του φωτομότση
Πόνος είναι να: αντέχεις το απροχώρητο και να πένεσαι δυνάμεων στην αντιμετώπιση μιας καθημερινής πομφόλυγας.
Είναι η αγωνία τού ακόμα αναπάντητου έρωτα και το φοβερό τάνυσμα στην εκπλήρωση της απαντημένης αγάπης.
Πόνος είναι να: αγαπάς και ν' αγαπιέσαι. Πόνος είναι ν' αγαπάς και να μην αγαπιέσαι.
Πόνος είναι να 'σαι σκαφτιάς στο απύθμενο λαγούμι της ψυχής σου και μιναδόρος της ηρεμίας του αλλουνού. Πονάς στην τραυματική αναζήτηση των αυτιστικών σου τοπίων, πονάς και στη μίσθαρνη ανάδευση της κακιάς στιγμής του γείτονα. Πόνος βαθύς, ηδονικός, σχεδόν πλήρης.
Πόνος είναι να μισεύεις φέρελπις και να παλινοστείς δεσμώτης Αλβανός -και να το παίζεις Αρβανίτης. Να 'σαι αλάνι και να πασχίζεις να δειχθείς φιλήσυχος, να 'σαι ψηφίδα που αψηφείται και να μάχεσαι να γίνεις ψηφιδωτό. Να 'σαι εσύ και να προσπαθείς και ν' απομείνεις εσύ.
Πόνος είναι να περιφέρεσαι σε σκοτεινές ρεματιές αναζητώντας βουνίσια, ιώδη βατόμουρα. Να λιώνεις στην ισημερινή την πύρα γυρεύοντας τη μικρούλα άρκτο του Βορά. Να 'σαι εσύ αυτός που φωνάζει στην ερημιά και να 'σαι εσύ το αντιγύρισμα της ηχής.
Να 'σαι φίλος, και να μεταγγίζεσαι σε βρώμικους νιπτήρες ως παστρική χλόη σε μειξοπάρθενες καλλιέργειες συναισθημάτων οικολογικής υφής, να 'σαι φίλος γάργαρος και να σε παίρνει τρόμος που σταλάζεις στο ποτήρι της φιλίας καθώς πνίγεσαι στο σώσμα, -φίλος,-θάρρημα μέσα στα χλωμά σύθαμπα των αισθημάτων, μα και γλυκερή αφροσύνη.
Πονάς να βλέπεις τη μέρα σου που πάει κι έρχεται, αλλάζει φουστάνια, βάφεται, σταφνίζεται, βγαίνει αποβραδίς στην πιάτσα και τα σπάει, πίνει του σκασμού, μεθάει, ρυτιδιάζει, γερνάει, γερνάς μαζί της κι εσύ, -πονάς.
Πόνος είναι να: απειλείς το μέλλον και να το φοβάσαι, να χαίρεσαι το σήμερα και να το ρουφιανεύεις μαρτυρώντας το στο χτες. Η αψήφιση του χρόνου και των υποδιαιρέσεων του, είναι πόνος. Το μερεμέτισμα του παρόντος, η αναπόληση των περασμένων, ο σχεδιασμός του αύριο, -είναι πόνος. Ο χρόνος πονάει.
Και πόνος είναι να: μην σου λάχει ο πρώτος ο λαχνός, όταν έχεις μοιράσει με χαρτί και με μολύβι τα υποτιθέμενα κέρδη: εδώ συμπάσχεις και στον πόνο των άλλων που δεν είχαν -κι έχασαν με την απώλειά σου, - μόνο που οι ίδιοι δεν συμπονούν, ως μη υποψιασθέντες: τούτος ο πόνος είναι ολότελα δικός, οικείος, μαζοχιστικός.
Πονάς και στ' αλλουνού τον πόνο, μ' έναν πόνο αλλιώτικο, μάλλον ηδονικό: συγκαταβατικό. Ίσως -χαιρέκακο. Ξεκινάει από απλή αντίληψη, και εξελίσσεται αύθις σε θρίαμβο. Δόξα τω Θεώ, μακριά απ' τον κώλο μας.
Η συμμετοχή στην πάνδημη οδύνη για τον τεθνεώτα είναι ο βουβός ο πόνος. Τι κι αν είμαστε οι πρώτοι συμμετέχοντες στην καθιερωμένη μεταθανάτια ευωχία και οι πρώτοι υφιστάμενοι την επακόλουθη πολυοψία! Πονάμε, πάντως. Μ' έναν πόνο τέτοιο που δεν τρέχει τους συγγενείς στα διανυκτερεύοντα φαρμακεία και δεν αναστατώνει σύμπασα τη γειτονιά: είναι ο αμαρτωλός ο πόνος, και κάνουμε ό,τι μπορούμε να μην τον κάνουμε βούκινο.
Πόνος είναι ν' ανησυχείς για κάθε τι και να μη σε νοιάζει τίποτα. Να 'σαι το ζενίθ και το ναδίρ της αντοχής. Να θάβεις το κορμί σου μέσα στην κάμινο της πολυμελίτιδας και να επιδιώκεις μιαν ανώδυνη πτώση στο πιο ονειρεμένο τοπίο του πλανήτη. Κι είναι πόνος να φιλοξενείς το άγχος του φτερωτού σπουργίτη της σακάτικης της πόλης και ν' απωθείς τη συγγνώμη του έγχρωμου λιανοπωλητή που προσπαθεί, φυσώντας ένα σαστισμένο φιλί στην απαλάμη του, να φιλοξενήσει ή να ξορκίσει όλον τον τρόμο που κρατάει η ψυχούλα του για μας, για τα κατάλευκα δοντάκια της φυλής του, για τα ύποπτα κεράσματά μας και τη δήθεν φιλόξενή μας διάθεση.
Πονάω κι εγώ για κάθε τι στον τόπο μου. Και με πονάει η θύμηση ετούτη περισσά, μ' έναν πόνο αμφίρροπο, αμφίθυμο, αγκαθωτό. Πόνος γλυκός στην πίκρα του, απεγνωσμένος, άσωτος...