Σαββατοκύριακο, σχόλες, άγιες μέρες και πανηγύρια εθνικά. Λεφούσι αγριεμένο ξεχύνονται μυριάδες εποχούμενες ψυχές απ' το τηγάνι της μεγαλούπολης κατά χωριό μεριά, διψώντας για λίγο 'ξέδομα' στα βουνά και στα όρη, μα και για να κάνουν το 'κομμάτι' τους στο μπακαλομάγαζο του ρημαδοχωριού τους με τις οικονομίες τριών μηνών, κερνώντας γύρες τα τσίπουρα και τους 'ελληνικούς'.
Συνηθίζουν να κουβαλάνε και κάνα ηλεκτρονικό οργανάκι, περίεργα αναπτηράκια και στυλό που 'τα κάνουν όλα': μια σειρά από πονηρά τσαλιμάκια, χορταστικά ξεβρακώματα, ήχους πονηρούς κι αναστενάγματα που όλο και σπανιότερα γεμίζουν τη συζυγική κρεβατοκάμαρα. Μιλάνε περίπου ακαταλαβίστικα, σα να 'χουν ξενιτευτεί για χρόνια κι έχουν χάσει, οι δόλιοι, τη σωστή λαλιά τους και την ορθή κουβέντα. Κατά τα άλλα, είναι ευγενικοί και δείχνουν πάντοτε κατανόηση για τη φτωχική υποδοχή κι αντιμετώπιση της παρουσίας τους. Είναι μεγαλόψυχοι ως προς την παραχώρηση της προτεραιότητας στ' αμάθητα στους κυκλοφορικούς κανονισμούς γιδοπρόβατα και στους ανεξέλεγκτους κόπρους που δεν λένε να ξεκουνήσουν απ' τον δημόσιο δρόμο, τα ρημάδια. Πάντα μ' ενδιαφέρον για ό,τι κατεβάζει ο χείμαρρος του χρόνου στον φτωχό τους τόπο, παραμονεύουν, συγχρόνως, για κάποια βαφτίσια, για γάμο ή για θανή: καιροφυλακτούν για την 'άλλη' στιγμή που θα τους επιτρέψει την παρουσία, την ανάδειξη και, άμα λάχει, την επίδειξη. Ψιθυρίζουν τη δύστηνη μοίρα των 'σημειωμένων', σχολιάζουν χαμηλόφωνα και, αλίμονο!, καλοπροαίρετα, την ατυχία της γεροντοκόρης του χωριού, καταλήγοντας μ' ένα 'θα δούμε τι μπορεί να γίνει -κι ας μην το βάλει κάτω η κοπέλα', έστω κι αν είναι τοις πάσι γνωστό πως το 'χει παραβάλει κάτω το ρημάδι της η τσούπρα.
Ενίοτε, οι καλοί μας (συν)πατριώτες της πρωτεύουσας αγανακτούν για όσα συμβαίνουν στον περίοικο -κατόπιν ενός αναπόφευκτου και κακού γειτονικού συναπαντήματος. Είναι οι στιγμές που δεν σηκώνουν και πολλές ευαισθησίες, οι στιγμές που βρίσκουν τον μεταφυσικό τους κολασμό στις δαιδαλώδεις υπηρεσιακές πτυχές και στις ορχικές ρυτίδες του δημοσιοϋπαλληλικού 'ρέφερυ' όταν καλείται, με οποιαδήποτε μορφή, να φιλιώσει ασυμβίβαστα πάθη και, πρωτίστως, να βολέψει καταστάσεις εξυπηρετούμενες από τον κρατικό μπαχτσέ..
Τυφλοί οπαδοί μιας φανταχτερής μιζέριας, επιδεικνύουν με περηφάνια σε βίντεο και σε φωτογραφία, σε γαλακτοκομικά παρασκευάσματα, ζαχαροειδή, ζαρζαβατικά και άλλα γηγενή της καταγωγής τους καμώματα, άμα τη επιστροφή στο σφαλιαράδικο ή στο υπηρεσιακό χαφιεδομάγαζο. τη χωρική καταβολή τους, ακριβώς για να επισημάνουν -ή καν να επιχειρήσουν- τη διαφοροποίησή τους απ' αυτή την ίδια την καταβολή. Για να τη χαρούν, στην ουσία, μέσα από τα επικριτικά σχόλια των ομοφρόνων συνάδελφών τους. Σχέση μίσους. Σχέση αγάπης.
