάχες τῶν χριστιανῶν (π.χ. Ἀρειανισμός, Μελιτινό, Κολλουθιανό, Δονατιστών, σχίσμα), ἂν καὶ ὁ ἴδιος δὲν ἦταν ἀκόμη χριστιανός, μὲ βασικὸ πολιτικὸ στόχο τὴν ἑνιαία πίστι καὶ εἰρήνη στὴν πολυεθνικὴ Ρωμαϊκὴ ἐπικράτεια τοῦ [4].
Ἔτσι συγκάλεσε τὴν πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Νίκαια (325 μ.Χ.), ἡ προετοιμασία καὶ ἡ σύγκλησι τῆς ὁποίας ἀποτέλεσε τὸ κορυφαῖο γεγονὸς τῆς νέας χριστιανικῆς πραγματικότητας – τοὐλάχιστον γιὰ τὴν Ἀνατολὴ πλέον - καὶ ἡ ὁποία φυσικὰ βοήθησε τὴν ταλανισμένη ἀπὸ αἱρέσεις χριστιανικὴ κοινότητα νὰ λύσει τὶς πολυχρόνιες θεολογικὲς (Τριαδολογικές- Χριστολογικές) τοὺς διαφορές, κυρίως βέβαια ἐκείνης τοῦ Ἀρειανισμοῦ ποὺ ἀμφισβητοῦσε τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ σύνοδος αὐτὴ τῶν 318 ἐπισκόπων ἀπὸ ὅλη τὴν γεωγραφικὴ ἐπικράτεια Ἀνατολῆς καὶ Δύσης μὲ ἐξέχουσα φυσιογνωμία τὸν Μέγα Ἀθανάσιο [5], ἀφοῦ καταδίκασε καὶ ἐξόρισε τὸν Ἄρειο, συνέταξε τὰ πρῶτα 7 ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, προσδιορίζοντας μὲ σαφήνεια τὶς ἔννοιες : «ὁμοούσιος» καὶ ὁμοιούσιος» ὁμολογώντας γιὰ τὸν: «Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων· φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι' οὗ τὰ πάντα ἐγένετο».
Ἐπίσης, σύμφωνα μὲ τὸν ἱστορικὸ καὶ βιογράφο του Εὐσέβιο Παμφίλου καὶ ἐπίσκοπο Καισαρείας (263 – 339), ἔδειχνε σαφῆ προτίμησι σὲ χριστιανοὺς μορφωμένους γιὰ τὴν κάλυψι δημοσίων θέσεων καὶ σὲ ἀντίστοιχες ὑψηλόβαθμες τοῦ στρατοῦ. Ἐπὶ πλέον νομοθέτησε γιὰ τὴν κατάργησι τῶν παγανιστικῶν αἱματηρῶν θυσιῶν καὶ τῶν ὅποιων ἀποτρόπαιων τελετουργικῶν τούς, καθὼς καὶ κατὰ τῶν ἰδιωτικῶν λατρειῶν καὶ ἐναντίον συγκεκριμένων εἰδῶν μαγείας[6] καὶ μαντείας, καὶ κατὰ «ἐκφύλων ἑορτῶν», ὅπως π.χ. τῶν ναῶν ἐκπόρνευσης νεανίδων (π.χ. Ναὸς τῆς Ἄστάρτης), καὶ κάποιων ὀργιαστικῶν συμποσίων τὰ ὁποῖα προσέβαλαν τὰ δημόσια ἤθη (πιθανὸν τῶν Βαγχαναλίων καὶ Κρονίων), κλ.π.
Ἐπίσης τὸ 315 μ.Χ. κατήργησε τὴν διὰ τοῦ σταυροῦ θανατικὴ ποινὴ καὶ ἀπαγόρευσε τὴν καταδίκη τῶν ἐγκληματιῶν μὲ τὸν βάρβαρο θεσμὸ τῶν μονομαχιῶν σὲ ἀρένα, προτιμῶντας ἀντὶ νὰ ἀλληλοφονεύονται ἀπάνθρωπα νὰ ἀπασχολοῦνται σὲ δημόσια ἔργα. Παρομοίως, ἀπαγόρευσε τὸν εὐνουχισμὸ [7], - μιὰ ἐγκρατητική ἠθικὴ στάσι ἱερέων τῆς Αἰγύπτου -, ὅπως καὶ τὴν παλλακεία, ἐνῶ ἔλαβε καὶ εὐεργετικὰ μέτρα γιὰ τοὺς δούλους, τοὺς φυλακισμένους καὶ τὰ ὀρφανά, τὰ ὁποῖα μέτρα μαζὶ μὲ ἄλλα κοινωφελῆ χαρακτηρίστηκαν γιὰ τὴν ἐποχὴ καινοτόμες μεταρρυθμίσεις ἐπηρεασμένες τὸ πλεῖστον ἀπὸ τὸν χριστιανικὸ ἀνθρωπισμό.
Ἔπειτα συνέβαλε καὶ μὲ τὴν βοήθεια τῆς μητέρας τοῦ Ἑλένης στὴν ἀνέγερσι μεγαλοπρεπῶν χριστιανικῶν ναῶν σὲ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα τῆς αὐτοκρατορίας, μεριμνῶντας καὶ γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ σὲ χριστιανοὺς τῶν δημευμένων περιουσιῶν τούς, ἀναγνωρίζοντας ἐπιπλέον καὶ τὴν νομικὴ ὑπόστασι καὶ τὴν ταυτότητα κάθε χριστιανικῆς κοινότητας, προβάλλοντας τὸν ἐπίσκοπο σὲ ξεχωριστὴ προσωπικότητα καὶ βοηθώντας μέσω τῆς πολιτείας πότε μὲ ἐπιχορηγήσεις καὶ πότε μὲ φοροαπαλλαγὲς τὴν θεσμικὴ πλέον Ἐκκλησία καὶ τὸν κλῆρο τῆς. Στὰ εὐνοϊκὰ- εὐεργετικὰ μέτρα γιὰ τὴν Χριστιανικὴ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ συμπεριλάβει κανεὶς καὶ τὴν καθιέρωσι τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς, τὴν καθιέρωσι χριστιανικῶν συμβόλων καὶ παραστάσεων στὴν αὐτοκρατορικὴ καὶ στὴ στρατιωτικὴ ἐξάρτησι, στὰ νομίσματα καὶ στὰ δημόσια κτίρια καὶ ἔδωσε κατὰ τὴν βάπτισι τοῦ τὰ πρεσβεία ὄχι στὸν ἐπίσκοπο Ρώμης ἀλλὰ σὲ ἐπίσκοπο τῆς ἀνατολικῆς ἐκκλησίας, στὸν Νικομηδείας Εὐσέβιο. [8]
Ἡ θητεία τοῦ Κωνσταντίνου Α’ ἀναγνωρίζεται ὡς τομὴ τόσο στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία καὶ ἐξέλιξι τῶν γεγονότων, ὅσο καὶ στὸν πολιτιστικὸ κοινωνικὸ ἐξανθρωπισμὸ μὲ τὶς νομοθετικὲς ρυθμίσεις καὶ ἀποφάσεις ποὺ ἔλαβε. Ἦταν ἡ προσωπικότητα ποὺ γεφύρωσε δύο κόσμους καὶ ὄχι πάντα εἰρηνικά, κατοχυρώνοντας ὅμως τὴν ἀρχὴ τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας (Edictum Mediolani)σηματοδότησε τὴν ἀπαρχὴ τοῦ τέλους τοῦ ἀρχαίου κόσμου καὶ τὴν ἀνατολὴ τοῦ νέου- χριστιανικοῦ, προστατευμένου ἀπὸ τὸν ἴδιο καὶ ἐνσωματωμένου ἐπίσημα στὴν λειτουργία τῆς κρατικῆς διοίκησης καὶ τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, παρ’ ὅτι ὁ χριστιανισμὸς στὰ χρόνια του ἦταν φανερή μειοψηφία καὶ ἐπίσημο θρήσκευμα ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ἡ «ἐθνικὴ λατρεία τῶν εἰδώλων».
Ἡ Κωνσταντινούπολι δέ, κατέστη τὸ κοσμικὸ καὶ πνευματικὸ κέντρο τῆς αὐτοκρατορίας συντείνοντας στὴ σταδιακὴ μετεξέλιξι τῆς Βυζαντινῆς πρωτεύουσας σὲ ἕνα οἰκουμενικὸ πολιτικό, θρησκευτικὸ καὶ πνευματικὸ κέντρο μὲ διεθνῆ ἀκτινοβολία.
Γιὰ τὴν ἐν γένει πολιτικὴ τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καὶ τὸ σύνολο τῶν εὐνοϊκῶν- εὐεργετικῶν μέτρων μὲ τὴν ἐνεργὸ συμμετοχὴ τοῦ στὰ δρώμενα τῆς «Καινῆς πίστης», «ἡ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία τὸν χαρακτήρισε ἅγιο καὶ ἰσαπόστολο, γιατὶ μὲ τὸ ἔργο τοῦ καὶ μὲ τὸ βάπτισμα τοῦ διευκόλυνε τὴν εἰρήνευσι, τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ταχύτερη ἐπικράτηση τῆς στὸν ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο. Ἡ ἱστορία τὸν ὀνόμασε Μέγα, γιατὶ τὸ πολυσύνθετο ἔργο τοῦ ὑπῆρξε πράγματι μεγάλο καὶ ἐπηρέασε ἄμεσα ἢ ἔμμεσα τὴν παγκόσμια ἱστορία» [9]
ΙΙ. Ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος
Ὁ διάδοχος τοῦ Κωνστάντιος (337- 361) ἐπικράτησε μετὰ ἀπὸ ἐμφύλια σκληρὴ διαμάχη καὶ ἀφοῦ ἐφονεύθησαν ὅλοι οἱ ἐνήλικες συγγενεῖς ἀνταγωνιστὲς τοῦ (ἀδέλφια καὶ ξαδέλφια). Ὁ Κωνστάντιος ἀσπάστηκε καὶ ὑποστήριξε μὲ πάθος τὸν Ἀρειανισμό, ἀποφεύγοντας ὅμως νὰ βαπτισθῆ κάτι ποὺ πραγματοποίησε, γιὰ πολιτικὴ ἰσορροπία πρὸς τὰ τέλη τῆς ζωῆς τοῦ, ἐπειδὴ ἡ ἐθνικὴ θρησκεία ἦταν ἀκόμη πλειοψηφοῦσα καὶ τὸ ἐπίσημο θρήσκευμα τοῦ κράτους μὲ βαθιὲς πολιτιστικὲς ρίζες εἰδικὰ στὴν Ρώμη καὶ στὴν Δύσι. Εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ διατήρησε ὅπως καὶ ὁ πατέρας τοῦ τὸ ρωμαϊκὸ ἀξίωμα τοῦ Ὑπάτου Ἀρχιερέα (Pontifex Maximus) δίνοντας τοῦ ἔτσι τὸ προνόμιο νὰ εἶναι καὶ ὁ «φύλακας τῶν κρατικῶν ἐθνικῶν θρησκειῶν».
Ἀξίωμα ἐθνικό, τὸ ὁποῖο ἐφάρμοσε ἀστόχαστα καὶ χωρὶς πολιτικὴ διορατικότητα τοῦ πατέρα τοῦ μὲ ἕναν καισαροπαπικό καὶ ἀλαζονικὸ τρόπο σὲ χριστιανικὰ θέματα παρεμβαίνοντας καὶ προξενώντας μεγάλη ἀναστάτωσι στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ ὑποστηρίξει καθ’ ὅλα τὸν Ἀρειανισμό. Ἔτσι ἐνεργώντας σὰν «ἡ κεφαλὴ» τῆς Ἐκκλησίας προκάλεσε τὴν σύγκλησι διαφόρων συνόδων καταστρατηγώντας τὴν αὐτοτέλεια τῆς[10] Σὲ μιὰ τέτοια σύνοδο ποὺ συνεκλήθη στὴν Ἀντιόχεια τὸ 341μ.Χ., - γιὰ τὶς δυσχέρειες ποὺ προκαλοῦσε ἡ καθολικὴ ἀποδοχὴ τοῦ ὅρου «ὁμοούσιος» τοῦ Συμβόλου τῆς Α΄ Οἰκ. Συνόδου - γνωστὴ καὶ ὡς ἡ «ἐν ἐγκαινίοις» [11], προκάλεσε αἱματηρὲς συγκρούσεις στὴν Κων/πολι, ἐπειδὴ ὁ λαὸς ἀντέδρασε στὴν ἐνθρόνισι Πατριάρχου, κατ’ ἐντολὴ τοῦ Κωνστάντιου, ἑνὸς Ἀρειανοῦ, τοῦ Παύλου.[12] Ὁ αὐτοκράτορας τοὺς τιμωρεῖ …μειώνοντας στὸ ἥμισυ τὴν χορηγία τοῦ σιτηρεσίου... (ὁ μισθός, κυρίως τῶν στρατιωτικῶν, γιὰ τὴν ἀγορὰ τροφῆς)
Παράλληλα ἐνεργοῦσε καὶ ἐναντίον τῶν ἐθνικῶν, ὅπου μὲ μονόπλευρες νομοθετικὲς ρυθμίσεις ποὺ ἐκδόθηκαν τὸ 341 καὶ τὸ 346 τοὺς ἀπαγόρευε μὲ ἀπειλὴ θανάτου κάθε εἴδους θρησκευτικῆς θυσίας, ὅπως καὶ τὴν ὁποιαδήποτε λατρεία πρὸς τὰ εἴδωλα καὶ τὰ ἀγάλματα τοὺς (θὰ ὑπάρχουν στοὺς ναοὺς μόνο γιὰ τὴν αἰσθητικὴ κάλυψι) καὶ τὴν ὁποιαδήποτε ἐνασχόλησι μὲ τὴν μαγεία μὲ τὴν ἀπειλὴ τῆς ἄμεσης δήμευσης τῆς περιουσίας. Μὲ ἄλλα διατάγματα τοῦ 353 καὶ τοῦ 356 ἔκλεισε εἰδωλολατρικοὺς ναοὺς[13], πράγμα ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα καὶ τὴν ἐξασθένησι ταυτόχρονα πολλῶν ἐπαγγελμάτων «ἐθνικῶν», ποὺ ἀφοροῦσαν ἑορτές, ναούς, βωμούς, νεκροταφεῖα καὶ κόσμησι ἀρχοντικῶν οἴκων, ἐνῶ ἐπιδεικτικὰ σχεδόν, ἐνίσχυε οἰκονομικὰ τὴν ἐκκλησία τῶν κατὰ τόπους ἐπισκόπων γιὰ νὰ τοὺς προσεταιρισθῆ καὶ ἀπάλλασσε τὸν κλῆρο ἀπὸ τὴν φορολογία, φορολογώντας ὅμως τὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία.
Παρὰ ταῦτα, σὲ ὅτι ἀφοροῦσε ψυχαγωγικοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνες, τὸν ἱππόδρομο καὶ τὰ θεάματα, ἔδειξε ἀνοχὴ καὶ σὲ περιπτώσεις βοήθησε τοὺς ἐθνικοὺς μὲ χορηγίες καὶ εἰδικὰ προνόμια[14], ὅπως τῶν Ἑστιάδων στὴν Ρώμη, δεχόμενος μάλιστα τὸν δημόσιο ἔπαινο ἀπὸ τὸν ἐθνικὸ συγγραφέα ὀνόματι Σύμμαχο. Ἐπίσης, στὴν Κων/πολι κυρίως, φρόντισε μὲ τὴν ἀντιφατικὴ τοῦ πολιτική, γιὰ τὴν δραστηριότητα ἐθνικῶν φιλοσοφικῶν καὶ ρητορικῶν σχολῶν καὶ τὴν παρουσία διδασκάλων, ὅπως τοῦ ἑλληνολάτρη ρήτορα Λιβανιοῦ, ἐνῶ ὁ ρήτορας καὶ φιλόσοφος Θεμίστιος ἦταν ἀπὸ τοὺς βασικοὺς συμβούλους τοῦ. Μὲ τὴν πρόνοια δὲ τοῦ αὐτοκράτορα λειτούργησε καὶ σχολὴ ἀντιγραφέων τῶν κλασσικῶν γραμμάτων καθὼς καὶ μεγάλη Βιβλιοθήκη τῆς πόλης, πιθανὸν μὲ τὴν συμβουλὴ τῶν ἐθνικῶν σοφῶν.
Βέβαια μὲ βάσι ὅλα τὰ ἀνωτέρω, μὲ ἀργοὺς ἀλλὰ σταθεροὺς ρυθμούς, ἡ παλαιὰ εἰδωλολατρικὴ πολυθεϊστικὴ θρησκεία ἔχανε διαρκῶς ἔδαφος στὴ συνείδησι τῶν ὑπηκόων τῆς Αὐτοκρατορίας, ἀσχέτως ἂν ἐξακολουθοῦσε ἀκόμη νὰ διατηρεῖ ἰσχυρὰ ἐρείσματα σὲ ὁρισμένα τμήματα τῆς αὐτοκρατορίας κυρίως στὴν Δύσι, ὅμως ἤδη βρισκόταν σὲ τροχιὰ παρακμῆς καὶ ὁ χριστιανισμὸς τοῦ «ἑνὸς ἀποκεκαλυμμένου Θεοῦ», κέρδιζε συνεχῶς ἔδαφος παρὰ τὶς ἔντονες ἐσωτερικὲς ἔριδες λόγῳ τῶν αἱρέσεων καὶ προπάντων τοῦ Ἀρειανισμοῦ.
ΙΙΙ. Ἡ Σύντομος περίοδος τοῦ Ἰουλιανοῦ
Ἡ πολιτικὴ αὐτὴ διακόπηκε ὅταν, τὸ 361 μ.Χ., ἀνέλαβε αὐτοκράτορας ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Κωνσταντίνου, Ἰουλιανός(361-363), ὁ ὁποῖος γλύτωσε ἀπὸ τὴν σφαγὴ τοῦ Κωνστάντιου ἐπειδὴ ἦταν τότε νήπιο. Ὁ Ἰουλιανὸς εἶχε σπουδάσει ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία στὴν Ἀθήνα καὶ τὴν Ἀντιόχεια. Οἱ σπουδὲς καὶ ἡ ζωὴ τοῦ στὴν Ἀθήνα τοῦ προκάλεσαν τὸν θαυμασμὸ γιὰ τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό, τοὺς ὀλυμπίους θεοὺς καὶ τὴ λατρεία τούς, διαμορφώνοντας στὴν σκέψι τοῦ ἕναν «φωτεινὸ Ἑλληνισμό». Γι' αὐτό, ὅταν ἔγινε αὐτοκράτορας, προσπάθησε νὰ ἐπαναφέρει τὴν λατρεία τῆς παλαιᾶς θρησκείας καὶ νὰ ἀναβιώσει ὄχι τόσο τὴν τυπολατρία τῆς, ἀλλὰ μιὰ φιλοσοφικὴ θεώρησι τῆς, ὑπονομεύοντας ταυτόχρονα καὶ περιορίζοντας τὴν χριστιανική.
Γιὰ νὰ ἐνισχύσει τὸ κύρος τῆς καὶ νὰ τῆς δώσει ἐκ νέου ὑπόστασι ἀνασύστασης... καὶ ἀναμόρφωσης, τὸ 362μ.Χ. μὲ διάταγμα διέγραψε μιὰ σειρὰ ἀπὸ άντιειδωλολατρικές διατάξεις τῶν προηγουμένων αὐτοκρατόρων νομιμοποιώντας ὅλες τὶς λατρεῖες τῶν ἐθνικῶν, ἐπιβάλλοντας νὰ ἀνοίξουν οἱ ναοὶ καὶ νὰ ἀρχίσουν πάλι οἱ θυσίες στοὺς βωμούς. Ἰσόχρονα, μὲ ἕναν ἐκπαιδευτικὸ νόμο ποὺ ἐξέδωσε, ἀπαγόρευσε σὲ διδασκάλους τῶν «Γαλιλαίων», ὅπως περιφρονητικὰ ἀποκαλοῦσε τοὺς χριστιανούς, νὰ ἐξασκοῦν σὲ σχολὲς τὸ ἐπάγγελμα διδαχῆς, ἐνῶ ἐκδίωξε ἄμεσα ὅλους τοὺς ρήτορες, γραμματικοὺς[15] (μορφὴ φιλολόγου) καὶ σοφιστὲς χριστιανοὺς ποὺ κάλυπταν θέσεις σὲ ἀνώτατες σχολὲς μεγαλουπόλεων τῆς ἐποχῆς, ὅπως στὴν Καισάρεια, Ἀλεξάνδρεια, Ἀντιόχεια , Ἀθήνα, Κωνσταντινούπολι.
Ὑποστήριζε, ὅτι εἶναι ἀσύμβατο καὶ ὑποκριτικὸ νὰ ἀκολουθοῦν καὶ νὰ διδάσκουν οἱ χριστιανοὶ τὴν «θύραθεν» πανεπιστημιακὴ ἐκπαίδευσι, τὶς ἰδέες τῆς καὶ τὴν σοφία τῆς, ὅταν δὲν τιμοῦν τοὺς θεοὺς τῆς. Ἔτσι καὶ ὁ διορισμὸς τῶν καθηγητῶν στὶς φιλοσοφικὲς σχολές, ἔγινε πλέον ἐλεγχόμενος καὶ κατέστη μόνο ἁρμοδιότητα τοῦ κράτους.
Ὅμως καὶ ὁ ἴδιος ἀκολούθησε ἕναν ἀντιφατικὸ τρόπο ζωῆς. Ἀπὸ τὴν μιὰ εἶχε ὡς κηδεμόνα καὶ διδάσκαλο τὸν θεῖο τοῦ ἐπίσκοπο Κων/λεως Εὐσέβιο μὲ χριστιανικὴ μόρφωσι, βαπτίστθηκε μάλιστα καὶ χριστιανός, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη εἶχε τὸν ἔξοχο κλασσικὸ φιλόλογο Μαρδόνιο, τὸν ἐθνικὸ ρήτορα Λιβάνιο καὶ τὸν νεοπλατωνιστή Αἰδέσιο, ὁ ὁποῖος τὸν παρέπεμψε καὶ στοὺς Χρυσάνθιο καὶ Εὐσέβιο, ἐνῶ ἡ γνωριμία τοῦ μὲ τὸν Μάξιμο τὸν Ἐφέσιο (καὶ αὐτὸς μαθητὴς τοῦ Αἰδεσίου) τὸν ἔκανε νὰ ἀποποιηθῆ ὁριστικὰ τὸν χριστιανισμὸ καὶ νὰ μυηθῆ στὰ μυστήρια τῆς Κυβέλης, τὸν ἀποκρυφισμὸ τῶν Χαλδαίων μάγων καὶ τὴν λατρεία τοῦ Ἥλιου- Μίθρα.
Τὸ 355μ.Χ μὲ τὴν ἄδεια τῆς αὐγούστας Εὐσεβείας (ἡ γυναίκα τοῦ αὐτοκράτορα Κωνστάντιου, ἡ ὁποία τοῦ συμπεριφερόταν μὲ στοργικὴ ἀγάπη) βρέθηκε στὴν πνευματικὴ Ἀθήνα παρακολουθώντας μαθήματα ἀπὸ δύο κορυφαίους δασκάλους: τὸν ἀσκητικὸ στὴν διαβίωσι χριστιανὸ φιλόσοφο Προαιρέσιο (276-368μ.Χ.) καὶ τὸν ἐθνικὸ ρήτορα καὶ σοφιστὴ Ἰμέριο (315-385μ.Χ.), ἔχοντας συμφοιτητὰς τοῦ τὸν Βασίλειο τὸν μετέπειτα ἐπίσκοπο Καισαρείας καὶ τὸν Γρηγόριο τὸν μετονομαζόμενο ἀργότερα γιὰ τὸ σπουδαῖο θεολογικὸ τοῦ ἔργο "θεολόγο".
Ὁ Ἰουλιανὸς ὅμως ἀνήσυχο πνεῦμα καὶ «φιλομαθὲς» κατὰ τὸν βιογράφο του Εὐνάπιο, ἦρθε σὲ συναναστροφὴ μὲ τὸν τότε ἱεροφάντη τῶν Ἐλευσινίων μυστηρίων Νεστόριο, ὁ ὁποῖος τὸν μύησε καὶ στὰ «ἀπόκρυφα τελούμενα» «καθαρμοῦ καὶ αὐτογνωσίας» τῶν ἐκεῖ μυστηρίων μὲ «κορύφωσι» τὴν «μετάληψι» τοῦ τελετουργικοῦ κυκεῶνα[16], σύμφωνα μὲ τὶς τελετὲς μυουμένων. Πίστευε ὅτι μὲ τὴν ἄμεση καὶ ἐνεργὸ μετοχὴ θὰ διαισθανθῆ ὡς μύστης τὴν «ἄμεση κοινωνία τοῦ θείου» (θεουργία) καὶ τὸ βαθύτερο νόημα τοῦ «θανάτου καὶ τῆς ἐπαναγέννησης»• μὲ αὐτὴ δηλαδὴ τὴν διαισθαντικότητα (μέθεξι-θεουργία) μιᾶς βιωματικής «θέας τοῦ θανάτου», θὰ ἀπεικονίζονταν ὁραματικά καὶ ἡ «ἀπώτερη ἀλήθεια» τῆς ἀθανασίας. [17]
Κοντὰ σὲ αὐτὰ συνεπαρμένος ἀπὸ τὴν ἀπόκρυφη παραφιλοσοφία, ἔχει ὡς πρότυπο τὸν θεωρητικὸ τῆς «θεουργίας» Σύρο φιλόσοφο, τὸν «θεῖον Ἰάμβλιχον» (250-350 μ.Χ.), ὅπως τὸν ἀποκαλοῦσε …γιατί τοῦ «ἐβάκχευσεν τὴν ἄρρητον μυσταγωγία» [18], ἐνῶ δὲν παρέλειψε νὰ μυηθῆ καὶ στὰ Μιθραϊκά μυστήρια μὲ τελετὴ βαπτίσματος τὸ λεγόμενο «ταυροβόλιο» [19] (ὁ ταῦρος ἦταν τὸ σύμβολο δύναμης τοῦ Μίθρα), ἀποποιούμενος ἔτσι τὸ χριστιανικὸ του βάπτισμα. Μάλιστα γιὰ νὰ αἰσθανθῆ τελεστικά καὶ οὐσιαστικὰ τὴν πλήρη μεταστροφὴ του στὴν ἐθνικὴ θρησκεία μετεῖχε ἐνεργὰ καὶ εὐάρεστα μὲ «θυσιαστικά ἐνδύματα» καὶ σὲ θυσιαστικές τελετουργίες πρὸς τιμὴν τοῦ θεοῦ Ἥλιου καὶ τῆς θεᾶς Κυβέλης.
