“Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια...”
Ο Κώστας Βαρνάλης γεννήθηκε στον Πύργο της Βουλγαρίας στά 1884 από μικροαστική φαμίλια. ∆εκατεσσάρων χρονών πήγε στα Ζαρίφεια ∆ιδασκαλεία της Φιλιππούπολης και πήρε το απολυτήριό του σε τέσσερα χρόνια. Ηταν έξαιρετικός μαθητής, έγραφε στίχους, τα έπαιρνε τα γράμματα, τα μάτια του έβγαζαν σπίθες, έδειχνε πως μπορεί να γίνει σπουδαίος «ιεροφάντης των Μουσών και λειτουργός της Παιδείας». Τον υποστήριξε λοιπόν ο δεσπότης Αγχιάλου και η κοινότητα Βάρνας και τον έστειλε να σπουδάσει φιλολογία στην Αθήνα. Ετσι παρουσίασε τον Βάρναλη ο ∆ημήτρης Γληνός σε άρθρο του για τον Κώστα Βάρναλη. Και συνεχίζει:
«Πίσω απ’ αυτή την απλή ιστορία, που χίλιες φορές σε χίλιες πολιτείες και χωριά του «αλύτρωτου ελληνισμού» με χίλια τόσα πρόσωπα επαναλήφθηκε όλο το δέκατο ένατο και τον εικοστό αιώνα, κρύβεται ένας κόσμος ολάκερος από ιδέες και ψυχόρμητα, που θα μπορούσανε να προδιαγράφουνε το δρόμο ενός στοχαστή, ενός επιστήμονα, ενός τεχνίτη για όλη του τη ζωή. Στις κοινότητες αυτές τις ελληνικές, τις σκορπισμένες από το ∆ούναβη ως το Μισίρι, έκαιγεν ο πιο φλογερός πατριωτισμός στο βωμό της «Μεγάλης Ιδέας». Πως οι χώρες αυτές ήταν ελληνικές «από του Ίστρου μέχρι του Νείλου και από της Κάτω Ιταλίας μέχρι του Τίγρητος και του Ευφράτου», ήτανε δόγμα ασυζήτητο για τους δασκάλους, που πύρωναν και σφυροκοπούσαν τις ψυχές των παιδιών σ’ όλα τα σκολιά του δούλου ελληνισμού. Ο αρχαίος ελληνικός αποικισμός, ο μέγας Αλέξανδρος, οι βυζαντινοί αυτοκράτορες, είχανε γράψει απάνω στο γρανίτη τής ιστορίας «τα απαράγραπτα δικαιώματα του ελληνισμού». Κ’ έσπερναν οι δάσκαλοι μέσα στις ψυχές των παιδιών την προσδοκία του Μεγάλου λυτρωτή, του Μαρμαρωμένου βασιλιά, που θ’ αναστηνότανε καί θ’ ανάσταινε την αυτοκρατορία των Ελλήνων, καθώς και του μεγάλου ποιητή, πού θ’ ανάσταινε τη γλώσσα των Ομήρων και των Πλατώνων.
Ένα κομμάτι πρωτοπόρο αυτής της αυτοκρατορίας, ένας τόπος όπου τ’ όνειρο αιώνων είχε γίνει υπέρλαμπρη πραγματικότητα, ήταν η «ελευθέρα ημών πατρίς», το βασίλειο της Ελλάδας. Μέσα σε τέτοιο χρυσοστεφάνο έβλεπαν με τα μάτια της ψυχής των όλα τα νέα παιδιά, που φοιτούσανε στα σκολιά των ελληνικών κοινοτήτων και λαχταρούσανε την άγια στιγμή, που θα φιλούσανε το χώμα της. Η στιγμή αυτή ήρθε για το Βάρναλη τον Όχτώβρη τοϋ 1902. Μα ο Βάρναλης έσκυψε να φιλήσει τό άγιο χώμα τής «ιοστέφανης» πολιτείας, μύρισε την καβαλίνα και το κάτουρο, που ήτανε ζυμωμένα με τη βρωμερή λάσπη και τη σκόνη και αρωμάτιζαν τον «αβρόν καί δίον αιθέρα» της χώρας των Ερεχθειδών. Και είδε, γιατί είχε μάτια που μπορούσαν να ιδούν και την τιμιότητα να πιστεύει στα μάτια του, μέσα στη λάσπη και τη σκόνη αυτή να κυλιούνται με τα ψηλά τους κολάρα και τα καλοσιδερωμένα ρούχα τους, θριαμβευτικά οι έμποροι της ψευτιάς, οι ψιλικατζήδες της πολιτικής, οι φαμφαρόνοι, οι γλωσσαμύντορες, οι θρησκειοκάπηλοι και οι πουλημένοι κοντυλοφόροι.
