(απόσπασμα από το νέο βιβλίο ποημάτων του ΦωτοΜότση)
ἄ
εἶμαι περίσσια ἀποσταµένος
εἶπε
Βαρέθηκα τῆς καθεµέρας τό γυαλί
καί τόν καθρέφτη
Αὐτόν πού δείχνει τό σακατεµένο χτές
Αὐτόν πού ἀντικατοπτρεῖ τό τίποτα τοῦ αὔριο
Βαρέθηκα
ν' ἀκούω χάρο καί νά µήν βλέπω θάνατο
Στό πιό ἀψηλό κλωνάρι τῆς ζωῆς νά κελαηδῶ
µπρός στά γκρεµνά δίχως νά πέφτω
ὡσάν ἀθάνατο πουλί
ἀπό τόν μπροῦτζο καµωµένο
ὡσάν ἀκίνητες σουλιώτισσες
χρόνια τώρα στό μάρμαρο στήν πέτρα
στό φρύδι τῆς ἀβύσσου
μ’ ἕνα ποδάρι στό ἔμπα τοῦ λαιμοῦ
ἀμίλητες καί σκυθρωπές καί μάνες
Ὅ,τι στολίδι καί εἶναι σίδερο σκεβρώνει
Ὅ,τι στολίδι ἀπό τήν πέτρα σέπεται
Ὅ,τι τοῦ νοῦ χαρταετός
ὡσάν τοῦ Πάντσο ἡ θωριά
τό παραμύθι μας
Βαρέθηκα
σοῦ λέω
τοῦ Ἄσιµου 'τά ἴδια καί τά ἴδια'
Φιλία τε καί πίστη
ὅπως ὁμολογοῦν ποιήµατα µεγάλα
Κόπο µοῦ κάνει πλέον νά διαβάζω
Νά ἐντρυφῶ στήν ποίηση χαµένων γενειοφόρων
Ὅσων ἀντάµα µου ἀπόκαµαν ἀπό τό πετροβολητό
καί πιά στεγνώνουνε κατουρηµένα νυχτικά
στό τζάκι
µέ τόν µπερέ τοῦ Τσέ
στολίδι στή γωνία
στόν καλόγερο
Ἀπόκαµα ἀπό τίς δανεικές ζωές
τή δανεική χαρά
ἀπό τά ὄνειρα πού δέν µπορῶ νά ἐπιστρέψω
καθώς κρατοῦν ἀκόμα οἱ σημειώσεις
στήν ἄκρη στό τεφτέρι
στήν ἄκρια τοῦ βίου ἀντάμα
τοῦ βιογραφικοῦ μου πού τηρεῖ ὁ μανάβης
ὁ ἐδώδιμα ἀποικιακά ἡ ράφτρα μέ τά ὡραῖα
ἄ τά ὡραῖα νά τά φιλήσεις χείλια
τά κόκκινα τά ὄνειρα εἰσέτι
καί καθώς καί ὅταν κι ἅμα
τά σημειώνουν μέ καλέμι καμωμένο ἀπό γινάτι
ἄγριας γκορτσιᾶς
ἀπό ἰδρῶ τοῦ ἀχαμνοῦ τοῦ γύφτου τ’ ἀχαμνά
Ἀπό τόν θάνατο τοῦ φίλου καί τοῦ γείτονα
τοῦ ἔρωτα τούς ἀλλεπάλληλους θανάτους
ἔχω ἀποστάσει
Σέ µαύρη πέτρα ἐπάνω
νά καρτερῶ ἄσπρον ἀφρό τοῦ ποταµοῦ
ἄλλο δέν πάει
εἶπε