Συνέλεγε τους ανθούς των πετρωμάτων
Τα τρυφερά δοντάκια των νεφών
κάθε που κατέβαινε η βροχή
Αρμολογούσε τη ραχοκοκαλιά του φόβου
Την εξοστράκιζε στα πίσω του ορίζοντα
στο πλάϊ των φρεάτων
τα που εστέρευαν τη δίψα των ορέων
Κατόπιν έδραττε ασκό
από τομάρι απελπισίας
Φύσαγε ίσα στον στενό λαιμό του
τον ήχο πλάγιο
ατιθάσευτο
σάμπως ο αλαργινός ο καλπασμός
αλλοπαρμένων ταύρων που σιμώνουν
Ψηλά
ανέμιζε ο μανδύας του Θεού
στις δίπλες όλες του ήχου
Στον κάμπο τρίβονταν χαλίκια
οι δώθε εκείθε βράχοι
Ορθή η οργή των ταπεινών
γεροδεμένη ανάσα
στροβίλιζε τα τρίμματα του ύπνου
Ο Ελπίδας
είναι
Η αγέρωχη λεπίδα που θερίζει αστόμωτα
τα χίλια δυο κεφάλια του κακού
και του ολέθρου στον τόπο ετούτο
Οι άθλιοι
φυλαχτείτε
Φώτης Μότσης