Ο πρώτος αυτος τραγικός κλονισμός στάθηκε σωτήριος για την πνεματική έξέλιξη του Βάρναλη. Τον έβγαλε αμέσως από τα ψευτόνειρα, τον έφερε στη γη, τον έκλεισε προσωρινά στο εγώ του. Έγινε δημοτικιστής και όταν στά 1903 τ’ άφιονισμένα παιδιά, που σπούδαζαν στο πανεπιστήμιο, πήγανε να κάψουν το έθνικό θέατρο, γιατί είχε ανεβάσει την Ορέστεια του Αισχύλου μεταφρασμένη από το Σωτηριάδη σε μισοδημοτική γλώσσα, ο Βάρναλης βρέθηκε στό αντίθετο στρατόπεδο μαζί με τούς λίγους δημοτικιστάδες τού καιρού εκείνου.
Το αηδόνι, που περίμεναν από τον Πύργο και τη Φίλιππούπολη να συνεχίσει τα πατριωτικά τραγούδια του Άχιλλέα Παράσχου, όταν πρωτάνοιξε το στόμα του εδώ στην Αθήνα, τραγούδησε δικούς του προσωπικούς καημούς, είχε ξεχάσει όλότελα τη «Μεγάλη ’Ιδέα» και τον έλληνικό απολυτρωτισμό και δε μιλούσε για καμμιά νεκρανάσταση, ούτε πολιτική ούτε πνεματική.» Το πρώτο του βιβλίο ήταν μια μικρή συλλογή με τον τίτλο Κηρήθρες (1905). Είναι καμμιά τριανταριά τραγούδια από τρεις ή τέσσερις στροφές. Τό βιβλίο προλογίζει ο ζακυθινός ποιητής Στέφανος Μαρτζώκης. Παρουσιάζει το “μετριόφρονα νέο» που «ημπορώ να το πω με μεγάλη μου χαρά ότι είναι άληθινός ποιητής... Και Ιδού σήμερα σ’ αυτό το βιβλίο ένα ρυάκι του εσωτερικού του κόσμου, το οποίον ...δέν μοιάζει με άλλα ρυάκια, τα οποία δεν έχουν τίποτα δικά τους”.
Καί αληθινά, αν έχει κανείς να παρατηρήσει κάτι στα πρώτα ετοΰτα και αρκετά ακόμη άτεχνα και δυσκολογραμμένα δοκίμια του Βάρναλη, είναι πως δεν παρουσιάζουνε καμμιά επίδραση από τους γύρω του. Ούτε του Παλαμά απήχηση βρίσκει κανείς στο στίχο του Βάρναλη, ούτε του Γρυπάρη, ούτε του Μαλακάση, ούτε πολύ λιγότερο του ∆ροσίνη, πού όλοι αυτοί ήτανε στην πρώτη γραμμή της ποιητικής δημιουργίας. Ο Βάρναλης σπουδάζει φιλολογία, παίρνει το δίπλωμά του στα 1908 και διορίζεται ελληνικοδιδάσκαλος στην Άμαλιάδα στα 1909. Στα 1911 βρίσκεται σχολάρχης στην Αργαλαστή, ανακατώνεται στ’ αθεΐκά του Βόλου κ’ είναι κι αυτός άνάμεσα σε κείνους, που κατηγορήθηκαν μαζί με τον ∆ελμούζο καί τον Σαράτση. Αθωώθηκε όμως με βούλευμα κ’ έτσι δεν ήτανε στη δίκη των «αθέων», που