Στέρφα τά χρόνια
Καί δέν ἐγκυμονεῖ ὁ καιρός καλό καί καλοσύνη
παρά μονάχα μαῦρα ἄτια νά κροτοῦν μέ τίς ὁπλές τους
ἀσφαλισμένες τράπεζες καί θύρες
Τά μονοπάτια ἐκεῖνα ἀνοίγουν
πού θά τούς ὁδηγήσουν στό βουβό τό χτυποκάρδι μας
τήν κάνει μαύρη
Ἀνακουφίζονται στά μέγαρα τῆς μουσικῆς
ἀπάνω στά λουστρίνι ὑποδήματα ἔξοχων ἐνόχων κοπρίζουνε μαύρη χολή
Ξεχύνονται κατόπιν ἀχαλίνωτα στούς δρόμους
Μαῦρες οὐρές
μαῦρες ἀνατριχίλες στόν ἀέρα νά κόβουν ὥς τά πέεερα κάθε ἀνάσα
τέμνει στό δυό τά σύμπαντα
ὅσα τίς ἄσπρες ἅμαξες μαυλίζουν
αὐτές πού ἦσαν μάρμαρο καί γένονται νερό καί τρέχουν πλέον
κρίκ κράκ κρίκ κράκ ἀπάνω στό πλακόστρωτό τοῦ κάτω κόσμου
ἀνηφορίζοντας
Πανμήκη πέη ἀλογίσια διασχίζουνε τῆς γῆς τά ἔγκατα λάβρα σωθικά
Σπέρνουν Ἀλέξανδρους
Σέρνουν τήν ἱστορία ἀπ’ τό πηγάδι ἔξω ἀπ΄ τόν λαιμό
Τή βία ἀναπαριστοῦν μέ τίς σταυροφορίες
στά θεατράκια τῆς κάθε μιᾶς ὁδοῦ τοῦ καθενός Φωκίωνος
Νοικοκυρές φοράδες ὑφαίνουν ὁλωνῶν ζουρλομανδύα
Κλωτσᾶνε ὁλοῦθε ὅπου ἀντικρίζουν ὀμορφιά
Ἀνοίγουν τά αἰολικά τομάρια σύμπαντα κατάντικρυ στόν κόσμο
Ξετομαρεύουν τίς γοργόνες γιά τίς ἀνάγκες τῆς σαββατιάτικης ψαραγορᾶς
Τό ἐφηβαῖο τῆς νεράϊδας τηροῦν σκαλπ γιά τή στεφανοθήκη τους
Στό περιβόλι τῶν ὀνείρων μας στήνουν παιχνίδι τοῦ κουτσοῦ
Στόν νιβορό τῆς νιότης μας ἐγείρουν φράγμα
μήν ἔχει τ’ ὄνειρο τή σκέψη του
μήν ἔχει ἀπαντοχή
Φοράδες ἄτια πολιτικοί πολιτικές
Πῶς σμίγουνε πῶς γίνονται ὅλες οἱ εἰκόνες ἕνας πίνακας
-μπορεῖ καί ὄμορφος
ἐτοῦτο θά ΄χει τό ρυάκι νά τό πεῖ
Αὐτό πού μέ τή λαλιά μου θά κινήσει ἀπ΄ τήν κορφή
νά φτάσει ὡς βουή ὡς χαλασμός ἐκεῖ ὅπου λήξει