Δημητρίου Μίχα
1. Σύντομη εἰσαγωγὴ
Ἡ 21ἡ Μαΐου εἶναι ἡ ἡμέρα πού τιμᾶται ἡ μνήμη τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, θεωρεῖται δὲ ἀπὸ τὸν Χριστεπώνυμο λαὸ ὡς μεγάλη γιορτή. Σέ περιοχὲς ὅμως τῆς Β. Ἑλλάδος καὶ συγκεκριμένα στὴ Μελίκη Ἠμαθίας, στὸν Λαγκαδὰ Θεσσαλονίκης, στὴ Μαυρολεύκη Δράμας, καὶ στὴν Ἁγία Ἑλένη καὶ τὴν Κερκίνη Σερρῶν, κάθε χρόνο τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἀναβιώνει ἕνα πανάρχαιο παγανιστικὸ ἔθιμο: τὰ Ἀναστενάρια.
Εἶναι ἕνα ἔθιμο πού ἔχει ὡς κύριο χαρακτηριστικὸ τὴν πυροβασία, δηλαδὴ τὸ ἐκστατικὸ περπάτημα μὲ γυμνὰ πόδια πάνω σὲ ἀναμμένα κάρβουνα, καὶ παρὰ τὴν ζέουσα χριστιανικὴ πίστη πού ἐκφράζουν οἱ ἐνεργὰ μετέχοντες στὴν τριήμερη γιορτὴ (21η – 23ἡ Μαΐου), αὐτὴ τελεῖται σὲ ἀντίθεσι μὲ τὴν πνευματική-θεολογική θέσι τῆς Ἐκκλησίας.
Μάλιστα πολλὲς φορὲς στὸ παρελθὸν ὑπῆρξε ἀπὸ ἐκπροσώπους της ἔντονη πολεμικὴ ἐναντίον τῶν «Ἀναστεναρίων» ὡς δρώμενο «δαιμονικῶν δυνάμεων» καὶ με καθαρά εἰδωλολατρική δομή.[1] Σχετικὰ ἡ Δόμνα Σαμίου ἀναφέρει: «Ἄν καὶ τὰ «ἀναστενάρια» μαρτυροῦν χριστιανικὸ ζῆλο, εἶναι εὔκολο νὰ ἀναγνωρίσουμε στὸ ἔθιμο ἴχνη μίας ἀρχαίας ὀργιαστικῆς τελετῆς πού ἐκχριστιανίστηκε.» [2]
Φαίνεται ὅτι πράγματι τὰ Ἀναστενάρια μὲ τὴν πυροβασία καὶ τὴν δυσεξήγητη ἐπι-στημονικὰ «ἀκαϊα », καθὼς καὶ μὲ τὰ συνακόλουθα: μυσταγωγικοὺς χοροὺς συνοδεία τελετουργικῆς μουσικῆς, ἱεροπραξίες σὲ ἰδιότυπο ἱερὸ χῶρο, μὲ ἐκστατικὴ ἐμφάνισι πιστῶν καὶ μὲ τὴν τελετουργικὴ θυσία ζώου, ἀνήκουν στὶς μυστηριακὲς ἀρχέγονες τε-λετουργίες πού εἶχαν ὡς σκοπὸ τὸν καθαρμό, ἐξαγνισμό καὶ τὴν ἐπίκλησι ἀποτροπαϊ-κῆς δύναμης ἐναντίον τοῦ κακοῦ. Τὸ φαινόμενο πάλι οἱ ἀνθρωπολόγοι τὸ συναντοῦν καὶ σὲ πολλὰ μέρη τοῦ κόσμου, ὅπως στὴν Ἰαπωνία, Νότια Ἀσία, Πολυνησία, Μπαλί, Ἀφρικανικὲς χῶρες καὶ ἀλλοῦ.
Στὴν Ἑλλάδα καὶ στὶς προαναφερθεῖσες περιοχὲς μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ Θράκη τῆς Βουλγαρίας καὶ προπάντων ἀπὸ τὴν γεωγραφικὴ ζώνη τοῦ χωριοῦ Κωστή, ὅπου ἐκεῖ ἑορτάζονταν σὲ τριήμερη λαμπρὴ πανήγυρι. Μάλιστα τὸ παράδοξο καὶ ἀσύνηθες λατρευτικὸ ἔθιμο ποὺ συνέβαινε μία φορὰ τὸν χρόνο, σὲ ἐτήσιο πανηγύρι, ἡ ἐνσωματωμένη δηλαδὴ γιὰ πολλοὺς "δεισιδαιμονία", καὶ ἡ ἀντίληψι ποὺ μὲ ἀνορθολο-γικὸ τρόπο ἀποδίδει σὲ πράξεις ἢ σὲ ἀντικείμενα ὑπερφυσικὲς ἰδιότητες δὲν ἦταν ξέχωρος προβληματισμὸς ἀλλὰ μιά ζῶσα ἐθιμικὴ παράδοσι μὲ ἰδιαίτερη σημασία. Δὲν εἶχε γιὰ αὐτοὺς νόημα ἂν προέκυπτε ὡς μία διατηρημένη ἐθιμικὴ γιορτὴ ἀπὸ τὴν μακρινὴ ἀρχαιότητα, ὅπως τόσες ἄλλες στὴν παράδοσι τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, τὰ Ἀνα-στενάρια γιορτάζονταν ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ καὶ εἶχαν λάβει τὴν μορφὴ πάνδημης λαϊ-κῆς λατρείας μὲ τέτοιο οὐσιαστικὸ περιεχόμενο ποὺ βιωνόταν ὡς ἡ ὑπαρξιακὴ ταυτότητα τους. Γι’ αὐτὸ καὶ ἄντεξε σὲ ὁποιονδήποτε διωγμό [3].
Οἱ Ἕλληνες κάτοικοι τῆς περιοχῆς ὅταν ἐκδιώχθηκαν, ὕστερα ἀπὸ ὑποχρεωτικὸ ἐκπα-τρισμὸ ἀπὸ τὶς βουλγαρικὲς ἀρχὲς [4] καὶ μετακινήθηκαν στὴ Δυτικὴ Θράκη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1912-1914 (Βαλκανικοί Πόλεμοι), ἀλλὰ κυρίως ὅταν μὲ τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν τὸ 1923, οἱ κάτοικοι τῶν ἀπομονωμένων αὐτῶν χωριῶν, μεταξὺ τῶν ὀρεινῶν περιοχῶν (οἱ Τοῦρκοι τὰ λέγανε Κιόρ -Καζά δηλαδὴ τυφλὴ ἐπαρχία), ὡς πρόσφυγες ἐγκαταστάθηκαν σὲ περιοχὲς κυρίως τῆς Μακεδονίας καὶ μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα παραδοσιακὰ ἔθιμὰ τους, μεταφύτευσαν καὶ τὰ Ἀναστενάρια. Ἀπὸ τὸ Κωστὴ στὴν νέα πατρίδα μὲ τὴν γεωγραφικὴ ἀναφορὰ τοῦ πόνου καὶ τοῦ ξεριζωμοῦ (δύο φορὲς πρόσφυγες μέσα στὸν αἰῶνα) νὰ ἀναζητᾶ προσαρμογὴ καὶ ταυτότητα δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ συμπυκνωθῆ δυναμικὰ μέσα στὰ παραδοσιακὰ σύμβολα της .… καὶ πλέον ὡς κοινότητα ζωντανὴ καὶ διαρκὴς, στὸ χῶρο καὶ στὸ χρόνο, εἰκόνιζε καὶ στὴν τελετουργία τὸν ἑαυτὸ τῆς ἀλλὰ προπάντων τὴν ἐπιβεβαίωση της [5].
Σχετικὰ δὲ μὲ τὴν ὀνομασία τους οἱ ἀπόψεις ποικίλουν χωρὶς παραδεδεγμένη ἐκδοχή. Ἴσως ἡ Εἰκόνα πού κρατοῦν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς γιορτῆς, που εἰκονίζει τὸν Ἅγιο, (Κωνσταντῖνο καὶ τὴν μητέρα του Ἀγία Ἑλένη ) οἱ ὁποῖοι θαυματουργικῶς τοὺς με-ταδίδει τὴν ἀποτραπαϊκὴ δύναμι τῆς ἀκαΐας καὶ κατὰ τρόπο ἐκ-στατικὸ συνδέονται μαζὶ τους κατὰ τὴν τελετή, «τοὺς πιάνει ὁ ἅγιος», «τοὺς ἐγκαλεῖ», ὅπως λένε, τότε ἐκφέρουν ἠχητικὰ καὶ τὸ «Ἄι - Ἄϊι, Ἄϊι…, ιχ – ιχ, ἂχ – ἄχ, ἔχ – ἔχ», ὡς στεναγμὸ ἐπίκλησης καὶ λύτρωσης, τὴν ὀνομάζουν «Ἀναστενάρι», προσδίδοντὰς της ὑπερφυσικὴ ἐνέργεια, γι’ αὐτὸ καὶ ὅλη ἡ τελετὴ –γιορτή ἔλαβε τὸ ὄνομα «Ἄναστενάρια» [6].
Πιθανὸν μάλιστα η γιορτή της δυάδος Κωνσταντίνου και Ελένης να συνδυάστηκε με έθιμα που έχουν νοηματική βασι τὶς πανάρχαιες καταβολὲς μαγικὸ- θρησκευτικοῦ δρω-μένου γιὰ νὰ κλείσει τὸν κύκλο τῆς Ἄνοιξης ἡ ὁποία ἀναζωογονεῖ καὶ ἀνανεώνει τὴν Φύσι καὶ ὡς πυρφόρο ἔθιμο ἐξυπηρετεῖ τοποθετημένο στὰ τέλη Μαΐου γιὰ νὰ προ-καλέσει τὴν εὐνοϊκὴ λῆξι τῆς θητείας της· ὅπως μπῆκε μὲ φωτιὲς στὸ ἔθιμο τῆς Ἀποκριᾶς συνδυαζόμενο μὲ ἐκεῖνο τὸ ἔθιμο τοῦ μεταμφιεσμένου «Καλόγερου» ποὺ κλείνει τὸν Χειμῶνα (Καθαρά Δευτέρα, πού σὲ πολλὰ μέρη ἀνάβουν εὐετηριακές φω-τιές γιὰ νὰ ξεκινήσει ἡ εὐγονία ξανὰ τῆς Ἄνοιξης), σὲ ἕναν νομοτελειακὸ ρυθμὸ καὶ μία ἀκολουθία τοῦ ἐτήσιου κύκλου τῆς φύσης πού συμβολίζει τὴν γέννησι- ἀναζωογόνησι- καὶ τὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο.
Στό πλαίσιο αὐτὸ καὶ τὰ Ἀναστενάρια μὲ τὴν τελετουργικὴ πυροβασία καὶ τὴν θυσία τοῦ ἱεροῦ ζώου πιστεύεται ὅτι εἶχαν ὡς ἀπώτερο στόχο νὰ διασκεδάσουν τὸν φόβο τοῦ θανάτου καὶ νὰ προαναγγείλουν τὴν ἀναγέννησι τῆς φύσης καὶ τῆς ζωῆς, καὶ ἀργότερα μὲ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ χριστιανισμοῦ νὰ παρεισέφρησαν καὶ μεταφυσικὲς ἰδέες σχετικὲς μὲ τὴν σωτηρία καὶ κάθαρσι τῆς ζωῆς ἀπὸ φυσικοὺς κινδύνους καὶ ἀσθένειες καὶ νὰ συμπεριελήφθησαν καὶ ἐκεῖνες περὶ σωτηρίας τῆς ψυχῆς καὶ τῆς μεταθανάτιας λύτρωσης ἀπὸ τὰ δεινὰ τοῦ Κάτω κόσμου.