Ἔτσι ἐν τέλει συνέθεσε ἕναν ἰδιότυπο συγκρητιστικό ἑλληνισμὸ μὲ συγχώνευσι στοιχείων ἀπὸ ἑλληνορωμαϊκὲς καὶ ἀνατολικὲς λατρεῖες καὶ ἀνάμειξι διαφορετικῶν ἢ ἀνόμοιων φιλοσοφικῶν θεωριῶν ποὺ εἶχαν ὡς βάσι τὴν μυστικιστικὴ θεουργία• δηλαδὴ μὲ μιὰ πρακτικὴ τελετουργιῶν μαγικῆς μορφῆς (μὲ χαλδαϊκούς χρησμοὺς) μέσω τῶν ὁποίων γίνεται ἐπίκλησι ἑνὸς ἢ περισσοτέρων θεῶν μὲ σκοπὸ τὴν ἐνσυνείδητη ἕνωσι μὲ τὸ «θεῖον» γιὰ τὴν ἀνακάλυψι τῆς «Ἀλήθειας» καὶ γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς. «Μιὰ μείξη δεισιδαιμονιῶν, ἀποκρυφισμοῦ καὶ μαντικῆς. Ὅσα ἐν ολίγοις, μὲ ὅρους τοῦ σήμερα, ἀποκαλοῦμε δαιμονολατρία»[20]
Ὁ Ἰουλιανὸς ὅμως ἤθελε νὰ πλήξει καὶ τὰ χριστιανικὰ σχολεῖα ποὺ βρίσκονταν ὑπὸ τὴν αἰγίδα τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν καὶ ἐπισκόπων καὶ τὸ διδακτικὸ τους προσωπικὸ ποὺ ἀπαρτίζονταν ἀπὸ μοναχούς, ἱερεῖς καὶ μητροπολίτες μὲ σκοπὸ νὰ ἀναστείλει τὴν ἠθικὸ- θρησκευτικὴ ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν καὶ τὸ ἀντίστοιχο φυσικὰ θρησκευτικὸ- χριστιανικὸ ἰδεῶδες, νομίζοντας ὅτι ἔθετε φραγμὸ στὴν διαβρωτικὴ γιὰ τὴν «ἀρχαία ἑλληνικὴ παράδοσι» ἐπιρροὴ τους[21].
Ἐπίσης ἀπομάκρυνε τοὺς χριστιανοὺς ἀπὸ ὑψηλόβαθμες θέσεις ποὺ κατεῖχαν στὴν δημόσια διοίκησι, ἐνῶ προσδοκῶντας νὰ ἐνσπείρει ἔντονες ἔριδες καὶ διχόνοια μεταξὺ τῶν ἀντιμαχομένων χριστιανῶν ἐπισκόπων γιὰ δογματικὰ θέματα, ἀνακάλεσε ὅσους εἶχαν καθαιρεθῆ ἢ ἐξορισθῆ (κυρίως βέβαια ἀρειανούς), ἐκτιμώντας ὅτι θὰ ἀποδυνάμωνε τὴν θεσμικὴ ἐκκλησία. Μὲ καθ’ ὅλα ἐχθρικὴ στάσι ἐναντίον της δήμευσε τὶς περιουσίες τῶν ἐκκλησιῶν, τὰ ἱερὰ σκεύη, ἀκυρώνοντας καὶ ὅλες τὶς φορολογικὲς ἀτέλειες καὶ τὰ ἄλλα εἰδικὰ προνόμια ποὺ εἶχαν παραχωρήσει οἱ προγενέστεροι αὐτοκράτορες [22].
Ὅμως τὰ μηνύματα ἀγάπης, ἡ μετοχὴ τῆς κοινότητας σὲ κοινὴ βιωματική μυστηριακὴ ζωή, ἡ Εὐαγγελία τῆς κοινωνικῆς ἐλευθερίας καὶ ἰσότητας καὶ ἡ ὑπόσχεσι τῆς «Ἀποκεκαλυμμένης Ἀλήθειας» γιὰ τὴν μετὰ θάνατο δικαίωσι πονεμένων καὶ ἀδικουμένων, εὕρισκαν ἰδιαίτερη ἀπήχησι σὲ μεγάλο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ ποὺ εἶχε κουραστεῖ ἀπὸ τὶς «ἀλυτρωτικὲς» παλαιὲς θρησκεῖες. Εἰδικὰ στὸ Ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς αὐτοκρατορίας, ἢ ἐθνικὴ θρησκεία ἂν καὶ παρέμενε ἀκόμη τυπικὰ ἢ ἐπίσημη θρησκεία τῆς αὐτοκρατορίας βρισκόταν πλέον στὴ δύσι της καὶ ἡ χριστιανικὴ πίστι στὴν ἀκμαία ἀνατολὴ της.
Ἡ οὐτοπία καὶ ἡ μὴ πολιτικὴ διορατικότητα γιὰ τὰ «σημεῖα τῶν καιρῶν» ἐκφράστηκε εὔγλωττα ἀπὸ τὸν ἀπέλπιδα χρησμὸ τοῦ μαντείου τῶν Δελφῶν μὲ τὴν γνωστὴ ρῆσι:
"Εἴπατε τῷ βασιλεῖ,
χαμαί πέσε δαίδαλος αὐλά,
οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβαν,
οὐ μάντιδα δάφνην,
οὐ παγάν λαλέονσαν,
ἀπέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ" [23].
Ἔτσι στὰ μέσα τοῦ 4ου αἱ. διαφάνηκε πλέον ἡ μεταστοιχείωσι τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου σὲ χριστιανικὸ καὶ ὁ χριστιανισμὸς σταδιακὰ καὶ οὐσιαστικὰ ἐξαπλώνεται ἀνὰ τὴν ἐπικράτεια, ἢ ὅπως ἀναφέρει ὁ Β. Φειδᾶς μὲ πρωτοβουλία προπάντων τοῦ Κωνσταντίνου ἔγινε «ὑποκατάσταση τῆς κοσμοκεντρικῆς θεωρίας τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς ἀρχαιότητας ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχη θεοκεντρική διδασκαλία τοῦ Χριστιανισμοῦ» [24].
IV. Ἡ ὀκτάμηνη θητεία τοῦ Ἰοβιανοῦ
Μετὰ τὸν αἰφνίδιο θάνατο τοῦ Ἰουλιανοῦ τὸ 363 μ.Χ., τὸ στράτευμα ἀνεκήρυξε αὐτοκράτορα τὸν συμπαθῆ ὀρθόδοξο χριστιανὸ (ἀποδέχονταν τὸ Σύμβολο πίστεως τῆς Νίκαιας) καὶ ἀξιωματοῦχο τοῦ Ἰουλιανοῦ, Ίοβιανό (363-364) Στὴν μόλις ὀκτὼ μηνῶν θητεία του, φάνηκε ἀνίκανος ὡς στρατιωτικὸς ὑπογράφοντας ταπεινωτικὴ συμφωνία μὲ τοὺς Πέρσες, ἐπέδειξε ὅμως ἰδιαίτερη μετριοπάθεια καὶ σύνεσι σὲ ὅτι ἀφορᾶ τὴν θρησκευτικὴ πολιτική. Διεκήρυξε γενικὴ ἀνεξιθρησκία μὲ τὴν κατάργησι τῶν μέτρων ἐναντίον τῶν χριστιανῶν καὶ τῶν ἐκκλησιῶν τους, ἐπαναφέροντας σχεδὸν ὅλα τὰ διατάγματα τοῦ Κωνσταντίνου Ἂ’ τοῦ Χλωροῦ ὑπὲρ τῶν χριστιανῶν καὶ ἐπιτρέποντας ταυτόχρονα καὶ στοὺς ἐθνικοὺς τὴν ἐλεύθερη λατρεία τῶν θεῶν τους, ἐνῶ μὲ διάταγμα ἐπανῆλθαν οἱ ἐξόριστοι χριστιανοὶ στὸν τόπο τους. Πέθανε καὶ αὐτὸς ἀπρόοπτα [25], στὴν Βιθυνία ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολι, πρὶν προλάβει νὰ ἀναγνωρισθῆ ἐπίσημα καὶ ἐγκατασταθῆ σ’ αὐτήν.
Ἀμέσως τὰ στρατεύματα ἀνέδειξαν αὐτοκράτορα ἕναν ἄλλο χριστιανὸ ἀξιωματικὸ τῆς φρουρᾶς τοῦ Ἰουλιανοῦ, ἀπὸ τὴν Παννονία ὀνόματι Βαλεντινιανό [26] (ἢ Ουαλεντινιανό, ὁ ὁποῖος καὶ ὅρισε συναυτοκράτορα τὸν ἀδερφὸ του Βάλη (ἢ Οὐάλη), ἄτομο τελείως ἀκαλλιέργητο καὶ φιλόπλουτο. Μετὰ ἀπὸ συμφωνία μοιράσανε διοικητικὰ τὴν αὐτοκρατορία σὲ Δυτικὸ καὶ Ἀνατολικὸ τμῆμα (μὲ ἑνιαία ὅμως νομοθεσία), λαμβάνονοντας ὁ Βαλεντιανός (364-376) τὸν Δυτικὸ τομέα καὶ ὁ Βάλης (464-378) τὸν Ἀνατολικό, γι’ αὐτὸ καὶ θὰ ἀναφερθοῦμε περισσότερο σὲ αὐτόν.
Πάντως καὶ οἱ δύο, ἀποδεχόμενοι τὸν τίτλο τοῦ pontifex maximus, διατήρησαν σταθερὸ καὶ τὸ θεσμὸ τῆς ἀνεξιθρησκίας, προσπαθώντας νὰ κρατήσουν μιὰ οὐδέτερη στάσι στὰ θρησκευτικὰ θέματα καὶ νὰ δείξουν ἀρχικὰ ἀνοχὴ στὴν εἰδωλολατρία, ἔχοντας ὁ καθένας «τὴν ἐλευθερία νὰ ἀσκεῖ τὴ λατρεία ποὺ ἐπιλέγει κατὰ συνείδησι». Ὁ Βάλης ὅμως, ὅταν κάποιοι ἀκραῖοι ὀπαδοὶ τῆς ἐθνικῆς θρησκείας- μέσω τῆς μαντικῆς, προέβλεψαν (;!)- τὴν πτῶσι του ἀπὸ τὸν θρόνο καὶ τὸν θάνατο του, ἐκεῖνος βρῆκε ἀφορμὴ νὰ στραφῆ, ἀνεξαιρέτως κατὰ τῶν ἐθνικῶν, πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ὁποίους κατεδίκασε, ἐξόρισε καὶ ἐκτέλεσε, ἐνῶ κατέσχεσε ἀπὸ καθαρὴ ἀπληστία τὶς περιουσίες τους μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὑπάρξει καὶ ἔντονη οἰκονομικὴ καὶ κοινωνικὴ ἀναστάτωσι.
Ἀπαγορεύτηκαν ἐπίσης οἱ νυχτερινὲς θυσίες καὶ ἡ μαγεία διότι «προσέβαλαν τὴ δημόσια αἰδὼ καὶ τὴν ἠθική». Τὸ διάταγμα ποὺ ἐπαναδιατύπωσε τὸ 370 κατὰ τῆς μαντείας καὶ τῆς ἀστρολογίας φάνηκε ὡς φυσικὸ ἐπακόλουθο. Ἀντίθετα τὸ ἑπόμενο ἔτος (371) ὁ Βαλεντιανός στὴν Ρώμη, μὲ νόμο ἐπέτρεπε τὴν οἰωνοσκοπία καὶ κάθε πρᾶξι παραδοσιακῆς λατρείας, ὅπως τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια καὶ τὴν γιορτὴ τῶν Παναθηναίων στὴν Ἀθήνα, ἀπαγορεύοντας ὅμως ὁποιαδήποτε μορφὴ μαγείας μὲ τὶς νυχτερινὲς θυσίες.
Ὁ Βάλης, στὴν «Νέα Ρώμη» κυβερνοῦσε μὲ ἔκδηλη φιλοαρειανή συμπεριφορά, προσπαθώντας ἐμμονικά νὰ ἐπιβάλει τὸν ἀρειανισμὸ σὲ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία. Τὸ ἔτος 365 θέσπισε διάταγμα μὲ τὸ ὁποῖο καταδίκασε ὅλους τοὺς μὴ Ἀρειανοὺς ἐπισκόπους ποὺ εἶχε καταδικάσει καὶ ὁ Κωνστάντιος Β' καὶ τελικὰ τὸ ἔτος 369 τοὺς ἐξόρισε. Οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ ἀναχωρητὲς τῆς Αἰγύπτου ὑπέστησαν σκληρὲς διώξεις λόγω τῆς προσήλωσής τους στὸν ἐπίσκοπο τους Ἅγιο Ἀθανάσιο καὶ στὸ Σύμβολο τῆς Νίκαιας.
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς βασιλείας του, βρέθηκε ἀντιμέτωπος καὶ μὲ τὸ Μέγα Βασίλειο μητροπολίτη Καισαρείας, θέλοντας νὰ τὸν «συνετίσει» γιὰ τὶς ὀρθόδοξες θέσεις του καὶ τὸν σθεναρὸ ἀγῶνα του ἐναντίον τοῦ Ἀρειανισμοῦ, μὴ ἀνεχόμενος τὴν μεγάλη ἐπιρροὴ ποὺ ἀσκοῦσε ὁ Μ'. Βασίλειος εὐρύτερα στὸν χριστιανικὸ κόσμο καὶ ὄχι μόνο στὴν ἐπαρχία του. Συγκεκριμένα, ὁ Γρηγόριος Ναζιανζηνός στὸν ἐπιτάφιο λόγο πρὸς τιμὴν τοῦ φίλου του (μγ’ ἐπιτάφιον), περιγράφει τὸ ἐπεισόδιο ποὺ διαδραματίστηκε μεταξὺ τοῦ Μοδέστου, ἐπιτρόπου τοῦ Βάλη, ὁ ὁποῖος εἶχε διαταχθῆ νὰ πείσει τὸν μεγάλο ἱεράρχη, ἄλλοτε μὲ νουθεσίες καὶ ἄλλοτε μὲ ἀπειλὲς ποὺ εἶχαν στόχο τὴν δήμευσι τῆς περιουσίας του, τὸν φόβο τῆς ἐξορίας, τῶν βασανιστηρίων καὶ τοῦ θανάτου, γιὰ νὰ ἀρνηθῆ τὸ σύμβολο τῆς πίστεως τῆς Α’ οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ ἀπάντησι ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸν Ἱεράρχη ἦταν περιληπτικὰ ἡ κάτωθι:
Τίποτε δὲν φοβοῦμαι ἀπ' ὅλα αὐτά, οὔτε τὴν ἁρπαγὴ τῆς περιουσίας μου, γιατὶ δὲν ἔχω, παρὰ λίγα τετριμμένα ροῦχα καὶ μερικὰ βιβλία. Οὔτε τὴν ἐξορία γιατὶ στὸν κόσμο τοῦτο, εἶμαι ξένος καὶ γιὰ λίγο καιρό. Οὔτε τὰ μαρτύρια γιατὶ τὸ ἀδύναμο σῶμα μου δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξει στὸ ἐλάχιστο. Καὶ ὁ θάνατος θὰ μὲ ἑνώσει μὲ τὸ Θεὸ ποὺ εὔχομαι νὰ συμβῆ τὸ γρηγορότερο. Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ εἴμαστε εὐγενεῖς, ἥσυχοι καὶ καλοὶ ὄχι μόνο στὸν αὐτοκράτορα, ἀλλὰ καὶ στὸν τελευταῖο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ὅταν ὅμως πρόκειται γιὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, δὲν φοβόμαστε κανέναν. Ἡ φωτιά, τὸ σπαθί, τὰ θηρία καὶ τὰ νύχια ποὺ καταξεσχίζουν τὶς σάρκες μας, προξενοῦν ἀπόλαυσι καὶ ὄχι τρόμο καὶ φόβο. Νὰ τὰ πείτε αὐτὰ καὶ στὸν αὐτοκράτορα [27] (μγ’ Κεφ.48-51).
Ὕστερα ἀπὸ τὴν δήλωσι αὐτή, ὁ αὐτοκράτορας Βάλης οὐδέποτε ἐνόχλησε ξανὰ τὸ μεγάλο ἱεράρχη, τὸν ὁποῖο θαύμαζαν γιὰ τὸ σθένος του, ὄχι μόνο οἱ χριστιανοὶ ἀλλὰ καὶ οἱ ὀπαδοὶ τῆς ἐθνικῆς θρησκείας. Ἀναγνωρίζεται ὅμως στὸν Βάλη ὅτι τὸ 378 μ.Χ., μὲ διάταγμα του, στὸν ἔπαρχο τῆς Κωνσταντινούπολης Κλέαρχο, ὅριζε τὴν πρόσληψι Ἑλλήνων καὶ Λατίνων καλλιγράφων γιὰ τὴν ἀντιγραφὴ κλασσικῶν κειμένων καθὼς μερίμνησε καὶ γιὰ τὴν συντήρησι καὶ ἐπισκευὴ φθαρμένων τόμων μὲ σκοπὸ τὴν εὔρυθμη λειτουργία τῆς μεγάλης βιβλιοθήκης τῆς Κωνσταντινούπολης, τὴν ὁποία εἶχε ἱδρύσει ὁ Κωνστάντιος. Στὴν μάχη τῆς Ἀδριανούπολης ἐναντίον ἑνωμένων Βησιγότθων, Ὀστρογότθων καὶ Ἀλανῶν στὴν ὁποία τὰ αὐτοκρατορικὰ στρατεύματα ὑπέστησαν συντριπτικὴ ἥττα ὁ Βάλλης σκοτώνεται καὶ ὁ αὐτοκράτορας τῆς Δύσης Γρατιανός ἀναγόρευσε στὸ Σίρμιο αὐτοκράτορα τὸν Θεοδόσιο Ἂ´ ἀναθέτοντας του τὴν εὐθύνη τοῦ Ἀνατολικοῦ τμήματος.
Ἐν τῷ μεταξὺ στὴν Δύσι, ἐπιστρέφοντας στὸν Βαλεντιανό (364-376), ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ ἐπίσημη πρόσληψι τοῦ γιοῦ του Γρατιανοῦ ὡς συνάρχοντα (τὸ 375), ὁ ὁποῖος βέβαια ἦταν αὐτὸς ποὺ οὐσιαστικὰ κυβερνοῦσε τὸ δυτικὸ τμῆμα ἕως τὸ 383 ποὺ δολοφονήθηκε ἀπὸ ὁμάδα στρατιωτῶν, ὅταν κινήθηκε ἐναντίον τοῦ στασιαστοῦ Μαξίμου, τὸν ὁποῖο εἶχαν ἀνακηρύξει αὐτοκράτορα οἱ λεγεῶνες τῆς Βρετανίας. Στὴν θητεία του, σὲ ὅτι ἀφορᾶ τὴν θρησκευτικὴ πολιτικὴ ὁ Γρατιανός – σὲ ἀντίθεσι μὲ τὸν οὐδέτερο Βαλεντιανό- ἔγειρε τὴν πλάστιγγα ὑπὲρ τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ μάλιστα μὲ τὴν πλευρὰ τῶν ὀρθοδόξων καὶ κατὰ τῶν Ἀρειανικῶν, ἀφοῦ τὸ 379 ἐξέδωσε διάταγμα σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο, νόμιμοι χριστιανοὶ θεωροῦνταν μόνο οἱ ὑπέρμαχοι τοῦ Συμβόλου τῆς Νίκαιας.
Ὁ Γρατιανός εἶναι καὶ ὁ πρῶτος αὐτοκράτορας ποὺ ἀποποιεῖται καὶ τὸν ἐθνικὸ θρησκευτικὸ τίτλο τοῦ «pontifex maximus» καὶ μάλιστα στὴν καρδιὰ τῆς ἐθνικῆς θρησκείας στὴν Ρώμη, καταργεῖ δέ, κάθε ἐθνικὸ σύμβολο στὰ νομίσματα, ἐνῶ τὸ ἔτος 382 διατάσσει νὰ ἀφαιρεθῆ τὸ ἄγαλμα καθὼς καὶ ὁ βωμὸς τῆς Νίκης ἀπὸ τὸ βουλευτήριο τῆς συγκλήτου τῆς Ρώμης. Μὲ ἄλλον νόμο καὶ ἀγνοώντας τὶς διαμαρτυρίες τῶν συγκλητικῶν, ἔπληξε τὴν οἰκονομία τῶν ἐθνικῶν ἱερέων καθὼς καὶ τὰ προνόμια τῶν Ἑστιάδων, ἀπαγορεύοντας καὶ τὸ δικαίωμα ὁποιασδήποτε κληρονομικῆς μεταβίβασης τῶν ἐθνικῶν. Ἀφαιρεῖ οὐσιαστικὰ κάθε δικαίωμα ἀσκήσεως τῶν μέχρι πρότινος νόμιμων παροχῶν ποὺ διείπετο ἡ ἐθνικὴ θρησκεία, ἐνισχύοντας παράλληλα τὴν μὲ κάθε τρόπο προώθησι καὶ κυριαρχία τοῦ χριστιανισμοῦ.
Σὲ πολιτικὸ ἐπίπεδο τὸ Δυτικὸ τμῆμα κατατρύχεται ἀπὸ στάσεις, πολιτικὴ ἀστάθεια καὶ ἀπὸ «βαρβαρικὲς» (κυρίως γερμανικὲς) εἰσβολὲς στὰ ρωμαϊκὰ ἐδάφη εὑρισκόμενο διαρκῶς σὲ ἐμπόλεμη κατάστασι. Τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ θέμα μας βρίσκεται στὸ γεγονὸς ὅτι Γρατιανός ἔκανε συναυτοκράτορα τὸν ἱσπανικῆς καταγωγῆς Θεοδόσιο, μὲ σκοπὸ νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Γότθων, ὡς ἱκανώτατος στρατηγὸς ποὺ ἦταν, καὶ ὅπως εἰπώθηκε, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Βάλη τὸ 378, ἀμέσως μετά, ἀναγορεύτηκε αὐτοκράτορας τοῦ Ἀνατολικοῦ τμήματος. Μαζὶ μὲ τὸν Γρατιανό τῆς Ρώμης, μὲ συμφωνία ἀρνοῦνται τὸν ἐθνικὸ τίτλο τοῦ pontifex maximus καὶ ἀκολουθοῦν φιλορθόδοξη πολιτικὴ εἰς βάρος δηλαδὴ τῶν Ἀρειανῶν.
Θεοδόσιος Α’ ὁ Μέγας (379- 395μ.Χ.)
Ἐν ὀλίγοις, ὁ Θεοδόσιος τὸ 380 βαπτίζεται στὴν Θες/κη ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ἀσχόλιο, ὀπαδὸ τῆς Ἂ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ θέτει ὡς πρωταρχικὸ σκοπὸ τῆς βασιλείας του, τὴν δημιουργία μίας μόνο ἐκκλησίας ὑπὸ τὸ Σύμβολο τῆς Νίκαιας. Ἔτσι τὴν ἴδια χρονιὰ ἐκδίδει Διάταγμα, μὲ τὸ ὁποῖο ἀναγνώριζε ὡς μέλη τῆς καθολικῆς[28] ἐκκλησίας, μόνο ὅσους πίστευαν στὴν ἰσοτιμία τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας, ὅπως αὐτὴ μεταδόθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ὑποστήριζε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Στὴν οὐσία θεσμοθετεῖ καὶ ὁρίζει ὡς ἐπίσημη θρησκεία τοῦ κράτους - γιὰ πρώτη φορὰ - τὸ χριστιανισμό. Οἱ αἱρετικοὶ (οἱ τοῦ Ἀρείου κυρίως ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἀπέκλιναν ἀπὸ αὐτὴ τὴν γενικὴ ἀρχὴ: σχισματικοί, ἀνόμοιοι, ὁμοιοούσιοι, Ἀπολλινάριοι κλπ), δὲν εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ συγκεκτρώνονται σὲ δημόσιο ἡ ἰδιωτικὸ λατρευτικὸ χῶρο, οὔτε νὰ τελοῦν θυσίες• οἱ παραβάτες καταδικάζονταν καὶ ὑποχρεούνταν νὰ παραδώσουν τὶς ἐκκλησίες τους στοὺς ὀρθοδόξους.
Τὸ 381μ.Χ, συγκαλεῖ τὴν Β´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολι, ἡ ὁποία καταδικάζει ἐκ νέου τὶς αἱρετικὲς θέσεις τοῦ Ἀρειανισμοῦ, τοῦ Ἀπολλιναρισμοῦ καὶ τὶς ἀπόψεις τοῦ ἐπισκόπου Μακεδόνιου περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (ἀρνοῦνταν τὴ θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θεωρώντας αὐτὸ «κτίσμα καὶ ὄχι Θεό, οὔτε ὁμοούσιο μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό»), ἀποκρυστάλλωσε ἐπίσης τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος μὲ τὴν συμπλήρωσι τῶν Τριαδολογικῶν ἄρθρων τοῦ συμβόλου τῆς πίστεως, συνταχθέντων ἀπὸ τὸν Γρηγόριο Νύσσης καὶ κατ’ ἄλλους ἀπὸ τὸν Γρηγόριο τὸν θεολόγο[29], ἀνέδειξε δέ, τὴν ἐπισκοπικὴ ἕδρα τῆς Κων/πολης στὴ β´ θέσι τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας (ὡς ἡ Νέα Ρώμη) σὲ βάρος τῆς Ἀντιόχειας καὶ τῆς Ἀλεξάνδρειας[30].
Τὴν πατριαρχικὴ ἕδρα Κωνσταντινούπολης ἐκείνη τὴν ἐποχὴ κατεῖχε ὁ Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ὁ θεολόγος, ποὺ εἶχε διαδραματίσει πολὺ σημαντικὸ ρόλο στὴν πρωτεύουσα κατὰ τὰ πρῶτα χρόνια βασιλείας τοῦ Θεοδοσίου Ἄ’, εἰδικὰ σὲ ὅτι ἀφοροῦσε τὴν στάσι του ἔναντι τοῦ Ἀρειανισμοῦ καὶ τῶν ἀρειανοφρόνων μὲ τὴν πληθώρα τῶν συνεχῶν ἐναλλασσομένων ὁμολογιῶν καὶ συμβόλων τῶν Ἀρειανιστῶν (ὅμοιοι, ἀνόμοιοι, ὁμοιοουσιανοί, ὁμοιοσιανοί, δηλ. ἀκραῖοι καὶ μετριοπαθεῖς ἀρειανοὶ ἀνάλογα μὲ τὸ πὼς ἑρμήνευαν τὴν οὐσία τοῦ Υἱοῦ ὡς πρόσωπο σὲ σχέσι μὲ τὸν Πατέρα) προκαλώντας φοβερὴ σύγχυσι πίστεως στὸν χριστιανικὸ κόσμο μὲ ἔριδες, φανατισμὸ καὶ διάσπασι τῆς ἐκκλησίας[31].