έγινε στ’ Ανάπλι στα 1914. Από τα 1912 ως τα 1915 υπηρέτησε σχολάρχης στα Μέγαρα καί στο διάστημα αυτό ήρθε και στο ∆ιδασκαλείο της μέσης παιδείας. Από τα 1915 ως τα 1917 υπηρέτησε σχολάρχης στην Κερατέα. Έπειτα τον μεταθέσανε καθηγητή στον Πειραιά, απ’ όπου το Φλεβάρη του 1919, ύστερ’ από διαγωνισμό, στάλθηκε υπότροφος στο Παρίσι για να σπουδάσει αισθητική και φιλολογία. Στα δεκαπέντε αυτά χρόνια ωριμάζει το ποιητικό ταλέντο του Βάρναλη. Ο ιδεολογικός του κόσμος ως τα 1919 δεν παρουσιάζει καμμιά σοβαρή επίδραση ούτε από τούς βαλκανικούς πολέμους, ούτ’ από τον παγκόσμιο πόλεμο, αvκαί φόρεσε το χακί και υπηρέτησε πολύν καιρό στρατιώτης. Τα πατριωτικά όνειρα της παιδικής του ζωής δεν ξύπνησαν μέσα του, ούτε φαίνεται να τον άγγίζει διόλου η έξόρμηση της αστικής τάξης για την πραγμάτωση της «Μεγάλης ’Ιδέας». Αν τον έμπνέει κάτι πιό γενικό καί πιο αντικειμενικό, έξω από τον υποκειμενικό του συναισθηματισμό, αυτό έρχεται από την αρχαία Ελλάδα, όχι όμως με το νόημα που την έβλεπαν οι κούφιοι αρχαιοπαρλαδόροι αλά Μιστριώτη. Την αρχαία Ελλάδα την έβλεπε σα μιαν ενσάρκωση της ομορφιάς και της επικούρειας βιοθεωρίας. Ένας ωραιοπαθής, φυσιολατρικός συγκρατημένος ηδονισμός κυριαρχεί στην ψυχή του και η φόρμα που παίρνει η ποιητική δημιουργία του βρίσκει την αντιστοιχία της στούς γάλλους παρνασικούς. Ο Λεκόντ Ντελίλ, ο Σουλύ Πρυντόμ, ο Ζοζέ - Μαριά ντε Ερεντιά είχανε βρει πολλούς μιμητές στήν Ελλάδα. Ο Παλαμάς, ο Γρυπάρης, ο Μαβίλης κι άλλοι πολλοί δοκίμασαν να δώσουνε σε φόρμα καλοδουλεμένη, στη σφιχτή δαχτυλιδόπετρα του σονέτου, μορφές απ’ την αρχαία Ελλάδα, αναστημένες μέσα σ’ ένα πλαίσιο ολυμπικό, όπου τα πιο σφοδρά πάθη της ζωής υποτάσσονται στον υπέρτατο νόμο της αρμονίας, της συμμετρίας, της ομορφιάς. Η ιδεολογική του αυτή ροπή έφερε στην τέχνη του Βάρναλη δυό μεγάλα καλά. ∆υνάμωσε μέσα του την αίσθηση της τέλειας φόρμας, τον έκανε να κυριαρχήσει απόλυτα τα πλαστικά του μέσα. Η γλώσσα ζυμώνεται πια στα χέρια του με μαεστρία και ολοένα πλησιάζει το ιδανικό της τέλειας αντιστοιχίας ανάμεσα στη θέληση του ποιητή και τη δύναμή του.