Οἱ πιὸ πολλοὶ βέβαια, ὑποστηρίζουν ὅτι τὰ Ἀναστενάρια εἶναι μία ἐπιβίωσι τῆς εὐετη-ριακῆς Θρακικῆς λατρείας τοῦ Διονύσου (Γ. Μέγας) ἤ ἄλλοι τῆς ἀντιστοίχου Διονυσια-κῆς ὀργιαστικῆς καὶ «μανικῆς» λατρείας μὲ πρόσμειξι καὶ τῆς λατρείας τῆς φωτιᾶς (πυροβασία) σὲ μία τελετουργία πού θέλει νὰ «ἀποτρέπει», νὰ «θεραπεύει», νὰ «ἐξα-γνίζει» καὶ νὰ «προμηνύει-μαντεύει». Με τὴν ἐμφάνισι ὅμως τοῦ Χριστιανισμοῦ προ-σαρμόστηκε ἀνάλογα, μὲ τὴν πιθανότητα αὐτὸ νὰ συνέβη τὴν χρονικὴ περίοδο τὴν μετὰ τὴν ἁγιοποίησι τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, (Κ. Ρωμαῖος καὶ Γ. Μέγας), ἐφ’ ὅσον προβάλλει ὡς ὁ ξέχωρος προσωπικὸς ἅγιος (ἴσως τὸ ὄνομὰ του νὰ συνδέθηκε ἐπειδὴ ἦταν ἔνθερμος ἡλιολάτρης πρὶν βαπτισθῆ χριστιανός) καὶ ὁ ὁποῖος τοὺς προστατεύει καὶ τοὺς μυεῖ ἐνθουσιαστικὰ (μανικά), στὴν μετοχὴ θείας ἔξαρσης, στὴν ἕτερο- ὑποβολὴ [7] ἤ στὴν οἰστρηλασία. Το θρησκευτικὸ αὐτὸ δρώμενο μὲ Διονυσιακὴ καταβολὴ ἤ μή, μὲ στοιχεῖα συγκρητισμοῦ (συγχώνευσι στοιχείων ἀπὸ ἑλληνο-ρωμαϊκές καὶ ἀνατολικὲς λατρεῖες (Κατερίνα Κακούρη «Διονυσιακά», 1963), εἶναι σίγουρο ὅτι στὴν πολιτιστικὴ του διαδρομὴ διατήρησε μὲν τὰ παγανιστικὰ μορφολογικὰ του στοιχεῖα, ὅμως «ἐκχριστιανίστηκε» (Κ. Ρωμαίος[8]) καὶ οἱ ἐνεργῶς μετέχοντες μέχρι σήμερα «ὀμολογοῦν» ὅτι εἶναι ἐνεργὰ μέλη τῆς Εκκλησίας [9].
Ἀξίζει ὅμως νὰ ἀναφερθῆ καὶ ὡς ἱστορικὴ ἀναδρομὴ ὅτι ἔχουμε μνεία τοῦ φαινομένου τῆς ἐκ-στατικῆς περιφορᾶς τῶν εἰκόνων ἀπὸ χριστιανοὺς ἱερεῖς κατὰ τὰ εἰδωλολατρικὰ θέσμια, τοὐλάχιστον ἀπὸ τὰ πρωτοχριστιανικὰ χρόνια καὶ μάλιστα ἀπορριπτέα μὲ συνοδικὴ καταδίκη.
Συγκεκριμένα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ταμεῖον τῆς ’Ὀρθοδοξίας», γραμμένο ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Καμπανίας Νάουσας Θεόφιλο καὶ τυπωμένο γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1780 στὴ Βενετία, μαθαίνουμε γιὰ τὴν ἄποψι τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας (378 - πέρ. 444 μ.Χ.) σχετικὰ μὲ περιφορὰ χριστιανικῶν εἰκόνων στὴν ἐποχὴ του ἀπὸ ἱερεῖς πού «πάθαιναν» παραληρηματικὴ καὶ ἀλλοπαρμένη συμπεριφορά, πανομοιότυπη μὲ τὴν ἀντίστοιχη τῶν εἰδωλολατρῶν, ὅταν περιέφεραν τὰ δικὰ τους ἀγαλματίδια καὶ ξόανα. Συμπυκνωμένα λοιπὸν καὶ στὸ Κεφ. ΝΕ’: Κατὰ τῶν βασταζόντων τὰς ἁγίας εἰκόνας καὶ παραφρονούντων (Migne, Patrologia Graeca, τομ. 70 σελ. 989), ἀπαντώντας σὲ ἐρωτήσεις ἑνὸς ὑποτακτικοῦ του, πληροφορούμαστε ὅτι: καὶ τότε «τελοῦνταν ὅπως καὶ παλαιότερα «μάταιες καὶ καταγέλαστες πανηγύρεις πρὸς τιμὴν τῶν εἰδωλολατρικῶν θεῶν καὶ ὅτι κάποιοι ἀπὸ τοὺς δικοὺς τους ἱερεῖς μετέφεραν ἀγάλματα ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸ τῶν ναῶν καὶ τὰ περιέτρεχαν στὶς πλατεῖες κάνοντας κινήσεις καὶ χειρονομίες σὰν νὰ ἦταν μεθυσμένοι, παραπατώντας σάν νά σηκώνουν ὑπερβολικὸ βάρος, ἐπειδὴ ἦταν ὑπὸ τὴν «ἐπήρεια –κατοχή» τῶν ἀγαλμάτων (παραπέμπει στὴν ἐνθουσιαστικὴ μανία), ἐνῶ στριμώχνονταν σὲ αὐτὸ τὸ θέαμα καὶ ὁ ἀσύνετος καὶ ἀγελαῖος δῆμος (λαός) μὲ ἄμυαλες γυναῖκες νὰ χειροκροτούν….
Τονίζει ἐπιπλέον, ὅτι τὰ «τοιουτότροπα καὶ παρόμοια μὲ εἰκόνες ἁγίων ἀπὸ χριστια-νοὺς» δὲν εἶναι ἀπὸ κάποια εὐλάβεια, ἀλλὰ ξεπεσμὸς σὲ ἀνόσια καὶ ἄτοπα λατρευτικὰ τῶν Ἑλλήνων τὰ ὁποῖα δαιμονικῶς ἀναβιώνονται ἀπὸ Χριστιανούς. Ἐξ ἄλλου (συνεχίζει) ὑπάρχει (συνοδικός) νόμος γιὰ «τοὺς ἁρπάζοντας τάς εἰκόνας καὶ άτάκτως βαδίζοντας, (μὲ ἐνθουσιαστικὴ μανία), ὁ ὁποῖος καθαιρεῖ τοὺς κληρικοὺς καὶ ἀφορίζει τοὺς λαϊκούς… Ἡ ἀνύψωσι τῶν εἰκόνων εἶναι καθῆκον μόνο τῶν ἱερέων καὶ αὐτοὶ μόνο μποροῦν κατὰ χάριν νὰ τὶς λιτανεύουν γιὰ ἐπίκλησι ἐξάλειψης νόσου, ἤ σὲ περίπτωσι ἀνυδρίας νὰ αἰτηθοῦν στὸν θεὸ γιὰ βροχή, εἰδάλλως οἱ εἰκόνες καταφρονοῦνται καὶ οἱ βαστάζοντες ἔκφρονες καὶ ἐπτοημένοι (ἔξαλλοι, ἀλλόφρονες καὶ ἐκστασιασμένοι), σὰν ἁμαρτωλοὶ καὶ μέθυσοι πράττουν αὐτὰ ὄχι ἀπὸ Θεία ἐνέργεια, ἀλλὰ ἀπὸ Σατανικὴ, πού ἐπιπλέον τοὺς κάνει νὰ τρέχουν ὡς ἰδεόπληκτοι καὶ ἀσυλλόγιστοι στὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια.
Πράγμα πού πολὺ σωστὰ παρατηρεῖται ὅτι γιὰ νὰ θεσπισθῆ μία τέτοια κατηγορημα-τικὴ Συνοδικὴ ρῆσι -διαταγή, τὸ πανομοιότυπο μὲ τῶν εἰδωλολατρῶν ἔθιμο ἦταν σύνηθες στοὺς εἰδωλολάτρες καὶ δυσπολέμητο ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ Ἐκκλησία. Πάντως ὁ λόγιος ἱεράρχης δὲν κάνει λόγο οὔτε γιὰ πυροβασία, οὔτε γιὰ ὀργιαστικὸ χορό.
Ἐπίσης σύμφωνα πάλι μὲ τὸν καθηγητὴ λαογραφίας Κων/νο Ρωμαῖο «Ὁ Νίκος Βέης (Βυζαντινολόγος, ἱστορικὸς καὶ νεοελληνιστής, 1883-1958) ἔδειξε τὴν παλαιότητα καὶ τὴν συνέχεια τῆς λατρείας τῶν Ἀναστεναρίων μὲ δύο κείμενὰ του στὸ περιοδικὸ Βυ-ζαντὶς τ. 1, 1909, σελ. 48 κέ. Τὸ πρῶτο εἶναι ἀπὸ τὸν Νικήτα Χωνιάτη βιβλ. I, 238 (έκδ. Βόννης) καὶ τὸ δεύτερο ἀπὸ τὴν χρονογραφία [10]: «ΣΥΝΟΨΙΣ ΧΡΟΝΙΚΗ», ΑΝΩΝΥΜΟΥ: Τα δύο κείμενα ἀναφέρουν τὴν ἐπανάστασι τῶν Βουλγαροβλάχων ποῦ κατοικοῦσαν βορειότερα ἀπὸ τὸν Αἷμο, ἐναντίον τοῦ αύτοκράτορα Ἰσαακίου ’Ἀγγέλου, τὸ 1186 μ.X, ὅπου σημαντικὸ ρόλο κατὰ τὴν «Χρονικὴ Σύνοψι», σὲ αὐτήν, παίζουν «δαιμονόληπτοι», οἱ ὁποῖοι θεωροῦνται ἀπὸ τὶς περι-γραφὲς ὅτι - χωρὶς ἀμφιβολία - εἶναι πρόγονοι τῶν σημερινῶν Ἀναστενάρηδων», ἐπειδὴ τοὺς ὀνοματίζει κιόλας μὲ μία γλωσσικὴ παραφθορὰ ὡς «Ἀσθενάρια»: «…εὐκτήριον άνεγείρουσιν οἶκον ἐπ’ ὀνόματι Δημητρίου τοῦ μεγαλομάρτυρος, εἰς ὅν πολλοὺς συναθροίσαντες δαιμονόληπτους, οὓς Ἀσθενάρια τινὲς ὀνομάζουσιν …. ἐνῶ ὁ ἀρχηγὸς τους ὁ Πέτρος τοποθετεῖ στὸ κεφάλι του κατὰ τὴν οἰστρηλασία στεφάνι, φορώντας καί κόκκινα παπούτσια «Πέτρος καὶ στέφανον τῇ κεφαλῇ περιτίθησιν καὶ τοῖς ποσὶ κόκκινα ὑποδήματα». [11].