Στὴν σύνοδο μερικοὶ ἐπίσκοποι, ἐξ Αἰγύπτου καὶ ἐξ Ἀνατολικοῦ Ἰλλυρικοῦ, καταφέρθηκαν ἐναντίον τοῦ Γρηγορίου τοῦ θεολόγου, ἀμφισβητώντας τὴν νομιμότητα του "ὡς μετατεθεὶς εἰς τὸν θρόνον Κων/λεως", καὶ παρ’ ὅτι ἡ Σύνοδος δὲν ἀπεδέχθη τὶς ἀντιρρήσεις τους, ἀναγνωρίζοντας τον κανονικὸ ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινούπολης, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐσιαστικὸ ρόλο ποὺ εἶχε διαδραματίσει δρομολογώντας τὰ θεολογικὰ θέματα, ἐκεῖνος θιγόμενος καὶ ὡς χαρακτῆρας ἠπίων τόνων καὶ μετριοπαθὴς προτίμησε νὰ ἀφήσει τὴν τιμητικὴ ἕδρα τοῦ Πατριάρχου καὶ τὴν προεδρία τῆς Συνόδου, ἀποσυρόμενος σὲ ἡσυχαστήριο. Πρόεδρος τῆς Συνόδου ἐξελέγη ὁ κατηχούμενος ἀκόμη Νεκτάριος καὶ ἀφοῦ σὲ «σύνοπτον χρόνον» βαπτίσθηκε, χειροτονήθηκε «ἀθρόον» (διαδοχικὴ χειροτονία σὲ ὅλους τοὺς βαθμοὺς τῆς ἱερωσύνης ἀνὰ μία ἡμέρα), ἄσκησε τὴν προεδρία τῆς Συνόδου ὡς φίλα προσκείμενος στὸν αὐτοκράτορα.
Ὁ Θεοδόσιος, κατὰ τὸν Ἀλεξάντερ Βασίλιεφ, προσηλωμένος ὁ ἴδιος στὰ δόγματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, θεωρεῖ πὼς κατέχει τὸ ἀξίωμα τοῦ «ἐλέω Θεοῦ, τῶν πάντων ἡγέτης» καὶ ἐξ ὁρισμοῦ ἔχει τὴν δικαιοδοσία νὰ εἶναι ὁ μοναδικὸς ρυθμιστὴς τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων τῆς Αὐτοκρατορίας. Μὲ τὴν θεώρησι του ἀντέδρασε ἔντονα ὁ Ἀμβρόσιος, Ἐπίσκοπος Μεδιολάνων (Μιλάνου), ὁ ὁποῖος διακηρύσσει τὴν ἀνεξαρτησία τῆς Ἐκκλησίας, τὴν αὐτόβουλη πορεία της καὶ τὴν δραστηριότητα της ἐντελῶς ἔξω ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ὑποταγῆς στὴν κρατικὴ ἐξουσία. Τὸ 390 μ.Χ., μὲ ἀφορμὴ μάλιστα τὴν βάρβαρη σφαγὴ 7.000 κατοίκων τῆς Θες/κης στὸν Ἱππόδρομο, ὡς ἀντίποινα ἐξ αἰτίας τῶν φόνων κάποιων γερμανῶν στρατιωτῶν τῆς γοτθικῆς φρουρᾶς ποὺ εἶχε ἐνσωματωθῆ στὴν κρατικὴ διοίκησι, ὁ Ἀμβρόσιος τὸν ἀφόρισε καὶ τὸν ὑποχρέωσε σὲ δημόσια συγγνώμη•[32] πολλοὶ μάλιστα ἐκτιμοῦν πὼς ἡ θρησκευτικὴ πολιτικὴ τοῦ Θεοδοσίου, εἰδικὰ στὴν Δύσι, ἦταν ἐπηρεασμένη καὶ ἀπὸ τὴν ἐν γένει στάσι τοῦ Ἀμβροσίου
Πάντως ἀπὸ τὸ ἔτος αὐτὸ καὶ ὕστερα ὁ Θεοδόσιος σκλήρυνε καθ’ ὑπερβολὴ τὰ μέτρα ἐναντίον τῶν ἐθνικῶν τὰ ὁποία σὺν τῷ χρόνω φαινόταν καὶ ἄκαμπτα καὶ μισαλλόδοξα [33]. Τὸ 391μ.Χ. ἀπαγόρευσε ὄχι μόνο κάθε μορφὴ λατρευτικῆς θυσίας καὶ τῆς λατρείας τῶν ἀγαλμάτων, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τὴν εἴσοδο στοὺς ἐθνικοὺς ναούς, ὅταν ἰσόχρονα αὔξανε τὰ προνόμια τῶν χριστιανῶν ἐπισκόπων καὶ ἱερέων. Τότε ἔκλεισαν πολλοὶ ναοὶ τῶν ἐθνικῶν καὶ ἦταν ἡ ἀπαρχὴ τῆς περιόδου τῶν διωγμῶν κατὰ τῶν ὀπαδῶν τῆς ἐθνικῆς θρησκείας καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ πιστοὶ ἔνθερμοι σὲ μεμονωμένες ὁμάδες κατὰ τόπους καὶ ἐπαρχίες, καθὼς καὶ ἀξιωματοῦχοι μὲ ὑπερβάλλοντα ζῆλο (ὅπως ὁ θρησκόληπτος ἔπαρχος τῶν πραιτωρίων τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἔμπιστος τοῦ Θεοδοσίου, ὁ Ἱσπανὸς στρατηγὸς ὀνόματι Ματέρνος Κυνήγιος) προξένησαν ἐκτεταμένες καταστροφὲς σὲ ναοὺς ἀνὰ τὴν ἐπικράτεια, μὲ χαρακτηριστικὴ περίπτωσι τὴν κατεδάφισι τοῦ μεγαλοπρεποῦς ναοῦ τοῦ Σεράπιδος στὴν Ἀλεξάνδρεια μὲ τὴν μεγάλη βιβλιοθήκη του, μὲ τραγικὲς πολιτιστικὲς συνέπειες. Ἦταν ἕνα μεγαλοπρεπὲς μνημεῖο γνωστὸ ὡς Σεράπειο, ἀφιερωμένο στὴν ἑλληνιστικὴ θεότητα τοῦ Σεράπιδος [34] ἡ λατρεία τοῦ ὁποίου εἶχε καθιερωθῆ κατὰ τοὺς ἑλληνιστικοὺς χρόνους ἀπὸ τὸν Πτολεμαῖο Α΄ τὸν Σωτήρα.
Τότε μερικοὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι τῶν ἐθνικῶν, ὅπως ὁ Εὐτόλμιος Τατιανός καὶ ὁ Λιβάνιος στὸ ἔργο τοῦ «Ὑπὲρ τῶν ἱερῶν» ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ τονίσει τὴν ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη σεβασμοῦ τοὐλάχιστον τῶν ἱερῶν αὐτῶν ὡς ἱστορικῶν μνημείων[35], πράγμα ποὺ ὁ Θεοδόσιος τὸ «κατενόησε» καὶ ἀπαγόρευσε σὲ φανατικοὺς μοναχούς… τῆς Αἰγύπτου, ποὺ πρωτοστατοῦσαν σὲ πράξεις βανδαλισμοῦ, νὰ εἰσέρχονται στὶς πόλεις. Στὴν οὐσία ὅμως καὶ αὐτὸ ἐμμέσως ἀνακλήθηκε τὴν ἑπόμενη χρονιὰ (τὸ 392μ.Χ.) ὅταν ἀπαγόρευσε στοὺς ἐθνικοὺς κάθε θρησκευτικὴ ἐκδήλωσι τῆς «εἰδωλολατρικῆς δεισιδαιμονίας», ὁρίζοντας μάλιστα τὴν ποινὴ τοῦ θανάτου γιὰ ὅποιον προσφέρει αἱματηρὴ θυσία καὶ ἐπιβολὴ προστίμου ἢ τὴν ποινὴ κατάσχεσης περιουσίας γιὰ ὅποιον τελεῖ πρᾶξι οἰκιακῆς λατρείας [36]. Ἀντίστοιχες ἐπίσης ἀκραῖες ποινὲς ἐπιβάλλονταν καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ ἀρνοῦνταν τὸν (ὀρθόδοξο)Χριστιανισμό (σὲ αἱρετικούς, σχισματικούς, - τοὺς ἀπαγόρευσε άκόμη καὶ τὴν χειροτονία ἐπισκόπων καὶ ἱερέων τους- σὲ γνωστικιστές, ὅπως στοὺς Μανιχαίους [37]) σὲ μία γενικευμένη ἐπιθετικὴ πολιτικὴ ὑπονόμευσης κάθε παραδοσιακῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκευτικῆς δομῆς καὶ λατρευτικῆς ἔκφρασης.
Τότε – στὸ πνεῦμα αὐτῶν τῶν διαταγμάτων καὶ χωρὶς νὰ ἐκδοθῆ κάποιο ἐπὶ τούτου - πιστεύεται ὅτι καταργήθηκαν καὶ οἱ Ὀλυμπιακοὶ Ἀγῶνες, ἀφοῦ οἱ τελευταῖοι πραγματοποιήθηκαν τὸ 393 μ.Χ.
Ὁ Θεοδόσιος ὡς αὐτοκράτορας μὲ ἰσχυρὸ χαρακτήρα, προσπάθησε νὰ ἐπιτύχει τὸν βασικὸ στόχο ποὺ εἶχε θέσει στὴν θρησκευτικὴ του πολιτικὴ: τὴν θρησκευτικὴ ἑνότητα τῆς αὐτοκρατορίας μὲ τὴν κυριαρχία τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος καὶ ἔναντι τῶν αἱρέσεων καὶ ἔναντι τῆς ἐθνικῆς θρησκείας. Ἡ ἔλλειψι ὅμως καλλιέργειας, ἡ θρησκοληψία του καὶ ὁ φανατισμός, τὸν ἐκθέτουν στὸ νὰ μὴ ἀντιλαμβάνεται τὴν σημασία καὶ τὸ νόημα τῆς κλασσικῆς παιδείας καὶ τὸ βάθος τοῦ παραδοσιακοῦ πολιτισμοῦ, ἐνῶ ἡ ἐγωιστικὴ καὶ πολλὲς φορὲς ἄκαμπτη συμπεριφορὰ του, τὸν παρέσυραν σὲ λάθος ἐπιλογὲς καὶ βίαιες συμπεριφορές.
Ἔτσι ἠθελημένα ἢ ἀνεπίγνωστα «ἔπληξε καίρια τὸν ἑλληνιστικὸ πολιτισμὸ ποὺ ἀκόμη ἀνθοῦσε στὶς πόλεις τῆς Ἀνατολῆς. Ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον αὐτοκράτορα πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὑπεύθυνος γιὰ τὴν καταστροφὴ ἀρχαίων ἔργων τέχνης καὶ τὸν μαρασμὸ τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ»[38], μὲ τὸν ξεπεσμὸ τῆς φιλοσοφικῆς Σχολῆς τῶν Ἀθηνῶν, στὴν ὁποία εἶχαν φοιτήσει ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἐθνικοὶ καὶ χριστιανοί. Βέβαια τὸ τελικὸ τυπικό χτύπημα θὰ τὸ δώσει ὁ Ἰουστινιανὸς τὸ 529 μ.Χ., ἐπειδὴ εἶχε περιπέσει σὲ παρακμὴ καὶ ὑποβαθμιστεῖ σὲ πλήρη ἀνυποληψία. Οἱ συγγραφεῖς ἐκκλησιαστικῶν ἱστοριῶν τοῦ 5οὐ αἰώνα τοῦ ἔδωσαν τὴν ἐπωνυμία «Μέγας» γιατὶ μὲ τὴν νομοθεσία καὶ τὶς πράξεις τοῦ ἐξασφάλισε τὸν τελειωτικὸ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀντίθετα οἱ ἐθνικοὶ ἱστορικοὶ συγγραφεῖς τὸν «περιλούζουν» μὲ ἀποτροπιασμὸ ὡς τρυφηλό, ἄξεστο καὶ ἀνίκανο νὰ ἀντιληφθῆ (καὶ ὡς μὴ ἔχων Ἑλληνικὴ καταγωγὴ καὶ παιδεία ) τὴν ἀξία τοῦ ἀρχαίου πολιτισμοῦ, τῆς τέχνης, τῶν γραμμάτων, τῆς φιλοσοφίας καὶ τοῦ τρόπου βίωσής τοῦ.[39].
Συνεχίζεται….
Σημειώσεις
1. Λεβενιώτης Γεώργιος, Βυζαντινή Ιστορία (324-1081), Ενότητα 3: Από την παλαιά στη δεύτερη Ρώμη (= Κωνσταντινούπολη), σελ. 59
- «Ο Ευσέβιος Καισαρείας υπήρξε ο κυριότερος θεωρητικός εκφραστής της μετάβασης, από τον πολυθεϊστικό ειδωλολατρισμό στην αρχή τους ενός θεού. Η θεωρία του αποτελεί ένα είδος συνδετικού στοιχείου, στην προσπάθεια του εκχριστιανισμού της ελληνιστικής παράδοσης περί της βασιλείας. Συγκεκριμένα, ο Ευσέβιος γράφει: Ὅπως ἀκριβῶς ὑπάρχει ένας Θεὸς καὶ ὄχι δύο ἤ τρεῖς ἤ περισσότεροι, ἐπιβάλλεται να ὑπάρχει ἔνας ἡγεμόνας ἐπὶ τῆς γῆς. Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία σύμφωνα με τον Ευσέβιο, υπάρχει για να διευκολύνει τη γρήγορη εξάπλωση του Ευαγγελίου στα Έθνη. Ο Ευσέβιος εξαίρει τη συμβολή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, διότι αυτός ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας που κήρυξε την κυριαρχία του Θεού, ο αυτοκράτορας γίνεται ύπαρχος του Θεού και έτσι η βυζαντινή απολυταρχία αποκτά θείο κύρος» ΙΩΑΝΝΑ Α. ΚΑΤΩΠΟΔΗ, ΗΑΝΤΙΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΕΩΣ ΤΟΝ ΜΑΥΡΙΚΙΟ (306-602), ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010, σελ.12
3. Ευσέβιος Καισαρείας, Βίος Κωνσταντίνου, 4, 91 κέξ
4. Σημαντηράκη Χαράλαμπου Ραδάμανθυ, «ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ: Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΝΕΟΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ, σελ.76
5. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος (295-373μ.Χ), θεωρεῖται ἡ ἰσχυρότερη προσωπικότητα τῆς ἐποχῆς. Ἡ Ἐκκλησία τὸν προσονόμασε «Μέγαν» γιὰ τὴν ξεχωριστὴ ἀρετὴ του, τὸν ἀδαμάντινο χαρακτῆρα καὶ τοὺς σθεναροὺς ἀγῶνες ποὺ διεξήγαγε πρὸς ἀντιμετώπισι τῆς αἵρεσης τοῦ Ἀρείου. Ὑπῆρξε μεγάλη ἱστορικὴ μορφή, σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς πλέον σημαντικὲς περιόδους (4ὃς αἰῶνας), κατά τὴν ὁποία διαδραματίζονταν κοσμοϊστορικὲς ἀλλαγές. Ἀσκοῦσε συχνὰ σκληρὴ κριτικὴ καὶ γιὰ τὴν ἀνάμειξι τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου στὰ ἐσωτερικὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ἕνας χαρακτηριστικὸς λόγος ποὺ εἶχε ἐκφωνήσει ἦταν «Μὴ τίθειν σεαυτόν εἰς τὰ ἐκκλησιαστικά, μηδὲ σὺ περὶ τούτων ἡμῖν παρεκελεύου, ἀλλὰ μᾶλλον παρ' ἡμῶν σὺ μάνθανε ταῦτα. Καί, ὥσπερ ὁ τὴν σήν ἀρχὴν ὑποκλέπτων ἀντιλέγει τὸ δεξαμένῳ Θεῷ, οὕτω φοβήθητι μὴ καὶ σὺ τὰ τῆς Ἐκκλησίας εἰς αὐτὸν ἑλκῶν ὑπεύθυνος ἐγκλήματι μεγάλῳ γένη» Μετφ. "Μὴ παρεμβαίνεις στὰ Ἐκκλησιαστικὰ (μας), οὔτε νὰ μᾶς συμβουλεύεις γι' αὐτά, ἀλλὰ ἐσὺ νὰ τὰ μαθαίνεις αὐτὰ ἀπὸ μᾶς. Καὶ , ὅπως ἀκριβῶς αὐτὸς ποὺ ἀφαιρεῖ μέρος τῆς ἐξουσίας σου εἶναι ἀντίθετο μὲ αὐτὸ ποὺ ἀποδέχεται ὁ θεός, ἔτσι καὶ σὺ ἂς φοβηθῆς, μήπως τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἐκκλησία σὲ παρασύρουν καὶ ἐνοχοποιηθῆς γιὰ μεγάλο λάθος". Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ἐπίσης, εἶναι στὸν κατάλογο τῶν 33τριών πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς τέσσερις «Μεγάλους»: Βασίλειος, Φώτιος, καὶ Ἀντώνιος. Στὴν 39ἡ δέ, Ἑορταστικὴ Ἐπιστολὴ του, τὸ 367 μ.Χ., ὁ Ἀθανάσιος ἀπαριθμεῖ τὰ 27 βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, γεγονὸς ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀρχαιότερη σωζόμενη ἐμφάνισι τοῦ "Κανόνα" μὲ τὴν μορφὴ ποὺ ἔχει μέχρι καὶ σήμερα.
6. «…υπήρξε μία διάταξη του Μ. Κωνσταντίνου, με την οποία καθιερώθηκε η διάκριση της μαγείας σε "καλή” και σε "κακή” (συνδεόμενη η «κακή» με χορήγησι δηλητηρίων για να προξενήσει σε κάποιον τον θάνατο) - μια διάκριση που έχει επιβιώσει μέχρι τις μέρες μας, με άλλη όμως ορολογία. Σήμερα γίνεται λόγος για “λευκή" και για “μαύρη” μαγεία….» ΣΠΥΡΟΣ ΤΡΩΙΑΝΟΣ, ΜΑΓΕΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΛΟΣ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΡΩΜΗ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ, 71,5, Βλ. και Αφροδίτη Καμάρα, Η αντιπαγανιστική νομοθεσία της Ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέσα από τους Κώδικες, Περί των Εθνικών, των θυσιών και την ειδωλολατρικών ιερών, για την κατάργησι θυσιών και μορφών μαγείας «με την ποινή που του ταιριάζει» (θάνατος με αποκεφαλισμό) (XVI, 10,1)
7. Εἶναι γνωστὸ ὅτι Ωριγένης (185 μ.Χ. - 254) ἔζησε μιὰ ζωὴ ἄκαμπτου ἀσκητισμοῦ, τέτοια ποὺ ἡ φλογερὴ πίστι καὶ ἡ πεποίθησι του γιὰ τὴν ἀξία τῆς ἀπόλυτης ἄσκησης τὸν «προέτρεψε» νὰ ἀκολουθήσει κατὰ τὸ «γράμμα» τὴν ἀναφορὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σχετικὰ μὲ τὴν ἀγαμία ὡς χάρισμα… καὶ αὐτοευνουχίστηκε: «εἰσί γὰρ εὐνοῦχοι οἵτινες ἐκ κοιλίας μητρὸς ἐγεννήθησαν οὕτω (ἄρα ἐκ γενετῆς ἀνίκανοι γιὰ γάμο). καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνουχίσθησαν ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων (ὁμοίως, κατ’ ἀνάγκη ἀνίκανοι), καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς (αὐτοπροαίρετη ἄρνησι τοῦ γάμου καὶ αὐστηρὴ ἐγκράτεια καὶ παρθενία κατὰ τῆς ἐμφύτου ὁρμῆς) διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω.» (Ματθαίος 19:12). «Ἐν τούτοις, ὁ ἴδιος ὁ ’Ωριγένης ἀπέκρουε τὴν ἰδέα τῆς ἐπιβολῆς τῆς ἀγαμίας ὡς γενικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κανόνα, καίτοι τόνιζε τὴν ἐξαιρετικὴ θέση τῶν παρθένων (ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν). Τοὺς κατέτασσε ἀμέσως μετὰ τοὺς μάρτυρες, ὑπὸ τὴν προϋπόθεση ὅμως τῆς μὴ ἐκπτώσεως τους στὴν ὑπερηφάνεια ἢ τὴν αλαζονεία… Ὁ εὐνουχισμὸς ὅμως ὡς μέσο ἐγκράτειας καταδικάσθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἐνῶ ἀπαγορεύθηκε ἡ εἴσοδος εὐνούχων στὸν κλῆρο (κανών'. 1ος τῆς Ἂ' Οἰκουμενικῆς συνόδου. καὶ 21, 22, 23 καὶ 24 Ἀποστολικοὶ κανόνες κ.ά.).» Βλ. Φειδᾶς, ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ἡ', ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΚΑΙ Ὁ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ, 2.Πνευματικός βίος καὶ ἀσκητικὲς τάσεις, σελ.316-317
8. Ευσβ. Καις. Βίος Κωνσταντίνου, 4, 61 κέξ.
9. ΒΛΑΣΙΟΣ ΙΩ .ΦΕΙΔΑΣ, ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΒΙΟΣ-ΘΕΣΜΟΙ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ-ΕΚΚΛΗΣΙΑ-ΠΑΙΔΕΙΑ-ΤΕΧΝΗ, Δ’ έκδ., ΑΘΗΝΑΙ 1997, σελ.46
- Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου δημιουργήθηκαν νέες δογματικὲς διαμάχες μεταξὺ ἀρειανῶν καὶ ὀρθοδόξων καὶ ὁ Κωνστάντιος μὲ τὸ Ρωμαϊκὸ ἀξίωμα τοῦ Ὕπατου Ἀρχιερέα (Pontifex maximuς), ὡς φανατικὸς Ἀρειανικός προξενοῦσε, μετέχοντας ἢ ὑιοθετώντας μεροληπτικῶς καὶ ἀναφανδὸν (ἀπροκάλυπτα) τὶς ἀποφάσεις Συνόδων ὑπὲρ τοῦ Ἀρειανισμοῦ, οἱ ὁποῖες συνέβαιναν σχεδὸν ἀνὰ ἔτος ἢ ἀνὰ διετία προξενώντας μεγάλη ἀναταραχὴ σὲ ὅλη τὴν ἐπικράτεια: τῆς Ἀρελάτης Ν'. Γαλλίας (353), τῶν Μεδιολάνων Ἰταλίας (355), τοῦ Μπεζιέ Ν'. Γαλλίας (357), τοῦ Σιρμίου Παννονίας τῆς Σερβίας(357), τοῦ Ρίμινι Ἰταλίας (359), τῆς Σελευκείας Παμφυλίας Ν'. Μικρᾶς Ἀσίας, τῆς Ἰσαυρίας Ν'. Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ (360). Ἡ τελευταία ἀναγνώρισε καὶ ἀποδέχθηκε τὶς ἀποφάσεις τῶν συνόδων τοῦ Ρίμινι καὶ τῆς Σελευκείας, οἱ ὁποῖες ἀκύρωναν τὰ ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Ὁ αὐτοκράτορας μάλιστα, ἀφοῦ ἀπαγόρευσε ἐπίσης ρητά τὴν ὁποιαδήποτε ἀναφορὰ τῶν ὅρων: "οὐσία" καὶ "ὑπόστασις", ἐδίωξε ὅλους τοὺς ὑποστηρικτὲς τοῦ «Συμβόλου τῆς Νικαίας», καθὼς καὶ τοὺς ἐπισκόπους ποὺ διατηροῦσαν ἀντίθετη ἄποψι μέαὐτὸν. ΙΩΑΝΝΑ Α. ΚΑΤΩΠΟΔΗ, ΗΑΝΤΙΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΕΩΣ ΤΟΝ ΜΑΥΡΙΚΙΟ (306-602), ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010, σελ.35-36
11. Ἡ Σύνοδος ὀνομάστηκε ἔτσι ἐπειδὴ τὸ 341μ.Χ συνεκλήθη μὲ τὴν εὐκαιρία τῶν ἐγκαινίων τῆς μεγάλης Βασιλικῆς, ποὺ εἶχε θεμελιώσει ὁ Μ'. Κωνσταντίνος στὴν Ἀντιόχεια καὶ ὁλοκληρώθηκε τὴν χρονολογία αὐτὴ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ Κωνστάντιου. Ἡ σύνοδος Ἀντιοχείας πραγματοποιήθηκε στὶς 6 ’Ἰανουαρίου τοῦ 341. Εἶχαν κληθῆ ἐπίσκοποι ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τοῦ Ἀνατολικοῦ κράτους, παρέστησαν δὲ 97 καὶ ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος, ποὺ τότε βρισκόταν στὴν Ἀντιόχεια γιὰ τὴν ἀντιμετώπισι τῶν Περσῶν, ὑποστηρίζοντας φυσικὰ μὲ κάθε τρόπο τοὺς ἀρειανούς. Προήδρευσε μᾶλλον ὁ ’Ἀντιοχείας Πλακέντιος (334-341), ἀλλὰ ο ἰθύνων νοῦς ἦταν ὁ τοῦ Ἀρείου Εύσέβιος Νικομηδείας. Στυλ. Παπαδόπουλος, ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Α’, ΣΥΝΟΔΟΙ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ (341) ΚΑΙ ΡΩΜΗΣ (341) http://alavastron.blogspot.com
12. «… καὶ ἐξωθῆσαι ἐκκλησίας τὸν Παῦλον. Ὃς καταλαβών τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὅλην διετάραξε, βιαζόμενος ἐκβαλεῖν τὸν ἐπίσκοπον. Στάσις εὐθύς ἐκ τοῦ δήμου παρηκολούθει, καὶ ἕτοιμοι ἦσαν ἀμύνεσθαι», Σωκράτους, Εκκλησιαστική Ιστορία, ΙΒ’, ΙΓ’ , ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ, 1901,σελ... 111-112
- «Ἐπιθυμοῦμε νὰ κλείσουν ἀμέσως ὅλοι οἱ ναοὶ σὲ ὅλους τοὺς τόπους καὶ σὲ ὅλες τὶς πόλεις καὶ νὰ ἀπαγορευθεῖ ἡ εἴσοδος σὲ αὐτούς, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν ἔχουν τὴ δυνατότητα οἱ ἀπολωλότες νὰ διαπράξουν ἁμαρτία. Θέλουμε ἐπίσης νὰ ἀπέχουν ὅλοι ἀπὸ τὶς θυσίες. Ἂν ὅμως τύχει καὶ κάποιος διαπράξει τὸ ἀδίκημα, θὰ τιμωρηθεῖ μὲ ἀποκεφαλισμό. Διατάσσουμε ὅτι ἡ περιουσία ὅποιου τιμωρηθεῖ κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ περιέλθει στὸ αὐτοκρατορικὸ ταμεῖο. Ἡ ἴδια τιμωρία θὰ ἐπιβληθεῖ καὶ στοὺς διοικητὲς τῶν ἐπαρχιῶν, ἂν ἀμελήσουν νὰ τιμωρήσουν τέτοια εγκλήματα…», Θεοδ.κώδιξ;16.10.4 καὶ 16.10.2.«Ἂς σταματήσει ἡ ψευδής πίστη κι' ἂς καταργηθεῖ ἡ τρέλα τῶν θυσιῶν. Γιατὶ ἂν κάποιος, παραβιάζοντας τὸ νόμο τοῦ Θείου Αὐτοκράτορα, τοῦ πατέρα μας, καὶ τὴν ἐντολὴ τῆς Εὐσπλαχνίας μας, τολμήσει νὰ τελέσει θυσίες, θὰ τιμωρηθεῖ πάραυτα μὲ τὴν ἐπιβολὴ τῆς ποινῆς ποὺ τοῦ ταιριάζει.»16.10.1,2.3.4.5.6. ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΚΑΜΑΡΑ, Η ΑΝΤΙΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΗΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑ-ΤΟΡΙΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΩΔΙΚΕΣ (Εισαγωγή – Μετάφραση), Εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα 2003,σελ.51και εξής
14. «Ἂν καὶ ὅλες οἱ προλήψεις θὰ πρέπει νὰ ἔχουν ξερριζωθεῖ, ἐπιθυμία μας εἶναι οἱ ναοὶ ποὺ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλης νὰ παραμείνουν ἀκέραιοι καὶ ἀλώβητοι. Γιατί, καθὼς κάποια ἀθλητικὰ παιχνίδια ἢ θεάματα τοῦ ἱπποδρόμου ἢ ἄλλοι ἀγῶνες ἕλκουν τὴν καταγωγὴ ἀπὸ τοὺς ναούς, δὲν ἁρμόζει νὰ τοὺς καταστρέφουμε, ἀφοῦ σὲ αὐτοὺς ὀφείλεται ἡ τέλεση ἑορτῶν ποὺ διασκεδάζουν τὸ λαό τῆς Ρώμης.» Θεοδ.κώδιξ:16.10.3, ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΚΑΜΑΡΑ , σελ.51-52 , και ΒΛΑΣΙΟΣ ΙΩ .ΦΕΙΔΑΣ, ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α’, σελ.337
15. Μορφὴ σημερινοῦ φιλολόγου, ὁ ὁποῖος δίδασκε τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα, ποίησι, ἐκφραστικὰ μέσα , μυθολογία, ἱστορία καὶ ἑρμηνεία τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν τοῦ ἀρχαίου πολιτισμοῦ. Ὁ ρόλος του, μὲ σημερινὰ κριτήρια, ἀφοροῦσε προπάντων μάθησι τῆς Μέσης παιδείας.