Εν τω μεταξύ, όλα αυτά τα αθώα τεκμήρια αιμορραγούν ολούθε, στάζουν φαρμάκι και ανατριχιαστικές στατιστικές. Δίνουν ψωμί στους καλοβαλμένους παρουσιαστές στα δελτία τρόμου, μπάζουν απ' το παράθυρο στο κοινωφελές δούλεμα πεντέξη ακόμα εκατοντάδες τροχαίους ρυθμιστές του τυφλού άγχους και της αγωνίας που κατατρύχει όλον ετούτο τον πανικόβλητο κοσμάκη κι εμπνέει στους ακραιφνείς αστόφρονες καινούργια επιτοίχια συνθήματα του στυλ: Ό σουβλισμένος βλάχος στο χωριό του δεν βρωμίζει'. Αυτή η θανατερή φάμπρικα συντηρεί στη ζωή -και στο παιχνίδι του θανάτου, μιαν ολάκερη κουστωδία συμφοράς. Ανάβει λαμπάδες στα ξεχαρβαλωμένα εικονοστάσια, χοντραίνοντας μέχρι εμφράγματος τους διαχειριστές του ανακυκλούμενου κεριού και του θυμιάματος, στρώνει μαρμάρινα πεζούλια ίσαμε τον πομπώδη χαμό του αλλουνού, μοιράζει αφειδώς αντίδωρο σε όσους έχουν βαλθεί να χαλάσουν την πίστη τους μαζί με τη δική μας ύπαρξη, τροφοδοτεί τα πρωτοσέλιδα και ταΐζει κατινίστικα τις απογευματινές υπαίθριες συναντήσεις των παραιτημένων νοικοκυράδων στον ακάλυπτο της ανησυχίας μας.
Στρώνει τον δρόμο ολωνών. Του ρατσιστή φονιά, του σκυλά, του αγύρτη, του παραδόπιστου ιερέα, του ατάλαντου γραφιά, της ανεπρόκοπης γκόμενας και του κάθε προέδρου 'εκπολιτιστικού' συλλόγου κατά Λάκα Σούλι, Τσεπέλοβο, Ίναχο, Σάπες ή Τρίκαλα μεριά.
Παρά ταύτα, αυτοί εκεί. Παραπαίοντες, με την ψυχή στο στόμα, δώθε- κείθε, πασχίζουν να βαστήξουν στην αδιάβαστη βιβλιοθήκη της ψυχής τους τα φευγαλέα αγερικά του ξέγνοιαστου, του βασανισμένου, ίσως, μα βουκολικού παρελθόντος τους, ταΐζοντάς τα με τη λαχτάρα της φυγής της έστω -και-ενός-Σαββάτου-απόλαυσης/απόλυσης. Τελεία.
Τελεία.
Κάθε που σημαίνει σχόλη, ένα μεθυσμένο τραινάκι κινάει από τους τόπους της θυσίας και τραβάει κατά τα παιδικάτα μας με την τύφλα του διάττοντος και του μεθυσμένου βλέμματος. Και με τη μυρουδιά του κόρφου της μάνας. Ανάσες που κρατάνε ακόμα φρέσκιες, σαν το φυλαχτό. Συντήρηση. Αναλλοίωτο. Φορμόλη. Και πολλές συγγνώμες μέσα στη φορμόλη. Ταριχευμένα χαμόγελα και κίτρινα χαμόγελα -σαν πολυκαιρισμένα ούλα από καρύδια κι ακάμωτα φιλιά.
Στο βάθος μια ηλεκτρική κιθάρα να ξεσκίζει τα τύμπανά μας με τον σπαραγμό της. Στο βάθος, το τοπίο.
Στο βάθος εγώ απ' την αντίστροφη, ανάσκελα. Σαν σε παιδικό παιχνίδι, ή, σάμπως σε φιλμ αρνητικό.
Και μια απορημένη μορφή μου. Σαν εγώ σε ερειπωμένο όνειρο. Ή, σαν πάλι εγώ, μετά απ' το στραπάτσο του χαστουκιού της πρωτοδιόριστης δασκάλας, του πρωτόλειου έρωτά μου στα παιδικάτα μου: μιας δασκάλας που αποτελούσε το μαξιλάρι της σκέψης μου και το ζαχαρωτό των ονείρων μου, κάθε που αποφάσιζα να με αναζητήσω στους λόγγους των αγριμιών.
Η Νίνα.
Η Νίνα του καθενός 'ανεπιθύμητου βλάχου' με την περίεργη προφορά, το μπαλωμένο σκουτί και το σακατεμένο πόδημα. Το γλυκό το όνειρο μέσα στις σβάρνες του εφιάλτη.