Ὁ δέ, Νικήτας Χωνιάτης μᾶς δίνει λεπτομερῆ περιγραφὴ τῶν «καταληφθέντων ἀπὸ μανίαν», τοὺς θεωρεῖ ταπεινῆς καταγωγῆς καὶ κακομοίρηδες, γι’ αὐτὸ λέει ὅτι τοὺς ἀποκαλοῦσαν «ψυχάρια, ἤ ψυχάρι» καὶ ἦταν «αἱμωποί καὶ διάστροφοι τὰς κόρας, ἀναξομάλλιοι καὶ κουτρουλοί», (μέ αἱμάτινη φονικὴ ὄψι πού κινοῦνταν σὰν ἀλλήθω-ροι, ἄλλοι ἦταν ἀναμαλλιάρηδες καὶ ἄλλοι φαλακροί) [12], Ἀπὸ τὸν Ν. Χωνιάτη λοιπὸν μαθαίνουμε λεπτομέρειες γιὰ τὴν θεοληψία καὶ ἀπὸ τὴν «Χρονικὴ Σύνοψι» τὸ ὄνομα Ἀσθενάρια, ποῦ εἶναι τὰ ἴδια μὲ τὰ σύγχρονα Ἀνα-στενάρια, ἐνῶ ὁ ἅγιος πού τιμᾶται δὲν εἶναι στὴν περίπτωσι αὐτὴ ἡ «δυὰς» τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τοὺς μελετητὲς θεωροῦνται ὅτι ἔχουν ἐνταχθῆ στὴν λατρεία ἀπὸ τὸν 4ον αἰῶνα,[13]
ἀλλὰ ὁ ἅγιος Δημήτριος τὸν ὁποῖο τιμοῦσαν ἐδῶ ὡς ἀπελευθερωτὴ τους. Τοὺς μετέχοντας, ὁ ἱστορικὸς τοὺς ἀντιμετωπίζει μὲ ὑβριστικὴ σχεδὸν ἀναφορά, ἀφοῦ τοὺς περιγράφει ὡς «δαιμονισμένους», φτωχοὺς καὶ δυστυχισμένους (κακομοιριασμένους).
Ἔτσι ἔχουμε ἀπὸ τὶς πηγές, τὰ Ἀναστενάρια νὰ μαρτυροῦνται άπὸ τὸ 12ον καὶ άπὸ τὸ 13ον αἰώνα μὲ τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ὄνομα.[14], χωρὶς ὅμως ἀπ’ ὅτι φαίνεται νὰ ἔχουν καθολικὴ ἀποδοχὴ γιατὶ ὅπως παρουσιάζονται, τελοῦνταν ἀπομονωμένα καὶ ἀπὸ περιθωριακὲς ὁμάδες.
Ἔπειτα, ἔχουμε ἕνα μεγάλο χρονικὸ κενὸ δυσδιάκριτο γιὰ τὴν ἱστορικὴ τους συνέχεια (ὑπαρκτὴ ἀπὸ προφορικὴ παράδοσι ἀλλὰ ἀναπόδεικτη ἀπὸ πηγές), ὥσπου τὸ 1873 ὁ καθηγητὴς Ἀναστάσιος Χουρμουζιάδης μὲ τὴν ἔκδοσι τοῦ βιβλίου «Περὶ Ἀναστεναρίων καὶ ἄλλων τινῶν παραδόξων ἐθίμων καὶ παραδόσεων. Κων/πολις, 1873» τὰ ἔφερε στὴν ἐπιφάνεια. Ἐπίσης τὸ 1909 ὁ Ν. Γ. Πολίτης (Λαογραφία Α’, 1909, σ. 343-345), ἀναφέρεται μὲ ἔμφασι ὅτι «τὰ κείμενα στὸ «Βυζαντὶς» τόμ. Α' σ. 48, τὰ ὁποία παραθέτει ὁ Νίκος Βέης, ἀναμφισβήτητα ἀναφέρονται στὰ Ἀναστενάρια. Τὸ ἴδιο σημαντικὰ κρίθηκαν καὶ τὰ δημοσιεύματα τοῦ Βούλγαρου λαογράφου M. Arnaudow, ὁ ὁποῖος διεξήγαγε καὶ ἐπιτόπιες ἔρευνες, τὰ ἔτη 1914 καὶ 1933, σὲ Βουλγαρικὰ χωριά, πού βρίσκονταν κοντὰ στὸ χωριὸ Κωστή.
Ἐπίσης σημαντικὴ ἦταν καὶ ἡ συμβολὴ τοῦ ’Άγγέλου Τανάγρα τόσο μὲ τὴν συγγραφὴ: Ψυχικαὶ ’Ἔρευναι, τευχ. 4, 5, 6, 7 τοῦ 1940, ὅσο προπάντων μὲ τὶς φιλότιμες προσωπικὲς ἐνέργειες πού ἔκανε γιὰ τὴν ἀναβίωσὶ τους τὸ 1943 στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο ἀπὸ τοὺς ἐγκαταστημένους πρόσφυγες τοῦ 1923. Ἀκολουθεῖ φυσικὰ μετὰ πλειάδα μελετητῶν λαογράφων καὶ ἀνθρωπολόγων, Ἑλλήνων καὶ ξένων, οἱ ὁποῖοι μὲ συστηματικὸ τρόπο καὶ μὲ ἐπιτόπιες ἔρευνες ἐξετάζουν καὶ ἑρμηνεύουν τὸ ἰδιότυπο αὐτὸ λατρευτικὸ ἔθιμο.
Σήμερα σὲ ὅτι ἀφορᾶ τὴν ὀργάνωσι καὶ τὸ λατρευτικὸ τους τυπικὸ φαίνεται νὰ μοιάζει περισσότερο μὲ μία ἀποκομμένη ἰδιότυπη θρησκευτικὴ ὁμάδα καὶ ὄχι μὲ συνήθη ἑορτὴ μιᾶς ἐνορίας τῆς ἐπισήμου Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία ὕστερα ἀπὸ μία ἀρχικὴ ἐχθρικὴ στάσι, πλέον τηρεῖ μία ἀποστασιοποιημένη ἀνοχή, ἐπειδὴ θεωρεῖ ὅτι τὰ χριστιανικὰ στοιχεῖα εἶναι περισσότερο ἐπιφανειακὰ καθὼς τὸ ὅλο τελετουργικὸ εἶναι οὐσιαστικὰ «δαιμονόπληκτο» καὶ «εἰδωλολατρικὸ λατρευτικό κατάλοιπο». Οἱ μελετητὲς δὲ, τὸ κατατάσσουν στὸ πλαίσιο μίας ὀργανωμένης λαϊκότροπης ὁμάδας ἡ ὁποία ἐκφράζει ὁμοιότροπο τύπο μίας Σέκτας [15], τάγματος, συγκροτημένου θρησκευτικοῦ όμίλου, ἀντίστοιχο τῶν ἀρχαίων «ἱερῶν θιάσων» διονυσιακοῦ τύπου, ἤ μία μορφὴ «ἀδελφάτου»[16], τὸ ὁποῖον ἔχει δικὸ του ἱερὸ χῶρο τελουμένων (ἐν εἴδει ναοῦ) τὸ Κονάκι, Ἀνώτατο θρησκευτικὸ ἡγέτη - ὡς τελετάρχη - ἱερουργό καὶ πνευματικὸ ὁδηγὸ – τὸν Ἀρχιαναστενάρη, Εἰκόνες καὶ ἱερὰ Ἀμανέτια (μαντήλια), κεριὰ καὶ θυμιατήρια, καὶ προπάντων ὁ προεξάρχων, προστάτης Ἅγιος. Ἔχουν δὲ ἐνσωματώσει εἰδωλολατρικῶν καταλοίπων ἱεροπραξίες καὶ μυσταγωγίες, ὅπως ἡ τελετουργικὴ ζωοθυσία, ἡ ἔνθεος ἔκστασι τῶν μυστῶν, ἡ πυροβασία καὶ ἡ ἀκαΐα τῶν «καταληφθέντων ἀπὸ τὸν Ἅγιο», ὁ «ἱερὸς χορὸς κ.λπ. Ἂς δοῦμε κάποια μὲ ἐκτενέστερη ματιὰ:
1. Το Κονάκι.
Εἶναι ἕνα σπίτι, ὁ ἰδιωτικὸς ἱερὸς χῶρος (συνήθως μικρὸς καὶ μονόχωρος) μέσα στὸν ὁποῖο φυλάσσονται τὰ ἱερὰ σκεύη τῆς λατρείας καὶ προπάντων οἱ Εἰκόνες. Ἱερὸς ἐπίσης τόπος θεωρεῖται καὶ κάποια ὑπαίθρια ἰδιωτικὴ πηγὴ σὲ ἄλσος ἤ δάσος πού καθαγιάστηκε ἀπὸ τοὺς μύστες σὲ κάποια τελετὴ πνευματικῆς καταληψίας καὶ ἀπὸ τότε ὀνομάστηκε «Ἁγίασμα». Ὁ Ἁγιασμὸς πού εἶναι καθ’ ἑαυτὸ χριστιανικὴ τελετὴ εἶναι τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τοὺς Ἀναστενάρηδες. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἔλαβε σαφὴ ἐνάντια θέσι καὶ καταδίκασε τὰ Ἀναστενάρια, ὡς εἰδωλολατρικὸ ἔθιμο καὶ «ἀλλότριον τῆς ἱερᾶς παραδόσεως», τὸν Ἁγιασμὸ γιὰ τὴν ἀρχὴ τῆς ἑορτῆς ἀνέλαβε νὰ ἐπιτελέσει ὁ Ἀρχιαναστενάρης, ὁ ὁποῖος καὶ «ἁγίαζε» μετὰ τοὺς μύστες τῆς ἑορτῆς ὡς μέρος τῆς ταυτότητας τους καὶ τῆς ψυχικῆς μεταξὺ τους ἑνότητας.
Σ
Στό Κονάκι λειτουργεῖ καὶ ὁ προεόρτιος χρόνος, ἡ ἀγρυπνία. Ἐδῶ μεταφέρονται ἀπὸ τὰ σπίτια τους οἱ ἀναστενάρικες εἰκόνες καὶ ἐδῶ μεταφέρεται μὲ πομπὴ τὸ πρὸς θυσία ζῶον. Με τὴν ἀγρυπνία καὶ τὴν προσευχὴ γίνεται ἡ ἐσωτερικὴ προετοιμασία τῶν μυστῶν σὲ μία ξεχωριστὴ ἀτμόσφαιρα μὲ ἀναμμένα κεριὰ στὰ μανουάλια καὶ πυκνὸ θυμίαμα, προϊδεάζουν ἕνα κατανυκτικὸ περιβάλλον καὶ διάθεσι περισυλλογῆς προσδοκώντας τὴν εὐλογία καὶ τὴν «ἔνθεον ἐπενέργεια καὶ ἐγκάλεσμα» τοῦ Ἁγίου ἐνῶ κύρια μετοχὴ στὴν ὅλη ἱερότητα καὶ στὴν τελετὴ ἔχουν καὶ τὰ μουσικὰ ὄργανα ὅπως ἡ Θρακικὴ λύρα, τὸ καβάλι καὶ ἡ γκάϊντα καθὼς καὶ τὸ λαϊκὸ νταούλι τὰ ὁποία συμβάλλουν σημαντικὰ μὲ τὴν ἐπίδρασι τοῦ ἠχητικοῦ ρυθμοῦ τους στὴν ἐπιβολὴ τῆς «ἐνθουσιαστικῆς κατάπληξης» καὶ ἀπόσπασης ἀπὸ τὴν κοσμικὴ συνειδητότητα.