16. Ἦταν ἕνα ποτὸ μὲ μεῖξι ἀπὸ κριθάλευρο, τυρί, κρασὶ καὶ μέλι. Τὸ ἔπιναν οἱ μύστες στὸ ἀποκορύφωμα τῶν Μυστηρίων γιὰ νὰ σπάσουν τὴν ἱερὴ ἀποχὴ ἀπὸ τὸ φαγητὸ καὶ τὸ ποτό. www.alfavita.gr
17. Κωνσταντίνος Τσοπάνης , Οι μυήσεις του αυτοκράτορα Ιουλιανού, Archive, 6, 12–25 (2010),
18. Iωάννης Κ. Τσέντος, Ιουλιανός o Παραβάτης: Παραβάτης του Χριστιανισμού, Παραβάτης του Ελληνισμού (Α-Β’)
19. Τὸ «Ταυροβόλιον» ἦταν αἱματηρὴ θυσία μὲ ἀποτρόπαιη τελετουργία ποὺ περιλάμβανε τὴ σφαγὴ ἑνὸς ταύρου πάνω σὲ μιὰ ἐξέδρα, ἡ ὁποία ἦταν ἔτσι κατασκευασμένη ὥστε νὰ ἐπιτρέπει τὸ αἷμα τοῦ σφαγμένου ζώου νὰ περιλούζει τὸν πιστό, ὁ ὁποῖος περίμενε ἀνυπόμονα ἀπὸ κάτω, καὶ νὰ μπαίνει ἀκόμη καὶ στὸ στόμα του». Μ'. Ανάστος, Συντριβὴ τῆς εἰδωλολατρίας καὶ ἐπιστροφὴ στὸν Χριστιανισμό, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ζ', Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1978, σ. 345.
20. ΙΩΑΝΝΑ Α. ΚΑΤΩΠΟΔΗ, σελ.38
- ΓΕΡΟΥΛΙΔΟΥ ΔΕΣΠΟΙΝΑ-ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ, Περί Γλώσσας και Παιδείας: Η αντίδραση του Γρηγορίου Ναζιανζηνού στην εκπαιδευτική πολιτική του αυτοκράτορα Ιουλιανού, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2017, σελ.17
22. Μίλτων Ανάστος, Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ «ΕΘΝΙΚΩΝ» ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ…,Η αποστασία του Ιουλιανού, Τόμ. Ζ’ σελ. 340-41
23. «Πείτε στὸν βασιλιᾶ, ὅτι στὸ χῶμα κείτεται ὁ περίτεχνος (περίκαλλος) Ναὸς (τὸ θρήσκευμα τῶν Ὀλυμπίων θεῶν), ὁ Φοῖβος δὲν ἔχει πλέον κατοικία, οὔτε δάφνη μαντική, οὔτε πηγὴ ὁμιλοῦσα προφητικά, καὶ τὸ νερὸ ποὺ προφήτευε στέρεψε.»
24. ΒΛΑΣΙΟΣ ΙΩ .ΦΕΙΔΑΣ, ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α’, 1.Ή μεταστροφή τού Μ. Κωνσταντίνου, σελ.320
25. «πιθανόν η υπερβολική του ροπή στο φαγητό και το ποτό … και η άκρατη φαγοποσία της προηγούμενης βραδιάς του προκάλεσε αποπληξία, ενώ οι αναθυμιάσεις της θερμάστρας που βρέθηκε στην σκηνή του, φαίνεται να επέσπευσαν το μοιραίο» Πολύμνια Αθανασιάδη-Fowden ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΩΜΑΪΚΗ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (324-642), ΙΟΥΒΙΑΝΟΣ, Τόμ. Ζ’ σελ.68
26. Ο Βαλεντιανός ήταν αξιωματικός της φρουράς του Ιουλιανού. Όταν προέβη σε εκκαθαρίσεις του στρατεύματος από τους χριστιανούς, ο Βαλεντιανός προτίμησε να απαρνηθεί τη θέση και το αξίωμά του, από το να ασπαστεί τη θρησκεία των εθνικών. Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός επιδοκιμάζοντας το σθένος του, τον κράτησε στο στράτευμα. Πολύμνια Αθανασιάδη-Fowden Ι.Ε.Ε.,ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΩΜΑΪΚΗ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (324-642), ΒΑΛΕΝΤΙΑΝΟΣ, Τόμ. Ζ’ σελ.68
- TLG, Gregorius Nazianzenus Theol., Funebris oratio in laudem Basilii Magni Caesareae in Cappadocia episcopi (orat. 43) Chapter 48-51: Ένα μέρος του: κεφ.49. Τότε δὴ κινηθέντα τὸν ὕπαρχον (Μόδεστον) ζέσαι τε πλέον τῷ θυμῷ καὶ τῆς καθέδρας ἐξαναστῆναι καὶ τραχυτέροις πρὸς αὐτὸν χρήσασθαι λόγοις. Μδ. Τί δαί; Οὐ φοβεῖ τὴν ἐξουσίαν; φησί. Β. Μὴ τί γένηται, μὴ δὲ τί πάθω; Μδ. Μή τι τῶν πολλῶν ἑν ἃ τῆς ἐμῆς δυναστείας ἐστίν. Β. Τίνα ταῦτα; γνωριζέσθω γὰρ ἡμῖν. Μδ. Δήμευσιν, ἐξορίαν, βασάνους, θάνατον. Β. Εἴ τι ἄλλο, φησίν, ἀπείλει· τούτων γὰρ οὐδὲν ἡμῶν ἅπτεται. Μδ. Καὶ τὸν εἰπεῖν· Πῶς καὶ τίνα τρόπον; Β. Ὅτι τοι, ἔφη, δημεύσει μὲν οὐχ ἁλωτὸς ὁ μηδὲν ἔχων, πλὴν εἰ τούτων χρῄζεις τῶν τρυχίνων μου ῥακίων καὶ βιβλίων ὀλίγων, ἐν οἷς ὁ πᾶς ἐμοὶ βίος· ἐξορίαν δὲ οὐ γινώσκω, ὁ μηδενὶ τόπῳ περιγραπτὸς καὶ μήτε ταύτην ἔχων ἐμὴν ἣν οἰκῶ νῦν, καὶ πᾶσαν ἐμὴν εἰς ἣν ἂν ῥιφῶ· μᾶλλον δὲ τοῦ Θεοῦ πᾶσαν, οὗ πάροικος ἐγὼ καὶ παρεπίδημος· αἱ βάσανοι δὲ τί ἂν λάβοιεν, οὐκ ὄντος σώματος; Πλὴν εἰ τὴν πρώτην λέγοις πληγήν, ταύτης γὰρ σὺ μόνης κύριος· ὁ δὲ θάνατος εὐεργέτης, καὶ γὰρ θᾶττον πέμψει με πρὸς Θεόν, ᾧ ζῶ καὶ πολιτεύομαι καὶ τῷ πλείστῳ τέθνηκα καὶ πρὸς ὃν ἐπείγομαι πόρρωθεν. Μεταφ. «Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ ὕπαρχος ταράχθηκε. Ἄναψε ἀπὸ τὸ θυμὸ του. Σηκώθηκε ἀπὸ τὸ κάθισμα του καὶ μὲ λόγια ὀργισμένα τοῦ εἶπε: Μδ. Πῶς; λοιπὸν δὲν φοβᾶσαι τὴν ἐξουσία; Β. Μὰ τί θὰ μοῦ συμβῆ; τί πρόκειται νὰ πάθω; Μδ. Δήμευσι περιουσίας, ἐξορία, βασανιστήρια καὶ θάνατο. Β. Ἀπείλησε με μὲ κάτι ἄλλο, ἂν ὑπάρχει. Γιατὶ κανένα απ΄ αὐτὰ ποὺ ἀνέφερες, δὲν μπορεῖ νὰ μὲ προσβάλλει καὶ νὰ μὲ βλάψει. Μδ. Πῶς εἶναι δυνατὸν καὶ μὲ ποιὸν τρόπο θὰ τὰ καταφέρεις; Β. Γιατὶ, δήμευσι περιουσίας δὲν μπορεῖ νὰ πάθη ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει τίποτα, ἐκτὸς ἂν πάρεις τὰ τρίχινα αὐτὰ φτωχὰ ροῦχα καὶ τὰ λίγα βιβλία, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀποτελεῖται ὁλόκληρη ἡ περιουσία μου. Ἐξορία δὲν καταλαβαίνω, ἀφοῦ δὲν εἶμαι μόνιμα πουθενὰ ἐγκατεστημένος καὶ οὔτε αὐτὴ τὴν πόλι θεωρῶ δικὴ μου στὴν ὁποία κατοικῶ τώρα, ἀλλὰ πατρίδα μου θὰ ἔχω κάθε τόπο, στὸν ὁποῖο τυχὸν θὰ μὲ ρίξουν, καὶ τὸν ὁποῖο ὑπολογίζω περισσότερο, ὡς τόπο τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ποὺ ἐγὼ θὰ εἶμαι ξένος καὶ πάροικος. Τὰ βασανιστήρια πάλι, τί νὰ ὑποστῆ ἕνα σῶμα ποὺ δὲν ὑπάρχει; ἐκτὸς ἂν λὲς βάσανο τὴν πρώτη πληγὴ μὲ τὴν ὁποία θὰ ἀντέξει τὸ σῶμα αὐτὸ καὶ θὰ εἶσαι ἐσὺ ὁ ὑπεύθυνος. Καὶ ὁ θάνατος ἐπίσης, θὰ εἶναι γιὰ μένα εὐεργεσία, γιατὶ θὰ μὲ ἑνώσει ταχύτερα μὲ τὸν Θεό, γιὰ τὸν ὁποῖο ζῶ καὶ πολιτεύομαι καὶ χάρι τοῦ ὁποίου νεκρώθηκα (ὡς πρὸς τὰ πάθη) καὶ πρὸς τὸν ὁποῖο ἀπὸ καιρὸ τώρα σπεύδω (νὰ ἑνωθῶ μαζὶ του)».
- «Επί Θεοδοσίου η διάκριση μεταξύ Καθολικών και Αιρετικών καθιερώθηκε με νόμο: Καθολικοί ήταν όσοι αναγνώριζαν και δέχονταν το Σύμβολο τής Νικαίας, ενώ Αιρετικοί ήταν όλοι οι άλλοι.» A. Vasiliev (Αλεξάντρ Βασίλιεφ), Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453, μετάφραση Δημοσθένους Σαβράμη, εκδ. Μπεργκάδη, Αθήνα 1954, σελ. 112
29. Ο Νικηφόρος Κάλλιστος στην Εκκλησιαστική Ιστορία: 12.13 αναφέρει ως συντάκτη των άρθρων τον Γρηγόριο Νύσση, ενώ ο Μάρκος ο Ευγενικός (από τα Πρακτικά της Συνόδου της Φλωρεντίας, συνεδρίασι 22) αναφέρει τον Γρηγόριο Θεολόγο. Ο Π. Χρήστου στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Α’ σελ.42 εκτιμά πώς ο Γρηγόριος Νύσσης είναι ο συντάκτης.
30. Σχετικά με τα «πρεσβεία τιμής» των Εκκλησιών ιδέ: Βλ. ΒΛΑΣΙΟΣ ΦΕΙΔΑΣ, ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α’, 4. Τα πρεσβεία τιμής θρόνων, σελ.194-208
31. Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός και κυρίως ό Μ. Βασίλειος, αλλά και άλλοι Καππαδόκες θεολόγοι τής περιόδου αύτής, συντονίστηκαν για την άναίρεσι τής συγκροτημένης άρειανικής διδασκαλίας τού Καππαδόκη και με φιλοσοφική παιδεία Εύνομίου, επισκόπου Κυζίκου, ό όποίος υπήρξε καί ό κυριότερος έκπρόσωπος τής θεολογίας του άρειανισμού. Οι επίσης άριστα πεπαιδευμένοι Καππαδόκες φίλοι προσδιόρισαν ερμηνευτικά με επιτυχία τις έννοιες: ουσία, φύσι, συναΐδιον, συνάρχον, υπόστασι, προβάλλοντας ως ορθή δογματικά την διατύπωσι για την Αγία Τριάδα: «μία Ουσία- τρείς υποστάσεις, ταυτίζοντας την υπόστασι με το πρόσωπο: θεολογική διατύπωσι που είναι η τριαδολογική διδασκαλία και πίστι της Εκκλησίας μέχρι σήμερα.
32. «Η διάσταση του Αυτοκράτορος και του Αμβροσίου είχε ως κύριά της αφορμή τις σφαγές της Θεσσαλονίκης. Στην πλούσια αυτή και μεγάλη πόλη είχε εγκατασταθεί ένας μεγάλος αριθμός Γερμανών στρατιωτών με αρχηγό έναν πολύ αγενή και ανίκανο διοικητή, που δεν προσπαθούσε καθόλου να εμποδίσει τις βίαιες πράξεις των στρατιωτών του. Το αποτέλεσμα ήταν να εξαγριωθούν οι Θεσσαλονικείς και να σκοτώσουν τους Γερμανούς. Ο Αυτοκράτορας με τη σειρά του έβαλε Γερμανούς, οι οποίοι έχαιραν ιδιαίτερης τιμής από το Θεοδόσιο, να σφάξουν αδιακρίτως τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Η πράξη του αυτή έγινε η αιτία ο Αμβρόσιος να τον αφορίσει και να τον αναγκάσει να μην φορεί το μανδύα του Αυτοκράτορα κατά την περίοδο της μετανοίας του» Ειρήνη Αρτεμη, Η θρησκευτική πολιτική των Βυζαντινών αυτοκρατόρων από την Α' έως και την Δ' Οικουμενική Σύνοδο www.academia.edu/1130206. Ιδέ: A. A. Vasiliev (Αλεξάντρ Βασίλιεφ), Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453, μετάφραση Δημοσθένους Σαβράμη, εκδ. Μπεργκάδη, Αθήνα 1954, σ. 114
- Χαρακτηριστικοὶ εἶναι διάφοροι ἐπιθετικοὶ χαρακτηρισμοὶ ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὴν διατύπωσι τῶν διαταγμάτων γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς ἢ τὶς διάφορες αἱρέσεις: «οἱ ἱερεῖς τῆς εἰδωλολατρικῆς δεισιδαιμονίας» , «ἡ αἰσχίστη δεισιδαιμονία» (ἡ πίστη τῶν εἰδώλων), «τὰ ἄτομα ποὺ ἔχουν μολυνθῆ ἀπὸ τὴν ψευδῆ πίστι τῆς εἰδωλολατρίας ἢ ἔχουν διαπράξει τὸ ἔγκλημα τῆς τέλεσης εἰδωλολατρικῶν τελετῶν», «ὅσους εἰδωλολάτρες ἐξακολουθοῦν νὰ ὑπάρχουν ἀπὸ τὴν τέλεσι καταραμένων θυσιῶν σὲ δαίμονες…», «τὰ πρόσωπα ποὺ ἔχουν μιαρὲς εἰδωλολατρικὲς ἀπόψεις νὰ προσφέρουν καταραμένες θυσίες…». Γιὰ αἱρετικοὺς: ὅπως «τρέλα τῶν μυαλῶν», «μόλυνσι», «λοιμός», «δηλητήριο», «ἱεροσυλία», «ἔγκλημα», «σεχταριστικὸ τερατούργημα», «βδέλυγμα», ποὺ φανερώνουν τὴν ἐντονώτατη μισαλλόδοξη ρητορικὴ τῶν νόμων του, Σημαντηράκη Χαράλαμπου Ραδάμανθυ, Η Ειδωλολατρία στο Βυζαντινό Κράτος, σελ.81 και ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΚΑΜΑΡΑ, Αυτόθι…
34. Ὁ Σέραπις συμπύκνωνε μία σύνθεσι θεοτήτων: Στὴ λατρεία του ἀναφερόταν ὁ ἑλληνικὸς Πλούτωνας -Ἄδης μαζὶ μὲ τὸν αἰγυπτιακὸ ἀντίστοιχο Θεὸ τοῦ κάτω κόσμου Ὄσιρι, συγχωνεύθηκε ἐπίσης μὲ τὸν Ἄμμωνα, τὸν Δία, τὸν Ποσειδῶνα, τὸν Διόνυσο-Βάκχο, τὸν Νεῖλο, τὸν Ἀσκληπιὸ καὶ μὲ διάφορες ἄλλες ἰσχυρὲς θεότητες ἀνάλογα μὲ τὴν ἐποχὴ καὶ τὴν περιοχὴ τῆς λατρείας του. www.filosofikilithos.gr/serapis.
35. Απόσπασμα από την Επιστολή του Λιβάνιου, από την Αντιόχεια, στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο.: «Συ μεν λέγεις ότι ούτε τα ιερά διέταξες να κλείσουν, ούτε κανέναν εμποδίζεις να προσέλθει στους ναούς και στους βωμούς και να τιμήσει τους θεούς με λιβανωτό και θυμιάματα. Οι οπαδοί της νέας θρησκείας όμως τρέχουν ανεμπόδιστοι εναντίον των ιερών, με ξύλα και πέτρες και σίδερα. Κάποιοι από αυτούς ακόμη τα καταστρέφουν και χωρίς αυτά, με τα χέρια και με τα πόδια». http://ebooks.edu.gr/ebooks/ Istoria,E’-Dimotikou
36. Σημαντηράκη Χαράλαμπου Ραδάμανθυ, Αυτόθι, σελ.85
37. Οἱ Μανιχαῖοι, ὀπαδοὶ μιᾶς αἵρεσης τοῦ Μανιχαϊσμοῦ, ἡ βασικὴ διδαχὴ τοῦ ὁποίου ἀναζητᾶ τὴν ὑπέρτατη πηγὴ τῆς γνώσης, τὸ «Ἀπόλυτο Φῶς». Ἡ ἀνθρώπινη σύστασι κατανοεῖται ἀπὸ τὶς οὐσίες τῶν αἰωνίων ἀρχῶν Καλοῦ πνεύματος καὶ Κακοῦ τῆς ὕλης Ἦταν γνωστικιστικὸ θρήσκευμα τοῦ μεσανατολικοῦ χώρου, ποὺ ἐμφανίστηκε τὸν 3ομ.Χ., μὲ ἡγήτορα τὸν Πέρση εὐγενῆ καὶ θρησκευτικὸ μεταρρυθμιστή Μάνη, ἢ Μανιχαῖο (216-277μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἀνέμιξε στὴ χριστιανικὴ διδασκαλία στοιχεῖα τοῦ Παρσισμοῦ καὶ Βουδισμοῦ καὶ ἐπεδίωκε μιὰ ἐνδιάμεση μορφὴ τῆς διδασκαλίας μεταξὺ τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας.
38. Πολύμνια Αθανασιάδη-Fowden ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΩΜΑΪΚΗ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (324-642), Θάνατος του Θεοδοσίου- Χαρακτηρισμός του έργου του, Τόμ. Ζ’ σελ.91
39. Πολύμνια Αθανασιάδη-Fowden, Αυτόθι, σελ.91
Δημητρίου Μίχα, φιλολόγου
Μέρος Πρῶτο
- Ἡ θρησκευτικὴ πολιτικὴ τῶν αὐτοκρατόρων τοῦ 4ου αἰῶνος καὶ ἀρχὲς τοῦ 5ου
Ι. Ἐποχὴ Μεγάλου Κωνσταντίνου
Ἡ ἐποχὴ τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας καὶ τῆς πρώιμης βυζαντινῆς περιόδου (287 μ.Χ- 565 δηλ. ἀπὸ τὸν Διοκλητιανό ἕως τὸ τέλος τῆς δυναστείας Ἰουστινιανοῦ) ἀποτελεῖ ἀναμφίβολα μία μεταβατικὴ περίοδο, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας δρομολογοῦνται βαθιὲς ἀλλαγὲς στὶς πολιτικές, θρησκευτικὲς καὶ οἰκονομικὲς δομὲς τοῦ νεοσύστατου Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους ἢ Βυζαντινοῦ κράτους, ὅπως λαθεμένα καταγράφηκε ἀπὸ τὸν 17ὂν αἰῶνα.
Θὰ βρεθοῦμε στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας του, σὲ μία ἀπὸ τὶς πλέον σημαντικὲς χρονικὰ ἐποχή, σὲ ἐκείνη τοῦ 4οὐ αἰῶνα καὶ συγκεκριμένα στὴν περίοδο βασιλείας τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου (306- 337) ὁ ὁποῖος μετὰ ἀπὸ τὸ 313 μ.Χ. μὲ τὸ διάταγμα τῶν Μεδιολάνων περὶ ἀνεξιθρησκίας καὶ τὴν κατάργησι τῶν διωγμῶν προσανατόλισε ὅλες τὶς πολιτικὲς του ἐνέργειες καὶ ἀποφάσεις σὲ βαθιὲς ἀλλαγὲς σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τοῦ κράτους μὲ βάσι τὴν «νέα πίστι» τῶν χριστιανῶν, οἱ ὁποῖες μετέβαλαν τὴ ροὴ τῆς ἱστορίας γιὰ τὴν αὐτοκρατορία, διαμορφώνοντας σταδιακὰ τὴν μορφὴ της ἀπὸ ἑλληνορωμαϊκὴ σὲ ἑλληνορθόδοξη.
Ἀπὸ τὴν περίοδο τῆς πλήρους διακυβέρνησης τοῦ Κωνσταντίνου , οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὸ 324 μ.Χ., ἕως καὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Β' (ἀρχὲς 5ου αι.), μιὰ μεγάλη σύγκρουσι ἔλαβε χώρα μεταξὺ τῆς εἰδωλολατρίας καὶ τῆς νέας πίστης τοῦ Σταυρωθέντος καὶ Ἀναστάντος Χριστοῦ, μὲ τοὺς πιστοὺς Χριστιανοὺς – παρὰ τοὺς ἀπηνεῖς διωγμοὺς - νὰ ἀναδεικνύονται νικητές, ἀφοῦ στὰ τέλη τοῦ 4ου αι. – παρ’ ὅτι παραμένει ἀκόμη ἐπίσημη θρησκεία ἡ «τῶν ἑλλήνων ἐθνικὴ»- κατέστη ὅμως προστατευομένη καὶ ἰσότιμη θρησκεία τοῦ κράτους μὲ ἰσχυρὸ διοικητικὸ μηχανισμὸ καὶ μὲ μεγάλη κοινωνικὴ ἐπιρροὴ καὶ πνευματικὴ ἀκτινοβολία. Μεγάλο ρόλο γιὰ τὸν μετασχηματισμὸ τῆς ὕστερης Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (τέλη 3ου – ἀρχὲς 4ου αι.) καὶ τὴν ἀπαρχὴ τῆς λεγόμενης «πρώιμης βυζαντινῆς περιόδου» διαδραμάτισαν καὶ τὰ κάτωθι:
Ἡ ἵδρυσι τῆς Κωνσταντινούπολης στὴν Ἀνατολὴ στὴν ἀρχαία πόλι «Βυζάντιον», ὡς νέα διοικητικὴ ἕδρα καὶ κέντρο βάρους τοῦ ἐκχριστιανισμένου ἐπὶ τὸ πλεῖστον κράτους, ἐξωραϊσμένη μὲ νέα τείχη, δημόσια οἰκοδομήματα καὶ μὲ χριστιανικοὺς καὶ μὲ ἐθνικοὺς ἀκόμη ναούς. Στὰ ἐγκαίνια τοῦ 330 μ.Χ. συμμετεῖχαν ἐνεργὰ καὶ ἐθνικοὶ ἱεροφάντες καὶ τελεστές κατὰ τὰ εἰωθότα τῆς ρωμαϊκῆς θρησκευτικῆς παράδοσης, στὸ πνεῦμα φυσικὰ τῆς ἀνεξιθρησκείας καὶ τῆς ἰσότιμης μεταχείρισης τῶν θρησκειῶν σύμφωνα μὲ τὸ διάταγμα τοῦ 313 μ.Χ. Συνεπῶς, ἡ πληροφορία τοῦ βιογράφου τοῦ Κων/νου, Εὐσεβίου Καισαρείας, ὅτι ἡ Κων/πολι «δὲν εἶχε κηλιδωθεῖ ἀπὸ τὸ βδέλυγμα τῆς εἰδωλολατρίας» δὲν εὐσταθῆ[1], ὅταν μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας ἐπέτρεψε καὶ τὸ κτίσιμο εἰδωλολατρικῶν ναῶν : τῆς Ἤρας καὶ τῆς θεᾶς Τύχης.