Παύλα.
Σαββατοκύριακα, σχόλες, άγιες μέρες, εθνικά πανηγύρια, τέτοια. Ήρεμες, συνήθως, οδοί που κατεβάζουν ακόμα πιο ήρεμα -θαρρείς ανώδυνα- στην άβυσσο και στις στατιστικές: οι νεκροί και οι περίπου πεθαμένοι κλπ.. Δρόμοι για την ημερωμένη πια ανατριχίλα της θανατερής απολογίας των δελτίων.
Όμως: Η Νίνα μας είναι ακόμα εκεί.
Ο έρωτάς μας. Η ζωή.
Και καρτερούν.
Κάποιοι κρατάνε φυσαρμόνικα και πάνε τραγουδώντας. Από μακριά, να και οι πρώτες, άλλες νότες. Και τα κλαρίνα. Και τα νταούλια με τη δυνατή κοιλιά, τους μουσικούς βυθούς και την αντράλα. Ο παιδικός μας έρωτας. Η πρώτη ανατριχίλα στην ψυχούλα μας.
Και οι άλλοι. Που δεν προκάνουν να πάρουν το φιλί και την ανάσα και τον κόρφο της δασκάλας, -δεν πρόλαβαν, δεν θέλησαν, ίσως. Επειδή αλλιώς άνοιξαν οι δρόμοι τους κι άλλα τα σοκάκια όπου ζητιάνεψαν την εφηβεία τους.
Δεν είναι από τόπο αυτοί, ούτε κι από χωριό. Μήτε θέλουν κονάκι και λόγγο για να κρύψουν τον έρωτά τους. Κι όταν ρωτιούνται 'πούθε;', ξέρουν μονάχα να χορεύουν σαν στα τόπια τους ή να πελεκιούνται -πάλι σαν στα μέρη τους. Η βολή και η συνήθεια έχουν φυλλοβολήσει, σχεδόν πλήρως, την ανάμνηση και τον καημό, έχουν απομακρύνει παρασάγγες την ερημιά τους από τον τόπο του συνταιριάσματός της, και, πλέον, απομένουν στο ψυχικό τους πουγκί κάποια περήφανα υπόλοιπα για να γράφονται ιστοριούλες, που δεν μπορούν να τις καταλάβουν τα παιδιά, μιας και τέτοιου είδους αφηγήματα αδυνατούν, από τη φύση τους, να ενταχτούν στο παραμυθιακό οπλοστάσιο της γιαγιάς κατά της χειμερινής ερημίας.
Αυτοί, οι δύστυχοι. Εμείς.
Απομένουν, ωστόσο, κάποιες ξεκούρδιστες μουσικές στον ορίζοντα κι ένας μαλακός σεισμός που καταλήγει μέσα μας σε βροντή και σε χαλάσματα. Απομένει η αίσθηση της αναπνοής μέσα απ' το σελοφάν και η γεύση του μυρμηγκιού που θα πικρίσει με τη μπουκιά ψωμί που θα καταπιούμε, καθώς θα κοιτάζουμε με πολλούς κόμπους στο λαιμό τ' αυλάκια του νερού που ποτίζουν τη σοδειά των παιδικάτων μας και ξεδιψούν τη μοναξιά μας.
Ησυχάστε.
Σε κάποιον χάρτη θα υπάρχει και το σημάδι με τον δικό μας τόπο. Όπου θα μπορούμε να δείχνουμε: να! εδώ αφουγκράστηκα το παίδεμα της γης, εδώ πήρα την πρώτη μου ανάσα κι εδώ θα την αφήκω!
Κατά κάπου, προς κάποιο χωριό θα τραβήξει καθείς μας, κάποια βαλανιδιά θ' αφουγκραστεί την κίνηση του αποσπερίτη του και θα τόνε προλάβει πριν το τελείωμά του.
Μα να 'χουμε τις τσέπες άδειες και γεμάτα χέρια: όχι με περίεργα αναπτηράκια και στυλό που τα 'κάνουν όλα'. Να 'χουμε τη φούχτα μας γεμάτη ξενιτιά, να πάρουν όλοι, να γευτούν, να νιώσουν. Τόση ξενιτιά εσύ, τόση θα πάρει ο άλλος. Δίκαια. Κι όχι μόνο τα σαββατοκύριακα. Ούτε του σκοτωμού. Ήρεμα.
Όλοι θα 'χουμε. Μην στριμώχνετε, μην πτύετε χαμαί.
Μην βάνετε χέρι στας κυρίας.
Αφιέμεθα.
Φώτης Μότσης