Παρεπιπτόντως νὰ εἰπωθῆ ὅτι ὁ Ἀρχιαναστενάρης ἔχει ἐπιλεγεῖ μὲ εἰδικὴ τελετὴ γιατὶ ὡς πρόσωπο χαίρει τῆς καθολικῆς ἀποδοχῆς γιὰ τὴν θεοσέβειὰ καὶ γιὰ τὸν ἄμεμπτο χαρακτῆρα του καὶ προπάντων τὴ βαθιὰ γνῶσι τῶν «τελετουργικῶν μυστικῶν». Ἔχει τὴν τιμητικὴ θέσι ἑνὸς ἰδιότυπου Ἀρχιερέα[17] σχεδὸν μὲ τὴν ἐξουσία τοῦ …“Δεσμεῖν καὶ Λύειν”[18] , ἀφοῦ «δύναται» νὰ εἶναι : ἱερουργός, θεραπευτὴς, θεμελιωτὴς ἱερῶν καὶ ὅρκων, ἐξομολογητὴς καὶ ὁ καθαίρων τὶς ψυχὲς παραβατῶν καὶ ἐνόχων, ὁ ὑποδεχόμενος τοὺς κατηχουμένους καὶ νεοφώτιστους στὸν κύκλο τῶν μυστῶν, ὁ μάντης, ὁ ἐξορκιστὴς, ὁ βροχοποιός…. καὶ ὁ εὐλογῶν τὰ ὕδατα, … τοὺς νεόνυμφους, καὶ φυσικὰ ὁ ἐγκαινιάζων τὴν τελετὴ τῶν Ἀναστεναρίων καὶ ὁ ραντίζων μὲ ἁγίασμα τὸ ἐπιλεγόμενο πρὸς θυσία ζῶο. Ὅμως ἀπὸ τὸ 1990 εἶναι στὴν κορυφὴ τῆς ἱεραρχίας μὲ … «ἱερατικὰ» καὶ διοικητικὰ καθήκοντα χωρὶς τὸν ρόλο τοῦ πυροβάτη.
Ἐπίσης πρέπει νὰ ἀναφερθῆ ὅτι καὶ ἀνάμεσα στοὺς Ἀναστενάρηδες ὑπάρχει μία ἱεραρχία μὲ διακριτοὺς ρόλους. Ἄλλος ἔχει τὸ καθῆκον τοῦ «ἐκκλησιάρχη»-φύλακας καὶ διανομέας τῶν εἰκόνων, ἄλλος ἔχει τὸ καθῆκον τῆς φωτιᾶς, καὶ τῆς πυροβασίας, ἄλλος τὴν διαχείρησι τοῦ σφαγίου, τῆς παρεχομένης τράπεζας, τῆς πανήγυρης, φυσικὰ ιερὸ καθῆκον ἔχουν καὶ οἱ μυημένοι μουσικοὶ κ.λπ.
2. Οἱ Εἰκόνες καὶ τὰ Αμανέτια
Οἱ εἰκόνες εἶναι τὸ πλέον βασικὸ στοιχεῖο τῆς ἱεροπραξίας γιατὶ οἱ ἀναστενάρηδες βιώνουν τὴν ἀκράδαντη πίστι ὅτι ἡ δύναμι τοῦ εἰκονιζόμενου Ἁγίου [19] τοὺς «ἐγκαλεῖ» στὴν ἐξώ-κοσμη πνευματικὴ κοινωνία καὶ ἕνωσι μαζὶ του καὶ μὲ αὐτὴ τὴν θαυμαστὴ παρέμβασι ἐπιτελεῖται καὶ ἡ γνωστικὰ ἀνεξήγητη ἐκ -στατική πυροβασία. Αὐτὲς , λοιπὸν εἶναι τὰ πολυτιμώτερα κειμήλια, καὶ οἱ περισσότερες εἶναι οἰκογενειακῆς κληρονομιᾶς ἀπὸ πολλὲς γενεὲς τοῦ παρελθόντος. Φέρουν λαβὴ κρατήματος ἀλλὰ προπάντων ἀφιερώματα χρυσαφικῶν, τάματα, κεριά, καὶ τὰ χαρακτηριστικὰ ἀποτροπαϊκὰ κουδουνάκια. Δὲν ὑπάρχει διαβάθμισι ἱερότητας ἀλλὰ ξεχωριστὴ τιμὴ ἀποδίδεται σὲ αὐτὲς πού ἀναπαριστοῦν τὸν Ἅγιο Κωνσταντίνο καὶ τὴν Ἁγία Ἑλένη. Γι’ αὐτὸ προσφωνοῦνται καὶ «Χάρες» ἤ «παπποῦδες», ἐπειδὴ ὁ ἅγιος Κων/νος ὡς ὁ παλαιὸς καὶ συναισθηματικὰ οἰκεῖος ἅγιος, ἀποκαλεῖται ἀπὸ σεβασμὸ «παππούς»[20]
Ἐπίσης δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοήσει κανεὶς καὶ τὰ κοκκινωπά μαντήλια πού συνοδεύουν «ὑποχρεωτικὰ» τὸν Ἀναστενάρη· εἶναι τὰ λεγόμενα Ἀμανέτια πού κρατοῦν οἱ μύστες στὸ χέρι ἤ τὰ φοροῦν στὸν λαιμὸ τους. Τό Μαντήλι ἤ Ἀμανέτι φαίνεται νὰ προδίδει, ὅτι τὰ Ἀναστενάρια ἀνῆκαν στὴν όμάδα ἐκείνη τῶν μυστικιστικῶν δοξασιῶν τῆς ἀρχαιότητας, ὅπου γιὰ τὴν συμμετοχὴ κάποιου στὸ τελετουργικὸ τους ἀπαιτοῦνταν «κατηχητικὴ προπαρασκευὴ» καὶ πρακτικὴ μύησι (δοκιμασία) καὶ μάλιστα σὲ αὐτὴ δὲν ὑπῆρχε περιορισμὸς σὲ ἄτομα, ἀδιακρίτως δηλαδὴ φυλετικῆς καταγωγῆς, φύλου καὶ ἡλικίας. Ἀντίθετα γιὰ παράδειγμα μὲ τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια πού ἀπαγορευόταν ἡ μύησι σὲ μὴ Ἕλληνες.
Ἡ ἔνταξι λοιπὸν προϋπέθετε τὸ Μαντήλι στοὺς Ἀναστενάρηδες τὸ ὁποῖο μᾶλλον ἀντικατέστησε τὸ παλαιὸ στεφάνι τοῦ κεφαλιοῦ, τὸ ὁποῖο ἦταν τὸ γνώρισμα τοῦ τότε ἀρχαίου μυημένου σὲ μυστικιστικὲς τελετές. Πάντως καὶ τὸ μυητικὸ Μαντήλι ἦταν γνώριμο ἤδη ἀπὸ τὰ Μεγάλα ἤ Καβείρια[21] μυστήρια τῆς Σαμοθράκης[22] Φαίνεται νὰ ἐξελίχθηκε ὕστερα σὲ «ἕνα ἔνδυμα» τὸ ὁποῖο πλέον θεωροῦνταν ἀπαραίτητο λειτουργικὸ ἐξάρτημα γιατὶ ἐνέχει ἱερὸ ρόλο, τόσο ἐπειδὴ πιστεύουν ὅτι ἀντλοῦν ἀπὸ αὐτὸ δύναμι καὶ αὐτοπεποίθησι, ὅσο καὶ γιατὶ πέραν ἀπὸ τὸν ἱερὸ συμβολισμό, εἶναι ἕνα «ἱεροάμφιο» μὲ ψυχικὸ δεσμὸ τὸ ὁποῖο λειτουργεῖ ὡς ἀναπόσπαστος συνοδὸς γιὰ τὴν μυσταγωγικὴ ἕνωσι τοῦ πιστοῦ μὲ τὰ θεουργικὰ καὶ εἰδικὰ κατὰ τὴν μυστήρια, καὶ θαυματουργικὴ γι' αὐτοὺς ἀκαΐα στὴν διάρκεια τῆς πυροβασίας.
Μοιάζει μὲ ἕνα numinosum[23], δηλαδὴ μὲ ἕνα θεϊκό, μαγικὸ ἀντικείμενο πού ἐνέχει τὴν μυστήρια δύναμι «ἔγκλησης» πού συμβάλλει στὴν μετάβασι τῆς ἐκστατικῆς ἐμπειρίας καὶ τρόπον τινὰ τῆς ἀποκάλυψης τοῦ ὑπερβατοῦ. Πιθανὸν μὲ ὅρους ἀναλυτικῆς φιλοσοφίας νὰ θεωρηθῆ ὡς τὸ μυθικὸ- μαγικὸ ἀρχέτυπο κάλυμμα ἑνὸς ἱεροφάντη, μὲ ἀντίληψι ὅμως ἀντιστροφῆς, δηλαδὴ ἀντὶ νὰ προσκαλεῖται ἡ παρουσία τοῦ θεοῦ – («θεοφάνεια»), τὸ μαντήλι νὰ γίνεται ὁ φορέας μεταγωγὸς πού ἑνώνει ἐνθουσιαστικὰ καὶ μυστήρια τὸν μύστη- πιστὸ μὲ τὸν Ἅγιο καὶ τὸν κάνει (ὁ Ἅγιος ) νὰ «παραδοθῆ ψυχὴ τε καὶ σώματι», ἐκστατικά, ἀπὸ τὸν ὁρατὸ - ἐμπειρικὸ κόσμο σὲ μία μὴ συνειδητὴ καὶ μὴ ὁρατή, «ἄλλη πραγματικότητα»[24]
Ἔτσι οἱ Ἀναστενάρηδες εἴτε μὲ ἐνσυνείδητη γνῶσι εἴτε χωρὶς ἐπίγνωσι παρουσιάζονται ὡς μύστες ἑνὸς δυαλισμοῦ πού φυσικὰ τοὺς φέρνει σὲ διάστασι καὶ μὲ τὴν δογματικὴ θέσι τῆς Εκκλησίας.[25]
3. Ἡ Μουσικὴ καὶ ὁ τελετουργικὸς Χορὸς
Ἡ μουσικὴ καὶ ὁ χορὸς ἔχει ἐνσωματωθῆ στὰ Ἀναστενάρια ὄχι γιὰ αἰσθητικὴ ἱκανοποίησι ἀλλὰ ὡς τελετουργικὴ πρακτικὴ τοῦ δρωμένου, πράγμα ἐντελῶς συνηθισμένο στὰ ἑορταστικὰ ἔθιμα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Σὲ ἐτούτη τὴν ἑορτὴ ὅλο καὶ ὅλο τὸ ρεπερτόριο ἀποτελεῖται ἀπὸ τρεῖς σκοποὺς μὲ τραγούδια ἀπὸ τὸν κύκλο τῶν Ἀκριτῶν καὶ ἀπὸ τὴν δημοτικὴ παράδοσι μὲ ἡρωϊκό περιεχόμενο ἤ μὲ μοιρολόϊ ἀργόσυρτο. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Κουσιάδη.[26] στην γιορτή των Αναστεναρίων εκτελούνται τέσσερις χοροί: Ο πρώτος κατά την παραμονή και την ημέραν της εορτής των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης εις το «Κονάκι» , ο δεύτερος επίσης στο Κονάκι σε χρόνο έντονης έξαρσης των αναστενάρηδων, ο τρίτος κατά την πυροβασία και ο τέταρτος την τελευταίαν ημέραν των αναστεναρίων και είναι γνωστός ως χορός της απόλυσης , στον οποίο συμμετέχουν όλοι οι κάτοικοι..