Αὐτὸ δὲν παραξενεύει γιατὶ μπορεῖ ἡ μητέρα τοῦ Κωνσταντίνου Ἂ’ τοῦ Χλωροῦ, ἡ Ἑλένη, νὰ ἦταν ἔνθερμη Χριστιανή, ὁ ἴδιος ὅμως ἀπὸ οἰκογενειακὴ παράδοσι ἦταν «ἑνοθεϊστής» μὲν (λάτρης Ἑνὸς θεοῦ), ἀλλὰ «ἐθνικός-ἡλιολάτρης». Τὴν δὲ μεταστροφὴ τοῦ πρὸς τὴν νέα χριστιανικὴ πίστι πολλοὶ τὴν ἑρμηνεύουν ὄχι ὡς ἐσωτερικὴ πνευματικὴ ἀνάγκη, ἀλλὰ σὲ πολιτικὴ σκοπιμότητα διαβλέποντας πὼς μέσω αὐτῆς θὰ ἐπιτύχει, μαζὶ μὲ τὴν ἱστορικὴ πολιτειακὴ ρωμαϊκὴ παράδοσι, τὴν ἑνότητα τῆς αὐτοκρατορίας ἔχοντας τὸν ἴδιο ὡς «ἐλέω θεοῦ» ἐκλεκτὸ ἡγεμόνα[2]· θεσμὸς βέβαια ποὺ θὰ τὸν δικαιώσει, γιατὶ θὰ λειτουργήσει κατόπιν ὡς κληρονομικὴ μοναρχία, καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς (χριστιανικῆς) αὐτοκρατορίας.
Βέβαια ὁ ἴδιος κατήργησε τὴν λατρεία τοῦ αὐτοκράτορα, ποὺ ἦταν καὶ ὁ βασικὸς πρόξενος τῶν διωγμῶν τῶν νεοπίστων χριστιανῶν, μάλιστα μετὰ τὴν μάχη τῆς Μουλβίας γέφυρας τὸ (312μ.Χ.) ἐναντίον τοῦ Μαξεντίου, ὑιοθέτησε ὡς σύμβολο τὸ Χριστόγραμμα (ΧΡ) καθὼς πίστευε ὅτι μετὰ τὴν «παραδοξοτάτη θεοσημία» ποὺ ἔζησε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ ὡς ὅραμα[3], αὐτὸ ἐνεῖχε ὑπερβατικὲς ἰδιότητες. Ἐξάλειψε ἀπὸ τὰ νομίσματα τὶς εἰδωλολατρικὲς θεότητες καὶ τὶς ἀντικατέστησε μὲ τὴν ἡλιολατρική ἐπιγραφὴ «Sol invictus» (ἀνίκητος Ἥλιος, ποὺ θύμιζε καὶ τὸν ἥλιο τοῦ θεοῦ Μίθρα) μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «victor» (= νικητής, γιὰ νὰ ἀντιστοιχεῖ μὲ τὸν νικητὴ τοῦ θανάτου, Χριστό), ἐνῶ παράλληλα διατήρησε τὸ ρωμαϊκὸ ἀξίωμα τοῦ Ὑπάτου Ἀρχιερέα (Pontifex Maximus) ὡς φύλακας τῶν κρατικῶν ἐθνικῶν θρησκειῶν. Μὲ τὴν δικαιοδοσία αὐτὴ ἄρχισε νὰ προβάλλεται ὡς ἀνώτατος διαιτητὴς καὶ στὶς σκληρὲς καὶ ἀδιέξοδες δογματικὲς διαμάχες τῶν χριστιανῶν (π.χ. Ἀρειανισμός, Μελιτινό, Κολλουθιανό, Δονατιστών, σχίσμα), ἂν καὶ ὁ ἴδιος δὲν ἦταν ἀκόμη χριστιανός, μὲ βασικὸ πολιτικὸ στόχο τὴν ἑνιαία πίστι καὶ εἰρήνη στὴν πολυεθνικὴ Ρωμαϊκὴ ἐπικράτεια τοῦ [4].
Ἔτσι συγκάλεσε τὴν πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Νίκαια (325 μ.Χ.), ἡ προετοιμασία καὶ ἡ σύγκλησι τῆς ὁποίας ἀποτέλεσε τὸ κορυφαῖο γεγονὸς τῆς νέας χριστιανικῆς πραγματικότητας – τοὐλάχιστον γιὰ τὴν Ἀνατολὴ πλέον - καὶ ἡ ὁποία φυσικὰ βοήθησε τὴν ταλανισμένη ἀπὸ αἱρέσεις χριστιανικὴ κοινότητα νὰ λύσει τὶς πολυχρόνιες θεολογικὲς (Τριαδολογικές- Χριστολογικές) τοὺς διαφορές, κυρίως βέβαια ἐκείνης τοῦ Ἀρειανισμοῦ ποὺ ἀμφισβητοῦσε τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ σύνοδος αὐτὴ τῶν 318 ἐπισκόπων ἀπὸ ὅλη τὴν γεωγραφικὴ ἐπικράτεια Ἀνατολῆς καὶ Δύσης μὲ ἐξέχουσα φυσιογνωμία τὸν Μέγα Ἀθανάσιο [5], ἀφοῦ καταδίκασε καὶ ἐξόρισε τὸν Ἄρειο, συνέταξε τὰ πρῶτα 7 ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, προσδιορίζοντας μὲ σαφήνεια τὶς ἔννοιες : «ὁμοούσιος» καὶ ὁμοιούσιος» ὁμολογώντας γιὰ τὸν: «Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων· φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι' οὗ τὰ πάντα ἐγένετο».
Ἐπίσης, σύμφωνα μὲ τὸν ἱστορικὸ καὶ βιογράφο του Εὐσέβιο Παμφίλου καὶ ἐπίσκοπο Καισαρείας (263 – 339), ἔδειχνε σαφῆ προτίμησι σὲ χριστιανοὺς μορφωμένους γιὰ τὴν κάλυψι δημοσίων θέσεων καὶ σὲ ἀντίστοιχες ὑψηλόβαθμες τοῦ στρατοῦ. Ἐπὶ πλέον νομοθέτησε γιὰ τὴν κατάργησι τῶν παγανιστικῶν αἱματηρῶν θυσιῶν καὶ τῶν ὅποιων ἀποτρόπαιων τελετουργικῶν τούς, καθὼς καὶ κατὰ τῶν ἰδιωτικῶν λατρειῶν καὶ ἐναντίον συγκεκριμένων εἰδῶν μαγείας[6] καὶ μαντείας, καὶ κατὰ «ἐκφύλων ἑορτῶν», ὅπως π.χ. τῶν ναῶν ἐκπόρνευσης νεανίδων (π.χ. Ναὸς τῆς Ἄστάρτης), καὶ κάποιων ὀργιαστικῶν συμποσίων τὰ ὁποῖα προσέβαλαν τὰ δημόσια ἤθη (πιθανὸν τῶν Βαγχαναλίων καὶ Κρονίων), κλ.π.
Ἐπίσης τὸ 315 μ.Χ. κατήργησε τὴν διὰ τοῦ σταυροῦ θανατικὴ ποινὴ καὶ ἀπαγόρευσε τὴν καταδίκη τῶν ἐγκληματιῶν μὲ τὸν βάρβαρο θεσμὸ τῶν μονομαχιῶν σὲ ἀρένα, προτιμῶντας ἀντὶ νὰ ἀλληλοφονεύονται ἀπάνθρωπα νὰ ἀπασχολοῦνται σὲ δημόσια ἔργα. Παρομοίως, ἀπαγόρευσε τὸν εὐνουχισμὸ [7], - μιὰ ἐγκρατητική ἠθικὴ στάσι ἱερέων τῆς Αἰγύπτου -, ὅπως καὶ τὴν παλλακεία, ἐνῶ ἔλαβε καὶ εὐεργετικὰ μέτρα γιὰ τοὺς δούλους, τοὺς φυλακισμένους καὶ τὰ ὀρφανά, τὰ ὁποῖα μέτρα μαζὶ μὲ ἄλλα κοινωφελῆ χαρακτηρίστηκαν γιὰ τὴν ἐποχὴ καινοτόμες μεταρρυθμίσεις ἐπηρεασμένες τὸ πλεῖστον ἀπὸ τὸν χριστιανικὸ ἀνθρωπισμό.
Ἔπειτα συνέβαλε καὶ μὲ τὴν βοήθεια τῆς μητέρας τοῦ Ἑλένης στὴν ἀνέγερσι μεγαλοπρεπῶν χριστιανικῶν ναῶν σὲ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα τῆς αὐτοκρατορίας, μεριμνῶντας καὶ γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ σὲ χριστιανοὺς τῶν δημευμένων περιουσιῶν τούς, ἀναγνωρίζοντας ἐπιπλέον καὶ τὴν νομικὴ ὑπόστασι καὶ τὴν ταυτότητα κάθε χριστιανικῆς κοινότητας, προβάλλοντας τὸν ἐπίσκοπο σὲ ξεχωριστὴ προσωπικότητα καὶ βοηθώντας μέσω τῆς πολιτείας πότε μὲ ἐπιχορηγήσεις καὶ πότε μὲ φοροαπαλλαγὲς τὴν θεσμικὴ πλέον Ἐκκλησία καὶ τὸν κλῆρο τῆς. Στὰ εὐνοϊκὰ- εὐεργετικὰ μέτρα γιὰ τὴν Χριστιανικὴ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ συμπεριλάβει κανεὶς καὶ τὴν καθιέρωσι τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς, τὴν καθιέρωσι χριστιανικῶν συμβόλων καὶ παραστάσεων στὴν αὐτοκρατορικὴ καὶ στὴ στρατιωτικὴ ἐξάρτησι, στὰ νομίσματα καὶ στὰ δημόσια κτίρια καὶ ἔδωσε κατὰ τὴν βάπτισι τοῦ τὰ πρεσβεία ὄχι στὸν ἐπίσκοπο Ρώμης ἀλλὰ σὲ ἐπίσκοπο τῆς ἀνατολικῆς ἐκκλησίας, στὸν Νικομηδείας Εὐσέβιο. [8]
Ἡ θητεία τοῦ Κωνσταντίνου Α’ ἀναγνωρίζεται ὡς τομὴ τόσο στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία καὶ ἐξέλιξι τῶν γεγονότων, ὅσο καὶ στὸν πολιτιστικὸ κοινωνικὸ ἐξανθρωπισμὸ μὲ τὶς νομοθετικὲς ρυθμίσεις καὶ ἀποφάσεις ποὺ ἔλαβε. Ἦταν ἡ προσωπικότητα ποὺ γεφύρωσε δύο κόσμους καὶ ὄχι πάντα εἰρηνικά, κατοχυρώνοντας ὅμως τὴν ἀρχὴ τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας (Edictum Mediolani)σηματοδότησε τὴν ἀπαρχὴ τοῦ τέλους τοῦ ἀρχαίου κόσμου καὶ τὴν ἀνατολὴ τοῦ νέου- χριστιανικοῦ, προστατευμένου ἀπὸ τὸν ἴδιο καὶ ἐνσωματωμένου ἐπίσημα στὴν λειτουργία τῆς κρατικῆς διοίκησης καὶ τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, παρ’ ὅτι ὁ χριστιανισμὸς στὰ χρόνια του ἦταν φανερή μειοψηφία καὶ ἐπίσημο θρήσκευμα ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ἡ «ἐθνικὴ λατρεία τῶν εἰδώλων».
Ἡ Κωνσταντινούπολι δέ, κατέστη τὸ κοσμικὸ καὶ πνευματικὸ κέντρο τῆς αὐτοκρατορίας συντείνοντας στὴ σταδιακὴ μετεξέλιξι τῆς Βυζαντινῆς πρωτεύουσας σὲ ἕνα οἰκουμενικὸ πολιτικό, θρησκευτικὸ καὶ πνευματικὸ κέντρο μὲ διεθνῆ ἀκτινοβολία.
Γιὰ τὴν ἐν γένει πολιτικὴ τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καὶ τὸ σύνολο τῶν εὐνοϊκῶν- εὐεργετικῶν μέτρων μὲ τὴν ἐνεργὸ συμμετοχὴ τοῦ στὰ δρώμενα τῆς «Καινῆς πίστης», «ἡ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία τὸν χαρακτήρισε ἅγιο καὶ ἰσαπόστολο, γιατὶ μὲ τὸ ἔργο τοῦ καὶ μὲ τὸ βάπτισμα τοῦ διευκόλυνε τὴν εἰρήνευσι, τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ταχύτερη ἐπικράτηση τῆς στὸν ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο. Ἡ ἱστορία τὸν ὀνόμασε Μέγα, γιατὶ τὸ πολυσύνθετο ἔργο τοῦ ὑπῆρξε πράγματι μεγάλο καὶ ἐπηρέασε ἄμεσα ἢ ἔμμεσα τὴν παγκόσμια ἱστορία» [9]
ΙΙ. Ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος
Ὁ διάδοχος τοῦ Κωνστάντιος (337- 361) ἐπικράτησε μετὰ ἀπὸ ἐμφύλια σκληρὴ διαμάχη καὶ ἀφοῦ ἐφονεύθησαν ὅλοι οἱ ἐνήλικες συγγενεῖς ἀνταγωνιστὲς τοῦ (ἀδέλφια καὶ ξαδέλφια). Ὁ Κωνστάντιος ἀσπάστηκε καὶ ὑποστήριξε μὲ πάθος τὸν Ἀρειανισμό, ἀποφεύγοντας ὅμως νὰ βαπτισθῆ κάτι ποὺ πραγματοποίησε, γιὰ πολιτικὴ ἰσορροπία πρὸς τὰ τέλη τῆς ζωῆς τοῦ, ἐπειδὴ ἡ ἐθνικὴ θρησκεία ἦταν ἀκόμη πλειοψηφοῦσα καὶ τὸ ἐπίσημο θρήσκευμα τοῦ κράτους μὲ βαθιὲς πολιτιστικὲς ρίζες εἰδικὰ στὴν Ρώμη καὶ στὴν Δύσι. Εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ διατήρησε ὅπως καὶ ὁ πατέρας τοῦ τὸ ρωμαϊκὸ ἀξίωμα τοῦ Ὑπάτου Ἀρχιερέα (Pontifex Maximus) δίνοντας τοῦ ἔτσι τὸ προνόμιο νὰ εἶναι καὶ ὁ «φύλακας τῶν κρατικῶν ἐθνικῶν θρησκειῶν».
Ἀξίωμα ἐθνικό, τὸ ὁποῖο ἐφάρμοσε ἀστόχαστα καὶ χωρὶς πολιτικὴ διορατικότητα τοῦ πατέρα τοῦ μὲ ἕναν καισαροπαπικό καὶ ἀλαζονικὸ τρόπο σὲ χριστιανικὰ θέματα παρεμβαίνοντας καὶ προξενώντας μεγάλη ἀναστάτωσι στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ ὑποστηρίξει καθ’ ὅλα τὸν Ἀρειανισμό. Ἔτσι ἐνεργώντας σὰν «ἡ κεφαλὴ» τῆς Ἐκκλησίας προκάλεσε τὴν σύγκλησι διαφόρων συνόδων καταστρατηγώντας τὴν αὐτοτέλεια τῆς[10] Σὲ μιὰ τέτοια σύνοδο ποὺ συνεκλήθη στὴν Ἀντιόχεια τὸ 341μ.Χ., - γιὰ τὶς δυσχέρειες ποὺ προκαλοῦσε ἡ καθολικὴ ἀποδοχὴ τοῦ ὅρου «ὁμοούσιος» τοῦ Συμβόλου τῆς Α΄ Οἰκ. Συνόδου - γνωστὴ καὶ ὡς ἡ «ἐν ἐγκαινίοις» [11], προκάλεσε αἱματηρὲς συγκρούσεις στὴν Κων/πολι, ἐπειδὴ ὁ λαὸς ἀντέδρασε στὴν ἐνθρόνισι Πατριάρχου, κατ’ ἐντολὴ τοῦ Κωνστάντιου, ἑνὸς Ἀρειανοῦ, τοῦ Παύλου.[12] Ὁ αὐτοκράτορας τοὺς τιμωρεῖ …μειώνοντας στὸ ἥμισυ τὴν χορηγία τοῦ σιτηρεσίου... (ὁ μισθός, κυρίως τῶν στρατιωτικῶν, γιὰ τὴν ἀγορὰ τροφῆς)
Παράλληλα ἐνεργοῦσε καὶ ἐναντίον τῶν ἐθνικῶν, ὅπου μὲ μονόπλευρες νομοθετικὲς ρυθμίσεις ποὺ ἐκδόθηκαν τὸ 341 καὶ τὸ 346 τοὺς ἀπαγόρευε μὲ ἀπειλὴ θανάτου κάθε εἴδους θρησκευτικῆς θυσίας, ὅπως καὶ τὴν ὁποιαδήποτε λατρεία πρὸς τὰ εἴδωλα καὶ τὰ ἀγάλματα τοὺς (θὰ ὑπάρχουν στοὺς ναοὺς μόνο γιὰ τὴν αἰσθητικὴ κάλυψι) καὶ τὴν ὁποιαδήποτε ἐνασχόλησι μὲ τὴν μαγεία μὲ τὴν ἀπειλὴ τῆς ἄμεσης δήμευσης τῆς περιουσίας. Μὲ ἄλλα διατάγματα τοῦ 353 καὶ τοῦ 356 ἔκλεισε εἰδωλολατρικοὺς ναοὺς[13], πράγμα ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα καὶ τὴν ἐξασθένησι ταυτόχρονα πολλῶν ἐπαγγελμάτων «ἐθνικῶν», ποὺ ἀφοροῦσαν ἑορτές, ναούς, βωμούς, νεκροταφεῖα καὶ κόσμησι ἀρχοντικῶν οἴκων, ἐνῶ ἐπιδεικτικὰ σχεδόν, ἐνίσχυε οἰκονομικὰ τὴν ἐκκλησία τῶν κατὰ τόπους ἐπισκόπων γιὰ νὰ τοὺς προσεταιρισθῆ καὶ ἀπάλλασσε τὸν κλῆρο ἀπὸ τὴν φορολογία, φορολογώντας ὅμως τὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία.
Παρὰ ταῦτα, σὲ ὅτι ἀφοροῦσε ψυχαγωγικοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνες, τὸν ἱππόδρομο καὶ τὰ θεάματα, ἔδειξε ἀνοχὴ καὶ σὲ περιπτώσεις βοήθησε τοὺς ἐθνικοὺς μὲ χορηγίες καὶ εἰδικὰ προνόμια[14], ὅπως τῶν Ἑστιάδων στὴν Ρώμη, δεχόμενος μάλιστα τὸν δημόσιο ἔπαινο ἀπὸ τὸν ἐθνικὸ συγγραφέα ὀνόματι Σύμμαχο. Ἐπίσης, στὴν Κων/πολι κυρίως, φρόντισε μὲ τὴν ἀντιφατικὴ τοῦ πολιτική, γιὰ τὴν δραστηριότητα ἐθνικῶν φιλοσοφικῶν καὶ ρητορικῶν σχολῶν καὶ τὴν παρουσία διδασκάλων, ὅπως τοῦ ἑλληνολάτρη ρήτορα Λιβανιοῦ, ἐνῶ ὁ ρήτορας καὶ φιλόσοφος Θεμίστιος ἦταν ἀπὸ τοὺς βασικοὺς συμβούλους τοῦ. Μὲ τὴν πρόνοια δὲ τοῦ αὐτοκράτορα λειτούργησε καὶ σχολὴ ἀντιγραφέων τῶν κλασσικῶν γραμμάτων καθὼς καὶ μεγάλη Βιβλιοθήκη τῆς πόλης, πιθανὸν μὲ τὴν συμβουλὴ τῶν ἐθνικῶν σοφῶν.
Βέβαια μὲ βάσι ὅλα τὰ ἀνωτέρω, μὲ ἀργοὺς ἀλλὰ σταθεροὺς ρυθμούς, ἡ παλαιὰ εἰδωλολατρικὴ πολυθεϊστικὴ θρησκεία ἔχανε διαρκῶς ἔδαφος στὴ συνείδησι τῶν ὑπηκόων τῆς Αὐτοκρατορίας, ἀσχέτως ἂν ἐξακολουθοῦσε ἀκόμη νὰ διατηρεῖ ἰσχυρὰ ἐρείσματα σὲ ὁρισμένα τμήματα τῆς αὐτοκρατορίας κυρίως στὴν Δύσι, ὅμως ἤδη βρισκόταν σὲ τροχιὰ παρακμῆς καὶ ὁ χριστιανισμὸς τοῦ «ἑνὸς ἀποκεκαλυμμένου Θεοῦ», κέρδιζε συνεχῶς ἔδαφος παρὰ τὶς ἔντονες ἐσωτερικὲς ἔριδες λόγῳ τῶν αἱρέσεων καὶ προπάντων τοῦ Ἀρειανισμοῦ.
ΙΙΙ. Ἡ Σύντομος περίοδος τοῦ Ἰουλιανοῦ
Ἡ πολιτικὴ αὐτὴ διακόπηκε ὅταν, τὸ 361 μ.Χ., ἀνέλαβε αὐτοκράτορας ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Κωνσταντίνου, Ἰουλιανός(361-363), ὁ ὁποῖος γλύτωσε ἀπὸ τὴν σφαγὴ τοῦ Κωνστάντιου ἐπειδὴ ἦταν τότε νήπιο. Ὁ Ἰουλιανὸς εἶχε σπουδάσει ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία στὴν Ἀθήνα καὶ τὴν Ἀντιόχεια. Οἱ σπουδὲς καὶ ἡ ζωὴ τοῦ στὴν Ἀθήνα τοῦ προκάλεσαν τὸν θαυμασμὸ γιὰ τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό, τοὺς ὀλυμπίους θεοὺς καὶ τὴ λατρεία τούς, διαμορφώνοντας στὴν σκέψι τοῦ ἕναν «φωτεινὸ Ἑλληνισμό». Γι' αὐτό, ὅταν ἔγινε αὐτοκράτορας, προσπάθησε νὰ ἐπαναφέρει τὴν λατρεία τῆς παλαιᾶς θρησκείας καὶ νὰ ἀναβιώσει ὄχι τόσο τὴν τυπολατρία τῆς, ἀλλὰ μιὰ φιλοσοφικὴ θεώρησι τῆς, ὑπονομεύοντας ταυτόχρονα καὶ περιορίζοντας τὴν χριστιανική.
Γιὰ νὰ ἐνισχύσει τὸ κύρος τῆς καὶ νὰ τῆς δώσει ἐκ νέου ὑπόστασι ἀνασύστασης... καὶ ἀναμόρφωσης, τὸ 362μ.Χ. μὲ διάταγμα διέγραψε μιὰ σειρὰ ἀπὸ άντιειδωλολατρικές διατάξεις τῶν προηγουμένων αὐτοκρατόρων νομιμοποιώντας ὅλες τὶς λατρεῖες τῶν ἐθνικῶν, ἐπιβάλλοντας νὰ ἀνοίξουν οἱ ναοὶ καὶ νὰ ἀρχίσουν πάλι οἱ θυσίες στοὺς βωμούς. Ἰσόχρονα, μὲ ἕναν ἐκπαιδευτικὸ νόμο ποὺ ἐξέδωσε, ἀπαγόρευσε σὲ διδασκάλους τῶν «Γαλιλαίων», ὅπως περιφρονητικὰ ἀποκαλοῦσε τοὺς χριστιανούς, νὰ ἐξασκοῦν σὲ σχολὲς τὸ ἐπάγγελμα διδαχῆς, ἐνῶ ἐκδίωξε ἄμεσα ὅλους τοὺς ρήτορες, γραμματικοὺς[15] (μορφὴ φιλολόγου) καὶ σοφιστὲς χριστιανοὺς ποὺ κάλυπταν θέσεις σὲ ἀνώτατες σχολὲς μεγαλουπόλεων τῆς ἐποχῆς, ὅπως στὴν Καισάρεια, Ἀλεξάνδρεια, Ἀντιόχεια , Ἀθήνα, Κωνσταντινούπολι.
Ὑποστήριζε, ὅτι εἶναι ἀσύμβατο καὶ ὑποκριτικὸ νὰ ἀκολουθοῦν καὶ νὰ διδάσκουν οἱ χριστιανοὶ τὴν «θύραθεν» πανεπιστημιακὴ ἐκπαίδευσι, τὶς ἰδέες τῆς καὶ τὴν σοφία τῆς, ὅταν δὲν τιμοῦν τοὺς θεοὺς τῆς. Ἔτσι καὶ ὁ διορισμὸς τῶν καθηγητῶν στὶς φιλοσοφικὲς σχολές, ἔγινε πλέον ἐλεγχόμενος καὶ κατέστη μόνο ἁρμοδιότητα τοῦ κράτους.
Ὅμως καὶ ὁ ἴδιος ἀκολούθησε ἕναν ἀντιφατικὸ τρόπο ζωῆς. Ἀπὸ τὴν μιὰ εἶχε ὡς κηδεμόνα καὶ διδάσκαλο τὸν θεῖο τοῦ ἐπίσκοπο Κων/λεως Εὐσέβιο μὲ χριστιανικὴ μόρφωσι, βαπτίστθηκε μάλιστα καὶ χριστιανός, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη εἶχε τὸν ἔξοχο κλασσικὸ φιλόλογο Μαρδόνιο, τὸν ἐθνικὸ ρήτορα Λιβάνιο καὶ τὸν νεοπλατωνιστή Αἰδέσιο, ὁ ὁποῖος τὸν παρέπεμψε καὶ στοὺς Χρυσάνθιο καὶ Εὐσέβιο, ἐνῶ ἡ γνωριμία τοῦ μὲ τὸν Μάξιμο τὸν Ἐφέσιο (καὶ αὐτὸς μαθητὴς τοῦ Αἰδεσίου) τὸν ἔκανε νὰ ἀποποιηθῆ ὁριστικὰ τὸν χριστιανισμὸ καὶ νὰ μυηθῆ στὰ μυστήρια τῆς Κυβέλης, τὸν ἀποκρυφισμὸ τῶν Χαλδαίων μάγων καὶ τὴν λατρεία τοῦ Ἥλιου- Μίθρα.