Τό δεύτερο σπουδαίο καλό ήταν ένα γνώρισμα του παρνασισμού που φάνηκε αργότερα και στον Καβάφη, με την ιδιότυπη σε τούτον εξέλιξη. Ο παρνασισμός, προσπαθώντας τάχα ν’ άναστήσει πιστά τις αρχαίες μορφές με το πραγματικό περιεχόμενο του καιρού τους, όντας ένα είδος ιστορικοκλασικού νατουραλισμού, στ’ αλήθεια δεν έκανε τίποτ’ άλλο από το να προβάλει μέσα στον αρχαίο κόσμο τη συνείδηση της αστικής τάξης απάνω στη στιγμή της απόλυτης κυριαρχίας της. Του παρνασισμού η πνοή ήτανε μετρημένη, βέβαια, ωστόσο συνήθιζε τον τεχνίτη να γεμίζει τα ιστορικά σύμβολα με περιεχόμενο, να τα ζωντανεύει. Και η τάση αυτή κ’ η γύμναση, που θα έμενε ένα απλό παιχνίδισμα, όπως έγινε με τον Παλαμά, το Γρυπάρη και το Μαβίλη και άλλους πολλούς, αν έμενε κι ο Βάρναλης κλεισμένος μέσα στα τείχη της αστικής ψυχοσύνθεσης, έδωκε άργότερα τους πιο εξαίσιους καρπούς, όταν ο Βάρναλης γκρέμισε τα τείχη και πέρασε στην επανάσταση. Τα ποιήματα της λυρικής αυτής εποχής του Βάρναλη από τα 1905 ως τα 1920 βρίσκονται σκορπισμένα σε διάφορα περιοδικά του καιρού εκείνου. Στο Νουμά, στήν Ηγησώ, στα Γράμματα της Αλεξάντρειας, στον Πάνα πού έβγαζε ο Αρ. Καμπάνης, στή Νέα ζωή της Αλεξάντρειας, στον Πυρσό, στους Βωμούς και σ’ άλλα. Σε βιβλίο δε βγήκαν ακόμη, γιατί ο ίδιος ο ποιητής δέν τα έχτιμάει τα έργα του της εποχής εκείνης. Από την ποίηση αυτή δύσκολα μαντεύει κανείς τον Βάρναλη της επαναστατικής εποχής και για ένα λόγο ακόμη. Είναι άξιοπαρατήρητο, πως στην ποιητική δημιουργία του Βάρναλη ως τα 1920 δε φανερώνεται ο σαρκασμός και η σάτιρα, το πικρό εκείνο γέλιο, πού κρύβει τόση πείρα της ζωής και τόση επανάσταση μέσα του. Μόνο κάπου κάπου παρουσιάζεται ένας τόνος παιχνιδιάρικος, ένα τράβηγμα του διονυσιακού μεθυσιού ως την άκρη του, ένας νατουραλισμός, που έχει σταματήσει στον προθάλαμο της σάτιρας.
Η περίοδος αυτή της ποιητικής δημιουργίας του Βάρναλη κορυφώνεται σ’ ένα ποίημα πολύ αξιοπρόσεχτο, πολύ σημαντικό για την έξέλιξη του ποιητή και πολύ χαρακτηριστικό για την θεματική ζωή του τόπου μας. Στα 1919 ο Βάρναλης βρίσκεται στο Παρίσι. Από κει στέλνει, στις 10 Αύγούστου, στο περιοδικό Μαύρος Γάτος, πού έβγαζε τότες ο Γεράσιμος Σπαταλάς, ένα μεγάλο ποίημα από εξήντα οχτάστιχες στροφές με τον τίτλο Άσμα πρώτο, ο Προσκυνητής, αφιερωμένο του «σοφού μου δάσκαλου Ν.Γ. Πολίτη». Είναι το μεγαλύτερο ποίημα, που είχε γράψει ως τότε ο Βάρναλης. Το συνοδεύει με μια επιστολή, όπου λέει πως το ποίημα αυτό «είναι μια δικαιολογία στα πεταχτά των πίστεών μου. Όπου φαίνεται πως ομιλώ εγώ, ξαίρε το, πως εγώ αληθινά δεν υπάρχω. Αντιπροσωπεύω κάποιον τρίτον ίσως εκείνον, που έπρεπε να υπάρχει. Κάποτε το ε γ ώ γίνετ’ έ μ ε ί ς, κάμνω τότε την αντίθεση της συνολικής ψυχής απέναντι των μονάδων, που παρανοούν το βάθος της.
Kαι ο πόθος μου είναι, όντας συνεργάτης αυτής της ψυχής, να βρεθεί δημιουργός με τη δύναμή της».