Ἀκολουθώντας πάλι ἕνα κείμενο γιὰ τὰ Ἀναστενάρια τῆς Δόμνας Σαμίου ἀναφέρουμε τοὺς τρεῖς προαναφερθέντες σκοποὺς πού συνοδεύονται ἀπὸ τρία βασικὰ μουσικὰ ὄργανα: τὸ νταούλι καὶ τὴν λύρα βασικά, καὶ ἐνίοτε καὶ τὴν γκάϊντα: α’ σκοπὸς: ὀνομάζεται ὁ «σκοπὸς τοῦ δρόμου» καὶ ἐκφράζεται ὅταν βγαίνουν οἱ Ἀναστενάρηδες ἀπὸ τὸ Κονάκι μὲ τὶς εἰκόνες γιὰ τὴν λιτανεία. Οἱ μουσικοὶ ἔχουν ἕνα νταούλι, δηλαδὴ ἕνα μεγάλο τύμπανο –ὄργανο πού θεωρεῖται ἱερὸ καὶ εἶναι αὐτὸ πού κρατᾶ τὸν ρυθμὸ -, καὶ μία Θρακιώτικη λύρα. Τοποθετοῦνται δέ, ἐπικεφαλῆς τῆς πομπῆς, ἀκολουθούμενοι ἀπὸ τοὺς Ἀναστενάρηδες πού κρατοῦν ἀναμμένα κεριά. Ὁ σκοπὸς τοῦ δρόμου ἔχει μελωδικὴ βάσι: α – β – α [α=διατονική, τετράχορδη Φρύγια (φρυγική), β=χρωματική, τετράχορδη Φρύγια (φρυγική), α= διατονική, τετράχορδη Φρύγια (φρυγική), ὅπως στὴν αρχή]. Ρυθμὸς 7/8
β’ σκοπὸς: ὀνομάζεται «στὰ πράσινα λιβάδια» καὶ εἶναι ἀργὸς, ἐνῶ ὡς πρὸς τὴν με-λωδία ἔχει βάσι τὸν Φρύγιο ἐλεύθερο ρυθμό. Οἱ στίχοι περιγράφουν τὴν ἁρπαγὴ μίας νεαρῆς Ἑλληνίδας μάννας ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἀκούγοντας αὐτὸ τὸ σκοπό, οἱ Ἀνα-στενάρηδες, πού εἶναι καθισμένοι γύρω ἀπὸ τὶς ἱερὲς εἰκόνες, ἀφήνονται σιγὰ σιγὰ νὰ κυριευθοῦν ἀπὸ ἱερὸ ἐνθουσιασμὸ ὥσπου ἡ ἔξαψι αὐτὴ καὶ ἡ συναισθηματικὴ ἔντασι τοὺς ὁδηγεῖ σὲ κατάστασι ἐκστατική. Σε αὐτὴ τὴν «καταληψία» ἐκφέρουν κατ’ ἀρχὴν ἀναστεναγμοὺς καὶ ὅταν φθάσουν στὴν κορύφωσὶ της, οἱ μύστες σηκώνονται, παίρ-νουν τὶς εἰκόνες στὴν ἀγκαλιὰ τους κι ἀρχίζουν νὰ χορεύουν.
Στό σημεῖο αὐτὸ ὁ λυράρης ξεκινᾶ τὸ χορευτικὸ ποὺ εἶναι ὁ γ’ σκοπός, καὶ ὀνομάζεται «Ὁ Κωνσταντίνος, ὁ μικρός», εἶναι ὁ πιὸ σημαντικὸς ἀπὸ τοὺς σκοποὺς τῆς τελετουργίας, ἀποκαλεῖται καὶ Ἀγίτικο ἤ Αϊ-Κωσταντινιάτικο ἤ τοῦ Παπποῦ ἤ τοῦ Προσκυνημένου. Τραγουδιέται «διαρθρωμένο ἀπὸ στίχους τριῶν γνωστῶν ἀφηγηματικῶν τραγουδιῶν κατάλληλα ἐπιλεγμένων ἀπὸ μία τεράστια μουσικὴ δεξαμενὴ καὶ προσαρμοσμένων στὶς ἀπαιτήσεις καὶ τὸ νόημα τῆς τελετουργίας: «Της κακῆς πεθερᾶς», «Τοῦ λύκου ἐκδικητῆ» καὶ «Τῆς μάννας φόνισσας»…. Καὶ τὰ τρία τραγούδια περιστρέφονται γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τῆς καταστροφικῆς σχέσης τοῦ ἥρωα μὲ τὴ μάννα του» .[27] Ὁ σκοπός, παίζεται ἀπὸ τὴ λύρα καὶ τὸ νταούλι, σὲ Φρύγιο (φρυγικό), ρυθμὸ: 4/4, συνοδεύει τὴν πυροβασία πού λαμβάνει χώρα τὸ ἀπόγευμα τῆς ἑπομένης, στὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ, ἐνώπιον μεγάλου πλήθους. .[28]
Θὰ σταθοῦμε στὸ τραγούδι «Τῆς μάννας φόνισσας», ἐπειδὴ ἡ ἐπιλογὴ καὶ ἡ πρόσθετη σημασία τοῦ ἀνωτέρω τραγουδιοῦ ἔγκειται καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι ἀκροβατεῖ ἀνάμεσα στὸν δυαδικὸ : φυσικὸ καὶ στὸν «παραφυσικὸ» κόσμο, καὶ πάνω στὴν εἰκονικὴ γραμμὴ πού χωρίζει τὰ ἐγκόσμια ὅρια μὲ ἐκεῖνα πού νοοῦνται ἔξω ἀπὸ αὐτήν. Στην πραγματικότητα τὸ τραγούδι χρονολογημένο κατὰ τὸν 13ον αἰώνα ἔχει τραγικὸ περιεχόμενο πού θυμίζει παραλογὲς μὲ τὰ ἔλλογα καὶ ἄλογα στοιχεῖα , ἀφοῦ ἀρχικὰ ἀναφέρεται σὲ μία μάννα ἡ ὁποία σκοτώνει τὸ παιδὶ της γιὰ νὰ μὴν προδώσει τὶς ἐρωτικὲς της παρεκτροπὲς στὸν ἄνδρα της πού λείπει σὲ πολυήμερο κυνήγι. Ὅταν ἐκεῖνος ἐπιστρέφει καὶ ψάχνει τὸν γιὸ του, τὰ συμβάντα κατευθύνουν στὴν ἀποκάλυψι τοῦ στυγεροῦ ἐγκλήματος ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ παιδὶ, μιλώντας «θαυματουργικά», ὡς «ψημένο σῶμα» ἀπὸ τὸ ταψὶ πού τὸ ἔχει ψήσει στὸν φοῦρνο ἡ μάννα του γιὰ νὰ τὸ προσφέρει ὡς φαγώσιμο στὸν ἄνδρα της. Ἀκολουθεῖ ἡ τίσις δηλαδὴ ἡ τιμωρία τῆς μάννας πού φονεύεται σὲ ἕναν ἀλευρόμυλο (ὁ μύλος μὲ τὸν συμβολισμὸ τοῦ ἀέναου χρόνου).
Ἐνσωματώθηκε στὸ τελετουργικὸ τῶν Ἀναστενάρηδων καὶ κυρίως στὴν διάρκεια τῆς πυροβασίας, ἐπειδὴ ἡ φωτιὰ συμβολίζει τὴν πηγὴ τῆς γνώσης (πανάρχαιη ἀντίληψι π.χ. ὁ μύθος τοῦ Προμηθέα) καὶ ὁ Πυροβάτης ἐκστατικὰ ἀποκτᾶ τὴν γνῶσι πού δημιουργεῖ, θεραπεύει, ἐξαγνίζει, καθαίρει καὶ ἐν τέλει λυτρώνει. Οἱ πυροβάτες ἐδῶ, σὰν ἀπόγονοι τοῦ Προμηθέα ,– αἰσθάνονται τὸν κατατρεγμὸ ὡς ἔθνος, τοὺς πόνους καὶ τὰ βάσανα καὶ τὴν ἀκραία όδύνη γιὰ τὴν ἄμυαλη καὶ ἀνήθικη θυσία τοῦ γιοῦ (τῆς ψυχῆς τους) ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν μάννα, παραπέμποντας στὴν ἄκαρδη καὶ ἀνόητη «Ἐξουσία» ἀπέναντὶ τους ἤ ἡ θυσία πιθανὸν νὰ σχετίζεται μὲ τὶς διώξεις καὶ τὶς σφαγὲς ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων, ἀπὸ κατακτητὲς καὶ βαρβάρους ποῦ σκοτώνουν τὰ παιδιὰ τους, .[29] θέλοντας μὲ ὅλα τὰ ἀνωτέρω το τραγούδι νὰ ἀποκαλύψει σὲ ὅλους τὴν ἀνθρώπινη καὶ θεία γνῶσι.
4. Ἡ πυροβασία
Ἡ πυροβασία εἶναι μία παγανιστικὴ καὶ ὀργιαστικὴ πυρολατρικὴ τελετή, ἡ ὁποία ἔχει σαφὴ σχέσι μὲ προκλασσικὲς ἀρχαῖες τελετὲς γι' αὐτὸ καὶ πολλοὶ τὴν συνδέουν μὲ τὰ Βακχικὰ μανικὰ μυστήρια διονυσιακῆς προέλευσης[30], ὅπως εἰπώθηκε. Κατάλοιπο εἰδωλολατρικὸ λοιπὸν πού συντηρήθηκε καὶ προσαρμόστηκε μὲ τὴν Χριστιανικὴ πίστι. Ἦταν ἀρχικὰ λατρεία τῆς φωτιᾶς, τῆς πυρὰς ἐπιβεβαιωμένη ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρικὴ παράδοσι ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ διαθήκη. [31]. Τὴν Φωτιὰ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ πανάρχαιες ἐποχὲς τὴν καθιέρωσαν σὲ λατρευτικὸ μέσο γιὰ ἐξαγνισμό, ἀποτροπαϊκὸ «θέλκτρον» (μαγικό φάρμακο πού συμβάλλει στὴν ἀποτροπὴ κάποιου κακού) ἤ σὲ ἀνάμνησι θρυλικῶν γεγονότων, ἀποδίδοντὰς της ὑπερφυσικὴ καὶ θεία δύναμι. Ἄλλοτε ἦταν τιμωρὸς καὶ ἄλλοτε λυτρωμός, συμβολίζοντας ἀντίστοιχα τὴν αἰώνια καταδίκη σὲ πυρὰ τῆς Κόλασης ἤ τὴν μεταμόρφωσι σὲ Ἀναστάσιμο ἄκτιστο φῶς τοῦ παραδείσου.