Τὸ 355μ.Χ μὲ τὴν ἄδεια τῆς αὐγούστας Εὐσεβείας (ἡ γυναίκα τοῦ αὐτοκράτορα Κωνστάντιου, ἡ ὁποία τοῦ συμπεριφερόταν μὲ στοργικὴ ἀγάπη) βρέθηκε στὴν πνευματικὴ Ἀθήνα παρακολουθώντας μαθήματα ἀπὸ δύο κορυφαίους δασκάλους: τὸν ἀσκητικὸ στὴν διαβίωσι χριστιανὸ φιλόσοφο Προαιρέσιο (276-368μ.Χ.) καὶ τὸν ἐθνικὸ ρήτορα καὶ σοφιστὴ Ἰμέριο (315-385μ.Χ.), ἔχοντας συμφοιτητὰς τοῦ τὸν Βασίλειο τὸν μετέπειτα ἐπίσκοπο Καισαρείας καὶ τὸν Γρηγόριο τὸν μετονομαζόμενο ἀργότερα γιὰ τὸ σπουδαῖο θεολογικὸ τοῦ ἔργο "θεολόγο".
Ὁ Ἰουλιανὸς ὅμως ἀνήσυχο πνεῦμα καὶ «φιλομαθὲς» κατὰ τὸν βιογράφο του Εὐνάπιο, ἦρθε σὲ συναναστροφὴ μὲ τὸν τότε ἱεροφάντη τῶν Ἐλευσινίων μυστηρίων Νεστόριο, ὁ ὁποῖος τὸν μύησε καὶ στὰ «ἀπόκρυφα τελούμενα» «καθαρμοῦ καὶ αὐτογνωσίας» τῶν ἐκεῖ μυστηρίων μὲ «κορύφωσι» τὴν «μετάληψι» τοῦ τελετουργικοῦ κυκεῶνα[16], σύμφωνα μὲ τὶς τελετὲς μυουμένων. Πίστευε ὅτι μὲ τὴν ἄμεση καὶ ἐνεργὸ μετοχὴ θὰ διαισθανθῆ ὡς μύστης τὴν «ἄμεση κοινωνία τοῦ θείου» (θεουργία) καὶ τὸ βαθύτερο νόημα τοῦ «θανάτου καὶ τῆς ἐπαναγέννησης»• μὲ αὐτὴ δηλαδὴ τὴν διαισθαντικότητα (μέθεξι-θεουργία) μιᾶς βιωματικής «θέας τοῦ θανάτου», θὰ ἀπεικονίζονταν ὁραματικά καὶ ἡ «ἀπώτερη ἀλήθεια» τῆς ἀθανασίας. [17]
Κοντὰ σὲ αὐτὰ συνεπαρμένος ἀπὸ τὴν ἀπόκρυφη παραφιλοσοφία, ἔχει ὡς πρότυπο τὸν θεωρητικὸ τῆς «θεουργίας» Σύρο φιλόσοφο, τὸν «θεῖον Ἰάμβλιχον» (250-350 μ.Χ.), ὅπως τὸν ἀποκαλοῦσε …γιατί τοῦ «ἐβάκχευσεν τὴν ἄρρητον μυσταγωγία» [18], ἐνῶ δὲν παρέλειψε νὰ μυηθῆ καὶ στὰ Μιθραϊκά μυστήρια μὲ τελετὴ βαπτίσματος τὸ λεγόμενο «ταυροβόλιο» [19] (ὁ ταῦρος ἦταν τὸ σύμβολο δύναμης τοῦ Μίθρα), ἀποποιούμενος ἔτσι τὸ χριστιανικὸ του βάπτισμα. Μάλιστα γιὰ νὰ αἰσθανθῆ τελεστικά καὶ οὐσιαστικὰ τὴν πλήρη μεταστροφὴ του στὴν ἐθνικὴ θρησκεία μετεῖχε ἐνεργὰ καὶ εὐάρεστα μὲ «θυσιαστικά ἐνδύματα» καὶ σὲ θυσιαστικές τελετουργίες πρὸς τιμὴν τοῦ θεοῦ Ἥλιου καὶ τῆς θεᾶς Κυβέλης.
Ἔτσι ἐν τέλει συνέθεσε ἕναν ἰδιότυπο συγκρητιστικό ἑλληνισμὸ μὲ συγχώνευσι στοιχείων ἀπὸ ἑλληνορωμαϊκὲς καὶ ἀνατολικὲς λατρεῖες καὶ ἀνάμειξι διαφορετικῶν ἢ ἀνόμοιων φιλοσοφικῶν θεωριῶν ποὺ εἶχαν ὡς βάσι τὴν μυστικιστικὴ θεουργία• δηλαδὴ μὲ μιὰ πρακτικὴ τελετουργιῶν μαγικῆς μορφῆς (μὲ χαλδαϊκούς χρησμοὺς) μέσω τῶν ὁποίων γίνεται ἐπίκλησι ἑνὸς ἢ περισσοτέρων θεῶν μὲ σκοπὸ τὴν ἐνσυνείδητη ἕνωσι μὲ τὸ «θεῖον» γιὰ τὴν ἀνακάλυψι τῆς «Ἀλήθειας» καὶ γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς. «Μιὰ μείξη δεισιδαιμονιῶν, ἀποκρυφισμοῦ καὶ μαντικῆς. Ὅσα ἐν ολίγοις, μὲ ὅρους τοῦ σήμερα, ἀποκαλοῦμε δαιμονολατρία»[20]
Ὁ Ἰουλιανὸς ὅμως ἤθελε νὰ πλήξει καὶ τὰ χριστιανικὰ σχολεῖα ποὺ βρίσκονταν ὑπὸ τὴν αἰγίδα τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν καὶ ἐπισκόπων καὶ τὸ διδακτικὸ τους προσωπικὸ ποὺ ἀπαρτίζονταν ἀπὸ μοναχούς, ἱερεῖς καὶ μητροπολίτες μὲ σκοπὸ νὰ ἀναστείλει τὴν ἠθικὸ- θρησκευτικὴ ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν καὶ τὸ ἀντίστοιχο φυσικὰ θρησκευτικὸ- χριστιανικὸ ἰδεῶδες, νομίζοντας ὅτι ἔθετε φραγμὸ στὴν διαβρωτικὴ γιὰ τὴν «ἀρχαία ἑλληνικὴ παράδοσι» ἐπιρροὴ τους[21].
Ἐπίσης ἀπομάκρυνε τοὺς χριστιανοὺς ἀπὸ ὑψηλόβαθμες θέσεις ποὺ κατεῖχαν στὴν δημόσια διοίκησι, ἐνῶ προσδοκῶντας νὰ ἐνσπείρει ἔντονες ἔριδες καὶ διχόνοια μεταξὺ τῶν ἀντιμαχομένων χριστιανῶν ἐπισκόπων γιὰ δογματικὰ θέματα, ἀνακάλεσε ὅσους εἶχαν καθαιρεθῆ ἢ ἐξορισθῆ (κυρίως βέβαια ἀρειανούς), ἐκτιμώντας ὅτι θὰ ἀποδυνάμωνε τὴν θεσμικὴ ἐκκλησία. Μὲ καθ’ ὅλα ἐχθρικὴ στάσι ἐναντίον της δήμευσε τὶς περιουσίες τῶν ἐκκλησιῶν, τὰ ἱερὰ σκεύη, ἀκυρώνοντας καὶ ὅλες τὶς φορολογικὲς ἀτέλειες καὶ τὰ ἄλλα εἰδικὰ προνόμια ποὺ εἶχαν παραχωρήσει οἱ προγενέστεροι αὐτοκράτορες [22].
Ὅμως τὰ μηνύματα ἀγάπης, ἡ μετοχὴ τῆς κοινότητας σὲ κοινὴ βιωματική μυστηριακὴ ζωή, ἡ Εὐαγγελία τῆς κοινωνικῆς ἐλευθερίας καὶ ἰσότητας καὶ ἡ ὑπόσχεσι τῆς «Ἀποκεκαλυμμένης Ἀλήθειας» γιὰ τὴν μετὰ θάνατο δικαίωσι πονεμένων καὶ ἀδικουμένων, εὕρισκαν ἰδιαίτερη ἀπήχησι σὲ μεγάλο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ ποὺ εἶχε κουραστεῖ ἀπὸ τὶς «ἀλυτρωτικὲς» παλαιὲς θρησκεῖες. Εἰδικὰ στὸ Ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς αὐτοκρατορίας, ἢ ἐθνικὴ θρησκεία ἂν καὶ παρέμενε ἀκόμη τυπικὰ ἢ ἐπίσημη θρησκεία τῆς αὐτοκρατορίας βρισκόταν πλέον στὴ δύσι της καὶ ἡ χριστιανικὴ πίστι στὴν ἀκμαία ἀνατολὴ της.
Ἡ οὐτοπία καὶ ἡ μὴ πολιτικὴ διορατικότητα γιὰ τὰ «σημεῖα τῶν καιρῶν» ἐκφράστηκε εὔγλωττα ἀπὸ τὸν ἀπέλπιδα χρησμὸ τοῦ μαντείου τῶν Δελφῶν μὲ τὴν γνωστὴ ρῆσι:
"Εἴπατε τῷ βασιλεῖ,
χαμαί πέσε δαίδαλος αὐλά,
οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβαν,
οὐ μάντιδα δάφνην,
οὐ παγάν λαλέονσαν,
ἀπέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ" [23].
Ἔτσι στὰ μέσα τοῦ 4ου αἱ. διαφάνηκε πλέον ἡ μεταστοιχείωσι τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου σὲ χριστιανικὸ καὶ ὁ χριστιανισμὸς σταδιακὰ καὶ οὐσιαστικὰ ἐξαπλώνεται ἀνὰ τὴν ἐπικράτεια, ἢ ὅπως ἀναφέρει ὁ Β. Φειδᾶς μὲ πρωτοβουλία προπάντων τοῦ Κωνσταντίνου ἔγινε «ὑποκατάσταση τῆς κοσμοκεντρικῆς θεωρίας τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς ἀρχαιότητας ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχη θεοκεντρική διδασκαλία τοῦ Χριστιανισμοῦ» [24].
IV. Ἡ ὀκτάμηνη θητεία τοῦ Ἰοβιανοῦ
Μετὰ τὸν αἰφνίδιο θάνατο τοῦ Ἰουλιανοῦ τὸ 363 μ.Χ., τὸ στράτευμα ἀνεκήρυξε αὐτοκράτορα τὸν συμπαθῆ ὀρθόδοξο χριστιανὸ (ἀποδέχονταν τὸ Σύμβολο πίστεως τῆς Νίκαιας) καὶ ἀξιωματοῦχο τοῦ Ἰουλιανοῦ, Ίοβιανό (363-364) Στὴν μόλις ὀκτὼ μηνῶν θητεία του, φάνηκε ἀνίκανος ὡς στρατιωτικὸς ὑπογράφοντας ταπεινωτικὴ συμφωνία μὲ τοὺς Πέρσες, ἐπέδειξε ὅμως ἰδιαίτερη μετριοπάθεια καὶ σύνεσι σὲ ὅτι ἀφορᾶ τὴν θρησκευτικὴ πολιτική. Διεκήρυξε γενικὴ ἀνεξιθρησκία μὲ τὴν κατάργησι τῶν μέτρων ἐναντίον τῶν χριστιανῶν καὶ τῶν ἐκκλησιῶν τους, ἐπαναφέροντας σχεδὸν ὅλα τὰ διατάγματα τοῦ Κωνσταντίνου Ἂ’ τοῦ Χλωροῦ ὑπὲρ τῶν χριστιανῶν καὶ ἐπιτρέποντας ταυτόχρονα καὶ στοὺς ἐθνικοὺς τὴν ἐλεύθερη λατρεία τῶν θεῶν τους, ἐνῶ μὲ διάταγμα ἐπανῆλθαν οἱ ἐξόριστοι χριστιανοὶ στὸν τόπο τους. Πέθανε καὶ αὐτὸς ἀπρόοπτα [25], στὴν Βιθυνία ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολι, πρὶν προλάβει νὰ ἀναγνωρισθῆ ἐπίσημα καὶ ἐγκατασταθῆ σ’ αὐτήν.
Ἀμέσως τὰ στρατεύματα ἀνέδειξαν αὐτοκράτορα ἕναν ἄλλο χριστιανὸ ἀξιωματικὸ τῆς φρουρᾶς τοῦ Ἰουλιανοῦ, ἀπὸ τὴν Παννονία ὀνόματι Βαλεντινιανό [26] (ἢ Ουαλεντινιανό, ὁ ὁποῖος καὶ ὅρισε συναυτοκράτορα τὸν ἀδερφὸ του Βάλη (ἢ Οὐάλη), ἄτομο τελείως ἀκαλλιέργητο καὶ φιλόπλουτο. Μετὰ ἀπὸ συμφωνία μοιράσανε διοικητικὰ τὴν αὐτοκρατορία σὲ Δυτικὸ καὶ Ἀνατολικὸ τμῆμα (μὲ ἑνιαία ὅμως νομοθεσία), λαμβάνονοντας ὁ Βαλεντιανός (364-376) τὸν Δυτικὸ τομέα καὶ ὁ Βάλης (464-378) τὸν Ἀνατολικό, γι’ αὐτὸ καὶ θὰ ἀναφερθοῦμε περισσότερο σὲ αὐτόν.
Πάντως καὶ οἱ δύο, ἀποδεχόμενοι τὸν τίτλο τοῦ pontifex maximus, διατήρησαν σταθερὸ καὶ τὸ θεσμὸ τῆς ἀνεξιθρησκίας, προσπαθώντας νὰ κρατήσουν μιὰ οὐδέτερη στάσι στὰ θρησκευτικὰ θέματα καὶ νὰ δείξουν ἀρχικὰ ἀνοχὴ στὴν εἰδωλολατρία, ἔχοντας ὁ καθένας «τὴν ἐλευθερία νὰ ἀσκεῖ τὴ λατρεία ποὺ ἐπιλέγει κατὰ συνείδησι». Ὁ Βάλης ὅμως, ὅταν κάποιοι ἀκραῖοι ὀπαδοὶ τῆς ἐθνικῆς θρησκείας- μέσω τῆς μαντικῆς, προέβλεψαν (;!)- τὴν πτῶσι του ἀπὸ τὸν θρόνο καὶ τὸν θάνατο του, ἐκεῖνος βρῆκε ἀφορμὴ νὰ στραφῆ, ἀνεξαιρέτως κατὰ τῶν ἐθνικῶν, πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ὁποίους κατεδίκασε, ἐξόρισε καὶ ἐκτέλεσε, ἐνῶ κατέσχεσε ἀπὸ καθαρὴ ἀπληστία τὶς περιουσίες τους μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὑπάρξει καὶ ἔντονη οἰκονομικὴ καὶ κοινωνικὴ ἀναστάτωσι.
Ἀπαγορεύτηκαν ἐπίσης οἱ νυχτερινὲς θυσίες καὶ ἡ μαγεία διότι «προσέβαλαν τὴ δημόσια αἰδὼ καὶ τὴν ἠθική». Τὸ διάταγμα ποὺ ἐπαναδιατύπωσε τὸ 370 κατὰ τῆς μαντείας καὶ τῆς ἀστρολογίας φάνηκε ὡς φυσικὸ ἐπακόλουθο. Ἀντίθετα τὸ ἑπόμενο ἔτος (371) ὁ Βαλεντιανός στὴν Ρώμη, μὲ νόμο ἐπέτρεπε τὴν οἰωνοσκοπία καὶ κάθε πρᾶξι παραδοσιακῆς λατρείας, ὅπως τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια καὶ τὴν γιορτὴ τῶν Παναθηναίων στὴν Ἀθήνα, ἀπαγορεύοντας ὅμως ὁποιαδήποτε μορφὴ μαγείας μὲ τὶς νυχτερινὲς θυσίες.
Ὁ Βάλης, στὴν «Νέα Ρώμη» κυβερνοῦσε μὲ ἔκδηλη φιλοαρειανή συμπεριφορά, προσπαθώντας ἐμμονικά νὰ ἐπιβάλει τὸν ἀρειανισμὸ σὲ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία. Τὸ ἔτος 365 θέσπισε διάταγμα μὲ τὸ ὁποῖο καταδίκασε ὅλους τοὺς μὴ Ἀρειανοὺς ἐπισκόπους ποὺ εἶχε καταδικάσει καὶ ὁ Κωνστάντιος Β' καὶ τελικὰ τὸ ἔτος 369 τοὺς ἐξόρισε. Οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ ἀναχωρητὲς τῆς Αἰγύπτου ὑπέστησαν σκληρὲς διώξεις λόγω τῆς προσήλωσής τους στὸν ἐπίσκοπο τους Ἅγιο Ἀθανάσιο καὶ στὸ Σύμβολο τῆς Νίκαιας.
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς βασιλείας του, βρέθηκε ἀντιμέτωπος καὶ μὲ τὸ Μέγα Βασίλειο μητροπολίτη Καισαρείας, θέλοντας νὰ τὸν «συνετίσει» γιὰ τὶς ὀρθόδοξες θέσεις του καὶ τὸν σθεναρὸ ἀγῶνα του ἐναντίον τοῦ Ἀρειανισμοῦ, μὴ ἀνεχόμενος τὴν μεγάλη ἐπιρροὴ ποὺ ἀσκοῦσε ὁ Μ'. Βασίλειος εὐρύτερα στὸν χριστιανικὸ κόσμο καὶ ὄχι μόνο στὴν ἐπαρχία του. Συγκεκριμένα, ὁ Γρηγόριος Ναζιανζηνός στὸν ἐπιτάφιο λόγο πρὸς τιμὴν τοῦ φίλου του (μγ’ ἐπιτάφιον), περιγράφει τὸ ἐπεισόδιο ποὺ διαδραματίστηκε μεταξὺ τοῦ Μοδέστου, ἐπιτρόπου τοῦ Βάλη, ὁ ὁποῖος εἶχε διαταχθῆ νὰ πείσει τὸν μεγάλο ἱεράρχη, ἄλλοτε μὲ νουθεσίες καὶ ἄλλοτε μὲ ἀπειλὲς ποὺ εἶχαν στόχο τὴν δήμευσι τῆς περιουσίας του, τὸν φόβο τῆς ἐξορίας, τῶν βασανιστηρίων καὶ τοῦ θανάτου, γιὰ νὰ ἀρνηθῆ τὸ σύμβολο τῆς πίστεως τῆς Α’ οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ ἀπάντησι ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸν Ἱεράρχη ἦταν περιληπτικὰ ἡ κάτωθι:
Τίποτε δὲν φοβοῦμαι ἀπ' ὅλα αὐτά, οὔτε τὴν ἁρπαγὴ τῆς περιουσίας μου, γιατὶ δὲν ἔχω, παρὰ λίγα τετριμμένα ροῦχα καὶ μερικὰ βιβλία. Οὔτε τὴν ἐξορία γιατὶ στὸν κόσμο τοῦτο, εἶμαι ξένος καὶ γιὰ λίγο καιρό. Οὔτε τὰ μαρτύρια γιατὶ τὸ ἀδύναμο σῶμα μου δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξει στὸ ἐλάχιστο. Καὶ ὁ θάνατος θὰ μὲ ἑνώσει μὲ τὸ Θεὸ ποὺ εὔχομαι νὰ συμβῆ τὸ γρηγορότερο. Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ εἴμαστε εὐγενεῖς, ἥσυχοι καὶ καλοὶ ὄχι μόνο στὸν αὐτοκράτορα, ἀλλὰ καὶ στὸν τελευταῖο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ὅταν ὅμως πρόκειται γιὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, δὲν φοβόμαστε κανέναν. Ἡ φωτιά, τὸ σπαθί, τὰ θηρία καὶ τὰ νύχια ποὺ καταξεσχίζουν τὶς σάρκες μας, προξενοῦν ἀπόλαυσι καὶ ὄχι τρόμο καὶ φόβο. Νὰ τὰ πείτε αὐτὰ καὶ στὸν αὐτοκράτορα [27] (μγ’ Κεφ.48-51).
Ὕστερα ἀπὸ τὴν δήλωσι αὐτή, ὁ αὐτοκράτορας Βάλης οὐδέποτε ἐνόχλησε ξανὰ τὸ μεγάλο ἱεράρχη, τὸν ὁποῖο θαύμαζαν γιὰ τὸ σθένος του, ὄχι μόνο οἱ χριστιανοὶ ἀλλὰ καὶ οἱ ὀπαδοὶ τῆς ἐθνικῆς θρησκείας. Ἀναγνωρίζεται ὅμως στὸν Βάλη ὅτι τὸ 378 μ.Χ., μὲ διάταγμα του, στὸν ἔπαρχο τῆς Κωνσταντινούπολης Κλέαρχο, ὅριζε τὴν πρόσληψι Ἑλλήνων καὶ Λατίνων καλλιγράφων γιὰ τὴν ἀντιγραφὴ κλασσικῶν κειμένων καθὼς μερίμνησε καὶ γιὰ τὴν συντήρησι καὶ ἐπισκευὴ φθαρμένων τόμων μὲ σκοπὸ τὴν εὔρυθμη λειτουργία τῆς μεγάλης βιβλιοθήκης τῆς Κωνσταντινούπολης, τὴν ὁποία εἶχε ἱδρύσει ὁ Κωνστάντιος. Στὴν μάχη τῆς Ἀδριανούπολης ἐναντίον ἑνωμένων Βησιγότθων, Ὀστρογότθων καὶ Ἀλανῶν στὴν ὁποία τὰ αὐτοκρατορικὰ στρατεύματα ὑπέστησαν συντριπτικὴ ἥττα ὁ Βάλλης σκοτώνεται καὶ ὁ αὐτοκράτορας τῆς Δύσης Γρατιανός ἀναγόρευσε στὸ Σίρμιο αὐτοκράτορα τὸν Θεοδόσιο Ἂ´ ἀναθέτοντας του τὴν εὐθύνη τοῦ Ἀνατολικοῦ τμήματος.
Ἐν τῷ μεταξὺ στὴν Δύσι, ἐπιστρέφοντας στὸν Βαλεντιανό (364-376), ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ ἐπίσημη πρόσληψι τοῦ γιοῦ του Γρατιανοῦ ὡς συνάρχοντα (τὸ 375), ὁ ὁποῖος βέβαια ἦταν αὐτὸς ποὺ οὐσιαστικὰ κυβερνοῦσε τὸ δυτικὸ τμῆμα ἕως τὸ 383 ποὺ δολοφονήθηκε ἀπὸ ὁμάδα στρατιωτῶν, ὅταν κινήθηκε ἐναντίον τοῦ στασιαστοῦ Μαξίμου, τὸν ὁποῖο εἶχαν ἀνακηρύξει αὐτοκράτορα οἱ λεγεῶνες τῆς Βρετανίας. Στὴν θητεία του, σὲ ὅτι ἀφορᾶ τὴν θρησκευτικὴ πολιτικὴ ὁ Γρατιανός – σὲ ἀντίθεσι μὲ τὸν οὐδέτερο Βαλεντιανό- ἔγειρε τὴν πλάστιγγα ὑπὲρ τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ μάλιστα μὲ τὴν πλευρὰ τῶν ὀρθοδόξων καὶ κατὰ τῶν Ἀρειανικῶν, ἀφοῦ τὸ 379 ἐξέδωσε διάταγμα σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο, νόμιμοι χριστιανοὶ θεωροῦνταν μόνο οἱ ὑπέρμαχοι τοῦ Συμβόλου τῆς Νίκαιας.
Ὁ Γρατιανός εἶναι καὶ ὁ πρῶτος αὐτοκράτορας ποὺ ἀποποιεῖται καὶ τὸν ἐθνικὸ θρησκευτικὸ τίτλο τοῦ «pontifex maximus» καὶ μάλιστα στὴν καρδιὰ τῆς ἐθνικῆς θρησκείας στὴν Ρώμη, καταργεῖ δέ, κάθε ἐθνικὸ σύμβολο στὰ νομίσματα, ἐνῶ τὸ ἔτος 382 διατάσσει νὰ ἀφαιρεθῆ τὸ ἄγαλμα καθὼς καὶ ὁ βωμὸς τῆς Νίκης ἀπὸ τὸ βουλευτήριο τῆς συγκλήτου τῆς Ρώμης. Μὲ ἄλλον νόμο καὶ ἀγνοώντας τὶς διαμαρτυρίες τῶν συγκλητικῶν, ἔπληξε τὴν οἰκονομία τῶν ἐθνικῶν ἱερέων καθὼς καὶ τὰ προνόμια τῶν Ἑστιάδων, ἀπαγορεύοντας καὶ τὸ δικαίωμα ὁποιασδήποτε κληρονομικῆς μεταβίβασης τῶν ἐθνικῶν. Ἀφαιρεῖ οὐσιαστικὰ κάθε δικαίωμα ἀσκήσεως τῶν μέχρι πρότινος νόμιμων παροχῶν ποὺ διείπετο ἡ ἐθνικὴ θρησκεία, ἐνισχύοντας παράλληλα τὴν μὲ κάθε τρόπο προώθησι καὶ κυριαρχία τοῦ χριστιανισμοῦ.
Σὲ πολιτικὸ ἐπίπεδο τὸ Δυτικὸ τμῆμα κατατρύχεται ἀπὸ στάσεις, πολιτικὴ ἀστάθεια καὶ ἀπὸ «βαρβαρικὲς» (κυρίως γερμανικὲς) εἰσβολὲς στὰ ρωμαϊκὰ ἐδάφη εὑρισκόμενο διαρκῶς σὲ ἐμπόλεμη κατάστασι. Τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ θέμα μας βρίσκεται στὸ γεγονὸς ὅτι Γρατιανός ἔκανε συναυτοκράτορα τὸν ἱσπανικῆς καταγωγῆς Θεοδόσιο, μὲ σκοπὸ νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Γότθων, ὡς ἱκανώτατος στρατηγὸς ποὺ ἦταν, καὶ ὅπως εἰπώθηκε, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Βάλη τὸ 378, ἀμέσως μετά, ἀναγορεύτηκε αὐτοκράτορας τοῦ Ἀνατολικοῦ τμήματος. Μαζὶ μὲ τὸν Γρατιανό τῆς Ρώμης, μὲ συμφωνία ἀρνοῦνται τὸν ἐθνικὸ τίτλο τοῦ pontifex maximus καὶ ἀκολουθοῦν φιλορθόδοξη πολιτικὴ εἰς βάρος δηλαδὴ τῶν Ἀρειανῶν.