Τί είναι αυτο το ποίημα; Αυτή ή γλώσσα η μυστηριακή; Όπου φαίνεται πως ομιλώ εγώ, ξαίρε
το, πως εγώ αληθινά δεν υπάρχω. Αυτή ή ίδεαλιστική φρασεολογία τί μας προ- μηνάει; Αν ο Βάρναλης σταματουσε μ’ αυτό το έργο, η αστική κριτική θάλεγε πως ο Βάρναλης υψώθηκε στο τέλος της δημιουργίας του, στον πιο αγνό ιδεαλισμο και στην πιό καθαρή συνταύτιση της Ιδέας με την άθάνατη Ελλάδα. Αφού με τή μελέτη της Αρχαίας Ελλάδας ποτίστηκε στις πιο κρουσταλένιες πηγές της γνώσης και της ομορφιάς, αφού τα ηρωικά έργα των βαλκανικών πολέμων και του ευρωπαϊκού εξαγνίσανε στα μάτια του και την τωρινή Ελλάδα, είδε στη φωτεινή ιστορική διαδρομή της φυλής του τρεις χιλιάδες τώρα χρόνια τη μοίρα του πρωτοπόρου οδηγού
της άνθρωπότητας όλάκερης. Και ήρθε τέλος προσκυνητής και ψάλτης μεγαλόστομος αυτού του μεγαλείου. Λούζεται και καθαρίζεται πριν μιλήσει για την αιώνια Ελλάδα.
Πριχού να ‘γγίσω του Αγαθού τη ρίζα
πριχού η καρδιά γεφτεί τ’ άγιο σου χώμα,
πάθη παλιά, παλαιά που την όριζα,
βαθιά τα ξεβοτάνιζα· και σώμα αχαμνό,
κεφαλή και χαίτη γκρίζα,
τα χέρια μέσα κ’ έξω και το στόμα
τα ’λουσα με κρασί και με μπαχάρια
καί σου τα φέρνω, ως έπρεπε, καθάρια.
Οραματίζεται λοιπόν και τραγουδάει τις ομορφιές της ελληνικής γης, που είναι «όλης της γης αφάλι», οραματίζεται την ελληνική ιστορία από την ομηρική εποχή, έρχεται στην αρχαία Αθήνα, περνάει στο μεσαίωνα, στην κρητική πνεματική άνθιση, στα δημοτικά τραγούδια, στο Σολωμό. με το όραμα αυτό της ‘Ελλάδας άνεβαίνει όλο ψηλότερα και ποθεί τώρα κι αυτός να γίνει ένας δημιουργός, να γίνει ένας συνεχιστής του οράματος. Η «μεγάλη φυλή» τον έχει μεθύσει από ένθουσιασμό.
Καί στοχασμούς και λόγια κ έργα θεία.
Ω θάματα που κουβαλείς μετά σου.
Χριστό κι Ορφέα, Αθηνά και Παναγία
κινάς και σμίγεις στα κινήματά σου.
Και οι Έλληνες, η συνολική ψυχή, το «εμείς», δεν είναι πια όντα θνητά σαν τους άλλους άνθρώπους. Είναι ιδέες αθάνατες. Που πάμε; Ακούω πάσ’ άνοιξη τ’ αηδόνι όλβια ζήση στο πάθος του να βρίσκει. Δεν έχει χτες και σήμερα. Η Δωδώνη κι ο άγιος Τάφος βαθιά μας όρθιος μνήσκει. Κι αν καταρρέουν οι πίστες, μεις αιώνιοι περνάμε απ τη ζωή στο θάνατο, ήσκιοι και στη ζωή απ’ το θάνατον! Όχ ι ό ν τ α, είμαστε Ι δ έ ε ς, πού ζουνε πολεμώντα! Αληθινά ο Βάρναλης, τη στιγμή που γράφει αύτό το ποίημα, ζυγώνει στη μεγάλη κρίσιμη στιγμή της ζωής του. Το ποίημα αυτό είναι το φούσκωμα ενός μεγάλου ψυχικού ανακοχλασμού, πού γίνεται μέσα του. Η αστική Ελλάδα, που έσερνε πίσω της και τη μεγάλη μάζα του λαού, κάνοντας τη μεγάλη εξόρμησή της την πολεμική, είχε νικήσει σέ δυό μεγάλους πολέμους μέσα σε λίγα χρόνια, στά 1912 -13 και στα 1918. Τεράστια αυτοπεποίθηση είχε φουσκώσει περήφανά τα στήθια των Ελλήνων. Οι ραψωδοί της φυλής άρχισαν μεγαλόστομα να τραγουδούν τις νέες δόξες πλάι στις παλιές. Ο Παλαμάς είχε άρχίσει παλιότερα με το Δωδεκάλογο του γύφτου και τη Φλογέρα του βασιλιά και ο Σικελιανός συνέχισε με τη Συνείδηση της φυλής μου, το Πάσχα των Ελλήνων και άλλα.