Οἱ ἀσκοῦντες τὴν πυροβασία πιστεύουν ὅτι ἡ ἐκτέλεσὶ της γίνεται δυνατή, χάρι στὸ διαλογισμὸ πού κάνουν πρὶν τὴν πρᾶξι ἤ χάρι στὴν προστασία καὶ τὸ «ἐγκάλεσμα» τοῦ Ἁγίου. Ἐκτελεῖται «ἐν χορῶ», μὲ γυμνὸ βάδισμα πάνω σὲ ἕνα στρῶμα πυρακτωμένων κάρβουνων, ἐπὶ ἀρκετὴ ὥρα, χωρὶς τὴν αἴσθησι τοῦ πόνου ἤ τὴν πρόκλησι ἐγκαυμάτων. Στὸ κάπως μεθυστικὸ ποδοπάτημα πιστεύεται ὅτι «δένεται» καὶ θεραπεύεται ἡ ὅποια ἐπιδημία, ἀσθένεια ἀλλὰ καὶ κάθε κακοδαιμονία. Τὴν Φωτιὰ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ πανάρχαιες ἐποχὲς τὴν καθιέρωσαν σὲ λατρευτικὸ μέσο γιὰ ἐξαγνισμό, ἀποτροπαϊκὸ «θέλκτρον» (μαγικό φάρμακο πού συμβάλλει στὴν ἀποτροπὴ κάποιου κακού) ἤ σὲ ἀνάμνησι θρυλικῶν γεγονότων, ἀποδίδοντὰς της ὑπερφυσικὴ καὶ θεία δύναμι. Ἄλλοτε ἦταν τιμωρὸς καὶ ἄλλοτε λυτρωμός, συμβολίζοντας ἀντίστοιχα τὴν αἰώνια καταδίκη σὲ πυρὰ τῆς Κόλασης ἤ τὴν μεταμόρφωσι σὲ Ἀναστάσιμο ἄκτιστο φῶς τοῦ παραδείσου.
Οἱ ἀσκοῦντες τὴν πυροβασία πιστεύουν ὅτι ἡ ἐκτέλεσὶ της γίνεται δυνατή, χάρι στὸ διαλογισμὸ πού κάνουν πρὶν τὴν πρᾶξι ἤ χάρι στὴν προστασία καὶ τὸ «ἐγκάλεσμα» τοῦ Ἁγίου. Ἐκτελεῖται «ἐν χορῶ», μὲ γυμνὸ βάδισμα πάνω σὲ ἕνα στρῶμα πυρακτωμένων κάρβουνων, ἐπὶ ἀρκετὴ ὥρα, χωρὶς τὴν αἴσθησι τοῦ πόνου ἤ τὴν πρόκλησι ἐγκαυμάτων. Στὸ κάπως μεθυστικὸ ποδοπάτημα πιστεύεται ὅτι «δένεται» καὶ θεραπεύεται ἡ ὅποια ἐπιδημία, ἀσθένεια ἀλλὰ καὶ κάθε κακοδαιμονία.[32]
Ἔτσι, ὁ Ἅγιος εἶναι ταυτόχρονα τιμωρὸς καὶ λυτρωτής, ἡ φωτιὰ καταστροφὴ καὶ ἐξαγνισμὸς καὶ ὁ χορὸς ἀγωνία καὶ λύτρωσι. Σ’ αὐτὴ τὴ δυαδικὴ σειρὰ συμβόλων πού δίνουν τὴ δυνατότητα στοὺς ἀνθρώπους νὰ μεταβοῦν τόσο στὸ συμβολικὸ ὅσο καὶ στὸ πραγματικὸ πεδίο ἀπὸ μία κατάστασι δυστυχίας καὶ ἀρρώστειας σὲ μία κατάστασι εὐρωστίας καὶ εὐτυχίας.[33] Τό κατεξοχὴν δυναμικὸ σύμβολο πού ὁριοθετεῖ αὐτὴ τὴ μετάβασι εἶναι ἡ πίστι καὶ ὁ ψυχικὸς δεσμός μὲ τοὺς δύο Ἁγίους: Κωνσταντίνο καὶ Ἑλένη, οἱ ὁποῖοι δομοῦν τὴν ἐκστασιακὴ ἐμπειρία τῶν Ἀναστενάρηδων»
5. Ἡ ζωοθυσία
Ἕνα ἀκόμα ἀπὸ τὰ τελετουργικὰ πού συντηροῦν τὰ «Ἀναστενάρια», εἶναι καὶ ἡ θυσία τοῦ «Μπικαδιοῦ » δηλαδὴ ἑνὸς τοῦ Ζώου συνήθως μαύρου ἀρσενικοῦ κριαριοῦ γιὰ νὰ προσφερθῆ στὸν Ἅγιο, ἀνήμερα τῆς γιορτῆς του. Εἶναι ἐνταγμένη στὸ ὅλο τελετουργικὸ δρώμενο καὶ ἀποτελεῖ οὐσιαστικὸ του μέρος, κινούμενο στὸ πνεῦμα μιᾶς ἀρχετύπου ζωοθυσίας τῆς ἀρχαίας εἰδωλολατρικῆς παράδοσης πρὸς τὴν τιμώμενη τότε θεότητα, μὲ δεδομένο ἐξ ἄλλου ὅτι γιὰ τὸν χριστιανισμὸ ἔχει καταργηθῆ ὁποιαδήποτε μορφὴ θυσίας ἤδη ἀπὸ τὸ 384 μ.Χ. καὶ 391 μ.Χ καὶ ἀπὸ τὴν κοσμικὴ ἐξουσία, μὲ διατάγματα τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου .[34]
Στὰ Ἀναστενάρια αὐτὴ ἡ πρᾶξι ἔχει φυσικὰ τὸν χαρακτήρα τῆς παγανιστικῆς θεώρησης, ἀλλὰ ἐνταγμένη καὶ μὲ χριστιανικὸ προσωπεῖο. Τώρα ἡ μυστήρια «ἐπικοινωνία» καὶ «κοινωνία» ἐπιδιώκεται μὲ τοὺς τιμωμένους ἁγίους. Ἡ θυσία ὡς προσφορὰ γίνεται μὲ τὴν προσδοκία νὰ προκύψει ἀντίστοιχη δωρεὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους μιᾶς καὶ εἶναι φορεῖς τῆς θεϊκῆς εὐλογίας. Ἡ τελετὴ ἔχει τὸ τυπικὸ της μὲ τὴν ἑξῆς ἀκολουθία: Ξεκινᾶ πομπὴ τῶν Ἀναστενάρηδων ἀπὸ τὸ Κονάκι γιὰ νὰ φέρουν τὸ «ἱερεῖον», δηλαδὴ τὸ ζῶον πού θὰ θυσιασθῆ, μὲ τὴν συνοδεία τῶν μουσικῶν (τύμπανο, λύρα, γκαϊντα). Στολίζεται μὲ λουλούδια στὴν κεφαλὴ του, ἁγιάζεται ἀπὸ τὸν Ἀρχιαναστενάρη καὶ σφαγιάζεται μὲ τὴν πρόβλεψι τὸ ἐκχυόμενο αἷμα νὰ βρεθῆ σὲ ἕτοιμο μικρὸ λάκκο. Ἡ πρᾶξι συμβολίζει τὸν καθαρμὸ ἁμαρτημάτων, ἀδυναμιῶν καὶ παθὼν ὄχι μόνο τῶν ἀτόμων ἀλλὰ καὶ γιὰ κάποιο «ἐναγές ἄγος» (ἔνοχο, ἀσεβὲς ἀνοσιούργημα), ὁμάδος, πόλης ἤ λαοῦ. Ἀκολουθεῖ φυσικὰ μὲ τὸ κρέας του κοινὴ τράπεζα καὶ γλέντι.
Σημειώσεις
- Ἀκραία θέσι κάποιων ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας: ἀνόσιων τούτων ἀθεμιτουργιῶν, τοῦ νέου αὐτοῦ εἰδωλολατρικοῦ θεοῦ. // εἰδωλολατρικὸ Ἔθιμο, πού κατὰ διαφόρους τρόπους βεβηλώνει τὴν Πίστι μας καὶ ἀσεβεῖ στὴ μνήμη τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης. // ἔθιμο, πού μποροῦμε νὰ τὸ χαρακτηρίσωμε "Σατανικὴ Τελετή"// τὰ Ἀναστενάρια εὐνοοῦν οἱ ἀντίχριστες δυνάμεις γιὰ νὰ βεβηλώνωνται, οἱ Γιορτὲς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ νὰ προβάλλωνται, σὰν θαύματα τοῦ Θεοῦ, οἱ σκοτεινὲς ἐπενέργειες... τὸ ἐπαίσχυντο τοῦτο ἔθιμον, // Τα Ἀναστενάρια εἶναι σατανικὰ: πηγὴ "Τα ἀναστενάρια. Πὼς ἐξηγοῦνται" τοῦ Αρχιμ. Χαραλάμπους Βασιλοπούλου, Εκδ. Ὀρθοδόξου τύπου Ἀθῆνα// Επίσης «Την Διονυσιακή προέλευση του εθίμου πιστοποιεί και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος η οποία σε έγγραφο με αριθμό Πρωτοκόλλου 1531 / 26-6-1947, προς τον τότε Μητροπολίτη Σερρών και Νιγρίτης αναφέρει μεταξύ των άλλων: «Συνοδική διαγνώμη, γνωρίζομεν υμίν ότι το εν λόγω έθιμον ως ειδωλολατρικόν και αναγόμενον εις τας οργιαστικάς εορτάς του Διονύσου, δέον να καταργηθεί χρησιμοποιουμένων όλων των πνευματικών μέσων, των υπό της Εκκλησίας διατειθεμένων».: Χρήστος Πολατίδης: Το έθιμο των Αναστεναριών
2. «Αναστενάρηδες», www.domnasamiou.gr
3. Κώστας Ρωμαίος, ΑΡΧΕΙΟΝ TOY ΘΡΑΚΙΚΟΥ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΘΗΣΑΥΡΟΥ ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΟΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΝ ΥΠΟ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΘΡΑΚΩΝ, ΤΟΜΟΣ ΙΑ'., ΒΡΑΒΕΙΟΝ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ 1939, σελ.17
4. Ελένη Μπολιάκη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Μυθολογιών των λαών, Σύντομη ιστορία της Βόρειας Θράκης του Παρευξείνιου χώρου στο Δ.Π.Θ. σελ, 159
5. Κώστας Μάντζος, Τα αναστενάρια της Αγίας Ελένης. Πυροβασία καί θρησκευτική θεραπεία, Loring M. Danforth, δοκιμές, τεύχος 3, Άνοιξη 1995, σσ. 193-199
- Ετυμολογικά η λέξι δεν έχει εξακριβωθή. Ο Ν. Πολίτης την ετυμολογεί από την λέξι «Νεστέρια (τα), εκ του νεστενάζω = αναστενάζω, ενώ ο Δημ. Λουκάτος θεωρεί ότι τα «Αναστενάρια» προέρχονται από τη λέξη «ασθενάρια», που σημαίνει πρόσωπα εκστασιαζόμενα, και όχι από το αναστενάζω. «Τα Καλοκαιρινά», εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 19922, σ. 21.
7. Κατάστασι κατὰ τὴν ὁποία δέχεται κάποιος πλαγίως ἀπὸ τρίτο πρόσωπο ὑποβολὴ ἐρεθισμάτων, ἤ ἐξωγενὲς ἐρέθισμα κατὰ τρόπο παθητικὸ πού ἐνεργεῖ ἐπηρεάζοντας ἀναλόγως τὸν ψυχικὸ του βίο.