Θεοδόσιος Α’ ὁ Μέγας (379- 395μ.Χ.)
Ἐν ὀλίγοις, ὁ Θεοδόσιος τὸ 380 βαπτίζεται στὴν Θες/κη ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ἀσχόλιο, ὀπαδὸ τῆς Ἂ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ θέτει ὡς πρωταρχικὸ σκοπὸ τῆς βασιλείας του, τὴν δημιουργία μίας μόνο ἐκκλησίας ὑπὸ τὸ Σύμβολο τῆς Νίκαιας. Ἔτσι τὴν ἴδια χρονιὰ ἐκδίδει Διάταγμα, μὲ τὸ ὁποῖο ἀναγνώριζε ὡς μέλη τῆς καθολικῆς[28] ἐκκλησίας, μόνο ὅσους πίστευαν στὴν ἰσοτιμία τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας, ὅπως αὐτὴ μεταδόθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ὑποστήριζε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Στὴν οὐσία θεσμοθετεῖ καὶ ὁρίζει ὡς ἐπίσημη θρησκεία τοῦ κράτους - γιὰ πρώτη φορὰ - τὸ χριστιανισμό. Οἱ αἱρετικοὶ (οἱ τοῦ Ἀρείου κυρίως ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἀπέκλιναν ἀπὸ αὐτὴ τὴν γενικὴ ἀρχὴ: σχισματικοί, ἀνόμοιοι, ὁμοιοούσιοι, Ἀπολλινάριοι κλπ), δὲν εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ συγκεκτρώνονται σὲ δημόσιο ἡ ἰδιωτικὸ λατρευτικὸ χῶρο, οὔτε νὰ τελοῦν θυσίες• οἱ παραβάτες καταδικάζονταν καὶ ὑποχρεούνταν νὰ παραδώσουν τὶς ἐκκλησίες τους στοὺς ὀρθοδόξους.
Τὸ 381μ.Χ, συγκαλεῖ τὴν Β´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολι, ἡ ὁποία καταδικάζει ἐκ νέου τὶς αἱρετικὲς θέσεις τοῦ Ἀρειανισμοῦ, τοῦ Ἀπολλιναρισμοῦ καὶ τὶς ἀπόψεις τοῦ ἐπισκόπου Μακεδόνιου περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (ἀρνοῦνταν τὴ θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θεωρώντας αὐτὸ «κτίσμα καὶ ὄχι Θεό, οὔτε ὁμοούσιο μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό»), ἀποκρυστάλλωσε ἐπίσης τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος μὲ τὴν συμπλήρωσι τῶν Τριαδολογικῶν ἄρθρων τοῦ συμβόλου τῆς πίστεως, συνταχθέντων ἀπὸ τὸν Γρηγόριο Νύσσης καὶ κατ’ ἄλλους ἀπὸ τὸν Γρηγόριο τὸν θεολόγο[29], ἀνέδειξε δέ, τὴν ἐπισκοπικὴ ἕδρα τῆς Κων/πολης στὴ β´ θέσι τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας (ὡς ἡ Νέα Ρώμη) σὲ βάρος τῆς Ἀντιόχειας καὶ τῆς Ἀλεξάνδρειας[30].
Τὴν πατριαρχικὴ ἕδρα Κωνσταντινούπολης ἐκείνη τὴν ἐποχὴ κατεῖχε ὁ Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ὁ θεολόγος, ποὺ εἶχε διαδραματίσει πολὺ σημαντικὸ ρόλο στὴν πρωτεύουσα κατὰ τὰ πρῶτα χρόνια βασιλείας τοῦ Θεοδοσίου Ἄ’, εἰδικὰ σὲ ὅτι ἀφοροῦσε τὴν στάσι του ἔναντι τοῦ Ἀρειανισμοῦ καὶ τῶν ἀρειανοφρόνων μὲ τὴν πληθώρα τῶν συνεχῶν ἐναλλασσομένων ὁμολογιῶν καὶ συμβόλων τῶν Ἀρειανιστῶν (ὅμοιοι, ἀνόμοιοι, ὁμοιοουσιανοί, ὁμοιοσιανοί, δηλ. ἀκραῖοι καὶ μετριοπαθεῖς ἀρειανοὶ ἀνάλογα μὲ τὸ πὼς ἑρμήνευαν τὴν οὐσία τοῦ Υἱοῦ ὡς πρόσωπο σὲ σχέσι μὲ τὸν Πατέρα) προκαλώντας φοβερὴ σύγχυσι πίστεως στὸν χριστιανικὸ κόσμο μὲ ἔριδες, φανατισμὸ καὶ διάσπασι τῆς ἐκκλησίας[31].
Στὴν σύνοδο μερικοὶ ἐπίσκοποι, ἐξ Αἰγύπτου καὶ ἐξ Ἀνατολικοῦ Ἰλλυρικοῦ, καταφέρθηκαν ἐναντίον τοῦ Γρηγορίου τοῦ θεολόγου, ἀμφισβητώντας τὴν νομιμότητα του "ὡς μετατεθεὶς εἰς τὸν θρόνον Κων/λεως", καὶ παρ’ ὅτι ἡ Σύνοδος δὲν ἀπεδέχθη τὶς ἀντιρρήσεις τους, ἀναγνωρίζοντας τον κανονικὸ ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινούπολης, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐσιαστικὸ ρόλο ποὺ εἶχε διαδραματίσει δρομολογώντας τὰ θεολογικὰ θέματα, ἐκεῖνος θιγόμενος καὶ ὡς χαρακτῆρας ἠπίων τόνων καὶ μετριοπαθὴς προτίμησε νὰ ἀφήσει τὴν τιμητικὴ ἕδρα τοῦ Πατριάρχου καὶ τὴν προεδρία τῆς Συνόδου, ἀποσυρόμενος σὲ ἡσυχαστήριο. Πρόεδρος τῆς Συνόδου ἐξελέγη ὁ κατηχούμενος ἀκόμη Νεκτάριος καὶ ἀφοῦ σὲ «σύνοπτον χρόνον» βαπτίσθηκε, χειροτονήθηκε «ἀθρόον» (διαδοχικὴ χειροτονία σὲ ὅλους τοὺς βαθμοὺς τῆς ἱερωσύνης ἀνὰ μία ἡμέρα), ἄσκησε τὴν προεδρία τῆς Συνόδου ὡς φίλα προσκείμενος στὸν αὐτοκράτορα.
Ὁ Θεοδόσιος, κατὰ τὸν Ἀλεξάντερ Βασίλιεφ, προσηλωμένος ὁ ἴδιος στὰ δόγματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, θεωρεῖ πὼς κατέχει τὸ ἀξίωμα τοῦ «ἐλέω Θεοῦ, τῶν πάντων ἡγέτης» καὶ ἐξ ὁρισμοῦ ἔχει τὴν δικαιοδοσία νὰ εἶναι ὁ μοναδικὸς ρυθμιστὴς τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων τῆς Αὐτοκρατορίας. Μὲ τὴν θεώρησι του ἀντέδρασε ἔντονα ὁ Ἀμβρόσιος, Ἐπίσκοπος Μεδιολάνων (Μιλάνου), ὁ ὁποῖος διακηρύσσει τὴν ἀνεξαρτησία τῆς Ἐκκλησίας, τὴν αὐτόβουλη πορεία της καὶ τὴν δραστηριότητα της ἐντελῶς ἔξω ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ὑποταγῆς στὴν κρατικὴ ἐξουσία. Τὸ 390 μ.Χ., μὲ ἀφορμὴ μάλιστα τὴν βάρβαρη σφαγὴ 7.000 κατοίκων τῆς Θες/κης στὸν Ἱππόδρομο, ὡς ἀντίποινα ἐξ αἰτίας τῶν φόνων κάποιων γερμανῶν στρατιωτῶν τῆς γοτθικῆς φρουρᾶς ποὺ εἶχε ἐνσωματωθῆ στὴν κρατικὴ διοίκησι, ὁ Ἀμβρόσιος τὸν ἀφόρισε καὶ τὸν ὑποχρέωσε σὲ δημόσια συγγνώμη•[32] πολλοὶ μάλιστα ἐκτιμοῦν πὼς ἡ θρησκευτικὴ πολιτικὴ τοῦ Θεοδοσίου, εἰδικὰ στὴν Δύσι, ἦταν ἐπηρεασμένη καὶ ἀπὸ τὴν ἐν γένει στάσι τοῦ Ἀμβροσίου
Πάντως ἀπὸ τὸ ἔτος αὐτὸ καὶ ὕστερα ὁ Θεοδόσιος σκλήρυνε καθ’ ὑπερβολὴ τὰ μέτρα ἐναντίον τῶν ἐθνικῶν τὰ ὁποία σὺν τῷ χρόνω φαινόταν καὶ ἄκαμπτα καὶ μισαλλόδοξα [33]. Τὸ 391μ.Χ. ἀπαγόρευσε ὄχι μόνο κάθε μορφὴ λατρευτικῆς θυσίας καὶ τῆς λατρείας τῶν ἀγαλμάτων, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τὴν εἴσοδο στοὺς ἐθνικοὺς ναούς, ὅταν ἰσόχρονα αὔξανε τὰ προνόμια τῶν χριστιανῶν ἐπισκόπων καὶ ἱερέων. Τότε ἔκλεισαν πολλοὶ ναοὶ τῶν ἐθνικῶν καὶ ἦταν ἡ ἀπαρχὴ τῆς περιόδου τῶν διωγμῶν κατὰ τῶν ὀπαδῶν τῆς ἐθνικῆς θρησκείας καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ πιστοὶ ἔνθερμοι σὲ μεμονωμένες ὁμάδες κατὰ τόπους καὶ ἐπαρχίες, καθὼς καὶ ἀξιωματοῦχοι μὲ ὑπερβάλλοντα ζῆλο (ὅπως ὁ θρησκόληπτος ἔπαρχος τῶν πραιτωρίων τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἔμπιστος τοῦ Θεοδοσίου, ὁ Ἱσπανὸς στρατηγὸς ὀνόματι Ματέρνος Κυνήγιος) προξένησαν ἐκτεταμένες καταστροφὲς σὲ ναοὺς ἀνὰ τὴν ἐπικράτεια, μὲ χαρακτηριστικὴ περίπτωσι τὴν κατεδάφισι τοῦ μεγαλοπρεποῦς ναοῦ τοῦ Σεράπιδος στὴν Ἀλεξάνδρεια μὲ τὴν μεγάλη βιβλιοθήκη του, μὲ τραγικὲς πολιτιστικὲς συνέπειες. Ἦταν ἕνα μεγαλοπρεπὲς μνημεῖο γνωστὸ ὡς Σεράπειο, ἀφιερωμένο στὴν ἑλληνιστικὴ θεότητα τοῦ Σεράπιδος [34] ἡ λατρεία τοῦ ὁποίου εἶχε καθιερωθῆ κατὰ τοὺς ἑλληνιστικοὺς χρόνους ἀπὸ τὸν Πτολεμαῖο Α΄ τὸν Σωτήρα.
Τότε μερικοὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι τῶν ἐθνικῶν, ὅπως ὁ Εὐτόλμιος Τατιανός καὶ ὁ Λιβάνιος στὸ ἔργο τοῦ «Ὑπὲρ τῶν ἱερῶν» ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ τονίσει τὴν ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη σεβασμοῦ τοὐλάχιστον τῶν ἱερῶν αὐτῶν ὡς ἱστορικῶν μνημείων[35], πράγμα ποὺ ὁ Θεοδόσιος τὸ «κατενόησε» καὶ ἀπαγόρευσε σὲ φανατικοὺς μοναχούς… τῆς Αἰγύπτου, ποὺ πρωτοστατοῦσαν σὲ πράξεις βανδαλισμοῦ, νὰ εἰσέρχονται στὶς πόλεις. Στὴν οὐσία ὅμως καὶ αὐτὸ ἐμμέσως ἀνακλήθηκε τὴν ἑπόμενη χρονιὰ (τὸ 392μ.Χ.) ὅταν ἀπαγόρευσε στοὺς ἐθνικοὺς κάθε θρησκευτικὴ ἐκδήλωσι τῆς «εἰδωλολατρικῆς δεισιδαιμονίας», ὁρίζοντας μάλιστα τὴν ποινὴ τοῦ θανάτου γιὰ ὅποιον προσφέρει αἱματηρὴ θυσία καὶ ἐπιβολὴ προστίμου ἢ τὴν ποινὴ κατάσχεσης περιουσίας γιὰ ὅποιον τελεῖ πρᾶξι οἰκιακῆς λατρείας [36]. Ἀντίστοιχες ἐπίσης ἀκραῖες ποινὲς ἐπιβάλλονταν καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ ἀρνοῦνταν τὸν (ὀρθόδοξο)Χριστιανισμό (σὲ αἱρετικούς, σχισματικούς, - τοὺς ἀπαγόρευσε άκόμη καὶ τὴν χειροτονία ἐπισκόπων καὶ ἱερέων τους- σὲ γνωστικιστές, ὅπως στοὺς Μανιχαίους [37]) σὲ μία γενικευμένη ἐπιθετικὴ πολιτικὴ ὑπονόμευσης κάθε παραδοσιακῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκευτικῆς δομῆς καὶ λατρευτικῆς ἔκφρασης.
Τότε – στὸ πνεῦμα αὐτῶν τῶν διαταγμάτων καὶ χωρὶς νὰ ἐκδοθῆ κάποιο ἐπὶ τούτου - πιστεύεται ὅτι καταργήθηκαν καὶ οἱ Ὀλυμπιακοὶ Ἀγῶνες, ἀφοῦ οἱ τελευταῖοι πραγματοποιήθηκαν τὸ 393 μ.Χ.
Ὁ Θεοδόσιος ὡς αὐτοκράτορας μὲ ἰσχυρὸ χαρακτήρα, προσπάθησε νὰ ἐπιτύχει τὸν βασικὸ στόχο ποὺ εἶχε θέσει στὴν θρησκευτικὴ του πολιτικὴ: τὴν θρησκευτικὴ ἑνότητα τῆς αὐτοκρατορίας μὲ τὴν κυριαρχία τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος καὶ ἔναντι τῶν αἱρέσεων καὶ ἔναντι τῆς ἐθνικῆς θρησκείας. Ἡ ἔλλειψι ὅμως καλλιέργειας, ἡ θρησκοληψία του καὶ ὁ φανατισμός, τὸν ἐκθέτουν στὸ νὰ μὴ ἀντιλαμβάνεται τὴν σημασία καὶ τὸ νόημα τῆς κλασσικῆς παιδείας καὶ τὸ βάθος τοῦ παραδοσιακοῦ πολιτισμοῦ, ἐνῶ ἡ ἐγωιστικὴ καὶ πολλὲς φορὲς ἄκαμπτη συμπεριφορὰ του, τὸν παρέσυραν σὲ λάθος ἐπιλογὲς καὶ βίαιες συμπεριφορές.
Ἔτσι ἠθελημένα ἢ ἀνεπίγνωστα «ἔπληξε καίρια τὸν ἑλληνιστικὸ πολιτισμὸ ποὺ ἀκόμη ἀνθοῦσε στὶς πόλεις τῆς Ἀνατολῆς. Ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον αὐτοκράτορα πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὑπεύθυνος γιὰ τὴν καταστροφὴ ἀρχαίων ἔργων τέχνης καὶ τὸν μαρασμὸ τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ»[38], μὲ τὸν ξεπεσμὸ τῆς φιλοσοφικῆς Σχολῆς τῶν Ἀθηνῶν, στὴν ὁποία εἶχαν φοιτήσει ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἐθνικοὶ καὶ χριστιανοί. Βέβαια τὸ τελικὸ τυπικό χτύπημα θὰ τὸ δώσει ὁ Ἰουστινιανὸς τὸ 529 μ.Χ., ἐπειδὴ εἶχε περιπέσει σὲ παρακμὴ καὶ ὑποβαθμιστεῖ σὲ πλήρη ἀνυποληψία. Οἱ συγγραφεῖς ἐκκλησιαστικῶν ἱστοριῶν τοῦ 5οὐ αἰώνα τοῦ ἔδωσαν τὴν ἐπωνυμία «Μέγας» γιατὶ μὲ τὴν νομοθεσία καὶ τὶς πράξεις τοῦ ἐξασφάλισε τὸν τελειωτικὸ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀντίθετα οἱ ἐθνικοὶ ἱστορικοὶ συγγραφεῖς τὸν «περιλούζουν» μὲ ἀποτροπιασμὸ ὡς τρυφηλό, ἄξεστο καὶ ἀνίκανο νὰ ἀντιληφθῆ (καὶ ὡς μὴ ἔχων Ἑλληνικὴ καταγωγὴ καὶ παιδεία ) τὴν ἀξία τοῦ ἀρχαίου πολιτισμοῦ, τῆς τέχνης, τῶν γραμμάτων, τῆς φιλοσοφίας καὶ τοῦ τρόπου βίωσής τοῦ.[39].
Συνεχίζεται….
Σημειώσεις
1. Λεβενιώτης Γεώργιος, Βυζαντινή Ιστορία (324-1081), Ενότητα 3: Από την παλαιά στη δεύτερη Ρώμη (= Κωνσταντινούπολη), σελ. 59
- «Ο Ευσέβιος Καισαρείας υπήρξε ο κυριότερος θεωρητικός εκφραστής της μετάβασης, από τον πολυθεϊστικό ειδωλολατρισμό στην αρχή τους ενός θεού. Η θεωρία του αποτελεί ένα είδος συνδετικού στοιχείου, στην προσπάθεια του εκχριστιανισμού της ελληνιστικής παράδοσης περί της βασιλείας. Συγκεκριμένα, ο Ευσέβιος γράφει: Ὅπως ἀκριβῶς ὑπάρχει ένας Θεὸς καὶ ὄχι δύο ἤ τρεῖς ἤ περισσότεροι, ἐπιβάλλεται να ὑπάρχει ἔνας ἡγεμόνας ἐπὶ τῆς γῆς. Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία σύμφωνα με τον Ευσέβιο, υπάρχει για να διευκολύνει τη γρήγορη εξάπλωση του Ευαγγελίου στα Έθνη. Ο Ευσέβιος εξαίρει τη συμβολή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, διότι αυτός ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας που κήρυξε την κυριαρχία του Θεού, ο αυτοκράτορας γίνεται ύπαρχος του Θεού και έτσι η βυζαντινή απολυταρχία αποκτά θείο κύρος» ΙΩΑΝΝΑ Α. ΚΑΤΩΠΟΔΗ, ΗΑΝΤΙΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΕΩΣ ΤΟΝ ΜΑΥΡΙΚΙΟ (306-602), ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010, σελ.12
3. Ευσέβιος Καισαρείας, Βίος Κωνσταντίνου, 4, 91 κέξ
4. Σημαντηράκη Χαράλαμπου Ραδάμανθυ, «ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ: Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΝΕΟΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ, σελ.76
5. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος (295-373μ.Χ), θεωρεῖται ἡ ἰσχυρότερη προσωπικότητα τῆς ἐποχῆς. Ἡ Ἐκκλησία τὸν προσονόμασε «Μέγαν» γιὰ τὴν ξεχωριστὴ ἀρετὴ του, τὸν ἀδαμάντινο χαρακτῆρα καὶ τοὺς σθεναροὺς ἀγῶνες ποὺ διεξήγαγε πρὸς ἀντιμετώπισι τῆς αἵρεσης τοῦ Ἀρείου. Ὑπῆρξε μεγάλη ἱστορικὴ μορφή, σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς πλέον σημαντικὲς περιόδους (4ὃς αἰῶνας), κατά τὴν ὁποία διαδραματίζονταν κοσμοϊστορικὲς ἀλλαγές. Ἀσκοῦσε συχνὰ σκληρὴ κριτικὴ καὶ γιὰ τὴν ἀνάμειξι τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου στὰ ἐσωτερικὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ἕνας χαρακτηριστικὸς λόγος ποὺ εἶχε ἐκφωνήσει ἦταν «Μὴ τίθειν σεαυτόν εἰς τὰ ἐκκλησιαστικά, μηδὲ σὺ περὶ τούτων ἡμῖν παρεκελεύου, ἀλλὰ μᾶλλον παρ' ἡμῶν σὺ μάνθανε ταῦτα. Καί, ὥσπερ ὁ τὴν σήν ἀρχὴν ὑποκλέπτων ἀντιλέγει τὸ δεξαμένῳ Θεῷ, οὕτω φοβήθητι μὴ καὶ σὺ τὰ τῆς Ἐκκλησίας εἰς αὐτὸν ἑλκῶν ὑπεύθυνος ἐγκλήματι μεγάλῳ γένη» Μετφ. "Μὴ παρεμβαίνεις στὰ Ἐκκλησιαστικὰ (μας), οὔτε νὰ μᾶς συμβουλεύεις γι' αὐτά, ἀλλὰ ἐσὺ νὰ τὰ μαθαίνεις αὐτὰ ἀπὸ μᾶς. Καὶ , ὅπως ἀκριβῶς αὐτὸς ποὺ ἀφαιρεῖ μέρος τῆς ἐξουσίας σου εἶναι ἀντίθετο μὲ αὐτὸ ποὺ ἀποδέχεται ὁ θεός, ἔτσι καὶ σὺ ἂς φοβηθῆς, μήπως τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἐκκλησία σὲ παρασύρουν καὶ ἐνοχοποιηθῆς γιὰ μεγάλο λάθος". Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ἐπίσης, εἶναι στὸν κατάλογο τῶν 33τριών πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς τέσσερις «Μεγάλους»: Βασίλειος, Φώτιος, καὶ Ἀντώνιος. Στὴν 39ἡ δέ, Ἑορταστικὴ Ἐπιστολὴ του, τὸ 367 μ.Χ., ὁ Ἀθανάσιος ἀπαριθμεῖ τὰ 27 βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, γεγονὸς ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀρχαιότερη σωζόμενη ἐμφάνισι τοῦ "Κανόνα" μὲ τὴν μορφὴ ποὺ ἔχει μέχρι καὶ σήμερα.
6. «…υπήρξε μία διάταξη του Μ. Κωνσταντίνου, με την οποία καθιερώθηκε η διάκριση της μαγείας σε "καλή” και σε "κακή” (συνδεόμενη η «κακή» με χορήγησι δηλητηρίων για να προξενήσει σε κάποιον τον θάνατο) - μια διάκριση που έχει επιβιώσει μέχρι τις μέρες μας, με άλλη όμως ορολογία. Σήμερα γίνεται λόγος για “λευκή" και για “μαύρη” μαγεία….» ΣΠΥΡΟΣ ΤΡΩΙΑΝΟΣ, ΜΑΓΕΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΛΟΣ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΡΩΜΗ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ, 71,5, Βλ. και Αφροδίτη Καμάρα, Η αντιπαγανιστική νομοθεσία της Ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέσα από τους Κώδικες, Περί των Εθνικών, των θυσιών και την ειδωλολατρικών ιερών, για την κατάργησι θυσιών και μορφών μαγείας «με την ποινή που του ταιριάζει» (θάνατος με αποκεφαλισμό) (XVI, 10,1)
7. Εἶναι γνωστὸ ὅτι Ωριγένης (185 μ.Χ. - 254) ἔζησε μιὰ ζωὴ ἄκαμπτου ἀσκητισμοῦ, τέτοια ποὺ ἡ φλογερὴ πίστι καὶ ἡ πεποίθησι του γιὰ τὴν ἀξία τῆς ἀπόλυτης ἄσκησης τὸν «προέτρεψε» νὰ ἀκολουθήσει κατὰ τὸ «γράμμα» τὴν ἀναφορὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σχετικὰ μὲ τὴν ἀγαμία ὡς χάρισμα… καὶ αὐτοευνουχίστηκε: «εἰσί γὰρ εὐνοῦχοι οἵτινες ἐκ κοιλίας μητρὸς ἐγεννήθησαν οὕτω (ἄρα ἐκ γενετῆς ἀνίκανοι γιὰ γάμο). καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνουχίσθησαν ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων (ὁμοίως, κατ’ ἀνάγκη ἀνίκανοι), καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς (αὐτοπροαίρετη ἄρνησι τοῦ γάμου καὶ αὐστηρὴ ἐγκράτεια καὶ παρθενία κατὰ τῆς ἐμφύτου ὁρμῆς) διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω.» (Ματθαίος 19:12). «Ἐν τούτοις, ὁ ἴδιος ὁ ’Ωριγένης ἀπέκρουε τὴν ἰδέα τῆς ἐπιβολῆς τῆς ἀγαμίας ὡς γενικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κανόνα, καίτοι τόνιζε τὴν ἐξαιρετικὴ θέση τῶν παρθένων (ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν). Τοὺς κατέτασσε ἀμέσως μετὰ τοὺς μάρτυρες, ὑπὸ τὴν προϋπόθεση ὅμως τῆς μὴ ἐκπτώσεως τους στὴν ὑπερηφάνεια ἢ τὴν αλαζονεία… Ὁ εὐνουχισμὸς ὅμως ὡς μέσο ἐγκράτειας καταδικάσθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἐνῶ ἀπαγορεύθηκε ἡ εἴσοδος εὐνούχων στὸν κλῆρο (κανών'. 1ος τῆς Ἂ' Οἰκουμενικῆς συνόδου. καὶ 21, 22, 23 καὶ 24 Ἀποστολικοὶ κανόνες κ.ά.).» Βλ. Φειδᾶς, ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ἡ', ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΚΑΙ Ὁ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ, 2.Πνευματικός βίος καὶ ἀσκητικὲς τάσεις, σελ.316-317
8. Ευσβ. Καις. Βίος Κωνσταντίνου, 4, 61 κέξ.