Ο Βάρναλης απάνω σ’ αυτή τη στιγμή έρχεται στο Παρίσι. Είναι πια ώριμος ποιητής, κατέχει την τεχνική του στίχου, παίζει την άρμονία στα δάχτυλα κ’ η γλώσσα του είναι πλούσια και πολύχρωμη, μεστή από ολοζώντανα σύμβολα. Ο ορίζοντάς του, μόλις βγήκε από την Ελλάδα, πλαταίνει τεράστια. Θέλει τώρα να γίνει αυτός πνεματικός όδηγός του λαού του, να τραγουδήσει καλύτερ’ απ’ όλους τους άλλους, να σύρει τα πλήθη πίσω από την ορφική του λύρα.
Καί γράφει τον Προσκυνητή. και όμως αύτο το Άσμα πρώτο του Ιδεαλισμού του ήτανε και το τελευταίο. Σε λίγον καιρό γίνεται μέσα του ένας τέτοιος τεράστιος κριτικός διαφωτισμός, όπου το σύμπαντο κυριολεχτικά αναποδογυρίζεται. Σχεδόν ταυτόχρονα ή άμέσως μετά τον Προσκυνητή, αρχίζει να γράφει το φως που καίει.
Η κρίσιμη στιγμή φυσικά από καιρό ετοιμαζότανε μέσα του. Από τον καιρό που πρωτοήρθε στην Ελλάδα, από τον καιρό που έζησε το βαλκανικό πόλεμο και τον εθνικό θρίαμβο. Μιαν ανταρσία, μιαν άντίθεση με τα καθιερωμένα είχε πάντα μέσα του. Τώρα, όμως, στο Παρίσι, ήρθε σε αμεσότατη επαφή με τις μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις. Ο Ρομαίν Ρολλάν, ο Μπαρμπύς τον έπηρεάζουνε. Ακούει την κριτική των άριστερών για το μεγάλο πόλεμο και πέρα στο βάθος του όρίζοντα ξεχωρίζει τις τεράστιες φλόγες της ρώσικης έπανάστασης. Και τότε γίνεται μέσα του η οριστική μεταστροφή. Ο νατουραλισμός του, η επικούρεια διάθεσή του, που δεν έβρισκαν τρόπο να συνδυαστούν αρμονικά με μια ποίηση εθνική, θρησκευτική και ιδεαλιστική, βρέθηκαν συνταιριασμένοι εξαίρετα με τη φλογερή σαρκαστική ορμή, που ξυπνάει τώρα μέσα του
και με το διαλεχτικό ματεριαλισμό, που καταχτάει το νου του σαν ένα ψυχόρμητο. 0 Βάρναλης βρήκε τον άληθινό εαυτό του. Οι ιστορικές συμβολικές μορφές, που αγωνιζότανε μάταια να τις συλλάβει και να τις αναστήσει μέσα στη θολή και ψεύτικη άτμόσφαιρα του ιδεαλισμού, ξύπνησαν ολοζώντανες, γέμισαν από νόημα άνθρώπινο, πήρανε σάρκα και χρώμα και πνοή μόλις τις αντίκρισε ρεαλιστικά και επαναστατικά.