8. Κ. Ρωμαίος, «Ἄντρες καὶ γυναῖκες ἀποτελοῦν θίασο θρησκευτικὸ μόνιμο καὶ μοναδικὸ μέσα στὸν ἄλλο Ἑλληνικὸ κόσμο, τὰ Ἀναστενάρια, καὶ μὲ τὴν ἴδια λέξη ὀνομάζουν τὶς μεγάλες ἑορτὲς καὶ τελετὲς τοὺς γύρω ἀπὸ τὸ πανηγύρι τοῦ 'Αγ. Κωνσταντίνου, τελετὲς περιεργότατες, ἀρχαϊκές καὶ διονυσιακὲς.» ΑΡΧΕΙΟΝ TOY ΘΡΑΚΙΚΟΥ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΘΗΣΑΥΡΟΥ σελ.4, / και «… γιορτὴ πού ἔχει χριστιανικὴ πρόσοψη καὶ προχριστιανικὸ ἐσωτερικό, ἀφωμοιωμένο ὅμως καὶ ἀδιάσπαστο μὲ τὴ χριστιανικὴ πίστη»
9. «Οἱ Ἀναστενάρηδες εἶναι μὲν χριστιανοί, καὶ μάλιστα μὲ θερμὴν θρησκευτικότητα καί ἔντονον μυστικισμόν, ἔχουν ὅμως καὶ αἱρετικὰ τινά στοιχεῖα εις τὸ δόγμα καὶ τὴν λατρείαν των.. Εἶναι δυϊσταὶ καὶ στοιχειολάτραι (ὑπὸ ὡρισμένην ἄποψιν). Εἶναι ἐνθουσιασταί καὶ μάντεις… δεόμενοι χορευταί, οἵτινες πρὸ τῶν προγονικῶν ἀναστενάρικων εἰκόνων, ἤ ἄθικτοι ἐπὶ τῆς ἱερᾶς ἀνθρακιᾶς δέονται εἰς τὸν προστάτην των Ἅγιον Κωνσταντίνον καὶ τὴν Μητέρα αὐτοῦ διά τὴν εὐετηρίαν καὶ τὴν εὐφορίαν , διὰ τὴν γόνιμον βροχὴν καὶ διὰ τὴν ἀποπομπὴν κάθε κακοδαιμονίας…» Κ. Κακούρη, Διονυσιακά (εκ της σημερινής λαϊκής λατρείας των Θρακων), Ιδεοθέατρον, Αθήνα 1963, σελ. 10.
10. Η Χρονογραφία, είναι μορφή ιστοριογραφίας που καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα στο Bυζάντιο, γραμμένη σε λαϊκή γλώσσα για να είναι κατανοητή από τον αμόρφωτο αναγνώστη, και που αφηγείται με χρονολογική σειρά γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας, χωρίς όμως να γίνεται έλεγχος των πηγών και να αντιμετωπίζονται κριτικά τα γεγονότα., www.greek-language.gr,
11. «ΣΥΝΟΨΙΣ ΧΡΟΝΙΚΗ», ΑΝΩΝΥΜΟΥ, ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ (ΕΒΔΟΜΟΣ ΤΟΜΟΣ)», δημοσιευμένη από τον Κ. Σάθα σελ. 371
12. «πολλοὺς δαιμονολήπτους, ἅτινα καὶ ψυχάρια ὀνομάζουσι, περισυνάξαντες ἀπό διαφόρων γενῶν, καὶ ἑτέρους ἀναξομαλλίους καὶ κουτρουλοὺς καὶ κωραγίους, πράττοντας ὅσα καὶ οἱ δαιμονιακοὶ τύπτοντας ἑαυτοὺς μετὰ σιδήρων».
13. Ἐξαιρετικὴ μελέτη γιὰ τὴν ἐπιλογὴ καὶ ἐπιβολὴ τῆς δυάδος τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης βρίσκει κανεὶς στὴν ἴδια μελέτη περὶ Ἀναστεναρίων στὸν 11ὂν τόμο τοῦ ΑΡΧΕΙΟΝ TOY ΘΡΑΚΙΚΟΥ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΘΗΣΑΥΡΟΥ, σε, 27 και εξής
14. Κώστας Ρωμαίος, ΑΡΧΕΙΟΝ TOY ΘΡΑΚΙΚΟΥ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΘΗΣΑΥΡΟΥ, σελ.24 και εξής
15. Μέ τὸν ὅρο σέκτα, ἢ σέχτα, προερχόμενο ἀπὸ τὸν λατινικὸ ὅρο secta, (ἐκ τοῦ ρήματος sequor "ἀκο-λουθῶ") περιγράφεται γενικὰ μία μικρὴ ὀργανωμένη ὁμάδα προσώπων μὲ ἴδιες πεποιθήσεις πού ἰσότιμα παίρνουν ἀποφάσεις. Στὰ χριστιανικὰ χρόνια πῆρε τὴν ἔννοια τῆς ἀποκομμένης θρησκευ-τικῆς ὁμάδας, χωριστὰ ὀργανωμένης αἵρεσης πού ἀποκόπτεται ἀπὸ τὸν κύριο κορμὸ τῆς ἐπίσημης θρησκείας. sarantakos.wordpress.com/2009/06/26/sexta
16. Κ. Κακούρη, Διονυσιακά (εκ της σημερινής λαϊκής λατρείας των Θρακών), Ιδεοθέατρον, Αθήνα 1963, σελ.9
- «Ὁ ἀρχινεστενάρης, σὰν ἐπίσκοπος γιὰ τὰ γύρο (Ἀ)νεστενάρικα χωριὰ…», Κ.Ρωμαίος, ΑΡΧΕΙΟΝ TOY ΘΡΑΚΙΚΟΥ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΘΗΣΑΥΡΟΥ , ΤΟΜΟΣ ΙΑ', 1939, σελ. 7
- "Ἀληθῶς σᾶς λέγω, Ὅσα ἐὰν δέσητε ἐπὶ τῆς γῆς, θέλουσιν εἶσθαι δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, θέλουσιν εἷσθαι λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ." Ματθαίος κεφ.18./ καὶ “Τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν ἐξουσίαν τοῖς ἱερεῦσι δίδοσθαι μόνοις». Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου Ἐπιστολὴ Α. Περὶ Ἐξομολογήσεως.
- Σύμφωνα μὲ τὸν Α. Χουρμουζιάδη οἱ «χορεύουσες εἰκόνες» ποὺ κρατοῦν στὰ Ἀναστενάρια κατὰ τὸν ὀργιαστικὸ χορὸ τους εἶναι κατ’ ἐξοχὴν τοῦ άγ. Κωσταντίνου καὶ άγ. Ἑλένης, ἀλλ’ ὅμως κατ' ἐπέκτασιν οἱ μύστες φέρουν καὶ τοῦ ἁγ. Παντελεήμονος, τοῦ ἁγ. Δημητρίου καὶ τοῦ ἁγ. Γεωργίου. ’Ἀντίθετες εἶναι οἱ μαρτυρίες ἀπὸ τοὺς πρόσφυγες τῆς Μελικῆς, ὅτι ὁ χορὸς ἐπάνω στὴν πυρὰ γίνεται ἀποκλειστικὰ μόνο μὲ εἰκόνες τοῦ ἁγ. Κωσταντίνου καὶ ἁγ. Ἑλένης καὶ μὲ καμμιά ἄλλη ἁγία εἰκόνα. Κ.Ρωμαίος, Αυτόθι, σελ.7
- «Παπποῦδες λέγονται οἱ εἰκόνες τοῦ Αγ. Κωσταντίνου ποῦ φυλάγονται στὸ κονάκι τοῦ άρχιαναστενάρη, καὶ άλλοιὼς Χάρες. Παπποὺς λέγεται κολακευτικὰ ὅ ἅγιος Κων/νος. Κ.Ρωμαίος, ΑΡΧΕΙΟΝ TOY ΘΡΑΚΙΚΟΥ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΘΗΣΑΥΡΟΥ , ΤΟΜΟΣ ΙΑ', 1939, σελ.12
- Κατὰ μία ἐκδοχὴ οἱ Κάβειροι εἶναι μία ὁμάδα χθονίων Θεοτήτων Θρακοπελασγικῆς προέλευσης, οἱ ὁποῖοι εἶναι δαίμονες καὶ παιδιὰ τοῦ Ἡφαίστου, τοῦ θεοῦ τῆς φωτιᾶς καὶ τῶν τεχνῶν.
- «Στην Οδύσσεια (ε 365-385) αναφέρεται ότι ο Οδυσσέας κατάφερε να κολυμπήσει με ασφάλεια στην ακτή του νησιού των Φαιάκων, έχοντας απλωμένο στο στήθος του ένα κόκκινο μαντήλι, τον κρήδεμνον, το οποίο του είχε δώσει η θαλάσσια θεά Λευκοθέα. ένα κόκκινο πανί, ο κρήδεμνος της Λευκοθέας, ήταν ένα από τα αντικείμενα τα οποία λάμβανε ο μύστης κατά το τελετουργικό της μύησής του στα Μυστήρια της Σαμοθράκης, και το οποίο έδενε γύρω από τη μέση του ως φυλαχτό από τους κινδύνους». Σοφού Αναστασία, Διεπιστημονικές Προσεγγίσεις στην Αρχαιολογία, Ιστορία και Κοινωνική Ανθρωπολογία», Βόλος 2022, σελ.55
- numinosum ( απ’ το λατινικό numen, πνεύμα, θεϊκό, δαιμονικό, όν το οποίο προκαλεί πνευματικό ή θρησκευτικό συναίσθημα ή μυστηριώδες δέος" . Η ζηλωτική πίστι που βιώνει ένα πρωταρχικό και ειδικό συναίσθημα, που κάνει ένα πράγμα, ένα ον, ένα γεγονός να παρουσιάζεται ως ενέχον ένα μυστήριο, δύναμι έγκλησης, ώστε να αποκαλύπτει ότι ένα άλλο πράγμα υπάρχει, διαφορετικό από το πράγμα που μας παραδίδεται.wikipedia
- «Οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν συγκεκριμένη λέξη για την θρησκεία. Τόσο πολύ ήταν ο μύθος και η τελετουργία πράγματα συνυφασμένα με τις άλλες, αμεσότερα πρακτικές, δραστηριότητες του βίου, ώστε δεν σκέφτηκαν να αυτονομήσουν την θρησκευτικότητα. Την θρησκεία τους την μάθαιναν στη πράξη. Συμμετέχοντας στις ιερές τελετές, στις πομπές και τους εορτασμούς προς τιμήν των θεών, παρευρισκόμενοι στις θυσίες, προσφέροντας τις απαρχές των καρπών και τελώντας χοές στους νεκρούς, ακούγοντας δε, από πολύ νεαρή ηλικία, τις ιστορίες και τους θρύλους για την ζωή και την δράση θεών και ηρώων, έρχονταν σε επαφή με ολόκληρο εκείνο τον φαντασιακό κόσμο όντων υπεραισθητών που εκφράστηκε τόσο καίρια στην ποίηση και την τέχνη. Η αρχαία ελληνική κοινωνία ήταν πλήρως διαποτισμένη από το αίσθημα του ιερού, από εκείνο το πρωτογενές, όπως λέει ο Rudolf Otto, mysterium tremens et numinosum, το τρομακτικό και συγκλονιστικό μυστήριο της ύπαρξης». Σ.Ι. Ράγκος-"Ψυχανάλυση και αρχαία ελληνική θρησκεία: περί της γενέσεως και παρουσίας των θεών στον κόσμο", www.inpsy.gr/en/digital-library
- Δυαλισμός ή Δυϊσμός ή και Διαρχία είναι η φιλοσοφική θεωρία η οποία δέχεται ότι ο κόσμος ή η πραγματικότητα βασίζεται στην ύπαρξη δύο αρχών με ριζική διάκριση και ανομοιότητα (π. χ. αισθητό-νοητό ή πνευματικό-υλικό). Πρόκειται γενικά για κάθε θεωρία που χωρίζει τον κόσμο σε δύο σφαίρες και αρνείται την ενότητά του. Η ιδέα για τον δυισμό στην θεολογία προϋποθέτει πως υπάρχουν δυο ξεχωριστές δυνάμεις – καλό και κακό – που είναι ισοδύναμες. Στον «χριστιανικό» δυισμό ο Θεός αναπαριστά το καλό ενώ ο Σατανάς το κακό.// και Κ. Κακούρη, Διονυσιακά (εκ της σημερινής λαϊκής λατρείας των Θρακών), Ιδεοθέατρον, Αθήνα 1963, σελ. 10.