9. ΒΛΑΣΙΟΣ ΙΩ .ΦΕΙΔΑΣ, ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΒΙΟΣ-ΘΕΣΜΟΙ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ-ΕΚΚΛΗΣΙΑ-ΠΑΙΔΕΙΑ-ΤΕΧΝΗ, Δ’ έκδ., ΑΘΗΝΑΙ 1997, σελ.46
- Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου δημιουργήθηκαν νέες δογματικὲς διαμάχες μεταξὺ ἀρειανῶν καὶ ὀρθοδόξων καὶ ὁ Κωνστάντιος μὲ τὸ Ρωμαϊκὸ ἀξίωμα τοῦ Ὕπατου Ἀρχιερέα (Pontifex maximuς), ὡς φανατικὸς Ἀρειανικός προξενοῦσε, μετέχοντας ἢ ὑιοθετώντας μεροληπτικῶς καὶ ἀναφανδὸν (ἀπροκάλυπτα) τὶς ἀποφάσεις Συνόδων ὑπὲρ τοῦ Ἀρειανισμοῦ, οἱ ὁποῖες συνέβαιναν σχεδὸν ἀνὰ ἔτος ἢ ἀνὰ διετία προξενώντας μεγάλη ἀναταραχὴ σὲ ὅλη τὴν ἐπικράτεια: τῆς Ἀρελάτης Ν'. Γαλλίας (353), τῶν Μεδιολάνων Ἰταλίας (355), τοῦ Μπεζιέ Ν'. Γαλλίας (357), τοῦ Σιρμίου Παννονίας τῆς Σερβίας(357), τοῦ Ρίμινι Ἰταλίας (359), τῆς Σελευκείας Παμφυλίας Ν'. Μικρᾶς Ἀσίας, τῆς Ἰσαυρίας Ν'. Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ (360). Ἡ τελευταία ἀναγνώρισε καὶ ἀποδέχθηκε τὶς ἀποφάσεις τῶν συνόδων τοῦ Ρίμινι καὶ τῆς Σελευκείας, οἱ ὁποῖες ἀκύρωναν τὰ ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Ὁ αὐτοκράτορας μάλιστα, ἀφοῦ ἀπαγόρευσε ἐπίσης ρητά τὴν ὁποιαδήποτε ἀναφορὰ τῶν ὅρων: "οὐσία" καὶ "ὑπόστασις", ἐδίωξε ὅλους τοὺς ὑποστηρικτὲς τοῦ «Συμβόλου τῆς Νικαίας», καθὼς καὶ τοὺς ἐπισκόπους ποὺ διατηροῦσαν ἀντίθετη ἄποψι μέαὐτὸν. ΙΩΑΝΝΑ Α. ΚΑΤΩΠΟΔΗ, ΗΑΝΤΙΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΕΩΣ ΤΟΝ ΜΑΥΡΙΚΙΟ (306-602), ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010, σελ.35-36
11. Ἡ Σύνοδος ὀνομάστηκε ἔτσι ἐπειδὴ τὸ 341μ.Χ συνεκλήθη μὲ τὴν εὐκαιρία τῶν ἐγκαινίων τῆς μεγάλης Βασιλικῆς, ποὺ εἶχε θεμελιώσει ὁ Μ'. Κωνσταντίνος στὴν Ἀντιόχεια καὶ ὁλοκληρώθηκε τὴν χρονολογία αὐτὴ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ Κωνστάντιου. Ἡ σύνοδος Ἀντιοχείας πραγματοποιήθηκε στὶς 6 ’Ἰανουαρίου τοῦ 341. Εἶχαν κληθῆ ἐπίσκοποι ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τοῦ Ἀνατολικοῦ κράτους, παρέστησαν δὲ 97 καὶ ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος, ποὺ τότε βρισκόταν στὴν Ἀντιόχεια γιὰ τὴν ἀντιμετώπισι τῶν Περσῶν, ὑποστηρίζοντας φυσικὰ μὲ κάθε τρόπο τοὺς ἀρειανούς. Προήδρευσε μᾶλλον ὁ ’Ἀντιοχείας Πλακέντιος (334-341), ἀλλὰ ο ἰθύνων νοῦς ἦταν ὁ τοῦ Ἀρείου Εύσέβιος Νικομηδείας. Στυλ. Παπαδόπουλος, ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Α’, ΣΥΝΟΔΟΙ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ (341) ΚΑΙ ΡΩΜΗΣ (341) http://alavastron.blogspot.com
12. «… καὶ ἐξωθῆσαι ἐκκλησίας τὸν Παῦλον. Ὃς καταλαβών τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὅλην διετάραξε, βιαζόμενος ἐκβαλεῖν τὸν ἐπίσκοπον. Στάσις εὐθύς ἐκ τοῦ δήμου παρηκολούθει, καὶ ἕτοιμοι ἦσαν ἀμύνεσθαι», Σωκράτους, Εκκλησιαστική Ιστορία, ΙΒ’, ΙΓ’ , ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ, 1901,σελ... 111-112
- «Ἐπιθυμοῦμε νὰ κλείσουν ἀμέσως ὅλοι οἱ ναοὶ σὲ ὅλους τοὺς τόπους καὶ σὲ ὅλες τὶς πόλεις καὶ νὰ ἀπαγορευθεῖ ἡ εἴσοδος σὲ αὐτούς, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν ἔχουν τὴ δυνατότητα οἱ ἀπολωλότες νὰ διαπράξουν ἁμαρτία. Θέλουμε ἐπίσης νὰ ἀπέχουν ὅλοι ἀπὸ τὶς θυσίες. Ἂν ὅμως τύχει καὶ κάποιος διαπράξει τὸ ἀδίκημα, θὰ τιμωρηθεῖ μὲ ἀποκεφαλισμό. Διατάσσουμε ὅτι ἡ περιουσία ὅποιου τιμωρηθεῖ κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ περιέλθει στὸ αὐτοκρατορικὸ ταμεῖο. Ἡ ἴδια τιμωρία θὰ ἐπιβληθεῖ καὶ στοὺς διοικητὲς τῶν ἐπαρχιῶν, ἂν ἀμελήσουν νὰ τιμωρήσουν τέτοια εγκλήματα…», Θεοδ.κώδιξ;16.10.4 καὶ 16.10.2.«Ἂς σταματήσει ἡ ψευδής πίστη κι' ἂς καταργηθεῖ ἡ τρέλα τῶν θυσιῶν. Γιατὶ ἂν κάποιος, παραβιάζοντας τὸ νόμο τοῦ Θείου Αὐτοκράτορα, τοῦ πατέρα μας, καὶ τὴν ἐντολὴ τῆς Εὐσπλαχνίας μας, τολμήσει νὰ τελέσει θυσίες, θὰ τιμωρηθεῖ πάραυτα μὲ τὴν ἐπιβολὴ τῆς ποινῆς ποὺ τοῦ ταιριάζει.»16.10.1,2.3.4.5.6. ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΚΑΜΑΡΑ, Η ΑΝΤΙΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΗΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑ-ΤΟΡΙΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΩΔΙΚΕΣ (Εισαγωγή – Μετάφραση), Εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα 2003,σελ.51και εξής
14. «Ἂν καὶ ὅλες οἱ προλήψεις θὰ πρέπει νὰ ἔχουν ξερριζωθεῖ, ἐπιθυμία μας εἶναι οἱ ναοὶ ποὺ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλης νὰ παραμείνουν ἀκέραιοι καὶ ἀλώβητοι. Γιατί, καθὼς κάποια ἀθλητικὰ παιχνίδια ἢ θεάματα τοῦ ἱπποδρόμου ἢ ἄλλοι ἀγῶνες ἕλκουν τὴν καταγωγὴ ἀπὸ τοὺς ναούς, δὲν ἁρμόζει νὰ τοὺς καταστρέφουμε, ἀφοῦ σὲ αὐτοὺς ὀφείλεται ἡ τέλεση ἑορτῶν ποὺ διασκεδάζουν τὸ λαό τῆς Ρώμης.» Θεοδ.κώδιξ:16.10.3, ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΚΑΜΑΡΑ , σελ.51-52 , και ΒΛΑΣΙΟΣ ΙΩ .ΦΕΙΔΑΣ, ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α’, σελ.337
15. Μορφὴ σημερινοῦ φιλολόγου, ὁ ὁποῖος δίδασκε τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα, ποίησι, ἐκφραστικὰ μέσα , μυθολογία, ἱστορία καὶ ἑρμηνεία τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν τοῦ ἀρχαίου πολιτισμοῦ. Ὁ ρόλος του, μὲ σημερινὰ κριτήρια, ἀφοροῦσε προπάντων μάθησι τῆς Μέσης παιδείας.
16. Ἦταν ἕνα ποτὸ μὲ μεῖξι ἀπὸ κριθάλευρο, τυρί, κρασὶ καὶ μέλι. Τὸ ἔπιναν οἱ μύστες στὸ ἀποκορύφωμα τῶν Μυστηρίων γιὰ νὰ σπάσουν τὴν ἱερὴ ἀποχὴ ἀπὸ τὸ φαγητὸ καὶ τὸ ποτό. www.alfavita.gr
17. Κωνσταντίνος Τσοπάνης , Οι μυήσεις του αυτοκράτορα Ιουλιανού, Archive, 6, 12–25 (2010),
18. Iωάννης Κ. Τσέντος, Ιουλιανός o Παραβάτης: Παραβάτης του Χριστιανισμού, Παραβάτης του Ελληνισμού (Α-Β’)
19. Τὸ «Ταυροβόλιον» ἦταν αἱματηρὴ θυσία μὲ ἀποτρόπαιη τελετουργία ποὺ περιλάμβανε τὴ σφαγὴ ἑνὸς ταύρου πάνω σὲ μιὰ ἐξέδρα, ἡ ὁποία ἦταν ἔτσι κατασκευασμένη ὥστε νὰ ἐπιτρέπει τὸ αἷμα τοῦ σφαγμένου ζώου νὰ περιλούζει τὸν πιστό, ὁ ὁποῖος περίμενε ἀνυπόμονα ἀπὸ κάτω, καὶ νὰ μπαίνει ἀκόμη καὶ στὸ στόμα του». Μ'. Ανάστος, Συντριβὴ τῆς εἰδωλολατρίας καὶ ἐπιστροφὴ στὸν Χριστιανισμό, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ζ', Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1978, σ. 345.
20. ΙΩΑΝΝΑ Α. ΚΑΤΩΠΟΔΗ, σελ.38
- ΓΕΡΟΥΛΙΔΟΥ ΔΕΣΠΟΙΝΑ-ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ, Περί Γλώσσας και Παιδείας: Η αντίδραση του Γρηγορίου Ναζιανζηνού στην εκπαιδευτική πολιτική του αυτοκράτορα Ιουλιανού, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2017, σελ.17
22. Μίλτων Ανάστος, Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ «ΕΘΝΙΚΩΝ» ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ…,Η αποστασία του Ιουλιανού, Τόμ. Ζ’ σελ. 340-41
23. «Πείτε στὸν βασιλιᾶ, ὅτι στὸ χῶμα κείτεται ὁ περίτεχνος (περίκαλλος) Ναὸς (τὸ θρήσκευμα τῶν Ὀλυμπίων θεῶν), ὁ Φοῖβος δὲν ἔχει πλέον κατοικία, οὔτε δάφνη μαντική, οὔτε πηγὴ ὁμιλοῦσα προφητικά, καὶ τὸ νερὸ ποὺ προφήτευε στέρεψε.»
24. ΒΛΑΣΙΟΣ ΙΩ .ΦΕΙΔΑΣ, ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α’, 1.Ή μεταστροφή τού Μ. Κωνσταντίνου, σελ.320
25. «πιθανόν η υπερβολική του ροπή στο φαγητό και το ποτό … και η άκρατη φαγοποσία της προηγούμενης βραδιάς του προκάλεσε αποπληξία, ενώ οι αναθυμιάσεις της θερμάστρας που βρέθηκε στην σκηνή του, φαίνεται να επέσπευσαν το μοιραίο» Πολύμνια Αθανασιάδη-Fowden ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΩΜΑΪΚΗ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (324-642), ΙΟΥΒΙΑΝΟΣ, Τόμ. Ζ’ σελ.68
26. Ο Βαλεντιανός ήταν αξιωματικός της φρουράς του Ιουλιανού. Όταν προέβη σε εκκαθαρίσεις του στρατεύματος από τους χριστιανούς, ο Βαλεντιανός προτίμησε να απαρνηθεί τη θέση και το αξίωμά του, από το να ασπαστεί τη θρησκεία των εθνικών. Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός επιδοκιμάζοντας το σθένος του, τον κράτησε στο στράτευμα. Πολύμνια Αθανασιάδη-Fowden Ι.Ε.Ε.,ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΩΜΑΪΚΗ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (324-642), ΒΑΛΕΝΤΙΑΝΟΣ, Τόμ. Ζ’ σελ.68
- TLG, Gregorius Nazianzenus Theol., Funebris oratio in laudem Basilii Magni Caesareae in Cappadocia episcopi (orat. 43) Chapter 48-51: Ένα μέρος του: κεφ.49. Τότε δὴ κινηθέντα τὸν ὕπαρχον (Μόδεστον) ζέσαι τε πλέον τῷ θυμῷ καὶ τῆς καθέδρας ἐξαναστῆναι καὶ τραχυτέροις πρὸς αὐτὸν χρήσασθαι λόγοις. Μδ. Τί δαί; Οὐ φοβεῖ τὴν ἐξουσίαν; φησί. Β. Μὴ τί γένηται, μὴ δὲ τί πάθω; Μδ. Μή τι τῶν πολλῶν ἑν ἃ τῆς ἐμῆς δυναστείας ἐστίν. Β. Τίνα ταῦτα; γνωριζέσθω γὰρ ἡμῖν. Μδ. Δήμευσιν, ἐξορίαν, βασάνους, θάνατον. Β. Εἴ τι ἄλλο, φησίν, ἀπείλει· τούτων γὰρ οὐδὲν ἡμῶν ἅπτεται. Μδ. Καὶ τὸν εἰπεῖν· Πῶς καὶ τίνα τρόπον; Β. Ὅτι τοι, ἔφη, δημεύσει μὲν οὐχ ἁλωτὸς ὁ μηδὲν ἔχων, πλὴν εἰ τούτων χρῄζεις τῶν τρυχίνων μου ῥακίων καὶ βιβλίων ὀλίγων, ἐν οἷς ὁ πᾶς ἐμοὶ βίος· ἐξορίαν δὲ οὐ γινώσκω, ὁ μηδενὶ τόπῳ περιγραπτὸς καὶ μήτε ταύτην ἔχων ἐμὴν ἣν οἰκῶ νῦν, καὶ πᾶσαν ἐμὴν εἰς ἣν ἂν ῥιφῶ· μᾶλλον δὲ τοῦ Θεοῦ πᾶσαν, οὗ πάροικος ἐγὼ καὶ παρεπίδημος· αἱ βάσανοι δὲ τί ἂν λάβοιεν, οὐκ ὄντος σώματος; Πλὴν εἰ τὴν πρώτην λέγοις πληγήν, ταύτης γὰρ σὺ μόνης κύριος· ὁ δὲ θάνατος εὐεργέτης, καὶ γὰρ θᾶττον πέμψει με πρὸς Θεόν, ᾧ ζῶ καὶ πολιτεύομαι καὶ τῷ πλείστῳ τέθνηκα καὶ πρὸς ὃν ἐπείγομαι πόρρωθεν. Μεταφ. «Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ ὕπαρχος ταράχθηκε. Ἄναψε ἀπὸ τὸ θυμὸ του. Σηκώθηκε ἀπὸ τὸ κάθισμα του καὶ μὲ λόγια ὀργισμένα τοῦ εἶπε: Μδ. Πῶς; λοιπὸν δὲν φοβᾶσαι τὴν ἐξουσία; Β. Μὰ τί θὰ μοῦ συμβῆ; τί πρόκειται νὰ πάθω; Μδ. Δήμευσι περιουσίας, ἐξορία, βασανιστήρια καὶ θάνατο. Β. Ἀπείλησε με μὲ κάτι ἄλλο, ἂν ὑπάρχει. Γιατὶ κανένα απ΄ αὐτὰ ποὺ ἀνέφερες, δὲν μπορεῖ νὰ μὲ προσβάλλει καὶ νὰ μὲ βλάψει. Μδ. Πῶς εἶναι δυνατὸν καὶ μὲ ποιὸν τρόπο θὰ τὰ καταφέρεις; Β. Γιατὶ, δήμευσι περιουσίας δὲν μπορεῖ νὰ πάθη ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει τίποτα, ἐκτὸς ἂν πάρεις τὰ τρίχινα αὐτὰ φτωχὰ ροῦχα καὶ τὰ λίγα βιβλία, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀποτελεῖται ὁλόκληρη ἡ περιουσία μου. Ἐξορία δὲν καταλαβαίνω, ἀφοῦ δὲν εἶμαι μόνιμα πουθενὰ ἐγκατεστημένος καὶ οὔτε αὐτὴ τὴν πόλι θεωρῶ δικὴ μου στὴν ὁποία κατοικῶ τώρα, ἀλλὰ πατρίδα μου θὰ ἔχω κάθε τόπο, στὸν ὁποῖο τυχὸν θὰ μὲ ρίξουν, καὶ τὸν ὁποῖο ὑπολογίζω περισσότερο, ὡς τόπο τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ποὺ ἐγὼ θὰ εἶμαι ξένος καὶ πάροικος. Τὰ βασανιστήρια πάλι, τί νὰ ὑποστῆ ἕνα σῶμα ποὺ δὲν ὑπάρχει; ἐκτὸς ἂν λὲς βάσανο τὴν πρώτη πληγὴ μὲ τὴν ὁποία θὰ ἀντέξει τὸ σῶμα αὐτὸ καὶ θὰ εἶσαι ἐσὺ ὁ ὑπεύθυνος. Καὶ ὁ θάνατος ἐπίσης, θὰ εἶναι γιὰ μένα εὐεργεσία, γιατὶ θὰ μὲ ἑνώσει ταχύτερα μὲ τὸν Θεό, γιὰ τὸν ὁποῖο ζῶ καὶ πολιτεύομαι καὶ χάρι τοῦ ὁποίου νεκρώθηκα (ὡς πρὸς τὰ πάθη) καὶ πρὸς τὸν ὁποῖο ἀπὸ καιρὸ τώρα σπεύδω (νὰ ἑνωθῶ μαζὶ του)».
- «Επί Θεοδοσίου η διάκριση μεταξύ Καθολικών και Αιρετικών καθιερώθηκε με νόμο: Καθολικοί ήταν όσοι αναγνώριζαν και δέχονταν το Σύμβολο τής Νικαίας, ενώ Αιρετικοί ήταν όλοι οι άλλοι.» A. Vasiliev (Αλεξάντρ Βασίλιεφ), Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453, μετάφραση Δημοσθένους Σαβράμη, εκδ. Μπεργκάδη, Αθήνα 1954, σελ. 112
29. Ο Νικηφόρος Κάλλιστος στην Εκκλησιαστική Ιστορία: 12.13 αναφέρει ως συντάκτη των άρθρων τον Γρηγόριο Νύσση, ενώ ο Μάρκος ο Ευγενικός (από τα Πρακτικά της Συνόδου της Φλωρεντίας, συνεδρίασι 22) αναφέρει τον Γρηγόριο Θεολόγο. Ο Π. Χρήστου στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Α’ σελ.42 εκτιμά πώς ο Γρηγόριος Νύσσης είναι ο συντάκτης.
30. Σχετικά με τα «πρεσβεία τιμής» των Εκκλησιών ιδέ: Βλ. ΒΛΑΣΙΟΣ ΦΕΙΔΑΣ, ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α’, 4. Τα πρεσβεία τιμής θρόνων, σελ.194-208
31. Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός και κυρίως ό Μ. Βασίλειος, αλλά και άλλοι Καππαδόκες θεολόγοι τής περιόδου αύτής, συντονίστηκαν για την άναίρεσι τής συγκροτημένης άρειανικής διδασκαλίας τού Καππαδόκη και με φιλοσοφική παιδεία Εύνομίου, επισκόπου Κυζίκου, ό όποίος υπήρξε καί ό κυριότερος έκπρόσωπος τής θεολογίας του άρειανισμού. Οι επίσης άριστα πεπαιδευμένοι Καππαδόκες φίλοι προσδιόρισαν ερμηνευτικά με επιτυχία τις έννοιες: ουσία, φύσι, συναΐδιον, συνάρχον, υπόστασι, προβάλλοντας ως ορθή δογματικά την διατύπωσι για την Αγία Τριάδα: «μία Ουσία- τρείς υποστάσεις, ταυτίζοντας την υπόστασι με το πρόσωπο: θεολογική διατύπωσι που είναι η τριαδολογική διδασκαλία και πίστι της Εκκλησίας μέχρι σήμερα.
32. «Η διάσταση του Αυτοκράτορος και του Αμβροσίου είχε ως κύριά της αφορμή τις σφαγές της Θεσσαλονίκης. Στην πλούσια αυτή και μεγάλη πόλη είχε εγκατασταθεί ένας μεγάλος αριθμός Γερμανών στρατιωτών με αρχηγό έναν πολύ αγενή και ανίκανο διοικητή, που δεν προσπαθούσε καθόλου να εμποδίσει τις βίαιες πράξεις των στρατιωτών του. Το αποτέλεσμα ήταν να εξαγριωθούν οι Θεσσαλονικείς και να σκοτώσουν τους Γερμανούς. Ο Αυτοκράτορας με τη σειρά του έβαλε Γερμανούς, οι οποίοι έχαιραν ιδιαίτερης τιμής από το Θεοδόσιο, να σφάξουν αδιακρίτως τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Η πράξη του αυτή έγινε η αιτία ο Αμβρόσιος να τον αφορίσει και να τον αναγκάσει να μην φορεί το μανδύα του Αυτοκράτορα κατά την περίοδο της μετανοίας του» Ειρήνη Αρτεμη, Η θρησκευτική πολιτική των Βυζαντινών αυτοκρατόρων από την Α' έως και την Δ' Οικουμενική Σύνοδο www.academia.edu/1130206. Ιδέ: A. A. Vasiliev (Αλεξάντρ Βασίλιεφ), Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453, μετάφραση Δημοσθένους Σαβράμη, εκδ. Μπεργκάδη, Αθήνα 1954, σ. 114
- Χαρακτηριστικοὶ εἶναι διάφοροι ἐπιθετικοὶ χαρακτηρισμοὶ ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὴν διατύπωσι τῶν διαταγμάτων γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς ἢ τὶς διάφορες αἱρέσεις: «οἱ ἱερεῖς τῆς εἰδωλολατρικῆς δεισιδαιμονίας» , «ἡ αἰσχίστη δεισιδαιμονία» (ἡ πίστη τῶν εἰδώλων), «τὰ ἄτομα ποὺ ἔχουν μολυνθῆ ἀπὸ τὴν ψευδῆ πίστι τῆς εἰδωλολατρίας ἢ ἔχουν διαπράξει τὸ ἔγκλημα τῆς τέλεσης εἰδωλολατρικῶν τελετῶν», «ὅσους εἰδωλολάτρες ἐξακολουθοῦν νὰ ὑπάρχουν ἀπὸ τὴν τέλεσι καταραμένων θυσιῶν σὲ δαίμονες…», «τὰ πρόσωπα ποὺ ἔχουν μιαρὲς εἰδωλολατρικὲς ἀπόψεις νὰ προσφέρουν καταραμένες θυσίες…». Γιὰ αἱρετικοὺς: ὅπως «τρέλα τῶν μυαλῶν», «μόλυνσι», «λοιμός», «δηλητήριο», «ἱεροσυλία», «ἔγκλημα», «σεχταριστικὸ τερατούργημα», «βδέλυγμα», ποὺ φανερώνουν τὴν ἐντονώτατη μισαλλόδοξη ρητορικὴ τῶν νόμων του, Σημαντηράκη Χαράλαμπου Ραδάμανθυ, Η Ειδωλολατρία στο Βυζαντινό Κράτος, σελ.81 και ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΚΑΜΑΡΑ, Αυτόθι…
34. Ὁ Σέραπις συμπύκνωνε μία σύνθεσι θεοτήτων: Στὴ λατρεία του ἀναφερόταν ὁ ἑλληνικὸς Πλούτωνας -Ἄδης μαζὶ μὲ τὸν αἰγυπτιακὸ ἀντίστοιχο Θεὸ τοῦ κάτω κόσμου Ὄσιρι, συγχωνεύθηκε ἐπίσης μὲ τὸν Ἄμμωνα, τὸν Δία, τὸν Ποσειδῶνα, τὸν Διόνυσο-Βάκχο, τὸν Νεῖλο, τὸν Ἀσκληπιὸ καὶ μὲ διάφορες ἄλλες ἰσχυρὲς θεότητες ἀνάλογα μὲ τὴν ἐποχὴ καὶ τὴν περιοχὴ τῆς λατρείας του. www.filosofikilithos.gr/serapis.
35. Απόσπασμα από την Επιστολή του Λιβάνιου, από την Αντιόχεια, στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο.: «Συ μεν λέγεις ότι ούτε τα ιερά διέταξες να κλείσουν, ούτε κανέναν εμποδίζεις να προσέλθει στους ναούς και στους βωμούς και να τιμήσει τους θεούς με λιβανωτό και θυμιάματα. Οι οπαδοί της νέας θρησκείας όμως τρέχουν ανεμπόδιστοι εναντίον των ιερών, με ξύλα και πέτρες και σίδερα. Κάποιοι από αυτούς ακόμη τα καταστρέφουν και χωρίς αυτά, με τα χέρια και με τα πόδια». http://ebooks.edu.gr/ebooks/ Istoria,E’-Dimotikou
36. Σημαντηράκη Χαράλαμπου Ραδάμανθυ, Αυτόθι, σελ.85
37. Οἱ Μανιχαῖοι, ὀπαδοὶ μιᾶς αἵρεσης τοῦ Μανιχαϊσμοῦ, ἡ βασικὴ διδαχὴ τοῦ ὁποίου ἀναζητᾶ τὴν ὑπέρτατη πηγὴ τῆς γνώσης, τὸ «Ἀπόλυτο Φῶς». Ἡ ἀνθρώπινη σύστασι κατανοεῖται ἀπὸ τὶς οὐσίες τῶν αἰωνίων ἀρχῶν Καλοῦ πνεύματος καὶ Κακοῦ τῆς ὕλης Ἦταν γνωστικιστικὸ θρήσκευμα τοῦ μεσανατολικοῦ χώρου, ποὺ ἐμφανίστηκε τὸν 3ομ.Χ., μὲ ἡγήτορα τὸν Πέρση εὐγενῆ καὶ θρησκευτικὸ μεταρρυθμιστή Μάνη, ἢ Μανιχαῖο (216-277μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἀνέμιξε στὴ χριστιανικὴ διδασκαλία στοιχεῖα τοῦ Παρσισμοῦ καὶ Βουδισμοῦ καὶ ἐπεδίωκε μιὰ ἐνδιάμεση μορφὴ τῆς διδασκαλίας μεταξὺ τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας.
38. Πολύμνια Αθανασιάδη-Fowden ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΩΜΑΪΚΗ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (324-642), Θάνατος του Θεοδοσίου- Χαρακτηρισμός του έργου του, Τόμ. Ζ’ σελ.91
39. Πολύμνια Αθανασιάδη-Fowden, Αυτόθι, σελ.91