Τώρα μπορεί πιά να επιχειρήσει τον τεράστιο άθλο να βάλει να μιλήσουνε άνθρώπινα και νοητά από σημερινούς ανθρώπους, τον Προμηθέα και το Χριστό και την Παναγία και το Σωκράτη. Οι άδειες σκιές, τα σκέλεθρα της ιστορίας περπάτησαν άνάμεσά μας, μίλησαν τη γλώσσα μας, άγγιξαν την καρδιά μας. Από τον καιρ ο πού πρωτογράφει το φώς πού καίει ίσαμε σήμερα, μιά ενιαία γραμμή θαμαστής συνοχής και ζωντάνιας διαπνέει το έργο του Βάρναλη. Η τέχνη του έφτασε στη μεγαλύτερη τελειότητά της. Ο στίχος του λαμπερός και συνάμα λεπτός, κάθε του λέξη ακριβοζυγιασμένη, μεστή από το νόημά της, αστράφτει με όλα της τα πλούτη. Αρμονικός, άνετος, πολύβουος, πολύτροπος, κυλάει ο στίχος του σ’ όλες τις νότες, σ’ όλους τους χρωματισμούς, λυγερός, τρυφερός, σαρκαστικός, σπαθάτος, κοφτερός, οργισμένος, καλοσυντεμένος, βαθύς, λαγαρός, όλος φώς, όλος μουσική ο στίχος του Βάρναλη. Μα ταυτόχρονα ο Βάρναλης φτάνει και στην κορφή της πρόζας. Πρώτος και μόνος αυτός, συνδυάζοντας στον τόπο μας την τέλεια κατοχή και της στιχουργικής μαεστρίας και της πεζογραφικής τελειότητας, γράφει τον πιο καθαρό, τον πιο πλαστικό, τον πιο υποταγμένο, μα και τον πιο ορμητικό, τον πιο αρμονικο και τον πιο δυνατο πεζό λόγο στην Ελλάδα. Από τα 1922 ως τα 1926 έβγαλε ο Βάρναλης τ’ άκόλουθα βιβλία: το φώς πού καίει (1922), Ο λαός των μουνούχων (1923), Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925), Σκλάβοι πολιορκημένοι (1927), Η αληθινή απολογία τον Σωκράτη (1931), το φώς πού καίει, δεύτερη έκδοση ξαναπλασμένη (1933). Εξόν απ’ αυτά δημοσίεψε λίγα μετρημένα ποιήματα, τους Μοιραίους στη Νεολαία του 1922, τη Λεφτεριά στη Μούσα (περιοδικο του Λ. Κουκούλα), τον Καλό πολίτη, το Στο πέρασμά σου και αρκετά κριτικά σημειώματα στο περιοδικό ’Αναγέννηση (1926 - 28) και στους Πρωτοπόρους και Νέους πρωτοπόρους. Στή δεύτερη αύτή περίοδο της δημιουργίας του ο Βάρναλης είναι ο μεγάλος χαλαστής. Η πνεματική του προσωπικότητα υψώνεται μέσα στους ανθρωπάκηδες, τους τσανακογλύφτες, του ς λακέδες, τους φυγάδες και τους προδότες, που μελανώνουν γύρω τους το νερό. Η σκέψη του, η ποίησή του η ρωμαλέα, η άντρίκια του σάτιρα, το καταλυτικό γέλιο του, αστράφτει σα ρομφαία, που τη χτυπάει ο ήλιος. Ο ήλιος που τον φωτίζει είναι ο διαλεχτικός ματεριαλισμός και η προλεταριακή έπανάσταση. Υπεύθυνα, παληκαρίσια, άντρας αυτός μέσα στά γυμνοσαλιάγκια, πήρε απάνω του το χρέος το πνεματικό να μιλήσει με τη μορφή της τέχνης, τη γλώσσα της ατρόμητης και Αναπλαστικής Αλήθειας πέρα για πέρα. Βαθειά γνώση της ανθρώπινης ψυχής και της ανθρώπινης κοινωνίας τον οπλίζει με τη δύναμη του λυτρωτή σαρκασμού. Καθαρός, αγνός, απόλυτα ειλικρινής, αληθινά έχει λούσει το στόμα και τα χέρια του και την ψυχή του, από τη στιγμή που επιτελεί το ιερό του χρέος.
Δέ δίνω λέξες παρηγόρια δίνω μαχαίρι σ’ όλουνούς·
καθώς το μπήγω μέσ’ ατ ο χώμα γίνεται φώς, γίνεται νους.
Ακου πώς παίρνουνε οί άγέρες χιλιάδων χρόνιαν τή φωνή
Μέαα ατ ο λόγο το δικο μου δλ’ ή άνθρωπότητα πονεϊ.
Το άρθρο αυτό του μεγάλου ριζοσπάστη παιδαγωγού Δημήτρη Γληνού που διασκεύασα για την Εφημερίδα της Νέας Υόρκης γράφτηκε στα 1933.
... Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται, άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! της αυγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας, χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα παράλυτος, ίδιο στοιχειό
τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα στο σπίτι λιώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
– Φταίει το ζαβό το ριζικό μας! – Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
– Φταίει το κεφάλι το κακό μας! – Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει;
Κανένα στόμα δεν το ’βρε και δεν το ’πε ακόμα.
Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα,
Γιάννης Μότσης