- Κουσιάδης Γεώργιος: Τ' αναστενάρια και οι χοροί των, Αρχείο Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, 21, 1956
- Μιράντα Τερζοπούλου, Με τα τύμπανα και τα όργια της Μητέρας. Η γυναικεία λαϊκή λατρεία ως πολιτική μεταφορά σε ένα συγκρουσιακό περιβάλλον, στο Χρ. Βλαχούτσικου (επιμ.), Όταν γυναίκες έχουν διαφορές, Αθήνα 2003, σ. 320-360, www.domnasamiou.gr
- Δόμνα Σαμίου, «Αναστενάρηδες», www.domnasamiou.gr
- Δημήτρη Δημητριάδη, ΑΠΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ http://telxinis.blogspot.com/2013/05
- Ὁ Στράβων ἀναφέρει ὅτι στὴν πόλι Καστάβαλα τῆς Μικρὰς Ἀσίας ὑπῆρχε τὸ ἱερό τῆς Πειρασίας Ἀρτέμιδος «ὅπου φασὶ τὰς ἱερείας γυμνοῖς τοῖς ποσὶ δι’ ἀνθρακιᾶς βαδίζειν ἀπαθεῖς»/ Ὁ Πλούταρχος ἐπίσης ὅτι «τὸ πῦρ καθαίρει καὶ τὸ ὕδωρ ἁγνίζει» (Αίτια Ρωμαϊκά), ἐνῶ ὁ Εὐριπίδης στὶς Βάκχες, στχ. 757-58 γράφει γιά τὶς Μαινάδες: «ἐπὶ δὲ βοστρύχοις πῦρ ἔφερον, οὐδ ἔκαιεν» / και φωτιά άναβε στα μαλλιά τους, χωρίς φυσικά να τις καίει.
- Ησαϊας λγ΄ 11-16: «…Οι αμαρτωλοί εν Σιών θέλουσι τρομάξει. Τρόμος θέλει καταλάβει τους υποκριτάς, … Τις μεταξύ ημών θέλει κατοικήσει μετά του κατατρώγοντος πυρός; Τις μεταξύ ημών θέλει κατοικήσει μετά των αιωνίων καύσεων; //Δανιήλ ζ΄10: «Ποταμός πυρός εξήρχετο και διεχέετο απ’ έμπροσθεν αυτού...»Εβραίους ιβ΄ 29: "και γαρ ο Θεός ημών πυρ καταναλίσκον", //Α΄ Κορινθίους γ΄ 12-15: Εί δε τις εποικοδομεί επί τον θεμέλιον τούτον, χρυσόν, άργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμη, εκάστου το έργον φανερόν γενήσεται η γαρ ημέρα δηλώσει ότι εν πυρί αποκαλύπτεται και εκάστου το έργον όποιον εστίν το πυρ δοκιμάσει. Ει τινος το έργον μένει, ό εποικοδόμησεν, μισθόν λήψεται. Ει τινός το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται. Αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε, ως δια πυρός".//Β΄ Θεσσαλονικείς α΄ 7-9, κ.λπ.
- Γιώργος Αικατερινίδης : Γιορτές και δρώμενα στο νομό Δράμας, εκδ. Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Νομού Δράμας ,Δράμα 1997)
- Κώστας Μάντζος, Τα αναστενάρια της Αγίας Ελένης. Πυροβασία καί θρησκευτική θεραπεία, Loring M. Danforth, δοκιμές, τεύχος 3, Άνοιξη 1995, σσ. 193-199
34. Το 382μ Χ. «απαγόρευσε με ποινή θανάτου και δήμευση της περιουσίας των ενόχων Εθνικών οι οποίοι χαρακτηρίζονται «παράφρονες» και «ιερόσυλοι», κάθε μορφή θυσίας, μαντικής, ψαλμωδιών προς τιμή των Θεών ή τις απλές επισκέψεις σε αρχαίους Ναούς. Θεοδοσιανός Κώδιξ 16.10.7/ και το 391 μ.Χ. ανανέωσε την πλήρη απαγόρευση των θυσιών, των επισκέψεων σε ειδωλολατρικούς ναούς: «Κανείς δεν θα μολυνθεί με θυσίες και σφάγια, κανείς δεν θα πλησιάσει ή θα εισέλθει σε Ναούς, ούτε θα σηκώσει τα μάτια σε εικόνες φτιαγμένες από ανθρώπινο χέρι, διαφορετικά θα είναι ένοχος μπροστά στους ανθρώπινους και τους θεϊκούς νόμους», Θεοδοσιανός Κώδιξ 16.10.25. Η θεσμική Συνοδική Εκκλησία προέταξε το θέμα στην Ευχαριστιακή θυσία ως μυστηριακή αναμνηστική επανάληψι της Σταυρικής θυσίας του Κυρίου, η οποία ως «μεγίστη πάντων» δεν έχει ανάγκη καμμία άλλη, αφού ανακεφαλαιώνει όλο το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου. «Χαρακτηριστικά γράφει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης «διότι ο σταυρός κατήργησε τα Ιουδαϊκά ήθη, έσβησε τα αρχαιοελληνικά έθιμα και ανέδειξε τον χριστιανικό τρόπο ζωής… ελευθερωθήκαμε από τις στους βωμούς αιματηρές θυσίες και έχομε δεχθεί την αναίμακτη λατρεία. Με τον σταυρό έχουμε απαλλαγεί από την “τσίκνα” των δαιμονικών θυσιών και μετέχουμε της πνευματικής ευωδίας του μύρου που πλημμύρισε ο Χριστός. Με τον σταυρό απαλλαχθήκαμε από τις σκιές των παρελθόντων τύπων και συμφιλιωθήκαμε με το φως της εν Χριστώ αλήθειας. Με τον σταυρό περιφρονήθηκε ο θάνατος… συντρίφτηκαν ξόανα, έπαυσαν οι ζωοθυσίες…», (Τοῦ ἐν ἁγίοις Ἀνδρέου Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης τοῦ Ἱεροσολυμίτου, Λόγος I, Εἰς τὴν παγκόσμιον Ὕψωσιν τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ σταυροῦ, ΡG 97, 10250- 1028ΑΒ.), Παναγιώτης Σκαλτσής, Η Θεία Ευχαριστία ως θυσία, www.pemptousia.gr/2021/11
Επιλεγμένη Βιβλιογραφία
- ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΟΥ, ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΝΑΣΤΕΝΑΡΙΩΝ, ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΤΙΝΩΝ ΠΑΡΑΔΟΞΩΝ ΕΘΙΜΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΨΕΩΝ, ΕΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΙ, ΤΥΠΟΙΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΑΣΤΕΡΟΣ, 1873
- Αρχ. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, ΤΑ ΑΝΑΣΤΕΝΑΡΙΑ, (Πώς εξηγούνται), Εκδ. «Ὀρθοδόξου Τύπου»
- ΑΡΧΕΙΟΝ TOY ΘΡΑΚΙΚΟΥ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΘΗΣΑΥΡΟΥ ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΟΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΝ ΥΠΟ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΘΡΑΚΩΝ Διευθυντὴς ΠΟΑΥΔ. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΤΟΜΟΣ ΙΑ'., ΒΡΑΒΕΙΟΝ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ 1939.
- Βάλτερ Πούχνερ, Ἐκστατικοὶ χοροὶ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου καὶ τῆς Ἁγίας Ἑλένης, periou.gr/valter-pouchner-ekstatikoi-choroi
- ΓΕΩΡΓ. Ν. ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΙΑΗΣ, ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΑΙΜΑΤΗΡΕΣ ΘΥΣΙΕΣ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ - ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ - ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ
- ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΙΝΕΛΛΗ, ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΗΣ ΑΝΑΔΕΙΞΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΤΟΥ ΕΘΙΜΟΥ «ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΥ ΤΑΥΡΟΥ», ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΜΑΡΤΙΟΣ 2010
- Δόμνα Σαμίου, «Ἀναστενάρηδες», www.domnasamiou.gr
- ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΥΔΙΚΟΣ, ΕΟΡΤΑΙ ΚΑΙ ΠΑΝΗΓΥΡΕΙΣ
- Ιόλη Ανδρεάδη , Τα Ἀναστενάρια: Ἐθνογραφικὴ Μαρτυρία καὶ Θεατρικὴ Πράξη.
- Κ. Κακούρη, Διονυσιακὰ (εκ τῆς σημερινῆς λαϊκῆς λατρείας τῶν Θρακών), Ιδεοθέατρον, Ἀθήνα 1963
- Κώστας Μάντζος, Τα ἀναστενάρια τῆς Ἁγίας Ἑλένης. Πυροβασία καὶ θρησκευτικὴ θεραπεία, Loring M. Danforth, δοκιμές, τεῦχος 3, Ἄνοιξη 1995, σσ. 193-199
- Λαμπρινὴ Κῶν. Κονταξή, Ἐθιμικὲς ἐκδηλώσεις στὸ χῶρο τῆς Βαλκανικῆς. Το Λαϊκὸ δρώμενο τοῦ Λαζάρου,(1.1. Τα Αναστενάρια), Θεσσαλονίκη 2016
- ΜΙΡΑΝΤΑ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΜΕ ΤΑ ΤΥΜΠΑΝΑ ΚΑΙ ΤΑ OΡΓΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ. Ἡ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΛΑ΄ΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΣΕ ΕΝΑ ΣΥΓΚΡΟΥΣΙΑΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
- Μ. Γ. Βαρβούνης, ΑΝΑΙΜΑΚΤΕΣ ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ ΘΑΣΟΥ, ΘΑΣΙΑΚΑ - ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΜΟΣ ΕΝΑΤΟΣ : 1994 -1995, ΚΑΒΑΛΑ 1996
- Νίκος Παύλου, ΕΚΣΤΑΤΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΕΘΝΟΛΟΓΙΑ: ΤΑ ΑΝΑΣΤΕΝΑΡΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΛΕΝΗΣ, To βιβλίο τοῦ L.M.Danforth , "Τα ἀναστενάρια τῆς Ἁγίας Ἑλένης, Πυροβασία καὶ Θρησκευτικὴ Ἐμπειρία"
- ΟΔΥΣΣΕΑΣ Κ. ΓΚΙΛΗΣ, ΑΝΑΣΤΕΝΑΡΙΑ, Συλλογὴ ἄρθρων, ἐργασιῶν. Θεσσαλονίκη 3/2009
- Πασόπουλος Χρ. Σταμάτης, «Ἔθιμα τῆς θρακικῆς παράδοσης, πού οἱ ρίζες τοὺς παραπέμπουν στὸν ἀρχαιοελληνικὸ πολιτισμό», Θεσσαλονίκη 2011
- Σ. Ι. Ράγκος-"Ψυχανάλυση καὶ ἀρχαία ἑλληνικὴ θρησκεία: περὶ τῆς γενέσεως καὶ παρουσίας τῶν θεῶν στὸν κόσμο", www.inpsy.gr/en/digital-library