του Χ.Ν.Θεμελή
σήμερα ο καιρός στο κέντρο της αθήνας, έχει κάτι που θες να πάει και να μην ξανάρθει. ζούμε στην πρωτεύουσα του κάτω κόσμου, γιατί μόνο εκεί πρέπει να στιβάζονται τόσο πολλοί τροχονόμοι, μπάτσοι και ντίλια πρεζάκηδων. οι διαφημίσεις σου κάνουνε ηλεκτροσόκ, ενώ στα πεζοδρόμια δίνονται μάχες σώμα με σώμα: οποιος βιάζεται δε σκοντάφτει: φτάνει πιο γρήγορα στο γκισέ. τρέχα μαλάκα να πληρώσεις..
κι έτρεχα κι εγώ γιατί κάτι έψαχνα. προσπερνούσα άκληρους, άστεγους, μονόχειρους ζητιάνους. φράγκο δε δίνω εξ αιτίας ενός καταχωνιασμένου, μάλλον, νετσαγιεφισμού που με ταλαιπωρεί 4-5 χρόνια. αν και τώρα που το σκέφτομαι, ποιος μολυσμένος βοηθάει μολυσμένο; έφτασα στη μενάνδρου και η εθνική συνείδηση μου πήρε πίπα στα γρήγορα, στην πλάτη μιας πεζής περιπολίας. προχώρησα προς τα κάτω την πειραιώς. στάθηκα στη στάση να καπνίσω και είδα τη φάτσα του τσίμα. παύλος ο άτακτος, έλεγε η καινούργια διαφήμιση για το ραδιόφωνο του βήματος. του έριξα ένα πεντάλεπτο κι έφυγα.
κάτι όμως έψαχνα. έστριψα στην κεραμεικού. όταν το τριαντάφυλλο απειλήθηκε έβγαλε αγκάθια. με αυτή τη φράση πρέπει να ξεκινάμε τα βιβλία της ιστορίας. το επιβλητικό διόροφο του προβελέγγιου έστεκε στη γωνία -μυλλέρου και κεραμεικού-, ακλόνητο να ξεδιπλώνει αναρχικές χαρές και ήττες, που λένε οι παλιοί όταν μιλούν στους νέους. έτσι για να χουν να θυμούνται και αυτοί κάτι αλλόκοτες ιστορίες, φτειαγμένες για να ειπωθούν μετά τον παράδεισο..
εκανα πεντάλεπτο έφτασα στην ακομινάτου ώσπου ξαφνικά είδα το θωμά, ποιόν; το θωμά. στην ακομινάτου. να ψάχνει για να γίνει. είχε ψιλώσει από τότε. την τελευταία φορά που τον είχα δει ήταν 15 καλοκαίρια πριν, όταν παίζαμε ποδόσφαιρο στην αυλή του και είχαμε διαλύσει, θυμάμαι, όλο τον κήπο της μάνας του με τη μπάλα.
εγώ τον κοιτάζω στα μάτια επίμονα. αυτός με κοιτάζει στα μάτια επίμονα. καθώς αγκαλιαζόμασταν μας ξεκοίλιαζαν τ' αγκάθια.